Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιανουαρίου 08, 2022

Μοσχολίβανο από το καλό, το προυσαλιό, και ο ηγούμενος που το μοίραζε στους τεκέδες της Δραπετσώνας

Ο πάτερ Δωσίθεος ήταν ηγούμενος στο μοναστήρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Συχνά πυκνά πήγαινε στη Δραπετσώνα και στα Ταμπούρια. Από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι έδινε την ευλογία του στους πιστούς και σταματούσε σε κανένα καφενείο για να πάρει μια ανάσα από τον ποδαρόδρομο.
— Γυρίζει ο καημένος από εξομολογήσεις, τον συμπόνεσε ένα γραΐδιο.
Είχε γίνει περιζήτητος και άμα αργούσε να φανεί, ανυπομονούσαν.
— Δεν φάνηκε ακόμα ο παπάς.
Αυτοί που τον αναζητούσαν ήταν κυρίως τεκετζήδες και λοιποί χασισοπότες, γιατί ο πάτερ κουβαλούσε μέσα στο σακούλι του χασίσι Προύσας εξαιρετικό. Ήταν η εποχή που η Δραπετσώνα ήταν γεμάτη τεκέδες, που στεγάζονταν σε καφενεία, ουζάδικα και σπίτια. Ιδιοκτήτες και θαμώνες ήταν άνθρωποι της φάρας –σκύλοι μαύροι!
Πάτερ Δωσίθεος
Ενός αστυφύλακα του τμήματος της Δραπετσώνας κάτι πήρε τ’ αυτί από το σούσουρο που γινόταν «Δεν φάνηκε ακόμα ο παπάς» και άρχισε να παρακολουθεί τις κινήσεις του πάτερ Δωσίθεου. Παρουσιάστηκε στον διοικητή και ζήτησε έναν συνάδελφο, για να μπορέσει να κάνει μια «σπουδαία δουλειά». Οι δύο αστυφύλακες παραφύλαξαν έξω από ένα γνωστό τεκέ και σε λίγη ώρα εμφανίστηκε ο Δωσίθεος με χίλιες προφυλάξεις και μπόλικο χασίς κρυμμένο στο σακούλι και στα ράσα του.
— Πώς από δω, δέσποτα;
— Εδώ στα Ταμπούρια πάω. Κάτι χριστιανοί θέλουν να τους εξομολογήσω.
Τον πήραν σηκωτό. Στον δρόμο ο Δωσίθεος έκανε μια προσπάθεια.
— Δυο χιλιάρικα σας δίνω να με αφήσετε ελεύθερο.
Οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στο τμήμα (συγκεκριμένα στο Στ’ αστυνομικό τμήμα της Δραπετσώνας, στην οδό Σωκράτους, απέναντι από το μπορντέλο των Βούρλων. Τα Βούρλα λειτουργούσαν ακόμα και γύρω από τη μάντρα τους ήταν στριμωγμένα διάφορα μαγαζιά, στα οποία κυκλοφορούσαν άφθονο χασίς και ναρκωτικά).
Μπροστά στον διοικητή ο πάτερ Δωσίθεος προσπάθησε να δικαιολογηθεί κι άρχισε να λέει ότι είχε δανείσει σε κάποιον χίλιες δραχμές κι αυτός ο ευλογημένος του άφησε για ενέχυρο αυτό το πράγμα του διαβόλου. Κι επειδή πέρασε πολύς καιρός χωρίς αυτός ο κάποιος να εμφανιστεί, για να εξοφλήσει το χρέος του και να πάρει πίσω το ενέχυρο, ο πάτερ Δωσίθεος πήρε το χασίς μαζί του κι άρχισε να τον ψάχνει στη Δραπετσώνα και στα Ταμπούρια.
— Και στον τεκέ τι γύρευες; τον ρώτησαν.
— Εγώ; Τίποτα. Τι θα πει τεκές;Μετά τα γεγονότα η αρχιεπισκοπή με ανακοίνωσή της δήλωσε ότι ο Δωσίθεος δεν ήταν ο ηγούμενος της μονής, αλλά ιερομόναχος.
Ο Πολ Νορ στη στήλη Σατιρικός Στίχος έγραψε:
Καινούργιες μόδες έμπαζε
μέσα στο μοναστήριον:
«Με ούτι και με μπαγλαμά
αινέσατε τον Κύριον!
Αινέσατε τον Κύριον αράδα τα βλαμάκια
κι αντί τυμπάνων και χορδών, πάρτε μπαγλαμαδάκια!»


Το επόμενο πρωί έστειλαν τον πάτερ Δωσίθεο στο τελωνείο για «τον καθορισμό του οκταπλού δασμού του κατασχεθέντος λαθρεμπορικού χασίς», κατόπιν στην Εισαγγελία όπου του απαγγέλθηκε κατηγορία για λαθρεμπόριο και στη συνέχεια στα κρατητήρια.
Έξω από την Εισαγγελία τον περίμεναν οι δημοσιογράφοι:
— Αληθεύει, δέσποτα, ότι είσαι αρχηγός σπείρας λαθρεμπόρων;
— Άπαγε της βλασφημίας, τέκνον μου.
— Ποιοι είναι οι συνένοχοί σου;
— Δεν ξέρω τίποτα. Είμαι θύμα της καλοσύνης μου. Υπάρχει η θεία δικαιοσύνη.
Η ανθρώπινη δικαιοσύνη τον καταδίκασε σε ένα χρόνο φυλακή και 40.000 δραχμές πρόστιμο. Ποσό σεβαστό, αν λάβουμε υπόψη ότι το 1933 το μεροκάματο ενός εργάτη εργοστασίου ήταν 80 με 100 δραχμές και ο μηνιαίος μισθός νέου δημοσιογράφου 2.000 δραχμές.1933
Όπως ήταν φυσικό, το πράγμα δεν σταμάτησε εκεί. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι η μονή Φανερωμένης είχε μεταβληθεί σε χασισαποθήκη και ότι οι μοναχοί συστηματικά επιδίδονταν στο εμπόριο.
1933
Πέντε αστυνομικοί με πολιτικά παρουσιάστηκαν στο μοναστήρι και ζήτησαν φιλοξενία για τη νύχτα λέγοντας ότι είναι επιστήμονες και καλλιτέχνες που επισκέπτονται διάφορα χριστιανικά μνημεία. Οι μοναχοί τους παραχώρησαν δύο κελιά και όταν οι αστυνομικοί πάτησαν πόδι μέσα στο μοναστήρι, δήλωσαν την αληθινή ταυτότητά τους και άρχισαν τις έρευνες.
Οι μοναχοί κατάφεραν να ξεφορτωθούν ένα σακίδιο με χασίς. Το πέταξαν από ένα παράθυρο και το πήρε κάποιος που παραμόνευε στον δρόμο κι εξαφανίστηκε τρέχοντας.
— Τι ήταν μέσα σ’ αυτό που πετάξατε;
— Μοσχολίβανο!
Ο κόπος των αστυνομικών δεν πήγε ολότελα χαμένος. Σε μία κρύπτη βρέθηκαν μπουκάλια με κρασί και μπίρες και σε μία άλλη 100 δράμια χασίς.

Οι μοναχοί της μονής Φανερωμένης.


Εκείνη την περίοδο, αρχές του 1933, είχε γίνει ένα έγκλημα πάθους με δράστη έναν παπά, που έστειλε την ερωμένη του στο νοσοκομείο με βαριά τραύματα και τον σύζυγό της στα θυμαράκια. Συν μία απαγωγή ανήλικης με δράστη έναν καλόγερο, συν τα μοσχολίβανα των μοναχών της Φανερωμένης, συν κάτι άλλα είχε βουίξει ο τόπος και ο τύπος.Ο παπάς που τραυμάτισε την ερωμένη του και σκότωσε τον σύζυγό της στη φυλακή.
Οι εφημερίδες δημοσίευαν χορταστικά άρθρα, που συνοδεύονταν από φωτογραφίες και σκίτσα:



Κύκλοι κληρικών και αποφοίτων μεγάλων ιερατικών σχολών με διαβήματά τους στον αρχιεπίσκοπο άρχισαν να ζητούν πιεστικά την εκκαθάριση του κλήρου.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι ότι ναι μεν η αρχιεπισκοπή καθαιρεί του αξιώματός τους παρεκτρεπόμενους κληρικούς, οι οποίοι όμως εξακολουθούν να φορούν το ράσο. Με την ευκαιρία έριξε και μία μπηχτή για τους παλαιοημερολογίτες, ότι περιθάλπτουν τους καθαιρεμένους ρασοφόρους για να εκτελούν τις ιεροτελεστίες τους.
Μια άλλη μερίδα ιερωμένων, διακόνων και θεολόγων, αφού ζήτησε να γίνει χωρίς χρονοτριβή εκκαθάριση του κλήρου, έδωσε υπόσχεση ότι αν αυτό δεν γίνει γρήγορα, θα αποβάλουν το ιερατικό σχήμα. Μάλιστα ο διευθυντής της Φιλανθρωπικής Εταιρίας, αρχιδιάκονος Φωτόπουλος, πυροδότησε πολλά σχόλια και αντιδράσεις, όταν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, πέταξε τα ράσα και ξαναφόρεσε πολιτικά.1933


Ο ανεπανάληπτος Τζογές της Βραδυνής σχολίασε:
Τα ράσαΕίχε κάργα δίκιο, λοιπόν, ρε Κατινάκι μου, και μπράβο του εκατό φορές του Φωτόπουλου του διάκου, όταν προ ημέρες μίλησε για την κατάργηση του ράσου και για άλλα ζητήματα σχετικά με την κατάντια του κλήρου. Ορίστε; Δεν περνάει μέρα που να μη διαβάσουμε ο τάδες παπάς έκανε εκείνο, ο δείνας παπάς έκανε ετούτο. Πώς; Κατάντησε το αστυνομικό δελτίο να ασχολείται με το ράσο μονάχα και οι φυλακές να γίνουνε μοναστήρια από τους πολλούς ρασοφόρους που έχουνε. Κατάντια, αλήθεια, και του ράσου, ε;
Εκβιασμούς διαβάζεις, παπάδες τους διαπράττουνε. Φόνους διαβάζεις, ρασοφόροι ερωτευμένοι τους κάνουνε. Σκάνδαλα κι ερωτικές μανούβρες διαβάζεις, παπάδες οι ήρωές τους.
Έπονται τώρα βιασμοί, ιεροσυλίες, αποπλανήσεις και τα ρέστα που πρωταγωνιστεί πάλι το ράσο. Ορίστε; Έτσι που κατάντησε, ρε Κατινάκι μου, το ράσο, είναι να μην το καταργήσουμε;
Να σε φιλήσω, αδερφέ μου Φωτόπουλε, που είχες την ωραία ιδέα να προτείνεις την κατάργησή του και να το πετάξεις πρώτος.
Συγχώρεσέ μου, Θεούλη μου, αλλά έτσι είναι. Το σχήμα το ιερατικό το σήμερις το καταντήσανε πρό-σχημα για τα διάφορα κατορθώματά τους οι μοντέρνοι ρασοφόροι και μας αλλάζουνε την πίστη. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και χίλια παρντόν νοτρ νταμ ντε Γκρες, που αναγκάζομαι να μιλήσω ανευλαβώς για τους αντιπροσώπους του Θεού, που μας τα ’χουνε θαλασσώσει. Νομίζω;
— Ποιος σκότωσε τον άντρα αυτηνής της γυναίκας;
— Ένας παπάς.
— Ποιος διέφθειρε αυτό το κοριτσάκι;
— Ένας καλόγερος.
— Ποιος έκανε το σκάνδαλο αυτό;
— Ένας παπάς.
Και βράσε ρύζι! Οι παπάδες μας παίζουνε τον παπά, οι παπάδες «αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του», οι παπάδες «αν είσαι και παπάς στη φυλακή με την αράδα σου θα πας», οι παπάδες «ας το πούμε ούτε του παπά» κ.τ.λ.
Τι θα γίνει; Τα ’πα, ρε Κατινάκι μου, όλα τα καλαμπούρια κι έβγαλα το άχτι μου.
Συγχωρέστε με τώρα αν μίλησα λιγάκι πιο ανοιχτά σήμερα για τα ράσα, μα με πνίγει η αγανάχτηση και σαν χριστιανός έπρεπε κι εγώ να μιλήσω.
Δεν συμμαζεύεται το κακό, ρε παιδιά. Σταυροκοπιέμαι και με τα δυο μου χέρια και υπογράφομαι…
Ο Τζογές
Δημοσιεύτηκε στη Στήλη του Τζογέ στις 2 Μαρτίου 1933.
Υπογράφομαι κι εγώ
Τέτη Σώλου
Αύγουστος 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου