Ο Ζαν-Ζορζ Νοβέρ (Jean-Georges Noverre) ήταν γάλλος χορευτής, χορογράφος και συγγραφέας.
Το βιβλίο του «Επιστολές για τον χορό και τα μπαλέτα» («Lettres sur la danse et sur les ballets», 1760) συντέλεσε σε μία αποφασιστική στροφή στην εξέλιξη των δομών και της αισθητικής του χορού. Ο Νοβέρ θεωρείται ο δημιουργός του δραματικού μπαλέτου (Ballet d' action), δηλαδή του μπαλέτου που δίνει έμφαση στη δράση και αποτελεί μία πρώιμη μορφή του σύγχρονου μπαλέτου. Η ημερομηνία της γέννησής του γιορτάζεται κάθε χρόνο ως Παγκόσμια Ημέρα Χορού.Ο Ζαν-Ζορζ Νοβέρ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 29 Απριλίου 1727. Ο πατέρας του τον προόριζε για στρατιωτικό, αλλά το νεαρό παιδί αποφάσισε να ασχοληθεί με τον χορό. Μαθητής του μεγάλου χορευτή της εποχής Λουί Ντιπρέ, έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του το 1743 στο πανηγύρι του Σεν Λοράν και στην Αυλή του Φοντενεμπλό. Έπειτα χόρεψε στην Αυλή της Πρωσίας και παρέμεινε έως το 1747 στη Γερμανία.
Αφού χόρεψε στο Στρασβούργο, στη Μασσαλία και τη Λιόν, εργάστηκε στην «Οπερά Κομίκ» (1749), όπου παρουσίασε την πρώτη χορογραφία του «Οι Κινεζικές Γιορτές» («Les Fetes Chinoises»). Το 1754 ανέλαβε τη διεύθυνση και τη διδασκαλία του μπαλέτου της και παρουσίασε τη χορογραφία «Η πηγή τής ήβης» («La fontaine de jouvence»).
Τη διετία 1755–1757 έζησε στο Λονδίνο, ύστερα από πρόσκληση του μεγάλου άγγλου θεατρανθρώπου Ντέιβιντ Γκάρικ, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία και του οποίου οι αντιλήψεις για το θέατρο τον επηρέασαν, όπως άλλωστε είχε επηρεαστεί και από τη μεγάλη χορεύτρια Μαρί Σαλέ. Λόγω των γεγονότων του «Επταετούς Πολέμου», που έφερε αντιμέτωπες την Αγγλία και τη Γαλλία, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Ο Νοβέρ ζήτησε να αναλάβει τη διεύθυνση και τη διδασκαλία του μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού, η οποία όμως δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί τις καινοτομίες του και απέρριψε την αίτησή του, παρά την υποστήριξη της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, ερωμένης του βασιλιά και προστάτιδας των τεχνών. Ο Νοβέρ επέστρεψε στη Λιόν (1758-1759), όπου έγραψε τις «Επιστολές» και ανέβασε τα μπαλέτα «Ρενάλδος και Αρμίδα» («Renaud et Armide»), «Οι ιδιοτροπίες της Γαλάτειας» («Les caprices de Galatee»), «Ζηλοτυπίες ή γιορτές στο σεράι» («Les jalousies ou les fetes du serail»).
To 1760, κατόπιν προσκλήσεως του δούκα της Βιρτεμβέργης, Κάρολου Ευγένιου, εγκαταστάθηκε στη Στουτγάρδη, όπου βρήκε ευνοϊκό κλίμα για τις νεωτεριστικές του ιδέες. Συνεργάστηκε με τους σκηνογράφους Μποκέ και Σερβαντόνι, καθώς και με τους χορευτές Ζαν Ντομπερβάλ, που έγινε μαθητής του, Σαρλ Λε Πικ, που ξανανέβασε μπαλέτα του στην Ευρώπη, και Γκαετάνο Βεστρί, ερμηνευτή του ρόλου του Ιάσωνος στη χορογραφία του «Μήδεια και Ιάσων» («Medee et Jason», 1763).
Το 1767 ο Νοβέρ εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου συνεργάστηκε με τον συνθέτη Γκλουκ στα έργα «Οι Οράτιοι και οι Κουριάτιοι» («Les Horaces et les Curiaces»), «Ιφιγένεια εν Ταύροις» («Iphigenie en Tauride») και «Άλκηστις» («Alceste»). To 1774 πήγε στο Μιλάνο, όπου διαδέχθηκε τον Γκάσπαρο Αντζολίνι, που σύντομα έγινε άσπονδος εχθρός του διεκδικώντας για λογαριασμό δικό του και του δασκάλου του Φραντς Χίλφερντινγκ την πατρότητα της δημιουργίας του δραματικού μπαλέτου.
Μετά το 1776 η βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, πρώην μαθήτριά του στη
Βιέννη, κάλεσε τον Νοβέρ να αντικαταστήσει τον Βεστρί στην Όπερα των Παρισίων. Τη θέση, όμως, διεκδικούσαν ο Μαξιμιλιέν Γκαρντέλ και ο Ζαν Ντομπερβάλ, οι οποίοι μαζί με τη χορεύτρια Μαρί-Μαντλέν Γκιμάρ άρχισαν να ενεργούν πλαγίως, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον Νοβέρ. Ο Νοβέρ τότε περιορίστηκε να επαναλάβει παλαιότερα μπαλέτα του, με εξαίρεση τη χορογραφία «Μικρά Τίποτα» («Les Petits Riens»), σε μουσική που έγραψε ο Μότσαρτ κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψής του στο Παρίσι (1778).
Με τη Γαλλική Επανάσταση, ο Ζαν Ζορζ Νοβέρ κατέφυγε στην Αγγλία, όπου ανέβασε την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» στο Λονδίνο. Επέστρεψε στη Γαλλία και αποσύρθηκε στο προάστιο του Παρισιού, Σεν-Ζερμέν-αν-Λε, όπου πέθανε στις 19 Οκτωβρίου 1810.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου