Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουλίου 24, 2017

Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ



(Από τη συλλογή κειμένων μαθητών με τίτλο ΚΕΝΤΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ που κυκλοφόρησε από το ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ το 1990)


Προχθές η τηλεόραση είχε ένα σατιρικό θέμα για την παλιά Αθήνα και τα τραγούδια της.
Πίσω από τους πρωταγωνιστές, σ' ένα ταμπλό, ήταν γραμμένα ονόματα κινηματογράφων, θεάτρων και έργων που πέρασαν οριστικά στην ιστορία.
Το όνομα ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ μου τράβηξε την προσοχή. Ρώτησα, και με μεγάλη συγκίνηση η γιαγιά μου, γύρισε στα παλιά και μου είπε την ιστορία του.
Στα 1907, σ' ένα γνωστό προάστιο της Σμύρνης, το Μερσινλή, σε μια όμορφη έπαυλη ζούσε η οικογένεια του Δημήτρη Καρρά. Καθημερινά η κυρία Ελένη, η γυναίκα του, του γκρίνιαζε:
- Δημητράκη, πρέπει να -φύγουμε από δω. Δεν μπορώ να ζήσω πια με το φόβο των
Τουρκαλάδων. Πάμε στην Αθήνα...
Ο Δημήτρης Καρράς αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του. Ποτέ σχεδόν δεν της χαλούσε χατίρι. Ήταν ένας άνθρωπος ήρεμος, ευγενικός, ανοιχτοχέρης, πρόθυμος να
βοηθήσει παντού. Αυτό, όμως, που του ζητούσε η γυναίκα του ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε να ξενιτευτεί και να ξαναρχίσει μια καινούρια ζωή, μια καινούρια δουλειά.
Η αλήθεια ήταν πως η Σμύρνη, το μάτι της Ανατολής, ένα λιμάνι. που δεχόταν στην αγκαλιά του πάνω από 3.500 ιστιοφόρα και 2.500 ατμόπλοια το χρόνο, ήταν τ μήλο της Έριδας ανάμεσα στους συμμάχους. Γάλλοι και Ιταλοί βοηθούσαν τους Τούρκους, ξυπνούσαν τον πατριωτισμό τους, με την ελπίδα, ιδιαίτερα οι Ιταλοί, ότι η Σμύρνη θα γινόταν δική τους. Από τη άλλη μεριά, Άγγλοι και Αμερικανοί βοηθούσαν τους Έλληνες, τους ελεύθερους σκλάβους, τους 165.000 χιλιάδες κατοίκους που ζούσαν και δούλευαν εκεί.
Οι μέρες περνούσαν και η γκρίνια της κυρίας Ελένης συνεχιζόταν. Μια μέρα οι δουλειές του Καρρά τον κάλεσαν στο Βερολίνο. Η τέχνη του κινηματογράφου μεσουρανούσε τότε στη Γερμανία. Ο Καρράς συζήτησε το ενδεχόμενο εγκατάστασης κινηματογράφου στην Αθήνα. Οι συνθήκες ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκές και ο νέος άντρας έστειλε στη γυναίκα του μια φωτογραφία κι από πίσω μια χειρόγραφη σημείωση:

Αγαπημένη μου γυναίκα,
Η Αθήνα ανυπομονεί να σε γνωρίσει!
Με αγάπη - Δημήτρης
Βερολίνο 1908
Τα νέα έφτασαν στη Σμύρνη μια Δευτέρα. Σε μια βδομάδα άρχισε ο ξεσηκωμός
του σπιτιού. Η φωνή της κυρίας Ελένης πρόσταζε:
- Με προσοχή να μαζέψτε τα γυαλικά. Πείτε να πουλήσουν την άμαξα και τ' αυτοκίνητο. Τ' άλογα να τα χαρίσουμε στο Μιχαήλο. Τα μπαούλα να γεμίσουν και να καρφωθούν οι κάσες. Τα χαλιά να μπούνε στις υφασμάτινες θήκες. Τα πεσκίρια να μπουν με τις μαξιλάρες. Να μην ξεχάσουμε τη γάτα...
* * *

Στην Αθήνα υπήρχαν τότε λιγοστοί κινηματογράφοι. Το «Αττικόν», το «Παλλάς», το «Σπλέντιτ» και το «Πάνθεον». Στην πλατεία Λαυρίου βρισκόταν και το «Πανόραμα», αλλά αυτός ήταν ένας λαϊκός κινηματογράφος για τα λουστράκια και τους πλανόδιους πουλητάδες.
Ο Καρράς νοίκιασε ένα κινηματογράφο στη θέση ενός παλιού ζαχαροπλαστείου στην αρχή της οδού Πατησίων. Ο ιδιοκτήτης του το είχε ονομάσει ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ, από τα ονόματα της γυναίκας και της κόρης του. Ο Καρράς δεν άλλαξε το όνομα. Άλλαξε όμως το χώρο. Τον διαμόρφωσε καθώς ταίριαζε, και αγόρασε ακριβές κουρτίνες για την οθόνη από βαθύ κόκκινο βελούδο με χρυσές κεντημένες τρέσες και εγκατέστησε τεράστιους ανεμιστήρες.
Οι ταινίες έρχονταν από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Στην αρχή ήταν βουβές, μετά «ομιλούσες». Όταν παίζονταν οι βουβές ταινίες, η πιανόλα συνόδευε το έργο. Οι θαμώνες προέτρεπαν τον πρωταγωνιστή να σκοτώσει το λιοντάρι ή τον προκαλούσαν να σκοτώσει τον κακό ληστή:
- Απάνω του!
- Πρόσεχε! Θα στη Φέρει από δεξιά.
- Κοίτα πίσω σου.
- Σου λέει ψέματα, βρε μουστακαλή.
Σφύριζαν, πετούσαν σαΐτες που τις έφτιαχναν από τα χωνάκια με τα στραγάλια που έτρωγαν και γινόταν σαματάς.
Στην αίθουσα υπήρχε κι ένα μπαρ. Στα διαλείμματα περνούσαν οι μικροπωλητές διαλαλώντας την πραμάτεια τους:
- Σάμαλι... τσιτσιμπίρα... λουκούμια... λεμπλεμπλιά!
Γλυκά και ξηροί καρποί φερμένα από τη μακρινή πατρίδα, μαζί με τις αναμνήσεις
της όμορφης Σμύρνης.
Στο βάθος της αίθουσας μια αυλή δεχόταν τους καπνιστές.
Όλα τ' αγόρια της εποχής ονειρεύονταν να δουν ένα έργο στο «Ροζικλαίρ». Όσο χαρτζιλίκι μάζευαν, εκεί το ακουμπούσαν. Έβλεπαν το Ζορρό, τον Μαξ Λίντερ, το Σαρλό, τον Τόμι Μιξ και τρελαίνονταν με τις επεισοδιακές, σπαρταριστές κωμωδίες. Μερικοί, μάλιστα, χασομέρηδες το έβλεπαν και δυο και τρεις φορές για να το χορτάσουν και τους έπαιρνε εκεί ο ύπνος.
Τα χρόνια της καταστροφής της Μικράς Ασίας δεν άργησαν να έρθουν. Κάθε Φορά που έπιανε πλοίο στον Πειραιά από τη χαμένη πατρίδα, ο Καρράς βρισκόταν στην προβλήτα για να υποδέχεται συγγενείς και φίλους. Ο μελαχρινός αυτός άντρας έγινε για πολλούς ο πατέρας στα δύσκολα αυτά χρόνια της προσφυγιάς.
Ο κινηματογράφος έζησε μέχρι τη Χούντα, δηλαδή πολύ Περισσότερο απ' ό,τι έζησε ο αφέντης του. Οι συνταγματάρχες κυνήγησαν τους απογόνους του Καρρά κι έκλεισαν αυτό το παλιό σινεμά, μαζί με μια ολόκληρη ζωή, όπως τώρα κλείνουν οι θερινοί κινηματογράφοι, ο ένας μετά τον άλλο. Τα καλοκαίρια θα είναι πιο φτωχά χωρίς τους ανθισμένους κήπους που απολαμβάνεις το έργο τρώγοντας στραγάλια και πασσατέμπους δίπλα στο γιασεμί και το αγιόκλημα που σκεπάζει τον τοίχο, χαρίζοντας την μυρωδιά του.


Ηρώ η δισεγγόνα
Σχολή Μωραίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου