Πακιστανοί και Ινδοί μετανάστες, οι ο ποίοι εισέρχονται ανεξέλεγκτα στη χώρα, κουβαλούν μαζί τους το μικρόβιο της ασθένειας, όπως και άλλων ξεχασμένων στη Δύση ασθενειών, αφού στις χώρες τους... η λέπρα βρίσκεται σε έξαρση. Το υπουργείο Υγείας δεν
εξετάζει τους μετανάστες -πώς να το κάνει άλλωστε αφού εισέρχονται παράνομα και κρύβονται χωρίς να δίνουν τα στοιχεία τους- ενώ την ίδια ώρα υπάρχουν ακόμα χανσενικοί που ζουν σε απομονωμένα χωριά.
Τη στιγμή μάλιστα που ειδικοί μιλούν για «ξεχασμένους» ασθενείς, οι οποίοι αρνούνται να υποβληθούν σε θεραπεία, οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές δηλώνουν ότι δεν έχουν στοιχεία για τη νόσο διότι αυτή θεωρείται πλέον πολύ περιορισμένης μεταδοτικότητας. «Η νόσος του Χάνσεν δεν συμπεριλαμβάνεται στις περίπου 50 ασθένειες που πρέπει να δηλώνονται στο Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων βάσει της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας. Βρίσκεται εκτός του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης νοσημάτων ακριβώς λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης μεταδοτικότητάς της, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ευρώπη», εξηγεί ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας και υπεύθυνος του ΚΕΕΛΠΝΟ κ. Σωτήρης Τσιόδρας. Η νόσος του Χάνσεν μπορεί επίσημα να έχει εξαλειφθεί στην Ελλάδα αλλά συνεχίζει να υπάρχει έστω και σε κάποια ξεχασμένα χωριά, ενώ απειλεί τη χώρα και εξ Ανατολών. Η συχνότητα εμφάνισής της στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Τουρκία και στην Αίγυπτο αποτελεί «πονοκέφαλο» για τους υγειονομικούς φορείς της Γηραιάς Ηπείρου.
Σε αυτές τις περιοχές καταγράφονται τέσσερα κρούσματα λέπρας ανά 100.000 πληθυσμού, αριθμός που θεωρείται υψηλός, δεδομένου ότι σήμερα το φαρμακευτικό οπλοστάσιο για την καταπολέμηση της λέπρας είναι εξαιρετικά ενισχυμένο και οδηγεί πάντοτε στην αντιμετώπισή της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Χανσενικών, σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 450 χανσενικοί ασθενείς, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν αποθεραπευτεί. Ωστόσο, συνεχίζουν να καταγράφονται και νέα κρούσματα. Σε ό,τι αφορά την Αττική, στην πλειονότητά τους πρόκειται για αλλοδαπούς ασθενείς, οι οποίοι υποβάλλονται κανονικά σε θεραπεία, την ίδια στιγμή που το κύμα μετανάστευσης στη χώρα εξακολουθεί να είναι ισχυρό. Μπορεί η λέπρα σήμερα να είναι ιάσιμη αλλά απέχει πολύ από το να εξαλειφθεί.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είχε δεσμευτεί για την εκρίζωση της νόσου μέχρι το 2000, χρονολογία η οποία έλαβε παράταση μέχρι… νεωτέρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, πλήττει τουλάχιστον 500.000 ανθρώπους κάθε χρόνο, με το 12% εξ αυτών να είναι ανήλικοι.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ «ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ»
Το «Νησί» του Αιγάλεω
«Νικήσαμε τη νόσο αλλά δεν νικήσαμε το στίγμα», είχε πει ο Γάλλος ιεραπόστολος Ραούλ Φολερό, με την προκατάληψη για τους χανσενικούς, δεκαετίες μετά το κλείσιμο της Σπιναλόγκας στην Κρήτη, να παραμένει ζωντανή. Μια βόλτα από το νοσοκομείο «Αγία Βαρβάρα» στο Αιγάλεω, το μοναδικό πλέον κέντρο υποδοχής χανσενικών στην Ελλάδα, πείθει ότι το στίγμα και η εγκατάλειψη τους κυνηγούν ακόμα πίσω από τα παλιά κτίρια όπου διαμένουν σήμερα οι 34 αποθεραπευμένοι νοσηλευόμενοι.
Μπαίνοντας κανείς στο νοσοκομείο θα χρειαστεί να περπατήσει αρκετά ώσπου να φτάσει στην πτέρυγα όπου βρίσκονται σήμερα οι λιγοστοί ζώντες μάρτυρες της παλιάς ασθένειας. Μέσα σε ένα τοπίο που θυμίζει περισσότερο συγκρότημα κατοικιών σοβιετικού τύπου παρά συνηθισμένο νοσοκομείο, οι κρεμασμένες ταμπέλες στα κτίρια επιβεβαιώνουν ότι εδώ κάτι διαφορετικό υπάρχει. «Σύνδεσμος Χανσενικών» γράφει μία από αυτές. Ο ανυποψίαστος και ανενημέρωτος επισκέπτης, ειδικά πριν από την προβολή της σειράς «Το Νησί», αν γνώριζε ότι γύρω του ζουν άνθρωποι οι οποίοι κάποτε χτυπήθηκαν από τη λέπρα, το πιθανότερο είναι να έκανε μεταβολή και να γυρνούσε πίσω, προς το νοσοκομείο λοιμωδών.
Η πτέρυγα όπου ζουν σήμερα 34 χανσενικοί κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ’70, ενώ σε αυτό το σημείο είχαν μεταφερθεί όλοι οι ασθενείς από τη Σπιναλόγκα το 1957. Η μεταφορά τους ήταν βίαιη και τα πρώτα χρόνια το νοσοκομείο είχε κανόνες στρατοπέδου συγκέντρωσης ή τάγματος ανεπιθύμητων παρά υγειονομικού ιδρύματος. Ανάμεσα σε μικρά σπιτάκια διασπαρμένα μέσα στο δάσος, στα οποία σε πολλές περιπτώσεις κλείδωναν τους ασθενείς, είχε στηθεί το νέο σκηνικό της απομόνωσής τους. Χωρίς πλέον τη θέα του Κρητικού πελάγους αλλά κάτω από τη σκέπη του γκρίζου αστικού τοπίου, οι ασθενείς -ακόμα και εκείνοι που είχαν θεραπευτεί οριστικά- έπρεπε να αποφασίσουν να ζήσουν εκεί. Οι οικογένειές τους αρνήθηκαν να τους δεχτούν στα σπίτια τους.
Το κοινωνικό στίγμα που τους περιβάλλει ακόμα και σήμερα διακρίνεται πίσω από τις συνθήκες διαβίωσής τους. Δίπλα από το παλιό κτίριο των 4.000 τ.μ. που τους έχει παραχωρηθεί βρίσκεται ένα άλλο, εγκαταλελειμμένο και άδειο, με σπασμένα παράθυρα. Το κτίριο αυτό φιλοξενούσε τις γυναίκες πριν από πολλές δεκαετίες, ενώ σήμερα έχει εκκενωθεί και έχει μετατραπεί σε εστία μικροβίων, όχι μόνο για την πτέρυγα των χανσενικών αλλά για ολόκληρη την περιοχή.
Οι 34 διαμένοντες προσπαθούν να ζουν ως κανονικοί άνθρωποι, μόνο που είναι εμφανές ότι ελάχιστοι από αυτούς έχουν ζήσει την «κανονική» ζωή. Το ελληνικό κράτος τούς εγκατέστησε με το ζόρι εκεί, χωρίς να μπορέσει ποτέ να τους προσφέρει μια εναλλακτική επιλογή.
Οι δεκαετίες πέρασαν και οι ασθενείς παρέμεναν κλεισμένοι σε εκείνα τα «κουτάκια» που έχουν για δωμάτια. Οταν χρειάστηκε να φύγουν διαπίστωσαν ότι η ζωή είχε περάσει και πως ό,τι τους ανήκε βρισκόταν σε εκείνο τον χώρο. Ετσι, πολλοί από αυτούς αποφάσισαν να επιστρέψουν, έστω κι αν είχαν δημιουργήσει προηγουμένως οικογένειες.
Εκείνοι που βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση πηγαίνουν στη λαϊκή αγορά, ψωνίζουν και επισκέπτονται ο ένας τον άλλον ή κουβεντιάζουν από τα μπαλκόνια με τους ενοίκους των διπλανών δωματίων. Μαγειρεύουν μες στο σπίτι και όσοι τους επισκέπτονται εκπλήσσονται βλέποντάς τους να ακουμπάνε τη φωτιά ή να πλένονται στο καυτό νερό, χωρίς να νιώθουν τον φυσικό πόνο.
Οπως βεβαιώνει ο νέος διοικητής του νοσοκομείου κ. Ευάγγελος Παπούλιας, τα νέα κρούσματα την τελευταία πενταετία ανέρχονται σε πέντε και όλα ήταν περιπτώσεις αλλοδαπών.
protothema
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου