Μια κάμαρα, ένα κουζινάκι και ένα μπάνιο να βλέπει στον ακάλυπτο.
Ισα που χώραγε τη μοναξιά της.
Ο γάτος κουλουριασμένος στα πόδια της τριβόταν κάτω από την κουβέρτα να της μηνύσει πως ξημέρωσε. Τέντωσε το κορμί της.. πονούσε.. υγρασία θα ‘χει και σήμερα..
Ανασηκώθηκε με κόπο και καθιστή παρατηρούσε το σώμα που ασφυκτιούσε κάτω από τη φανελένια νυχτικιά.. τα πόδια πρησμένα με τα μπλε σημάδια της κούρασης και το αποτύπωμα του χρόνου.
Στο κομοδίνο τα χάπια.. τον πήρε αγκαλιά και στύλωσε το βλέμμα στα μάτια του.. της νιαούρισε χαδιάρικα. «πουλάκι μου, αγάπη μου» τον χάιδευε και ξεκλόνιζε η καρδιά της.
Εψαξε τις παντόφλες.. έκανε κρύο και έριξε το σάλι στην πλάτη.
Εφυγε ένας αναστεναγμός που καρφώθηκε στη φωτογραφία πλάι της.
Της χαμογελούσε μέσα από το θολό γυαλί, μια μαυρομάλλα με τη χούφτα περασμένη στο γάντι και ακουμπισμένη στο πηγούνι.
Το ταυταδένιο πράσινο φόρεμα στην ασπρόμαυρη εικόνα της. Ναι πετρόλ ήταν.. τα «σαλιγκαράκια» των μαλλιών, πλαισίωναν το προφίλ της και ακουμπούσαν στα κρεμαστά σκουλαρίκια.
«Σήμερα έχουμε γενέθλια». «Εσύ και εγώ.. γεννηθήκαμε την ίδια μέρα»
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του μπάνιου με την πετσέτα μετέωρη στα χέρια. Ξεμπέρδεψε τα μαλλιά και σύρθηκε στη κουζίνα κρατώντας τη φωτογραφία… την απόθεσε δίπλα στο φλιτζάνι με τον διπλό ελληνικό.. Ανοιξε το ψυγείο να πάρει το γάλα. Ένα κίτρινο κουτί με πράσινη κορδέλα και ένα μπιλιέτο.
«Στην αγάπη μου, χρόνια πολλά!!! Γιώργος».
Φίλησε το χαρτί.. Ο Γιώργος της.. ο τριανταπεντάχρονος Γιώργος της, της διπλανής πόρτας.. που της κτύπησε την πόρτα κάποια Χριστούγεννα να την καλέσει, στο τραπέζι της δικής του μοναξιάς..
Ο «διαφορετικός» Γιώργος που έγειρε στους ώμους της..
που άνοιξε την αγκαλιά του..
που μοιράστηκε τους έρωτες, την απόρριψη από τις κάργιες του δεύτερου.. που γελούσαν αγκαλιά..
που έγινε ο μοναδικός χτύπος στην πόρτα της..
που κρατούσε τα κλειδιά της μη και πάθει «κάτι» το κοριτσάκι του!
Που πάντα του έλεγε.. «χέσε τον κοσμάκη, να τον κοιτάς από ψηλά γιατί σαν χαμηλώσεις θα σε δαγκώσει.»
«Τα βλέπεις; απευθύνθηκε στο γελαστό παρελθόν της. Δεν μας ξέχασαν.. τη μοναξιά την διαλέξαμε μαζί, δεν άντεχα να σε βλέπω να γερνάς, να φαρδαίνει το σώμα σου.. θυμάσαι τον Αλέκο; Τι έρωτας!
Πόσα βράδια σε καμάρωνε στην πίστα να τραγουδάς..χτυπώντας τα χέρια του.. χορεύοντας τα ζεϊμπέκικα με τη ματιά του στα δική σου καρφωμένη..Ωχ! και αυτά τα ντουλάπια πώς σκεβρώσανε… και η υγρασία στον τοίχο που παίρνει το σχήμα του κορμιού του… ο μοναδικός έρωτας.. και πέρασαν πολλοί.. θυμάσαι;
Στα πόδια σου οι γόηδες, λουλούδια.. χρυσάφι που ξεπουλήθηκε .. φλόγες σβησμένες.. πότε ήταν που μας ξέρασε το μικρόφωνο; Δεν θυμούμαι, εσύ; Αν σε κακομεταχειρίστηκα, συχώρα με.. και αν κλείσω τα μάτια μου πε τους να μου βάλουν το δαχτυλίδι του Αλέκου μαζί μου, αυτό στο συρτάρι, το μόνο που κράτησα.. ήταν αυτό που μου έδωσε στα γενέθλια μου δυο μέρες πριν σκοτωθεί…»
Εκανε να σηκωθεί μα τη γέλασε η καρδιά της.
Το ένα χέρι ακουμπισμένο στη φωτογραφία της,
το άλλο στο κουτί με τη γενέθλια τούρτα..
Ετσι την βρήκε ο Γιώργος της, με το σημείωμα του, στη χούφτα τη μισάνοιχτη…
Από το "τετράδιο" 1999...
Γιαγιά Αντιγόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου