Ανοιξε τα βλέφαρα. Εμεινε ακίνητη. Σάββατο σήμερα και επέτειος γάμου… δίπλα της το σώμα του ασάλευτο. Ησυχία στο σπίτι.. ώρα πέντε αξημέρωτα ακόμα. Σηκώθηκε αργά μην τον ενοχλήσει. Οι πόρτες στις κρεβατοκάμαρες των παιδιών κλειστές.
Χώθηκε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Η ρόμπα δεν την ζέσταινε.. τα χέρια έτρεμαν.
Με την πρώτη ρουφηξιά έσκισε τη ζελατίνα να πάρει το χάπι. Πόσος καιρός πάει εθισμένη στα ηρεμιστικά; Δεν θυμάται. Αναψε τσιγάρο. Στην καρέκλα δίπλα της το μπουφάν του γιού της και στη άκρη του τραπεζιού το κασκόλ της μικρής. Χθες είχαν έξοδο.
Πότε πέρασαν τα χρόνια;
Που πήγε και άραξε η εντός χαρά της;
Αυτή που ζούσε ήταν δανική.. απ’ τα παιδιά..
Δική της δεν είχε.. πού την έχασε;
Μαζί με το πρώτο χάπι.
Με την πρώτη απιστία του..
Με τους θυμούς του..
Με την μανία συγκάλυψης μιας αρμονίας που είχε στραβώσει.
Μη γίνει ορατό το ξυράφι που έκοψε την κλωστή.
Στη δουλειά, στο σπίτι… προσποίηση.
Να μη ψυχανεμιστεί κανείς το μέσα της. Όπως τότε στους καυγάδες των δικών της που έκλεινε τ’αυτιά, να μη φτάνουν τα ουρλιαχτά τους. Είχε ορκιστεί να μην είναι ίδια. Κράτησε τον όρκο και τον αντάλλασε με το δικό της χάσιμο. Μια συναλλαγή ανεπίλυτη.
Η πετούγια έγειρε και στο άνοιγμα φάνηκε η πεθερά της.
-Καλημέρα κορίτσι μου.
Χαμογέλασε.. κορίτσι..
Εβαλε το μπρίκι η «συνταξιούχος διδασκάλισσα» όπως το ανάφερνε..
Τράβηξε την καρέκλα δίπλα της.
-Σήμερα έχετε επέτειο.. Να ζήσετε παιδί μου. Πάρε ένα κουλουράκι μη πίνεις τον καφέ με άδειο στομάχι.. καπνίζεις και δεν είναι σωστό… πάρε..
Τα χάπια παρατημένα..
Μείνανε σιωπηλές για λίγο.
Την σιωπή διέκοψε η Αρετή.
-Ελσα μου μη θαρρείς πως δεν καταλαβαίνω.. ούτε και τον συγχωρώ και ας είναι γιός μου.
Γύρισε και κοίταξε τα μπλε μάτια της, σμίγοντας τα φρύδια της.
-Γερόντισσα είμαι, συνέχισε, όχι χαζή. Η ζωή με έμαθε να διαβάζω τις ματιές και το πίσω τους.
Εσκυψε το κεφάλι, να μη την κοιτάζει και με το δάχτυλο χάραζε νοητές γραμμές στο ξύλο του τραπεζιού.
Της έπιασε το πηγούνι και γύρισε το πρόσωπο της πάνω της.
Από την τσέπη έβγαλε ένα φάκελο και τον έσπρωξε μπροστά της.
-Είναι το δώρο σου!
-Ασε βρε Αρετούλα μου φτάνει η αγάπη σου!
-Ανοιξέ το! Την πρόσταξε.
Με αργές κινήσεις έβγαλε το εισιτήριο.. Ένα μόνο για Ρώμη.
Η έκπληξη της επικεντρώθηκε στο «ένα»..
-Θα πας μόνη σου!
-Μα πώς θα το κάνω; Με ποια δικαιολογία;
-Δεν χρειάζεσαι να δώσεις λόγο. Σου ανήκει λίγος λυτρωμός! Πνίγεσαι και ορθοπλαίς, σαν αυτούς που προσπαθούν να γλυτώσουν τον πνιγμό. Για όσο νερό κατάπιες και σου έκαψε τα σωθικά είναι το εισιτήριο προς την στεριά. Κάτσε, σκέψου και όποια απόφαση να πάρεις εδώ είμαι εγώ να σε στηρίξω. Μη φοβάσαι τις αποφάσεις της καρδιάς. Και πάνω απ’όλα μη γυρίζεις την πλάτη. Εβαλες τοίχο με την υπομονή σου και στο χρωστώ πουλάκι μου. Σαν ήμουν νέα, δεν γνώρισα το αληθινό χάδι του πεθερού σου. Πόσες φορές πήγα στο σχολείο μελανιασμένη και όλο από κάποιο σκαλί είχα πέσει. Σκαλί ήταν το χέρι του. Τον μισούσα και υπομόνευα. Για τον γιό μου για τους γονιούς μου για τον κόσμο.. χα τον κόσμο! Θα σου πω όσα δεν είπα σε κανένα. Σαν συγχωρέθηκε, έκλαψα για την κατάντια μου.. δεν το άκουσα ποτέ μιλητά μόνο σήμερα. Λυτρώθηκα! Με βάρυνε, αλλά δεν το εξομολογήθηκα ποτέ και σε κανένα. Για να μη πιάσεις πάτο, πήγαινε! Μια βδομάδα σου αρκεί να ζυγίσεις τι θέλεις. Από όποια μεριά να γύρει το ζύγι από αυτή τη μεριά να πάς. Ζήσε! Είσαι σαράντα ακόμα, προφταίνεις να κάνεις όνειρα που σου στερήθηκαν. Κανόνισε την άδεια σου και φύγε!
Δεν της έβγαινε το κλάμα.. μόνο ο κόμπος στεκόταν στο στέρνο ψηλά.
-Φοβάμαι! Ψιθύρισε…
-Αυτός ο φόβος μου έθαψε τη ζήση! Μη το κάνεις!
…………………………………………………………………………………………
Στο μεσημεριανό τραπέζι η Αρετή τους ανακοίνωσε το δώρο.
Τα παιδιά χάρηκαν, ο γιός της κατάλαβε…
-Γιαγιά είσαι σούπερ! Της φώναξε ο εγγονός. Αντε και στα γενέθλια μου κανόνισε!
-Κάθε μέρα δεν είναι Λαμπρή, αρκέσου στο μηχανάκι που σου έταξα.
Ο άντρας της ευχήθηκε για την επέτειο, μ΄ ένα βιαστικό ντροπιασμένο φιλί.
Από μέσα της σκέφτηκε.. «να κατεβάσω τη βαλίτσα από το πατάρι»…..
…………………………………………………………………………………………
Στεκόταν στις Θέρμες του Καρακάλα .. Κάθισε σ’ένα μάρμαρο διαβάζοντας το ενημερωτικό φυλλάδιο..
Ερημιά σήμερα.. Ένα ζευγάρι πιο πέρα αγκαλιασμένο και ο νεαρός να εξηγεί στην αγαπημένη του με το χέρι τεντωμένο..
Πόσες φορές προσπάθησε να μιλήσει και να του δείξει την απόσταση που βάθαινε μεταξύ τους.
Δεν άκουγε.. πάντα ήταν αλλού.
Εχοντας δοκιμάσει τις αντοχές της, έχοντας εξασφαλίσει τη σιωπή της, είχε χαράξει τη δική του πορεία.
Μακριά της…
Κουράστηκε να επιμένει και σώπασε.
Και η απόσταση μεγάλωνε..
Μόνο στις κοινές συνάξεις έδειχνε με επιτήδευση, το νοιάξιμο. Για να συντηρεί την εικόνα του… Όλα για την δική του εικόνα την απατηλή…
Βιαστικά έχωσε το χέρι στην τσάντα να πάρει το χάπι της συντήρησης των συναισθημάτων, των ισορροπιών..
Ξανάρθαν τα λόγια της Αρετούλας .. «ο φόβος μου έθαψε τη ζήση»..
…………………………………………………………………………………………
Γύρισε σπίτι πρωί. Ολοι έλλειπαν εκτός από την πεθερά της. Αγκαλιάστηκαν..
-Θα φύγω, της είπε.
- Όχι εσύ εκείνος θα φύγει, της αντιγύρισε. Το σπίτι είναι δικό μου και το διαφεντεύω! Δεν θ’ αφήσω κανένα να πει κακό για εσένα. Ας ψάξει να βρει στέγη μόνος του, να απολογηθεί στα παιδιά του, στους γύρο του.
-Ο φταίχτης πληρώνει, όχι ο αθώος…
Μάνα είμαι, αλλά και γυναίκα…
Δανική αγάπη δεν στεριώνει.. γκρεμίζεται.. και τα συντρίμμια δεν σου αξίζουν…
"τετράδιο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου