Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουλίου 24, 2017

23-24 Ιούλη 1944: Η μάχη της Καλλιθέας


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...23-24 Ιούλη 1944: Η μάχη της Καλλιθέας — Άγνωστη μαρτυρία της ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη

23-24 Ιούλη 1944: Η μάχη της Καλλιθέας — Άγνωστη μαρτυρία της ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη

Δέκα ΕΠΟΝίτες μαχητές του ΕΛΑΣ κυκλωμένοι από τις δυνάμεις κατοχής στο σπιτάκι της οδού Μπιζανίου 10, έπεσαν ηρωικά μέχρι τον τελευταίο, μα δεν παραδόθηκαν. Στη μάχη της Καλλιθέας (23-24 Ιούλη 1944) γράφτηκε μια από τις...ενδοξότερες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης. Η πένα της Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη κατέγραψε και κράτησε για πάντα ζωντανές στη μνήμη τις τελευταίες στιγμές.

Το απόγευμα της 23 του Ιούλη 1944 κατοχικές δυνάμεις αποτελούμενες από Γερμανούς, «μπουραντάδες» (μηχανοκίνητα του ταγματασφαλίτη Μπουραντά) και Γερμανοτσολιάδες κάνουν επιδρομή στην Καλλιθέα. Πρώτα έχουν χτυπήσει Δουργούτι, Φάρο, Άνω Νέα Σμύρνη και άλλες γειτονιές της Αθήνας κι έχουν αποκρουστεί αποτελεσματικά από ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Στόχος των Γερμανών είναι να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ και να μαζέψουν ελληνικά εργατικά χέρια για τα εργοστάσιά τους στη Γερμανία. Η επιχείρηση στέφεται με αποτυχία.
Τη επόμενη μέρα οι Γερμανοί επιστρέφουν ενισχυμένοι με δυνάμεις των SS και Χίτες. Η μάχη είναι σφοδρή. Δέκα Ελασίτες βρίσκονται κυκλωμένοι από τον εχθρό στο σπίτι με τον αριθμό 10 της οδού Μπιζανίου. Βαλλόμενοι από παντού θα πέσουν ηρωικά, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, αφού ρίξουν και την προτελευταία τους σφαίρα. Την τελευταία την κράτησαν για τον εαυτό τους…
Η μάχη θα συνεχιστεί. Οι Γερμανοί δεν θα καταφέρουν τελικά να στείλουν άντρες απ’ την Καλλιθέα όμηρους στα εργοστάσιά τους.
Οι ηρωικοί Ελασίτες που έπεσαν στην οδό Μπιζανίου θα γίνουν θρύλος και τραγούδι και τα ονόματά τους θα γραφτούν ανεξίτηλα, με το ίδιος τους το αίμα, στο μεγάλο βιβλίο των αγώνων και των θυσιών του λαού μας:
Αλεξίου Θανάσης, Ιωακειμίδης Γιάννης (17 ετών), Χατζηπουλημένος Σπύρος (17 ετών), Γαλιάτσος Δημήτρης (19 ετών), Βασιλειάδης Δημήτρης (19 ετών), Παπαδόπουλος Ιορδάνης (20 ετών), Βιτσέντζος Στέλιος (20 ετών), Γυμνόπουλος Γιώργος (21 ετών), Μυριδινός Γαβριήλ (25 ετών), Λιγνόπουλος Παύλος.


23-24 Ιούλη 1944: Η μάχη της Καλλιθέας — Άγνωστη μαρτυρία της ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή – ΠαπαδάκηΠαρουσιάζουμε εδώ ένα σχετικά άγνωστο κείμενο – μαρτυρία της ποιήτριας της Εθνικής Αντίστασης Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη, της φλογερής ΕΠΟΝίτισσας –τότε, με το ψευδώνυμο Κλειώ–, από το περιοδικό της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ «Εθνική Αντίσταση». Η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη πήρε μέρος ενεργά στην Αντίσταση και πολλά ποιήματά της έγιναν τραγούδι στα χείλη του λαού μας. Μεταξύ άλλων είχε σημαντική συμβολή στον πολιτιστικό-μορφωτικό τομέα της ΕΠΟΝ και το σπίτι της στην οδό Ηρακλέους στην Καλλιθέα (εκεί όπου έγραψε και τον ύμνο του ΕΛΑΣ) ήταν ανοιχτό σε κάθε αδούλωτη ψυχή που μαχόταν για τη λευτεριά.
***
«Και στα σκολειά θα φουρτουνιάζουν των παιδιών τα στήθη σαν αρχινά ο δάσκαλος: Της Καλλιθέας η μάχη…».
Της Καλλιθέας τη μάχη! Αν τύχει νάναι απ’ τη γενιά μας ο δάσκαλος, ίσως, να μπορέσει να τη διηγηθεί με τη ζωντάνια που πρέπει. Γιατί η Ιστορία δε γράφεται με την πένα. Τη γράφει το αίμα, η αυτοθυσία και μόνο όσοι τη ζήσαν μπορούνε να την εξιστορήσουν. Αργότερα, σα θ’ αναδιφά τα χαρτιά ο ιστορικός, η μνήμη θα ’χει, πια, χάσει τη θέρμη της. Γι’ αυτό τώρα, ναι τώρα, πρέπει να γράφουμε τις ιστορίες. Για να κρατήσουν τη φλόγα που τις έχει γεννήσει. Εμείς που τα ζήσαμε τα ηρωικά τούτα χρόνια έχουμε κάποιο ιερό χρέος γι’ αυτό.
Δευτέρα ξημέρωμα. 24 Ιουλίου. Η Καλλιθέα είναι ανάστατη. Ξυπνημένοι μέσ’ στα χαράματα απ’ το ξαφνικό ξέσπασμα της μάχης, στριφογυρίζουμε μέσα στα σπίτια. Κάπου κάπου, ανάμεσα από τους όλμους και τις χειροβομβίδες ακούγεται απειλητική η φωνή των τσολιάδων.
«- Τους άτιμους! Μας φάγανε τον Κατσίδη! Πάει κι’ ο Μήτσος κι’ ο Γιάννης…
– Αντέχει μωρέ, ακόμη το σπίτι;
– Αντέχει, λέει! Φρούριο γίνηκε το καταραμένο! Πέντε ώρες τώρα χτυπιέται αλύπητα και δεν παραδίνεται. Στρωμένοι είναι οι δρόμοι από τσολιάδες και χωροφυλάκους. Ακούς δέκα παλιόπαιδα να μας ρεζιλέψουν έτσι.
– Μα σάμπως είναι μόνο το σπίτι; Σε κάθε γωνιά κι ένα μετερίζι… Έχουνε έρθει φαίνεται ελασίτες κι από το Βύρωνα κι’ από τα Σφαγεία…»
Ύστερα πάλι σιγή.
Η μάχη έχει απ’ ώρα κοπάσει. Οι δρόμοι ξαναγεμίζουν σιγά σιγά κόσμο. Κι’ όλοι τρέχουν για την οδό Μπιζανίου. Μια είδηση μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. «Αυτοκτόνησαν, μα δεν παραδόθηκαν! Πάμε να το διαπιστώσουμε πως εδώ στη μικρή Καλλιθέα μας γίνηκε αυτό το μεγάλο πράμα. Δεν ξέρουμε ακόμη αν φύγαν οι γκεσταπίτες κι’ οι Γερμανοί. Μα δε φοβούμαστε πια. Η ψυχή μας φούντωσε από τη φλόγα των δέκα παλληκαριών.


Ο λαϊκός καλλιτέχνης θρηνεί και τιμά τη θυσία των δέκα ηρώων ΕΠΟΝιτών, στο «κάστρο» της οδού Μπιζανίου 10 στην ΚαλλιθέαΠροσκύνημα έχει γίνει το σπίτι. Όλη η Καλλιθέα μαζεύτηκε κει. Συντρίμμια οι πόρτες και τα παράθυρα. Κόσκινο απ’ τις σφαίρες οι τοίχοι.
Τα ηρωικά κορμιά τάχουν σηκώσει. Μα το πάτωμα είναι πλημμυρισμένο από αίμα. Ένα προδοτικό δάχτυλο χάραξε μ’ αυτό αγκυλωτούς σταυρούς γύρω στους τοίχους.
Κανείς δεν μιλεί στην αρχή. Μα λίγο λίγο η αγανάκτηση, ο θαυμασμός, η κατάπληξη γίνονται λόγια. Οι γειτόνοι που παρακολούθησαν πίσω απ’ τις γρίλιες τη γίγαντα-μάχη δεν έχουν σταματημό. Μια λεπτομέρεια ο ένας, ένα όνομα ο άλλος, ο τρίτος κάποια συμπλήρωση. Κι’ η ιστορία φωτίζεται λίγο λίγο.
Να η ιστορία.
«Μια δεκαπενταριά επαναστάτες κοιμόντουσαν κείνο το βράδυ στον κήπο ενός σχολειού δίπλα. Άξαφνα ο σκοπός σάλπισε κίνδυνο. Το στέκι είχε κυκλωθεί. Τα παιδιά πολέμησαν λιονταρίσια. Μερικά ξέφυγαν. Δυο πιαστήκαν και τουφεκίστηκαν κει στον τόπο. Δέκα πρόφτασαν και μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι. Δυο χήρες και τρία παιδιά που το κατοικούσαν απόμειναν άφωνες απ’ το φόβο. Πέντε ώρες πολέμησαν δίχως ανάσα τα παλληκάρια. Άπαρτο κάστρο γίνηκε το σπίτι. Όλμοι, πολυβόλα, χειροβομβίδες χτυπούσαν αλύπητα από τις γύρω ταράτσες. Βροχή τα βλήματα γκρέμιζαν τους τοίχους. Οι γκεσταπίτες και οι λογής προδότες που τόχαν κυκλώσει σωριάζονταν όλο και περισσότεροι γύρω του. Και πήραν τα τηλέφωνα και κάλεσαν τους συμμάχους τους.
– Βοήθεια, χάνουμε τη μάχη.
Κι’ οι Γερμανοί κατεβήκαν.
– Παραδοθήτε, φώναζαν τότε στους δέκα λεβέντες. Ελπίδα δεν έχετε.
Κατεβαίνουν οι Γερμανοί.
Μα τα παλληκάρια απάντησαν όλα με μια βοή.
– Ο Ε-ΛΑΣ ΔΕΝ ΠΑ-ΡΑ-ΔΙ-ΔΕ-ΤΑΙ ΠΟ-ΤΕ. ‘Ετσι, αργά, συλλαβιστά, δυο και τρεις φορές.
Φρύαξαν οι προδότες κι οι Γερμανοί πούχαν κατεβεί σε βοήθειά τους. Η μάχη φούντωσε. Τα κουφώματα πέφταν συντρίμμια, τράνταζε ο κόσμος. Μα το πολυβόλο μέσα από το παράθυρο θέριζε ακατάπαυτα. Άξαφνα φάνηκε μια πετσέτα σ’ ένα κοντάρι.
– Λευκή σημαία, φώναξαν με χαρά οι προδότες.
Παύσατε πύρ! θα παραδοθούν.
– Έχουμε δω δυο γυναίκες και τρία παιδιά. Πάρτε τους έξω. Θα πεθάνουν απ’ την τρομάρα. Και βγήκε η εκβιαστική απόφαση:
– Μόνο αν μας τους παραδώσει ένας από σας θα σωθούν. Αλλιώς θα πεθάνουν μαζί σας.
Τα παλληκάρια δέχτηκαν τη θυσία. Άλλο δε γινόταν. Ένας θάπρεπε να παραδοθεί.
Σ’ ένα λεπτό η θυσία είχε γίνει. Οι γυναίκες και τα παιδιά σώθηκαν κι’ ο ηρωικός Επονίτης τουφεκίστηκε κει, στον τόπο, ύστερα απ την επίμονη άρνησή του να μαρτυρήσει.
– Δεν μπορούσα να πιστέψω τ’ αυτιά μου, έλεγε ο δάσκαλος που καθόταν αντίκρυ. «Ναι ή όχι», του φώναζαν. «Όχι!», είπε, κοιτάζοντάς τους κατάματα.
Και τον σκότωσαν κει στον τόπο.


«Κάστρο δεν ήταν, μα άντεξε σαν κάστρο». Το σπίτι στην οδό Μπιζανίου 10 στην ΚαλλιθέαΚείνη τη στιγμή, συμπλήρωσε άλλος γείτονας, ακούστηκαν απ’ το σπίτι τραγούδια. Τα παιδιά μ’ όλη τη δύναμη και τη φλόγα της ψυχής τους ψάλλαν τον Εθνικό Ύμνο. ‘Ύστερα ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί… Τίποτε άλλο… Το σπίτι βυθίστηκε στη σιγή.
– Ετοιμάζουν έξοδο, φώναζαν οι πολιορκητές και ζητούσαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Μια ομάδα σίμωσε λίγο – λίγο, δειλά κι’ είδε τα παλληκάρια να πλένε στο αίμα τους. Τις ύστερες σφαίρες τις φύλαξαν για τον εαυτό τους.
Βράδυ της ίδιας μέρας. Νύχτωσε πια, ένα καντηλάκι φέγγει στο περβάζι του παραθύρου. Στεφάνια παντού, ορθά στην ταράτσα, κρεμασμένα στους τοίχους. Ταινίες, ταμπέλες, χαρτιά! Μια γρηούλα τριγυρίζει κλαίοντας. Τα παιδιά ψαχουλεύουν τα χαρτιά και διαβάζουν. Οι οργανώσεις πάνε κι’ έρχονται και φέρνουν αφιερώματα. Οι ελασίτες ψάχνουν τους τοίχους να βρούνε λίγο χώρο ανάμεσα στις τρύπες να γράψουν δυο λόγια: «Κάστρο δεν ήταν, μα άντεξε σαν κάστρο». «Διαβάτη πες στους Έλληνες πως πέσαμε για την πατρίδα». Ο κόσμος περνά και ρίχνει λουλούδια πάνω στα πηγμένα αίματα της αυλής.
Οι ψυχές είναι γεμάτες συγκίνηση. Τα μάτια δεν ξεκολλούν απ’ το σπίτι, που γίνηκε άξαφνα βωμός και προσκύνημα του λαού. Καλότυχο! Τη νύχτα τούτη, όπως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κατέβηκαν και το μοίραναν οι Μοίρες. Και μπήκε ολόισα στην αθανασία.
Αργότερα, η Καλλιθέα, η Αθήνα, ολάκερη η Ελλάδα είναι ελεύθερη πια! Τρισήμισυ μήνες πέρασαν από τότες. Στο πάνθεο του αγώνα πήραν με τη σειρά τους τη θέση τους οι ηρωικές γειτονιές. Ανάμεσά τους και η Καλλιθέα κρατά τη δική της τιμητική θέση. Και το σπιτάκι – κάστρο, στην οδό Μπιζανίου, δίπλα στ’ αδέρφι του το κάστρο, το σπιτάκι του Υμηττού, συναγωνίζεται το Κούγκι και τ’ Αρκάδι. Σ’ ένα λευκό μάρμαρο χαραγμένο γαλάζια ένα επίγραμμα τ’ ονομάζει καινούργιο χάνι της Γραβιάς. Δεν έχει, δεν μπορεί νάχει ιδιοχτήτη πια. Ανήκει στην Ελλάδα, θα γίνει μουσείο. Και τα ηρωικά παλληκάρια, τα 10 παλληκάρια, που τ’ απαθανάτισαν, ένας αστερισμός από δέκα λαμπρά αστέρια, θα στολίζουν πάντα την Ιστορία».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου