Στις 3 του Φλεβάρη, του Αγίου Συμεών, οι έγκυες γυναίκες δεν έκαναν καμιά δουλειά, για να μη γίνουν τα παιδιά τους «σημειωμένα» (να μην γεννηθούν με κάποια αναπηρία).
– Στις 25 του Μάρτη δεν βοτάνιζαν, ούτε έβγαζαν χορτάρι από τα περιβόλια και τα χωράφια τους, γιατί εκεί θα έβγαιναν φίδια και μπορεί να πήγαιναν και στα σπίτια τους..
– Την πρώτη Πέμπτη μετά το Πάσχα, οι τσοπάνηδες δεν κούρευαν τα πρόβατά τους, γιατί θα έπεφταν κεραυνοί. Επίσης για τρεις Πέμπτες μετά το Πάσχα, δεν έσκαβαν τ’ Αμπέλια και τα περιβόλια τους, ούτε τα σκάλιζαν, ούτε τα βοτάνιζαν, γιατί θα ξεραίνονταν…
– Για οποιαδήποτε σοβαρή δουλειά (χτίσιμο σπιτιού, αρχή σποράς, θερισμού κ.λπ.) έλεγαν: «Σαββάτου μέρα άρχισε, (αλλά) Σαββάτου μη ντιλειώνεις».
– Όταν φύτευαν κοκκάρι (μικρά κρεμμύδια) και τους έφευγε κανένα «αέριο» λέγανε πως, όταν τα κρεμμύδια μεγαλώσουν, θα καίνε!…
– Όταν κάποιος πήγαινε σε σπίτι που τρώγανε, έλεγαν πως τον αγαπούσε η πεθερά του. Το αντίθετο συμπέραιναν, αν, την ώρα που πήγαινε, τελείωναν το φαγητό…
– Δεν άφηναν να πιουν άλλοι από το ποτήρι που έπιναν (νερό, κρασί κ.λπ.), γιατί θα μάθαιναν τα μυστικά τους.
– Αν έβαζαν, κατά λάθος, στο τραπέζι παραπανίσιο κουτάλι ή πιρούνι, λέγανε πως είναι του Χριστού.
– Κανένας στο σπίτι και κυρίως τα παιδιά δεν έπρεπε να ψάχνουν τις τσέπες των άλλων, πολύ περισσότερο να παίρνουν χρήματα, γιατί ήταν πολλή μεγάλη γρουσουζιά.
– Τα ψαλίδια δεν έπρεπε να μένουν ανοιχτά, γιατί θα έμεναν και τα στόματα του κόσμου ανοιχτά και θα τους κουβέντιαζαν, θα τους κουτσομπόλευαν και θα τους γλωσσότρωγαν.
– Όταν πήγαιναν σε καινούργιο σπίτι, για πρώτη φορά, έπρεπε να μπουν βάζοντας πρώτα το δεξί τους πόδι.
– Στο σπίτι που θα πήγαιναν, αν είχαν παιδιά της παντρειάς, έπρεπε να μπουν και να βγουν από την ίδια πόρτα, για να μη χαλάσει το προξενιό, που τυχόν γινόταν. Αν το ξεχνούσε κανένας και πήγαινε να βγει από άλλη πόρτα και το θυμόταν, την τελευταία στιγμή, γύριζε πίσω. Αν τα παιδιά δεν ήσαν μεγάλα του λέγανε: «Βγες κι απ’ αυτού, δεν π(ει)ράζ(ει), τα πιδγιά μας είνι μικρά ακόμα».
– Αν πήγαιναν σε κάποιο σπίτι, για προξενιό, πρόσεχαν να βάλουν καμιά φανέλα, ή καμιά κάλτσα ανάποδα, για να «στρέξει»[6] το προξενιό…
– Στις 13 του μήνα, όπως και μέρα Τρίτη, δεν ξεκίναγαν για ταξίδι, ούτε άρχιζαν καμιά σοβαρή δουλειά, όπως χτίσιμο σπιτιού κ.λπ. «Η Τρίτ(η) είνι καλή μέρα –λέγανε-, αλλά έχ(ει) μια κακιά ώρα».
– Την νύχτα όταν κανείς ήταν άπλυτος, δεν είχε ακόμα νιφτεί δεν έπρεπε να κοιτάξει σε καθρέφτη. Αυτό ίσχυε και όταν υπήρχε νεκρός στο σπίτι, οπότε και σκεπάζονταν όλοι οι καθρέφτες με μια πετσέτα ή με ένα ύφασμα.
– Άμα λάλαγε κότα, όπως ο κόκορας, πίστευαν ότι θα συνέβαινε κάποιο κακό στο σπίτι, γι’ αυτό την σφάζανε και μονολογούσαν: «Να!…(σε σφάζω, δηλαδή) για να στρέξ(ει) στου κιφαλάκ(ι) σ(ου)!».
– Αν οι κότες τίναζαν τα φτερά τους, θα ερχόταν στο σπίτι μουσαφίρης.
– Όταν η τσιρουστιά (πυροστιά, σιδεροστιά), την ώρα που την έβγαζαν απ’ την φωτιά, ήταν γεμάτη από κόκκινες σπίθες, λέγανε πως θα πάρουν λεφτά.
– Η τσιρουστιά δεν έπρεπε να τοποθετείται ανάποδα, γιατί ήταν σα να φασκέλωνε τον ουρανό και τον Θεό.
– Όταν ούρλιαζε σκυλί, ήταν σημάδι κακό, κάποιος από το σπίτι θα πέθαινε, γι’ αυτό και το σκοτώνανε, «για να φάει του δ(ι)κό τ(ου) κιφάλ(ι)».
– Άμα τους «έτρωγε» η παλάμη, η χούφτα του δεξιού τους χεριού, θα παίρνανε χρήματα, αν του αριστερού, τότε θα έδιναν χρήματα.
– Όποιον τον τρώγανε οι πατούσες του (δηλαδή το κάτω μέρος των ποδιών, τα πέλματα) τότε θα έκανε δρόμο.
– Όποιον τον «έτρωγε» η πλάτη του, θα έτρωγε ξύλο…
– Αν «χτύπαγε», αν σπάραζε το δεξί τους μάτι, ήταν σημάδι, πως θα έβλεπαν κάποιον ή θα τους συνέβαινε κάτι καλό, που θα τους ευχαριστούσε. Αν το αριστερό τους μάτι ήταν που σπάραζε τότε, θα έβλεπαν κάτι που θα τους δυσαρεστούσε…
– Όταν «κουδούνιζε» το δεξί τους αυτί, θ’ ακούγανε κάτι ευχάριστο, όταν το αριστερό, κάτι δυσάρεστο.. .
– Αν την νύχτα, πριν τα μεσάνυχτα, λαλούσαν τα κοκόρια, οι πετεινοί τότε θα «άλλαζε» ο καιρός.
– Όταν τα πουλιά του ουρανού πετούσαν ψηλά, θα έκανε καλόν καιρό, αν πετούσαν χαμηλά, θα έκανε κακοκαιρία.[7]
– Όταν ένα μικρό παιδί, που είχε αρχίσει να περπατάει, μπουσούλαγε, το ρωτούσαν: «Πας (πηγαίνεις, δηλαδή) ή έρχισι;». Αν έλεγε «έρχομαι», τότε λέγανε πως θα τους ερχόταν μουσαφίρης (επισκέπτης) στο σπίτι. Αν το παιδί έλεγε «πάου», πηγαίνω, τότε θα πήγαιναν οι ίδιοι επίσκεψη κάπου και ας μη το είχαν προγραμματίσει…
– Οι νιόπαντροι δεν πήγαιναν σε κηδείες και σε μνημόσυνα, αλλά ούτε και στην εκκλησία την ώρα που στεφανωνόταν νέο ζευγάρι.
– Οι μικρομάνες, όταν δεν είχαν σαραντίσει ακόμα και δεν είχαν πάρει την ευχή του παπά, δεν πήγαιναν στην εκκλησία, ούτε σε κηδείες και γενικά έπρεπε να αποφεύγουν να βγαίνουν απ’ το σπίτι. Αν όμως υπήρχε ανάγκη να βγουν, έπρεπε να βλέπουν χαμηλά, γιατί «τ’ς λιχώνας η ματιά μπουρεί να ρα(γ)ίσ(ει) και β(ου)νά!».
– Τα παιδιά δεν έπρεπε να κρατάνε το κεφάλι τους ανάμεσα στα δυο τους χέρια, γιατί θα πέθαιναν οι γονείς τους.
– Αν χυνόταν λάδι κάτω, το είχαν για πολύ κακό, ήταν γρουσουζιά. Αν όμως χυνόταν κρασί το είχαν για γούρι.
– Το είχαν για κακό, το θεωρούσαν γρουσουζιά, να περάσει η σκούπα πάνω από τα πόδια τους, την ώρα που σκούπιζε κάποιος.
– Οι μεγάλοι, όταν έστελναν κάπου τα παιδιά και ήθελαν να γυρίσουν γρήγορα, τους έλεγαν: «Τήρα (= κοίτα, πρόσεξε) φτύνου! Άμα του φτύμα λιώσ(ει) κι δεν έχ(ει)ς γυρίσ(ει), θα γίν(ει)ς χιλώνα!». Αυτό, βέβαια, αυτοί που το λέγανε δεν το πίστευαν, όμως τα παιδιά πήγαιναν και έρχονταν αμέσως…
– Στο φανελάκι των μικρών παιδιών στερέωναν μια μπλε χάντρα ή άλλα φυλαχτά, «για να μην τα πγιάν(ει) του μάτ(ι)».
Κι εδώ πρέπει να αναφέρω πως, πολλοί πιστεύουν ότι «το μάτιασμα» δεν είναι πρόληψη, αλλά πως πραγματικά μερικά άτομα έχουν ένα είδος ηλεκτρισμού και μπορούν, και χωρίς να το θέλουν, να επενεργούν επάνω σε άλλα άτομα ή και σε ζώα και σε πράγματα, κατά ένα υπερφυσικό τρόπο. Λένε μάλιστα, πως την βασκανία την πιστεύει και η εκκλησία. Δεν έχω κάτι ν’ αναφέρω, από δική μου εμπειρία.
Θα αναφέρω όμως δύο περιστατικά , που έχω ακούσει. Το ένα από τον πατέρα μου:
Όταν ήταν μικρός, γύρω στα δεκάξι του χρόνια και όργωνε στο «Στρογγυλό» χωράφι με ένα βόδι (κάτι πολύ δύσκολο). Κατά το απογευματάκι πέρασε από εκεί ο Λάμπρος ο Μπισερδής και τον ρώτησε: «Ούλου αυτό του χουράφ(ι) σήμερα το ’κανις, Τάσου;». Ο πατέρας μου τον βεβαίωσε πως, όντως, όλο το είχε «κάνει» εκείνη την μέρα.
Στη συνέχεια, ο μπαρμπα-Λάμπρος χαιρέτησε και έφυγε, αφού έριξε μια ματιά με θαυμασμό. Όμως, πριν προφτάσει να κατηφορίσει προς τον «Μηλώντα», το βόδι έπεσε κάτω, έβγαλε αφρούς από το στόμα και ψόφησε!…
Το άλλο το άκουσα από τη μάνα μου και είναι το παρακάτω: Στα πιο παλιά χρόνια, στα χοντρά ξύλινα δοκάρια, που στήριζαν το μεσοπάτωμα, αλλά και την σκεπή, στα πατερά, κάρφωναν μεγάλα καρφιά και εκεί κρεμούσαν τα ρόδια και τα κυδώνια, δεμένα σε πλεξάνες (αρμαθιές).
Σ’ αυτά τα καρφιά, μια φορά, είχε κρεμάσει η μάνα μου ένα κλωνάρι πορτοκαλιάς με καμιά δεκαριά μεγάλα πορτοκάλια. Όλα κολλητά το ένα επάνω στο άλλο, σαν ένα είδος πολύσταυρου. Της τα είχε φέρει ο Γιώργης Βρεττός (ή Νταλαρούμης) από το Μαλακώντα.
Μια μέρα, λοιπόν, είχε έρθει στο σπίτι μας η θεια-«Βλάχα». Μόλις μπήκε μέσα, έπεσε το βλέμμα της στον «πολύσταυρο» των πορτοκαλιών και τον θαυμασμό της τον εξέφρασε έτσι: «Τήηηραα! (= κοίτα) η Ζουή πουρτουκάαλια!»… Αυτό ήτανε. Αυτοστιγμεί, τακ… τακ… τακ… όλα τα πορτοκάλια έπεσαν στο πάτωμα… Ήτανε διαβολική σύμπτωση; Τι ήτανε; Και αν δεχτούμε το «μάτι», ματιάζονται και τα άψυχα;
Πάντως, όσοι το ήξεραν πως έχουν την δύναμη να «ματιάσουν», αλλά και όσοι δεν «μάτιαζαν», για να μην κάνουν κακό, «έφτυναν», έλεγαν: «Φτου!… φτου!…».
Και αν κανείς δεν το καταλάβαινε «να φτύσει», του το λέγανε οι άλλοι. «Φτύσ’ του πιδί μαρή», άκουγες να λένε, αν καμιά γυναίκα έλεγε με λαχτάρα: «Τί όμουρφου πιδάκ(ι) είνι τούτου!».
– Πολλοί, αν έβλεπαν φίδι να έχει τη φωλιά του στα θεμέλια του σπιτιού τους, δεν το σκότωναν[8], ούτε το κυνηγούσαν, το θεωρούσαν κάτι σαν φύλακα άγγελο του σπιτιού (ο
Οικουρός όφις[9] των αρχαίων ελλήνων).
– Όποιοι είχαν επάνω τους κόκαλο από νυχτερίδα, πίστευαν πως, δεν θα πάθαιναν κακό και πως, θα ήσαν τυχεροί. Γι’ αυτό και όταν κάποιον τον ευνοούσε πολύ η τύχη, του λέγανε: «Του κουκαλάκ(ι) τ’ς νυχτιρίδας έχ(ει)ς πάνου σ(ου);»
– Όταν έβλεπαν νυφίτσα (ένα μικρόσωμο ζώο) δεν την χτυπούσαν, γιατί θα πήγαινε στο σπίτι τους και θα τους έσκιζε τα ρούχα και θα τους έπνιγε και τα κλωσσόπουλα. Για να την καλοπιάσουν, μάλιστα, και να μην τους κάνει καμιά ζημιά, κάπως τραγουδιστά, της έλεγαν: «Νυφίτσα, νυφίτσα, θα σου φκιάξου μια ρουκίτσα». Λέγανε δε, πως η νυφίτσα ήταν κοπέλα κάποτε και, δεν ξέρω πώς, μεταμορφώθηκε σε ζώο.
– Δεν έπρεπε να τα έδειχνες και με τα δάχτυλά σου, όταν μέτραγες αστέρια, γιατί θα έβγαζες στα χέρια σου κάτι σπυριά με βαθιές ρίζες, που τα λέγανε γκαρδαβίτσες.
– Αν, πάλι, κάποιος είχε βγάλει στα χέρια του γκαρδαβίτσες, για να φύγουν, έπρεπε να προσέξει να δει τρία άτομα καβάλα πάνω σ’ ένα ζώο, όπως, μια μάνα με τα δύο μικρά της παιδιά, και κείνη τη στιγμή να έλεγε τρεις φορές: «τρεις καβάλα σ’ ένα ζο (ζώο), γκαρδαβίτσα στου γιαλό!».
– Όταν θέριζαν και σηκωνόταν τρελός ανεμοστρόβιλος, που σήκωνε τις θερισμένες χεράδες με τα στάχυα στον αέρα και -καμιά φορά- δεμάτια ολόκληρα, πίστευαν πως ήσαν ξωτικά, νεράιδες που χόρευαν και για να τις εξευμενίσουν και ν’ απομακρυνθούν τις λέγανε: «Μέλι–γάλα στου γιαλό, μέλι-γάλα στου γιαλό». Έπειτα απ’ αυτά τα λόγια, έφευγαν και πήγαιναν και έπεφταν στη θάλασσα…
– Την ώρα που πήγαιναν στη δουλειά τους πρωί-πρωί, αν έβλεπαν μπροστά τους μαύρη γάτα, να διασχίζει το δρόμο τους, πίστευαν πως θα τους πήγαινε η μέρα στραβά…
– Όταν αποβραδίς, την ώρα που ετοίμαζαν το σιτάρι (τα κόλλυβα), για το μνημόσυνο κάποιου δικού τους, πέταγε μια μύγα ή μια πεταλoυδίτσα, έλεγαν, πως ήταν η ψυχή εκείνου που είχε φύγει για τον άλλο κόσμο.
– Αν η φλόγα, από τα ξύλα της φωτιάς, έβγαζε ένα τραγουδιστό φρρρ… φρρρ, πίστευαν πως κάποιος τους μελέταγε και συζητούσε για τα πρόσωπα του σπιτιού τους. Τότε για να αποτρέψουν κάποιο ενδεχόμενο κακό λέγανε: «Αν είσι φίλους να χαρείς, αν είσι ’χτρός να σκάσις κι αν είσι κακουγείτουνας ανήμερα τ’ Λαμπρή σκόρδου κι κριμμύδ(ι) να φας!». Αν με το τέλος της φράσης αυτής σταματούσε η φλόγα να κάνει φρρρ, τότε υπέθεταν, πως τους κουβέντιαζε κάποιος που ήθελε το κακό τους. Αν δεν σταματούσε και συνέχιζε το φρρρ, τότε ήταν κάποιος δικός τους άνθρωπος ή κάποιος καλός τους φίλος.
– Αν κάποιος έλεγε κάτι άσχημο, δυσάρεστο σε κάποιους άλλους, στ’ αστεία ή στα σοβαρά, για να μην πραγματοποιηθεί αυτό που τους είχε πει, του λέγανε: «Δάκουσι τ’ γλώσσα σ(ου)», ή «Κούφια η ώρα π’ τ’ ακούει!», ή «Κ(ου)νήσ(ου) απ’ τ’ θέση σ(ου)!», ή «Χτύπα ξύλου!», ή «Να φας τη γλώσσα σ(ου)!». Η, περισσότερο οι γυναίκες, έφτυναν τον κόρφο τους τρεις φορές… Πολλές φορές όμως και αυτός που είχε πει κάτι δυσάρεστο, για να επανορθώσει, έλεγε και μόνος του: «Κούφια η ώρα π’ τ’ ακούει», ή «Να χτ(υ)πήσου ξύλου…» και χτύπαγε κάτι από ξύλο. Μερικοί για πλάκα –αντί για ξύλο- χτυπούσαν το κεφάλι κάποιου ή και το δικό τους…
– Όταν η γάτα, την ώρα που νιβόταν (γλειφότανε), κοίταζε προς τον νοτιά, λέγανε πως, θα το ‘παιρνε νοτιάς… Αν κοίταζε προς το βοριά, θα φύσαγαν βόρειοι άνεμοι κ.τλ.
– Το βράδυ, μετά το φαγητό, δεν τίναζαν το τραπεζομάντιλο με τα ψίχουλα έξω από το σπίτι. Τα μάζευαν και τα έριχναν, την άλλη μέρα το πρωί, στις κότες.
– Μετά την δύση του ήλιου, δεν έβγαζαν έξω από το σπίτι κάποια πράγματα, όπως είναι το προζύμι, η σήτα, το αλεύρι και άλλα.
– Επίσης, της μικρομάνας τα ρούχα, όπως και του μωρoύ, του βρέφους, που τα άπλωναν για να στεγνώσουν, ήταν κακό να ξεχαστούν έξω την νύχτα. Έρεπε να μαζεύονται πριν βασιλέψει ο ήλιος.
– Όταν το φεγγάρι ήταν σε όρθια στάση, πίστευαν, πως θα έκανε καλό καιρό, όταν ήταν σε πλάγια, θα είχαν κακοκαιρία. Γι’ αυτό και λέγανε: «Ουρθό φιγγάρ(ι) καπιτάνιους δίπλα. Δίπλα φιγγάρ(ι), καπιτάνιους ουρθός». Δηλαδή, όταν το φεγγάρι ήτανε όρθιο ο καπετάνιος του πλοίου μπορούσε να ήταν ήσυχος και μπορούσε να ξαπλώσει, να πάει να κοιμηθεί. Όταν, όμως, το φεγγάρι ήτανε πλαγιαστό, τότε έπρεπε να είναι όρθιος στο τιμόνι, γιατί θα ερχόταν φουρτούνα…
– Κάποιες φορές, που το φεγγάρι είχε μικρό κύκλο, λέγανε πως θα χάλαγε ο καιρός, αν είχε αλώνι θα σηκωνόταν αέρας. Αν μέσα στο αλώνι υπήρχαν αστέρια, τότε σε δυο-τρεις μέρες θα άλλαζε ο καιρός.
– Αν την ώρα που βασίλευε ο ήλιος ήτανε πολύ κόκκινος, θα σηκωνόταν αέρας.
– Δεν έπρεπε να στέκονται μπροστά σε ανοιχτή πόρτα και να κρατάνε, με το ένα χέρι δεξιά και με το άλλο αριστερά την κάσα της πόρτας, γιατί κάποιος θα πέθαινε…
– Επάνω από νεκρό άνθρωπο δεν έπρεπε να περάσει γάτα, γιατί ο πεθαμένος θα βρικολάκιαζε. Γι’ αυτό τις γάτες τις έβγαζαν έξω απ’ το σπίτι, όταν υπήρχε νεκρός.
– Όταν περνούσε κηδεία έξω απ’ το σπίτι τους, έκλειναν τις πόρτες και τα παράθυρα.
– Εκείνος που πήγαινε το καπάκι από το φέρετρο πεθαμένου στο νεκροταφείο, όπως και ο παπάς δεν έπρεπε να κοιτάζουν πίσω, γιατί θα ακολουθούσαν, σύντομα, και άλλοι θάνατοι…
– Το χωρίς ζάχαρη βρασμένο σιτάρι και το λειψό ψωμί, που δίνονται μετά την ταφή, έπρεπε να φαγωθούν στο νεκροταφείο. Δεν έκανε να το πάνε πίσω στο σπίτι.
– Την ώρα που πλένονταν, δεν έδιναν ο ένας στα χέρια του άλλου το σαπούνι, γιατί θα μάλωναν. Γι’ αυτό το άφηναν κάπου και το έπαιρνε ο άλλος μόνος του.
– Όσα παιδιά είχαν αραιά τα μπροστινά τους δόντια έλεγαν, πως θα είναι καλότυχα. Τα δε κορίτσια θα έπαιρναν και πλούσιους άντρες.
– Όταν κάποιος, τεντώνοντας τα δάχτυλα των χεριών του, αυτά γύριζαν πολύ προς τα επάνω, γινόταν δηλαδή μια ανάποδη καμπύλη της παλάμης, έλεγαν πως είναι τσιγκούνης.
– Άμα καθόταν κουκουβάγια κοντά στο σπίτι τους και φώναζε μ’ εκείνο το μονότονο και λυπητερό «Koυκ(oυ)βάoυ! κουκ(ου)βάου!», περίμεναν πως θα πάθουν κάτι κακό (αρρώστια, θάνατο κ.λπ.), γι’ αυτό την έδιωχναν να πάει μακριά.
– Όταν λαλούσε γουρδουλούπα[10] κοντά στο σπίτι τους, το θεωρούσαν κακό προμήνυμα…
– Πίστευαν στην προφητική δύναμη των ονείρων. Αν έβλεπαν στον ύπνο τους καθαρό, γάργαρο νερό, το είχαν για καλό. Αν ποτάμι θολό, περίμεναν κάτι κακό να τους συμβεί. Αν έβλεπαν αυγά, θα έκαναν με κάποιον καυγά κ.λπ.
Πρέπει να πω, πως, και για τα όνειρα, πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν είναι προλήψεις, αφού και η εκκλησία ακόμα τα παραδέχεται. Η Γραφή, μάλιστα, λέει, πως ο Ιωσήφ είδε «κατ’ όναρ», στο όνειρό του δηλαδή, Άγγελο και του είπε να πάρει την Μαρία και το παιδί (τον Χριστό) και να φύγουν στην Αίγυπτο, για να το γλιτώσουν από την θηριωδία του Ηρώδη!
Θα κάνω μια παρένθεση, για ν’ αναφέρω ένα όνειρο, όντως σημαδιακό, που είχε δει η γιαγιά μου, η μάνα του πατέρα μου και μας το είχε διηγηθεί ο ίδιος:
Μια παραμονή των Αγίων Ταξιαρχών -που πιστεύουν πως τα όνειρα «στρέχουν» περισσότερο- είδε στον ύπνο της να έρχονται από μακριά τρεις αξιωματικοί, που φορούσαν ολόχρυσες γούνες. Πέρασαν πρώτα από το σπίτι της θεια-Αργύρως της Τσώκαινας και μετά από ένα άλλο σπίτι, που δεν θυμάμαι πιο. Στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι της γιαγιάς μου, που έβγαλε και τους κέρασε μέλι. Φάνηκαν πολύ ευχαριστημένοι από την περιποίηση και αμέσως μετά, ο ένας -που κρατούσε ένα βιβλίο- κάτι ψιθύρισε στους άλλους δύο και γύρισε από το βιβλίο τρία – τέσσερα φύλλα.
Το πρωί είπε το όνειρο στη μάνα της (στην προγιαγιά μου δηλαδή) και εκείνη τη «ζώσανε τα φίδια». Ο Γιώργης -της είπε- φοβάμαι πως θα πεθάνει πολύ γρήγορα και πως οι αξιωματικοί ήσαν οι αρχάγγελοι και το μέλι, που τους έδωσες, θα γίνει φαρμάκι για μας… Έτσι είχε εξηγήσει, η προγιαγιά μου, εκείνο το όνειρο και δεν είχε πέσει έξω.
Έπειτα από λίγες μέρες πέθανε ένα κοριτσάκι, που είχε η θεια Τσώκαινα και λίγο αργότερα, ένα άτομο από το δεύτερο σπίτι, που είχαν περάσει, πριν πάνε στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ύστερα από τρεις ή τέσσερις μήνες (όσα φύλλα είχαν γυρίσει από το βιβλίο τους οι αξιωματικοί) πέθανε και ο παππούς μου -ο οποίος ήταν μόνο 28 χρονών- και δεν ήταν άρρωστος!
Αλλά, ας έρθουμε πάλι στο θέμα μας.
– Τα παιδιά δεν έπρεπε να τρώνε το μυαλό από τα κεφαλάκια των αρνιών και των κατσικιών, γιατί -όπως έλεγαν- «δεν έβαζαν μυαλό!». Ούτε την γλώσσα έπρεπε να τρώνε, γιατί θα «έβγαζαν» γλώσσα, θ’ αντιμίλαγαν δηλαδή και θα λέγανε περισσότερα από όσα πρέπει…
– Δίσεκτο χρόνο δεν παντρεύονταν, αλλά ούτε και τον Μάη. Αυτόν τον μήνα –έλεγαν-
παντρεύονται μόνο οι βασιλιάδες και τα γαϊδούρια…
– Ακόμα, πίστευαν πως, αν κάποιοι -και κυρίως οι γονείς τους- τους καταραστούν, δε θα πρόκοβαν στη ζωή τους.
– Αν κάποιος έβγαζε στο βλέφαρο του ματιού του κριθαράκι (χαλάζιο), πίστευαν πως, για να εξαφανιστεί, έπρεπε να το φασκελώσει, να το μουντζώσει, ένα πρωτότοκο παιδί, αλλά να ήταν άπλυτο, να μην είχε νιφτεί ακόμα- και να έλεγε: «Αμ στάρ(ι), αμ κριθάρ’, του μαύρου βόιδ(ι) να σι φάει κι του βρακλό (παρδαλό) να σι πατάει, χαμ, χαμ, χαμ».
– Άμα ρωτούσαν κάποιον πόσα ζωντανά (γίδια, πρόβατα κ.λπ) είχε, δεν έλεγε την αλήθεια. Λέγανε πάντα λιγότερα, απ’ όσα είχανε. Αυτό περισσότερο ίσχυε για τους μελισσοκόμους και τούτο γιατί πίστευαν πως, αν έλεγαν την αλήθεια, θα εξαφανίζονταν τα μελίσσια τους. Αυτός που ρωτούσε, πάντως, -ότι και να του έλεγαν- έπρεπε να τους ευχηθεί, να τους πει: «να τα χ(ι)λιάσιτι».
– Αν ένα ζευγάρι είχε αποφασίσει να βαφτίσει το παιδί του με «πέταμα», να το τοποθετήσει, δηλαδή, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας στην εκκλησία, και είχε διαρρεύσει το μυστικό, αυτοί που το ήξεραν δεν έπρεπε να το πάρουν το παιδί, γιατί θα πέθαινε.
– Τα ξύλα που έβαζαν στη φωτιά, έπρεπε να τα τοποθετούν έτσι, ώστε να καίγεται πρώτα η χοντρή τους άκρη, όχι ανάποδα, γιατί θα τους έρχονταν όλα ανάποδα.
– Όταν τα ξύλα που έβαζαν στη φωτιά να καούν τρίζανε, έλεγαν: «Αρνιά – κατσίκια, αρνιά – κατσίκια», για να γεννηθούν πολλά αρνιά και κατσίκια στη στάνη τους.
– Άμα έλεγαν κάτι και μετά φτερνίζονταν, ήταν σαν να επιβεβαιωνόταν εκείνο που είχαν πει πριν φτερνιστούν. Και αμέσως συμπλήρωναν: «Κι αλήθεια λέου».
– Αν πριν φτερνιστούν δεν είχανε πει κάτι, πίστευαν, πως κάποιος τους είχε θυμηθεί. Και ζητούσαν να τους πουν στην τύχη έναν αριθμό. Αν π.χ. τους έλεγαν 112, τότε, επειδή 1 + 1 +2=4=Δ (το τέταρτο γράμμα του αλφάβητου) υπόθεταν πως τους είχε θυμηθεί κάποιος που το όνομά του άρχιζε από δέλτα (Δημήτρης, Διονύσης κ.λπ.).
– Όταν δύο άνθρωποι –κυρίως παιδιά- άρχιζαν να μιλούν ταυτόχρονα και έλεγαν συμπτωματικά το ίδιο πράγμα, δηλαδή είχαν την ίδια σκέψη στο μυαλό τους, έπιαναν κάτι που να είχε κόκκινο χρώμα. «Πγιάσι κόκκινου», λέγανε, γιατί διαφορετικά, πίστευαν, πως θα μάλωναν. Στη συνέχεια, έβαζαν στο νου τους κάτι, που ήθελαν πολύ να πραγματοποιηθεί, και μετράγανε έως το τρία. Ταυτόχρονα μετά λέγανε μια από τις λέξεις φλικ ή φλοκ. Αν πρόφεραν και τα δύο την ίδια λέξη (φλικ ή φλοκ), πίστευαν ότι, θα γινόταν αυτό που είχαν βάλει στο νου τους. Αν το ένα έλεγε φλικ και το άλλο φλοκ, δεν θα γινόταν αυτό που τόσο πολύ ήθελαν…
– Αν κάποιος στραβοκατάπινε -ή από άλλη αιτία έβηχε συνέχεια- πίστευαν, πως κάποιος τον «γλωσσότρωγε» και λέγανε: «μι γλουσσουφάγανι, π’ να φάνι του μπισ(ι)νό τ’ς».
– Αν πάλι του έλεγε κάποιος άλλος: «σι γλουσσουφάγανι», έλεγε: «Ναι, π’ να τ’ς φάει η πανούκλα».
– Αν κάποιου, που μέχρι εκείνη την μέρα του είχαν πάει όλα βολικά, ξαφνικά του έρχονταν μερικές αναποδιές και του έλαγαν πως: «Σι ματιάσαν(ι)», εκείνος απαντούσε: «Ναι, π’ να ν’τζ (=τους) βγούν’ τα μάτγια κι να μη μι βλέπ’νι».
– Οι νέοι και κυρίως τα κορίτσια, έπαιρναν από τα κουφέτα, που είχαν μπει στην τσέπη του γαμπρού, πριν ξεκινήσει για την στέψη, και το βράδυ τα έβαζαν κάτω από το προσκέφαλό τους, για να δουν, στον ύπνο τους, ποιον θα παντρεύονταν.
– Επίσης, τα κορίτσια, προτού ξεκινήσει η νύφη για την στέψη, έγραφαν κάτω από τα παπούτσια της τα ονόματά τους. Αργότερα, όταν τα έβγαζε, όποιων κοριτσιών τα ονόματα είχαν σβηστεί, αυτά θα παντρεύονταν σύντομα, ίσως και μέσα στο χρόνο.
– Αν κάποιος είχε ντυθεί και υπήρχε ανάγκη να ράψουν επάνω του ένα κομμένο κουμπί, ή ένα μικρό ξήλωμα, τότε έπρεπε, όση ώρα θα κρατούσε αυτή η διαδικασία, να δάγκωνε το γιακά απ’ το πουκάμισό του!
-Αν κάποιος σου χάριζε σκύλο ή γάτα έπρεπε να του δώσεις –σαν αντίδωρο- κάτι, έστω και μία δεκάρα, γιατί διαφορετικά θα μαλώνατε και θα τρωγόσαστε σαν τη γάτα με το σκύλο.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
paravouniotissa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου