Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Απριλίου 26, 2010

Η Βασούλα..

απο Γιαγιά Αντιγόνη

Πήρε να ξημερώνει πάλι.. ήτανε τρίτη μέρα, τέταρτη,


δε βαστούσε λογαριασμό πια...είχανε τελειώσει και τα φαγώσιμα

και δεν ήξερε τι να έχει για φαΐ..

Διπλά της κοιμότανε το παιδάκι της, ο μικρούλης της,

τον χάζευε όλες αυτές τις μέρες που έπαιζε που έτρεχε

που μίλαγε και της γέμιζε τη μέρα...

Δεν είχε να κάνει και πολλά, όλα τα ρούχα τα είχε πλύνει,

το δωμάτιο πολλές φορές το είχε καθαρίσει και σκουπίσει.

Το καντήλι εκεί στη στεφανοθήκη το είχε ανάψει είχε μαντάρει

και τα ρούχα της δουλειάς του Μήτσου της και τα είχε ξεχωριστά

να τα βάλει καθαρά όταν θα γύριζε.

Ακόμα και τη σκάφη είχε φέρει απ’ έξω και την είχε ακουμπήσει

δίπλα στο μαρμαράκι με την γκαζιέρα.. όλα ήταν έτοιμα στη σειρά.

Μόνο ο Μήτσος δεν ήρθε πάλι....τι να έγινε που να ήτανε;

Το μυαλό της είχε σταματήσει μήπως αυτό, μήπως εκείνο, μήπως το άλλο...

έκανε το σταυρό της, δεν ήθελε να τα σκέφτεται αυτά

γιατί ο διάολος ακούει...ανατρίχιασε..

Σήμερα θα πήγαινε το παιδί στη μάννα της, τέλος τα ψέματα πια

δεν είχε και τίποτα για φαί..

Πρέπει να φάει ο μικρός, αυτόν δεν το κοροϊδεύεις πια ούτε

με τα κρεμμύδια και το ψωμί. .,

θα πήγαινε στο σόι του Μήτσου να ρωτήσει. Κάτι θα ξέρανε αυτοί.

Εχτές σα να της φάνηκε πως είχε δει τον Γιάννο τον αδελφό του Μήτσου

να την κοιτάζει μέσα από το χωράφι μπορεί και να της φάνηκε,

σηκώθηκε με φόρα ντύθηκε πλύθηκε και πήρε το μικρό όπως ήτανε

στην κούνια με τις κουβέρτες το τύλιξε και βρήκε.

Απελπισία την είχε πιάσει. Στο δρόμο περπατούσε, χωρίς να βιάζεται να πάει κάπου.

Κανένας δεν ήξερε τίποτα θαρρείς πως άνοιξε η γη και τον κατάπιε τον αλήτη.

Ολοι ξέρανε και τον κρύβανε τον παλιοκόπανο, δίκιο είχε η Στέλλα η αδελφή της

που της έλεγε ότι αυτοί από το κόμμα πηδούν και φεύγουν. Επρεπε να την ακούσει.

Η Στέλλα ήτανε στεγνή, αλλά είχε μυαλό γι’ αυτό πήγε και έμαθε παντελονιού

καλό μεροκάματο και στο σπίτι όχι στη φάμπρικα, να σε πιάνει και ο προϊστάμενος..

ας είναι, καθ’ ένας κι η μοίρα του.

Το παιδί το πήγε στη μάννα.





«Τα πράγματα τα πούλησα κι από αύριο

στη φάμπρικα πάλι...

μόνο τη στεφανοθήκη κράτησα ..

για να θυμάμαι τη βλακεία μου ......

την αγάπη μου ...τα ταξίδια που κάναμε στ αστέρια

ξαπλωμένοι στην αμμουδιά

και τα ωραία παραμύθια που έλεγες να φτιάξουμε

κόσμο δίκαιο με ψωμάκι,

για όλους με ρούχα με παπούτσια με φαγητά»....

Αχ μια ζάλη...παραπάτησε...

Ένα χέρι και την έπιασε στον αέρα,

θα έπεφτε στο χώμα αλλά γλύτωσε.

« Πάλι χαδευειθ Βασθουλα αχα ωρή αλαφροιθκιοτη .

(πάλι χαζεύεις Βασούλα άντε μωρή αλλοπαρμένη)

και με τη μια την πέταξε

πάνω στην πλάτη του, ο Θοδωρής ο μηλαδερφός της

και με μιας σβηστήκαν όλα ...

Γελούσανε και πηγαίνανε στο σπίτι

κι ο Θοδωρής ένα βήμα το έκανε τρία μέτρα....

ο τσεβδός ...ο κουζουλός ...ο ζαβός

ήτανε που ήτανε τον πιάσανε

και οι χωροφυλάκοι και από το ξύλο

του σπάσανε όλα τα δόντια

Μόνο στ αδέλφια του μιλούσε ο Θοδωρής,

σε κανένα άλλο.





Αλλωστε οι χαμάληδες δε χρειάζεται να μιλάνε ....

μόνο να κουβαλάνε χρειάζεται...









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου