Νοεμβρίου 20, 2024

Dr. John

Αμερικανός πιανίστας, τραγουδοποιός και δισκογραφικός παραγωγός, θρυλική μορφή της αμερικάνικης

λαϊκής μουσικής, με καταγωγή από την πολυπολιτισμική Νέα Ορλεάνη.

Ο Dr. John (κατά κόσμον Μάλκολμ Τζον Ρέμπενακ) υπήρξε θρυλική μορφή της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής, με καταγωγή από την πολυπολιτισμική Νέα Ορλεάνη της τζαζ και των καρναβαλιών, που επηρέασε καθοριστικά τη μουσική του διαδρομή. Πιανίστας, τραγουδοποιός και δισκογραφικός παραγωγός, αφομοίωσε σε βάθος τα μουσικά στιλ της γενέτειράς του, ενσωματώνοντας ιδιοφυώς σε αυτά πλήθος από ριθμ εντ μπλουζ λικνίσματα, ροκ εντ ρολ διαχύσεις, μπλουζ και μπούγκι στροβιλισμούς, φανκ επιρροές και τζαζ ξεσπάσματα, που, σε συνδυασμό με την ψύχωσή του με το βουντού, του εξασφάλισαν το ξεχωριστό καλλιτεχνικό του στίγμα. Ο Dr. John ήταν ο πρώτος λευκός μουσικός που έγινε αποδεκτός από τη μαύρη μουσική σκηνή της Νέας Ορλεάνης.


Ο Μάλκολμ Τζον Ρέμπενακ γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1941 στη Νέα Ορλεάνη, κυριολεκτικά μέσα στη μουσική. Ο πατέρας του διατηρούσε εμπορικό κατάστημα και δισκάδικο, ενώ πολλοί συγγενείς του ασχολούνταν με τη μουσική. Μία θεία του ήταν η δασκάλα του στο πιάνο και οι ασταμάτητες ώρες που άκουγε ραδιόφωνο του άνοιξαν τους μουσικούς του ορίζοντες.



Από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε να συχνάζει σε νυχτερινά κλαμπ και στην εφηβεία του έπαιζε σε συγκροτήματα που εμφανίζονταν σε κακόφημα μπαρ και στριπτιζάδικα. Τα πρώτα χρόνια ήταν κιθαρίστας, αλλά ένα ατύχημα το 1961 τον ανάγκασε ν’ αλλάξει όργανο. Κάποιος πυροβόλησε εξ επαφής ένα δάχτυλό του όταν ενεπλάκη σε καυγά για να προστατεύσει τον τραγουδιστή του συγκροτήματος, του οποίου ήταν μέλος. Το δάχτυλό του δεν θεραπεύτηκε σε βαθμό που να του επιτρέπει να ξαναπαίξει κιθάρα, αλλά δεν τον ενοχλούσε τόσο όταν έπαιζε πιάνο. Κι έτσι, εξελίχθηκε σε επίγονο σπουδαίων πιανιστών της Νέας Ορλεάνης, όπως του Χιούι Σμιθ και του ο Φατς Ντόμινο, μεταξύ άλλων.

Ο Dr. John το 1970
Πολυτάλαντος μουσικός, οργάνωνε μπάντες για τις δισκογραφικές εταιρείες «Ace», «Ebb», «Ric» και «Ron». Η οικονομική κρίση όμως που οδήγησε στο κλείσιμο των εταιρειών αυτών, αλλά και η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά και οι δοσοληψίες του με το νόμο, τον ανάγκασαν ν’ αναζητήσει την τύχη του στη δυτική ακτή των ΗΠΑ μετά την αποφυλάκισή του. Κατά την παραμονή του στο Λος Άντζελες συνεργάστηκε με τη Σερ και τον Φιλ Σπέκτορ, ενώ παράλληλα δημιούργησε τη δισκογραφική εταιρεία «Pulsar», στην οποία κυκλοφόρησε δουλειές των συμπατριωτών του Κινγκ Φλόιντ και Αλ Ρόμπινσον.
Την εποχή εκείνη υιοθέτησε την περσόνα «Dr. John, The Night Tripper» και παρουσιαζόταν ως σαμάνος με αλλόκοτη εμφάνιση. Φόραγε γούνες, καπέλα με φτερά της καρναβαλικής παράδοσης του Μαρντί Γκρα, κολιέ και εμφανιζόταν στη σκηνή μέσα από σύννεφα καπνού. Όταν τον ρώτησαν από που προήλθε το ψευδώνυμο, αυτός απάντησε: «Πρωτύτερα ήμουν ο Καθηγητής Παράξενος. Οι Γάτες με αποκαλούσαν "Επίσκοπο", "Κυβερνήτη" ή κάτι παραπλήσιο, αλλά όταν άρχισαν να με φωνάζουν “Δόκτωρ”, το κράτησα εφ’ όρου ζωής. Ακόμα και Αμερικανοί που ήταν εξοικειωμένοι με τη Νέα Ορλεάνη συχνά χρειάζονταν… διερμηνέα για να καταλάβουν τι έλεγε ο Dr. John, που ανακάτευε χιουμοριστικές ατάκες, κρεoλικά, εκφράσεις της αργκό και επινοημένες λέξεις με ύβρεις.

Το 1968 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Gris Gris», με το οποίο εδραίωσε τον ήχο του: ένα μείγμα από αυθεντικά κρεολικά και ριθμ εντ μπλουζ κομμάτια, μέσα στα όποια περιλαμβανόταν και το κλασικό και πολυδιασκευασμένο έκτοτε «Walk On Gilded Splinters». Ακολούθησαν τα άλμπουμ «Babylon» (1969), «Remedies» (1970) και «The Sun, Moon And Herbs» (1971), που κινήθηκαν σε παρόμοιο στιλ, ενώ τα προβλήματα που αντιμετώπιζε λόγω της χρήσης ναρκωτικών μεγάλωναν και αναγκάστηκε να εισέλθει σε κλινική αποτοξίνωσης για να τα αντιμετωπίσει.

Το 1972 βρέθηκε στο Μαϊάμι, όπου ηχογράφησε το άλμπουμ «Gumbo», που αποτέλεσε φόρο τιμής σε δύο επιρροές του, τους μπλουζίστες Προφέσορ Λόνγκχεαρ και Χιούι Σμιθ. Από το άλμπουμ σημείωσε σχετική επιτυχία το τραγούδι «Iko Iko».

To 1976 συμμετείχε στην αποχαιρετιστήρια συναυλία των The Band «The Last Waltz», ερμηνεύοντας με τη χαρακτηριστική στριγγιά φωνή του το τραγούδι «Such a Night». Η κυκλοφορία σε άλμπουμ της συναυλίας και η κινηματογράφησή της από τον Μάρτιν Σκορσέζε, τον έκανε ευρύτερα γνωστό και εκτός ΗΠΑ.
O Dr. John παραλαμβάνει το τρόπαιό του κατά την τελετή ένταξής του στο Rock and Roll Hall of Fame
Από τη δισκογραφική του παραγωγή τη δεκαετία του ‘80 ξεχωρίζουν τα άλμπουμ «Dr John Plays Mac Rebennack» (1981), που χαρακτηρίστηκε ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ του και πρόβαλε με ιδιαίτερο τρόπο το ιδιόμορφο στιλ του και τις ιδιαίτερες ικανότητές του στο πιάνο, και «The Brightest Smile In Town» (1983). Ο Dr. John παρουσίασε ακόμη ευρύτερο ρεπερτόριο, αφού έκανε διασκευές τραγουδιών όπως αυτά των Τζόνι Μέρσερ («Come Rain Or Come Shine») και Πόμους/Σούμαν («The Average Guy»).
To 1990 κέρδισε το πρώτο του Γκράμι για την ερμηνεία μαζί με τη Ρίκι Λι Τζόουνς του τραγουδιού «Makin' Whoopee!» από τον δίσκο του «In Sentimental Mood» (1989), μία συλλογή με κλασικά ποπ τραγούδια και τρία χρόνια αργότερα ήρθε ένα δεύτερο για το δίσκο του «Goin’ Back to New Orleans» (1992). Μετά τα βασισμένα στο φανκ «Television» (1994) και «Afterglow» (1995) κυκλοφόρησε το «Trippin Live» (1997). Ήταν το πρώτο επίσημο λάιβ άλμπουμ του, μια κεφάτη περιπλάνηση στις μουσικές ρίζες της Νέας Ορλεάνης με ερμηνείες κλασικών κομματιών («Tipitina», «Such a Night», «Right Place, Wrong Time»), αλλά και ευχάριστες εκπλήξεις, όπως η διασκευή του «Oh Didn’t He Rumble» του Τζέλι Ρολ Μόρτον.

Στο άλμπουμ «Anutha Zone» (1998), o Dr. John επέλεξε να επιστρέψει στις φανκ ρίζες και στο ψυχεδελικό κρεόλ στιλ του «Gris Gris». Η αναβίωση της περσόνας του «Night Tripper» υποστηρίχτηκε από συνεργάτες και θαυμαστές του, όπως ο ο Πολ Γουέλερ και μέλη συγκροτημάτων νέας γενιάς (Spiritualized, Supergrass, Primal Scream, Ocean Colour Scene και Portishead). Την παραγωγή υπέγραψε o Τζον Λέκι, γνωστός από τη δουλειά του με τους Verve, Radiohead, Stone Roses και Pink Floyd.

Ακολούθησαν τα άλμπουμ «Duke Elegant» (2000), αφιερωμένο στα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ντιουκ Έλινγκτον, «Creole Moon» (2001) και «All by Hisself: Live at the Lonestar), η πρώτη από μία σειρά δίσκων με αρχειακό λάιβ υλικό που κυκλοφόρησε από την προσωπική του εταιρεία Skinji Brim Records.

To 2009 κέρδισε το τρίτο του Γκράμι για τον δίσκο του «City That Care Forgot» (2008), που ήταν αφιερωμένος στην καταστροφή και την οδύνη που σήμανε για τη Νέα Ορλεάνη και τους ανθρώπους της ο κυκλώνας «Κατρίνα». Το 2011 εντάχθηκε στο Πάνθεον του Ροκ εντ Ρολ (Rock and Roll Hall of Fame) και τρία χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το τέταρτο Γκράμι για το δίσκο του «Locked Down» (2013).

O Μάλκολμ Τζον Ρέμπενακ πέθανε από καρδιακή προσβολή στη Νέα Ορλεάνη στις 6 Ιουνίου 2019, σε ηλικία 77 ετών.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου