Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Σεπτεμβρίου 22, 2021

Ο Ευρωπαϊκός Νότος σβήνει τα φώτα: Μετά την Ισπανία, αυξήσεις 40% στο ρεύμα και στην Ιταλία


Και στην Ιταλία, η ενεργειακή πολιτική που θα εφαρμοσθεί βάσει

των υποδειγμάτων της Ε.Ε., θα “αλλάξει πραγματικά τα φώτα” στους καταναλωτές


Του Γιώργη-Βύρων Δάβου

Ένας στίχος στο αμίμητο τραγούδι του Πάολο Κόντε “Un gelato al limon” (Ένα παγωτό λεμόνι) ανέφερε: “σου προσφέρω την επίνοια ενός ηλεκτρολόγου / έτσι θα έχεις λίγο φως”. Κι από την 1η Οκτωβρίου οι Ιταλοί θα χρειασθεί να αποκτήσουν μία τέτοια ηλεκτρολογική επίνοια, καθώς όπως πρόσφατα ανακοινώθηκε, δια στόματος του υπουργού Ενεργειακής Μετάβασης Ρομπέρτο Τσινγκολάνι, οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού θα αρχίσουν να αυξάνονται έως και 40%. Το αποτέλεσμα είναι η κυβέρνηση του δοτού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι (στα ίχνη πολλών άλλων στην Ευρώπη) να τρέχει πλέον και να μην προφταίνει, σχεδιάζοντας στο προσεχές υπουργικό συμβούλιο της Πέμπτης 23 Σεπτεμβρίου να θεσπίσει μέτρα και να μειώσει τη φορολογία στην ενέργεια, προκειμένου να απορροφήσει (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις) το 40% των αυξήσεων στο ηλεκτρικό και το 31% στο φυσικό αέριο, προκειμένου να μην πέσει έξω ο γενικότερος σχεδιασμός της.

Μετά την Ισπανία που από τις αρχές του καλοκαιριού, οι τιμές στο ηλεκτρικό έχουν φθάσει σε δυσθεώρητα για τους καταναλωτές επίπεδα, με αποτέλεσμα πλέον η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ να πασχίζει με χίλιες-δυο αλχημείες να μειώσει την τελική τιμή, έτσι και στην Ιταλία, η ενεργειακή πολιτική που θα εφαρμοσθεί βάσει των υποδειγμάτων της Ε.Ε., θα “αλλάξει πραγματικά τα φώτα” στους καταναλωτές.

Την 1η Οκτωβρίου, η ιταλική Αρχή Ενέργειας (Arera) θα ανακοινώνει, όπως κάθε τρίμηνο, τις επερχόμενες αυξήσεις για τα κοινωνικά τιμολόγια. Δηλαδή για τις οικογένειες που ακόμη δεν έχουν τη δυνατότητα να στραφούν στην ελεύθερη αγορά ενέργειας. Όμως η τάση των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, που ήδη έχουν καταγράψει από τον περασμένο Ιούλιο τη μεγαλύτερη αύξησή τους τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να σημειώσει νέα διψήφια άνοδο, τόσο λόγω της έλλειψης προσφοράς από τις χώρες παραγωγούς και την αύξηση (στο χρηματιστήριο) των πρώτων υλών, όσο και λόγω της άνευ προηγουμένου αύξησης του κόστους των ποσοστώσεων CO2 και της εξαγοράς από τις εταιρείες του δικαιώματος να ρυπαίνουν (ETS), που επιφορτίζονται εμμέσως οι καταναλωτές.

Ο Τσινγκολάνι σε ρόλο Κασσάνδρας το ξεκαθάρισε: εάν το προηγούμενο τρίμηνο οι λογαριασμοί ηλεκτρικού αυξήθηκαν κατά 20%, το επόμενο τρίμηνο θα αυξηθούν στο 40% και γαία πυρί μειχθήτω. Λίγο νοιάζει τον καταναλωτή η συντριβή του υπουργού, όταν υπογραμμίζει πως “έχουμε χρέος να τα αντιμετωπίσουμε. Η οικολογική μετάβαση πρέπει να συμβαδίζει με την κοινωνική, αλλιώς οι επιχειρήσεις χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους και οι πολίτες με μεσαίο-χαμηλό εισόδημα θα αγκομαχούνε ακόμη περισσότερο για να πληρώσουν για πρωτογενή αγαθά όπως η ενέργεια”.

Βέβαια, στα ευχολόγια τούτα κανείς δεν μπορεί να διακρίνει κάποιο συγκεκριμένο μέτρο από την πλευρά της κυβέρνησης, η οποία ούτως ή άλλως βιάζεται να εφαρμόσει τις οδηγίες της Ε.Ε. για την ενεργειακή μετάβαση στην “πράσινη ενέργεια”. Μία μετάβαση που σχεδιάζει την διάθεση, μέσα από τα επενδυτικά προγράμματα που θα ετοιμάσουν οι κυβερνήσεις, ενός πακτωλού χρημάτων (που φυσικά είναι χρήματα που θα πληρώσουν έμμεσα οι καταναλωτές) στις ιδιωτικές εταιρείες για την επέκταση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Οι εταιρείες τούτες, που θα έχουν επωφεληθεί από τα κοινοτικά (των φορολογούμενων) χρήματα, με τη σειρά τους, όπως έχει διαπιστωθεί παντού (ακόμη και παρ’ ημίν), ένεκα της πολιτικής των Βρυξελλών για ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού τομέα θα καθορίζουν την τιμολογιακή πολιτική (η περιώνυμη ρύθμιση της ελεύθερης αγοράς) κατά το δοκούν και τις “ελεύθερα διαμορφούμενες” τούτες τιμές θα πληρώνουν και άμεσα οι καταναλωτές. Συν τις διάφορες αυξήσεις που θα συνεπάγονται οι ρήτρες για την ενεργειακή μετάβαση και τη μεταφορά των ρύπων που θέτουν κάθε φορά οι Βρυξέλλες και μετακυλίονται στους καταναλωτές – για να μην χάσουν οι εταιρείες του τομέα.

Όπως για παράδειγμα, οι φήμες που τις τελευταίες εβδομάδες κυκλοφορούν στην Ιταλία για την μεταφορά στη γενική φορολογία των τελών για την υποστήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (που ούτε λίγο, ούτε πολύ αντιπροσωπεύουν το 70% του γενικού κόστους του συστήματος) και κατά το ένα τέταρτο στους λογαριασμούς ρεύματος: ένα μέτρο που θα επιβαρύνει όλους τους φορολογούμενους, που θα κληθούν να πληρώσουν την “αλλαγή παραδείγματος” στην παραγωγή ενέργειας, που υπό κανονικές συνθήκες οι ίδιες οι εταιρείες που “ανταγωνίζονται ελεύθερα” θα έπρεπε να καταβάλουν.

Η κυβερνητική δράση, με δεδομένη την πολιτική της Ε.Ε. για την εκπομπή CO2 και την αύξηση των διεθνών τιμών στις πρώτες ύλες, αφήνουν λίγα περιθώρια δράσης – που να μην προκαλέσουν την παρέμβαση των Βρυξελλών υπέρ του “ελεύθερου ανταγωνισμού” και των επιδοτήσεων. Ίσως μία λύση να ήταν εκείνη που είχε προτείνει ο πρόεδρος της ιταλικής Ρυθμιστικής Αρχής για την Ενέργεια (Arera) Στέφανο Μπεσεγκίνι, τον Ιούλιο, για διαρθρωτική χρήση όλων των εσόδων από τους πλειστηριασμούς της ευρωπαϊκής αγοράς για άδειες εκπομπών CO2, ώς ένα ελάχιστο μέτρο για να μειωθούν κάπως οι τιμές στα τιμολόγια.

Αυτές οι “ποσοστώσεις ρύπανσης”, τις οποίες καλούνται να αγοράσουν οι παραγωγοί ενέργειας και εν μέρει οι ρυπογόνες βιομηχανίες για κάθε τόνο CO2 που διαχέουν στο περιβάλλον, κοστίζουν τώρα αλμυρά: πάνω από 60 ευρώ η κάθε μία. Στο δεύτερο τρίμηνο, η Ιταλία χάρις στις ποσοστώσεις τούτες κέρδισε 719 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι +168% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο, ενώ με βάση τα νέα δεδομένα, το κράτος θα μπορούσε να απορροφήσει πάνω από 2,5 δισεκ. φέτος. Βέβαια το ποσόν αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ισοσκελίσει την δραματική αύξηση των τιμολογίων και θα χρειασθούν πολλές άλλες παρεμβάσεις, που όμως δεν θα ήταν συμβατές με όσα η Ε.Ε. αναμένει από την Ιταλία. Παράδειγμα; Μία μεταρρύθμιση του νόμου της κυβέρνησης Μάριο Μόντι που κατανέμει τα μισά έσοδα στο ταμείο απόσβεσης κρατικών ομολόγων, δηλαδή στη μείωση του δημόσιου χρέους. Πράγμα σχεδόν αδιανόητο για τις Βρυξέλλες, που επιμένουν στην επαναφορά στις πολιτικές λιτότητας.

Όπως εξήγησε ο Τσινγκολάνι, για να απορροφηθούν οι αυξήσεις στις πρώτες ύλες, ιδίως στο φυσικό αέριο (περισσότερο από 30% το δεύτερο τρίμηνο του 2021 σε σύγκριση με το πρώτο και συσχετίζονται όλο και περισσότερο με την τιμή του CO2) και να μειωθούν τα τιμολόγια, η Ιταλία θα πρέπει να παράγει 8 γιγαβάτ τον χρόνο. Κάτι ανέφικτο υπό τις παρούσες συνθήκες και μέχρι να δημιουργηθεί το Εθνικό Ταμείο για τη βιωσιμότητα του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, που θα τροφοδοτείται από κρατικούς και κοινοτικούς πόρους, για να μειώσει το βάρος του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μέχρι τότε, τα τέλη για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καλούνται να πληρώνουν οι εταιρείες του τομέα (πετρελαϊκές, εναλλακτική ενέργεια), που φυσικά θα μετακυλίουν το κόστος στους τελικούς πελάτες. Ήδη στην Ισπανία που στενάζει, επιβαρύνουν κατά 16% το κόστος, ενώ στην Ιταλία ήδη ξεπερνούν το 20%.

Πλέον και η Ιταλία διαβαίνει την είσοδο (όπως είχαμε τονίσει σε προηγούμενο άρθρο μας για την καλπάζουσα τιμή του ρεύματος στην Ισπανία) της δαντικής κολάσεως “όπου πρέπει να αφήσει κάθε ελπίδα”. Το ηλεκτρικό ρεύμα κι οι αυξήσεις του θα οδηγήσουν σε αλυσιδωτές αυξήσεις άλλων προϊόντων, που θα έχουν άμεσες συνέπειες στον καταναλωτή, αλλά θα φουσκώσουν τις τσέπες των παρόχων.

Το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου παρά τις εξαγγελίες του Πέδρο Σάντσεθ για μείωση (από 5,1 στο ελάχιστο 0,5% που επιτρέπουν οι Βρυξέλλες) του ειδικού φόρου και την παράταση (υπέρ των επιχειρήσεων) έως τα τέλη του έτους του φόρου 7% για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν αναμένεται να φέρουν άμεσα και ουσιώδη αποτελέσματα. Άλλωστε, οι ιερεμιάδες του Σάντσεθ, αλλά και των κυβερνητικών του συμμάχων, για την δεδομένη αισχροκέρδεια των εταιρειών και οι υποσχέσεις για τη μείωση των εκτάκτων ωφελειών τους, δεν σταματούν την ανοδική πορεία των τιμών σε έναν τομέα που αναμένεται στην επόμενη δεκαετία να κερδοσκοπήσει μονοπωλιακά εις βάρος όλων μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου