Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Οκτωβρίου 17, 2016

Ανεπιτήδευτη αρχοντιά

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Κείμενο: Ολγα Χαραμή
Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας


Πέτρινα σπίτια, πέτρινα γεφύρια, πέτρινα χωριά. Αρχοντικοι οντάδες, αρχοντικές εκκλησίες,
αρχοντικοί άνθρωποι. Εκεί που η τέχνη των Ζουπανιωτών μαστροκαλφάδων συναντά τον πλούτο των Σιατιστινών εμπόρων και τα δάση του Βοΐου, χάνεις το μέτρο διά παντός. Και τα λογικά σου μαζί!




Ο ποταμός Πραμόριτσας κάνει έναν εντυπωσιακό ελιγμό, ανάμεσα στα ακόμη πιο εντυπωσιακά βράχια, έξω από τη Χρυσαυγή
Καμινάδες που βγάζουν σήματα καπνού και δηλώνουν ζωή, σκαλιστά ταβάνια και ζωγραφισμένοι τοίχοι που γίνονται θέμα συζήτησης, χάλκινα που ξεσηκώνουν ψυχές και σηκώνουν τρίχες, πολύχρωμα δάση κι ομίχλες που φτιάχνουν τα πιο παραμυθένια τοπία ή σπίτια που θα ’δινες και την ψυχή σου για να αποκτήσεις. Τυχαίνουν κι άλλα. Πιο προσωπικά. Εξίσου μαγευτικά.

Ενα κερασμένο τσίπουρο σε ένα ταπεινό μα ολοπέτρινο σπίτι, μια απρόσμενη αγκαλιά πλάι σε μια ετοιμόρροπη εκκλησία, μια «αλεπού» που σου ’ριξε κάποιος στον λαιμό να σε ζεστάνει, ένα ολομέταξο φόρεμα έτοιμο να βγει απ’ την προθήκη, να φορεθεί, ένα ηλιαστό κρασί που ακόμα θυμάσαι τη γεύση του, ένα γλίστρημα στον πάγο στο καλντερίμι-γυαλί, μια πομπή από καβαλάρηδες καταμεσής του Αυγούστου, κι άλλη μια μες στο καταχείμωνο, λίγο πριν κλείσει το νεκροταφείο απ’ τα χιόνια· «μείον ένας...».

Μικρή η ανθρώπινη παρουσία στο Βόιο. Μετρημένα στα δάχτυλα τα κούτσουρα που «σκίζονται» στα λιθόστρωτα, τα φωτάκια που τρεμοπαίζουν τη νύχτα, τα κουτάβια που σε υποδέχονται σε κάθε χωριό κουνώντας ουρές, οι ερημίτες σε μονές στη μέση του πουθενά. Τα γεφύρια μόνο είναι αμέτρητα, τα πέτρινα σπίτια που όμοιά τους μόνο στην Κόνιτσα και στο Ζαγόρι ξαναβρίσκεις, τα περίτεχνα αρχοντικά που ίσως ξαναδείς στη Βέροια και την Καστοριά.




Ο Αγιος Αχίλλειος, ΤΟ κομψοτέχνημα του Πενταλόφου
Τα δάση, τα νερά, τα πλατανόφυλλα που σκεπάζουν τις έρημες πλατείες, ατέλειωτα κι αυτά. Κι η ιστορία. Αυτή που οι φημισμένοι μαστροκαλφάδες του Βοΐου έγραψαν. Κι αυτή που οι μεγάλοι Σιατιστινοί έμποροι υπέγραψαν. Αυτή που συντηρούν πεισματικά νέοι και γέροι.

Απλά τα πράγματα. Πιάνεις τον δρόμο και προχωράς. Ακολουθείς κάθε λασπωμένο μονοπάτι, βλέπεις πέτρινα τόξα να δίνουν τρόπους επικοινωνία στις ερημιές. Ακολουθείς κάθε χιονισμένη ρούγα, κάθε παγωμένο καλντερίμι. Περιτρυγυρισμένος από τους γίγαντες της Πίνδου είσαι, τον Γράμμο, τον Σμόλικα, τη Βασιλίτσα, μα δεν τους βλέπεις. Μόνο το ομαλό απ' αυτή τη μέρια, Βόιο βλέπεις, τα Οντρια. Και λίγες χούφτες ανθρώπων που όταν τους συναντάς μια ερώτηση μόνο τους έχεις: «Τι χρώμα έχει η ζωή σας; Τι υφή;».

Στα χαμόγελά τους βλέπεις τα πυκνά δάση οξιάς, βελανιδιάς, καστανιάς του Βοΐου που καταπίνουν τα βήματα της αρκούδας και του λύκου, τους ξεφτισμένους τοίχους των περήφανων αρχοντικών της Σιάτιστας, τις τοιχογραφίες της Αγίας Παρασκευής στη Γεράνεια, τα νερά του Πραμόριτσα, τα βράχια της Χρυσαυγής. Αχόρταγα κοιτάς, αχόρταγα μυρίζεις, αχόρταγα γεύεσαι. Αχόρταγα ακούς και αγγίζεις. Κι όχι τίποτε άλλο. Δεν το περίμενες.


Περήφανη Σιάτιστα
Πού είναι οι μεγαλέμποροι; Πού είναι οι γουναράδες; Πού είναι τα θαυμαστά μπουλούκια; Από τη Σιάτιστα δεν περιμένεις τίποτα. Γι΄ αυτό τα χάνεις. Μια σύγχρονη κωμόπολη φαντάζεσαι. Μια μακεδονίτικη επαρχιακή πόλη αλωμένη από τις σύγχρονες ανάγκες. Διαψεύδεσαι. Από την είσοδό της ακόμη σε πιάνει η βαλκανική ατμόσφαιρα απ’ τα μούτρα.

Από τη συνοικία της Γεράνειας ήδη βλέπεις χαγιάτια και στιβαρούς μαντρότοιχους να χάσκουν πίσω από τις σύγχρονες οικοδομές.Ούτε αυτές ούτε η ομίχλη ούτε τίποτα δεν είναι ικανό να κρύψει την αρχοντιά της. Γιατί ως και η παρακμή στη Σιάτιστα περηφάνια βγάζει.

Πενήντα αρχοντικά πάνω-κάτω. Τόσα απέμειναν από την εποχή της ακμής. Δεν είναι λίγα. Εμφανίζονται κάθε τρεις και λίγο μπροστά σου και σε διαλύουν, έτσι όπως τα βλέπεις να καταρρέουν. Λένε για τον 18ο και 19ο αιώνα, όταν οι Σιατιστινοί έπιαναν τη γούνα και τα αμπέλια και τα έκαναν χρυσάφι.




Μακάρι να είχε η φωτογραφία ήχο: Μέλη της μπάντας «Παύλος Μελάς, στη Σιάτιστα
Αλώνιζαν τον κόσμο διασχίζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία, άνοιγαν εμπορικούς οίκους στην Ευρώπη, μοσχοπούλαγαν την πραμάτεια τους. Κάποτε επέστρεφαν. Γεμάτοι χρήμα, νέες ιδέες και ευρωπαϊκές συνήθειες. Ξόδευαν όλα τα λεφτά τους θαρρείς στα σπίτια. Αποτύπωναν πάνω τους όλο τον πλούτο και τη φήμη που είχαν αποκτήσει. Κι όλες τους τις ανάγκες βέβαια. Ψηλοί μαντρότοιχοι και πολεμίστρες έδιναν την ασφάλεια, πίσω από τα σιδερόφρακτα παράθυρα όμως μιλούσε ο πλούτος, η τέχνη, η υπερβολή, η επίδειξη.

Αν γινόταν να μείνεις μια μέρα σε ένα τέτοιο σπίτι θα προτιμούσες ύστερα να μείνεις στον δρόμο. Αν γινόταν να μπεις στα εντυπωσιακότερα αρχοντικά δεν θα ’χες μάτια και λόγια για τίποτα πια. Δεν είναι επισκέψιμα. Το διάσημο αρχοντικό της Πούλκως αναστηλώνεται, εκείνο του Νερατζόπουλου καταρρέει.

Αν είσαι τυχερός μπορείς να δεις του Μανούση, στα χέρια του Δήμου πια, στον δρόμο της αναστήλωσης. Σπρώχνεις τις βαριές ξύλινες πόρτες με τα καρφιά, πατάς απαλά στα ξύλινα δάπεδα κι εκείνα τρίζουν ευχαριστημένα, το φως τρυπώνει από φεγγίτες και σπασμένα βιτρό και φανερώνει όλα τα εν οίκω μυστικά. Ξυλόγλυπτα ταβάνια, ζωγραφιστά τζάκια, τοιχογραφίες που αφηγούνται ιστορικά γεγονότα, μυθολογικές σκηνές ή απλά τρόπους ζωής.




Πόσο χρώμα αντέχεις; Στο αρχοντικό Δόλγκηρα, το λαογραφικό μουσείο του συλλόγου Μαρκίδες Πούλιου
Φαντάζεσαι τους τεχνίτες να σκαλίζουν τα ταβάνια, να ζωγραφίζουν τους τοίχους, να πελεκούν τις πέτρες, τους ιδιοκτήτες να τους μπολιάζουν με το ύφος του μπαρόκ και του ροκοκό κι αναρωτιέσαι: πώς είναι δυνατόν τέτοιοι καλλιτέχνες να παραμένουν «ανώνυμοι»; Σεντούκια με προικιά και παλιοκαιρισμένες φωτογραφίες από τις ένδοξες εποχές δεν θα δεις εδώ. Τα πολύτιμα υφάσματα και αντικείμενα, τα φερμένα από όλες τις μεριές της γης σε ελάχιστα σπίτια παραμένουν.

Αναζητώντας αυτά φτάνεις στο αρχοντικό Δόλγκηρα. Μικρούτσικο αυτό, μικρό και το καλάθι που παίρνεις. Χτυπάς την πόρτα κι ο κύριος Τάκης Σιάσιος σε υποδέχεται στο λαογραφικό μουσείο του Μορφωτικού πολιτιστικού συλλόγου «Μαρκίδες Πούλιου» που μάχεται έτσι κι αλλιώς για τη σωτηρία της Σιάτιστας και του πολιτισμού της.

Ποιο λαογραφικό; Ενα κατοικήσιμο σπίτι είναι. Και όνομα ε; Οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου διατηρούσαν τυπογραφείο στη Βιέννη όπου τυπώθηκε το 1790 η πρώτη ελληνική εφημερίδα, η «Εφημερίς». Κι αυτή η εφημερίδα κυκλοφορεί ακόμη από τον Σύλλογο.

Ανοίγει μια μια τις πόρτες ο κύριος Σιάσιος. Η περισσή τέχνη, η ομορφιά και κυρίως το ανθρώπινο μέγεθος, σε στοιχειώνει. Οι οντάδες, η μεσιά, τα εκτυφλωτικά χρώματα στους τοίχους, τα αντικείμενα χρήσης στη θέση τους σαν να χρησιμοποιούνται ακόμη. Να ανοίξει άλλη μια πόρτα; Αντέχεις; Δεν φτάνει το καλάθι που πήρες...

Στοιχειωμένος θα μείνεις. Να ονειρεύεσαι ένα τέτοιο σπίτι με όλη σου την ψυχή. Κι ας ήταν το πιο μικρό, το πιο... φτωχικό και άτεχνο. Θαμπωμένος θα μπεις στην Αγία Παρασκευή, θαμπωμένος θα παραμείνεις. Μα τι περίμενες; Πώς θα ’μενε εκκλησία στη Σιάτιστα αζωγράφιστη; Επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο που σε υποβάλλει, υπέροχες τοιχογραφίες παντού που κορυφώνονται στον γυναικωνίτη.

Γιατί ωραία ζωγραφισμένους αγίους έχεις ξαναδεί, μα πόσες φορές συνάντησες σε χριστιανικό ναό τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη; Τη Σίβυλλα; Τα ίδια και στον ναό του Προφήτη Ηλία. Ο κοσμοπολιτισμός των Σιατιστινών επιβεβαιώνεται. Οι μεγαλέμποροι κουβάλησαν και νέες κουλτούρες και προοδευτικές ιδέες. Επένδυσαν στην καλλιέργεια, ίδρυσαν σχολεία, σαν το Τραμπάντζειο γυμνάσιο που σήμερα στεγάζει το Παλαιοντολογικό και Βοτανικό Μουσείο.




Συνάντηση με τον παγετό, έξω από τη Νεάπολη. Στο βάθος το χιονισμένο Ασκιο
Από πού είπαμε ξεκίνησαν όλα; Από το κρασί και τις γούνες. Να τα οινοποιεία, σταλάζουν ιστορικές ηλιαστές γουλιές. Μαύρα μοσχάτα που λιάζονται για δυο μήνες κι άλλα που φυλάσσονται στα κελάρια για δεκαετίες.

Να και τα γουναράδικα. Ακόμη εδώ επιμένουν να εκτρέφουν ζώα, να φτιάχνουν γούνες, παντόφλες, παλτά με όνομα βαρύ. Να σου δείχνουν αν το θες όλη τη διαδικασία. «Εδώ είναι τα πιο φημισμένα γουναρικά, όχι στην Καστοριά. Και δόξα τω Θεώ καλά πάμε», λέει ο κ. Δημήτρης Μπλέτσας, γουναράς από... τότε που γεννήθηκε.

Παίρνεις έναν γιακά ή τους προβληματισμούς σου κι αφήνεσαι στη βαλκανική ατμόσφαιρα της Σιάτιστας. Ενας χάλκινος σκοπός σε ξεσηκώνει. Κάτι μεταξύ θρήνου κι απελευθέρωσης, αξέχαστο. Η μπάντα Παύλος Μελάς σε παρασύρει. Κάποιος σε κερνά ένα ηλιαστό κρασί, σου λέει για τους ιδιαίτερους χορούς.




Στο γουναράδικο του κ.Μπλέτσα
Κάποιος σου μιλά για τα σιατιστινά άλογα και τους Καβαλάρηδες και σε καλεί τον Δεκαπενταύγουστο να τα δεις στολισμένα με κόκκινα χάμουρα να καλπάζουν στην πόλη, κάποιος σου λέει για τις «Κλαδαριές» των Χριστουγέννων κι άλλος για τα «Μπουμπουσάρια» των Θεοφανίων. Ετσι όπως το πάνε θα ξεκαλοκαιριάσεις στη Σιάτιστα.


Ωδή στην πέτρα
Οχι, μετά τη Σιάτιστα δεν μαζεύεις τα μπογαλάκια σου και φεύγεις. Απίστευτο, το ξέρω, μα έχεις κι άλλα μαγευτικά, δεν είπαμε; Εντάξει, εξαρτάται και από το πώς θα κινηθείς. Μπορείς ας πούμε να πας βόρεια, να περάσεις από τη Γαλατινή και την ιστορική Εράτυρα με τα αρχοντικά και το απίθανο κοίλο τέμπλο στον ναό του Αγίου Γεωργίου και να φτάσεις έως το Σισάνι στα πόδια του Ασκιου.

Επισκοπική έδρα της ευρύτερης περιοχής κάποτε, διάσημο για τα φασόλια του σήμερα και τον εντυπωσιακό επισκοπικό ναό που αναδείχθηκε. Από εκεί μπορείς να κατευθυνθείς δυτικά σε μια περιοχή με (εκατοντάδες να πω;) χωριά, καθένα με τις ιδιαιτερότητές του. Από αυτήν την περιοχή περνά και ο Αλιάκμονας και μια χούφτα χωριά απολαμβάνουν με διάφορους τρόπους τις όχθες του.

Κέντρο θεωρείται η Νεάπολη, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε. Στα Μαστοροχώρια θες μόνο να πας κι έχεις όλα τα δίκια του κόσμου. Να δεις τα χωριά των περίφημων μαστροκαλφάδων. Αυτών που γύριζαν την Οθωμανική αυτοκρατορία απ’ άκρου εις άκρον στολίζοντας τον κόσμο με πέτρα. Ηταν η θέση των χωριών κι η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης που τους ώθησε στην κτηνοτροφία, και κυρίως στην οικοδομική και στο πελέκημα.

Πέτρα είχαν, με αυτήν ασχολήθηκαν. Κι έγιναν οι καλύτεροι. Μπροστάρηδες οι Ζουπανιώτες μαστροκαλφάδες, οι κάτοικοι του σημερινού Πεντάλοφου. Οργανώθηκαν σε μπουλούκια, κι από την άνοιξη έως το φθινόπωρο «έχτιζαν τον κόσμο». Αρχοντικά σπίτια, σοφά γεφύρια, θαυμαστά καλντερίμια, βρύσες κι εκκλησιές – έργα τέχνης γεννήθηκαν απ’ τα χέρια τους μα φρόντισαν με τα ίδια να στολίσουν και τα χωριά τους.




Τέσσερις καμάρες και δύο ανακουφιστικά τόξα, στο γεφύρι του Ανθοχωρίου. Το μεγαλύτερο του Βοΐου, λένε
Σπίτια διώροφα και τριώροφα, από πελεκητή πέτρα και ξύλο, πυργόσχημα, σκεπασμένα από σχιστόλιθο κι αργότερα από κεραμίδια, με τα χαρακτηριστικά λαξευμένα αγκωνάρια στις γωνίες, με μεγάλες αυλόπορτες για να περνούν τα φορτωμένα ζώα και λιθανάγλυφες εντοιχισμένες πλάκες με σταυρούς, μορφές και ημερομηνίες.

Γεφύρια πολύτοξα ή μονότοξα που στεφανώνουν ορμητικούς χειμάρρους και επιτρέπουν σε ανθρώπους κι αγαθά να μετακινηθούν, να επικοινωνήσουν. Κρήνες που προσφέρουν τα ανεξάντλητα νερά του Βοΐου σε κάθε χωριό.

Οσο το υψόμετρο ανεβαίνει, η ομορφιά κορυφώνεται. Κι όσο πας προς Νότο το ίδιο, στα σύνορα με τα Γρεβενά, αφού εκεί βρίσκονται τα φημισμένα μαστοροχώρια ή Καστανοχώρια. Ετσι, ξεκινάς την ανάβαση απ’το Τσοτίλι με το θρυλικό γυμνάσιο-οικοτροφείο, παίρνεις βαθιά ανάσα κι είσαι έτοιμος για όλα.

Ετοιμος να τα βάλεις με τον πάγο στα ανήλιαγα, με τους χειμάρρους που κλείνουν τα περάσματα, με το κοκκινόχωμα που στην πρώτη βροχή γίνεται ύπουλη λάσπη. Πεισματώνεις. Ολες οι δυσκολίες επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη νιώθεις. Το ανεξερεύνητο του τόπου.




Δύο συνοικίες έχει η Σιάτιστα, της Χώρας (φωτό) και της Γεράνειας
Πηγές, καταρράκτες, βάθρες, βράχια, γεωλογικοί σχηματισμοί. Δάση·βελανιδιές, καστανιές, οξιές, πεύκα, έλατα, πλατάνια, ρόμπολα. Ανθοχώρι, Κριμήνι, Ροδοχώρι, Μόρφη, Αγία Σωτήρα, Κορυφή... Ο ποταμός Πραμόριτσας (ή η Πραμόριτσα) διασχίζει την περιοχή και δεκάδες πανέμορφα γεφύρια τον στεφανώνουν.

Γι’ αυτό και έχει οργανωθεί μία απίστευτη πεζοπορική διαδρομή που τον ακολουθεί. Κάθε γεφύρι έχει την ιστορία του, κάθε γεφύρι τον θρύλο του. Κάθε χωριό απ' την άλλη έχει το γεφύρι του, τη στρωμένη με πλατανόφυλλα πλατεία του, την εντυπωσιακή εκκλησία του, τον καφενέ του.

Στη Χρυσαυγή η στάση είναι μακράς διαρκείας. Εδώ το τοπίο αλλάζει για λίγο, τα δάση δίνουν τη θέση τους στα εντυπωσιακά βράχια, τους «αργαλειούς» όπως τα λένε οι ντόπιοι, που μοιάζουν λαξευμένα από χέρι ανθρώπινο.

Μέσα στην τεράστια κοιλάδα ελίσσεται ο Πραμόριτσας και δυο γεφύρια τον στεφανώνουν. Το ένα, στην είσοδο του χωριού, του 1795, κολλημένο στη νέα γέφυρα και το άλλο, το μονότοξο του 1854, κάτω από την πλατεία, πλάι στον νερόμυλο και τον τεχνητό καταρράκτη. Πώς να μη διαμορφώσουν οι ντόπιοι χώρο αναψυχής;

Ολοι οι δρόμοι στον Πεντάλοφο οδηγούν, το παλιό Ζουπάνι. Ζουπανιώτης μάστορας και γυναίκα της Πίνδου σε υποδέχονται. Πώς αλλιώς; Από εδώ κατάγονταν οι φημισμένοι μαστροκαλφάδες, από εδώ ξεκινούσαν κι οι γυναίκες της Πίνδου για το μέτωπο. Πήγαιναν πυρομαχικά και πολεμοφόδια, έφερναν πίσω τραυματίες....

1.050 υψόμετρο. Πέντε λόφοι. Πανέμορφα σπίτια. Κι άνθρωποι εκατοντάδες. Δεν είναι πως θα ξετρελαθείς μόλις τον δεις, μα ξέρεις τι είναι κι από την αρχιτεκτονική του πιο ωραίο; Πως είναι ολοζώντανος κι όχι σκηνικό, κι ας του κοστίζει αυτό λιγάκι σε ομοιογένεια.

Στα καφενεία μαθαίνεις για τα ζουπανιώτικα έθιμα. Μαθαίνεις τις συνταγές, την ιστορία, κι ίσως μερικές κουδαρίτικες λέξεις, από τη μυστική διάλεκτο των μπουλουκιών. Μαθαίνεις κι άλλα. Πώς ας πούμε μια γκλίτσα μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια άσχετα με την ηλικία!




Η μονή Αγίας Τριάδας, ένα πραγματικό ησυχαστήριο κι ένα πραγματικό φρούριο, μέσα στα δάση του Βοΐου
Πολλές οι εκκλησίες του, μα ο Αγιος Αχίλλειος θα σου κλέψει την καρδιά. Εκεί, στον δρόμο για τον γειτονικό Βυθό. Αλλο φημισμένο μαστοροχώρι κι αυτό... Από εδώ θα συνεχίσεις για τη μονή της Αγίας Τριάδας του 1740. Ενα πραγματικό φρούριο, ένα ιστορικό κομψοτέχνημα που κατοικείται από μόλις έναν μοναχό.

Από εδώ θα προσεγγίσεις, καιρού επιτρέποντος, και τον καταρράκτη του Σκοτωμένου νερού. Κι από εδώ μπορείς να συνεχίσεις προς Βορρά. Προς τον ωραίο Αυγερινό, τη Δάφνη, το Πολυκάστανο, τη Ζώνη, και γιατί όχι τη Δαμασκηνιά στα σύνορα με την Καστοριά και το όμορφο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Ζηκοβίστας.

Σημασία στο Βόιο έχει να τριγυρνάς. Να οδηγείς ή να περπατάς. Να ακούς τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους. Τους θρύλους και τους καημούς τους. Να γεύεσαι μαζί τους τσίπουρα και κρασί, γιαπράκια, τουρσιά και άγρια μανιτάρια. Κι είναι οι συγκυρίες τελικά που θα κάνουν τη διαφορά και κάποιο χωριό θα σε μαγέψει περισσότερο.

Στο Δίλοφο ας πούμε, στα σύνορα με τα Γρεβενά πάλι, δεν υπάρχει καμιά απολύτως παραφωνία. Ψάχνεις, ψάχνεις, μα ψεγάδι δε βρίσκεις. Βρίσκεις όμως την εκκλησία της Κοιμήσεως του 1844 να χάσκει ετοιμόρροπη και σου ’ρχεται να βάλεις τα χέρια να την κρατήσεις.

Βρίσκεις το τυροκομείο να λειτουργεί και τον Νίκο Δελλή με τη γυναίκα του, που εγκατέλειψαν για πάντα τις πόλεις, να κρατούν το χωριό ζωντανό. Μαζί τους καμιά δεκαριά ακόμη ανθρώπους. Δεκαριά; Κοίτα γύρω, πόσες καμινάδες καπνίζουν; Τα ’παμε, δεν τα ’παμε; Ετσι λογαριάζεται η ζωή στο βουνό. Με καμινάδες.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου