Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Μαρτίου 24, 2011

ΤΟΠΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ.''ΕΙΔΑ ΝΑ ΧΩΝΟΥΝ ΜΠΟΥΚΑΛΙΑ ΣΤΑ ΑΙΔΟΙΑ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ''...

Στις 16 Αυγούστου 1943 άνδρες της επίλεκτης 0ρεινής Μεραρχίας «Εντελβάις» της Βέρμαχτ (Γερμανοί και Αυστριακοί) σκότωσαν κατά το φρικιαστικότερο τρόπο 317 Έλληνες αμάχους στο χωριό Κομμένο της Άρτας: 97 παιδιά μέχρι 15 ετών, 14 ηλικιωμένους 67 έως 75 ετών, 119 γυναίκες 16 έως 65 ετών και 87 άνδρες 16 έως 65 ετών με τη δικαιολογία ότι στο χωριό εμφανίστηκε τμήμα ανταρτών. Έπειτα από χρόνια ένας σημαντικός Γερμανός ερευνητής, ο Χέρμαν


Φρανκ Μάγερ (1940-2009), γιος αξιωματικού της

επιμελητείας της Βέρμαχτ που αιχμαλωτίσθηκε από τους αντάρτες και εκτελέσθηκε, ψάχνοντας τα ίχνη του πατέρα του, βρέθηκε μπροστά σε συγκλονιστικά στοιχεία για τη δολοφονική δράση των επίλεκτων μονάδων των ναζί στην Ελλάδα. Έπειτα από έρευνα δεκαετιών στα γερμανικά αρχεία έγραψε με παραδειγματική αντικειμενικότητα και επιστημονικότητα δύο σημαντικά βιβλία (εκδόσεις Εστία). Το πρώτο με τίτλο «Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα», αναφέρεται στη σφαγή στα Καλάβρυτα. Στο δεύτερο, με τίτλο «Αιματοβαμμένο εντελβάις – 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα 1943-1944» (σ.σ. το αλπικό λουλούδι ήταν το διακριτικό σήμα των ανδρών της Μεραρχίας στους σκούφους και τα μανίκια της στολής τους), ο συγγραφέας μίλησε με επιζώντες της Μεραρχίας οι οποίοι, παρά τις προσπάθειές τους να συσκοτίσουν τα γεγονότα, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί για την αγριότητα των δυνάμεων Κατοχής και το βάρος του εγκλήματος.



Πριν παραθέσουμε μερικές από αυτές τις μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο (από το οποίο προέρχονται και η φωτογραφία) αξίζει να σημειώσουμε μια σημαντική λεπτομέρεια: Έντεκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου στην τότε Δυτική Γερμανία ανασυστάθηκε η «Εντελβάις» με το ίδιο διακριτικό ως επίλεκτη μονάδα της Μπούντεσβερ, του στρατού της Ο.Δ. Γερμανίας. Η μονάδα στελεχώθηκε από πρώην αξιωματικούς της χιτλερικής Μεραρχίας και 1.000 «παλαίμαχους» που είχαν πάρει μέρος στις σφαγές στην Ελλάδα και τη Σερβία. Μάλιστα ένας από αυτούς, ο Καρλ Βίλχελμ Τίλο, που έγινε διοικητής της Μεραρχίας, έφτασε μέχρι το βαθμό του αντιστράτηγου και αποστρατεύθηκε ως αναπληρωτής επιθεωρητής της Μπούντεσβερ, συμμετείχε στο επιτελείο της μονάδας που έκανε τη σφαγή στο Κομμένο, ήταν ο εισηγητής και οργανωτής της επιχείρησης και κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και το Μαυροβούνιο.

Στρατιώτης Ότο Γκόλντμαν (18 χρόνων τότε, από τη Βιέννη): «…Ήδη από την έναρξη της επιχείρησης συζητούνταν σε ολόκληρο το στρατόπεδο ότι κάποιος αξιωματικός της μονάδας είχε δεχτεί πυρά στο χωριό, αλλά είχε καταφέρει να διαφύγει. Αμέσως αφότου κατεβήκαμε από το φορτηγό συγκεντρωθήκαμε και κάποιος αξιωματικός της μονάδας μάς έδωσε τη διαταγή πως σ’ αυτή την επιχείρηση αντιποίνων δεν έπρεπε κανένας Έλληνας να εγκαταλείψει το χωριό ζωντανός. Ο αξιωματικός μας είπε χαρακτηριστικά: “Να θερίσουμε τους πάντες”».

Δεκανέας Καρλ Ντεφρέγκερ: «Από την πλευρά των κατοίκων δεν υπήρξε καμία αντίσταση. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν έπεσε προς το μέρος μας και δεν είχαμε τραυματίες (…) Θυμάμαι ακόμη ακριβώς ότι προσπάθησα να σώσω τέσσερα παιδάκια περίπου 3 έως 5 ετών. Τα έκρυψα κάτω από μια κουβέρτα. Δεν ξέρω αν τελικά ανακαλύφθηκαν αργότερα και εκτελέστηκαν».

Στρατιώτης Γιόζεφ Ριντλ: «Οι κάτοικοι του χωριού που προσπαθούσαν να διαφύγουν εκτελούνταν. Το ίδιο ίσχυε και για όσους κρύβονταν μέσα στα σπίτια. Ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και αυτόματα όπλα μέσα από κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Η επίθεση κράτησε αρκετές ώρες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η δυσοσμία ήταν αφόρητη».

Νοσοκόμος Γιόχαν Έκερ: «Ήδη από την είσοδο του χωριού άκουγα στρατιώτες να φωνάζουν ο ένας στον άλλο: “Πυροβόλησε εσύ! Εγώ δεν μπορώ! Κουβαλάς πολυβόλο ή αυτόματο και είναι πιο εύκολο για σένα. Εγώ πρέπει να σημαδεύω!”».

Υποδεκανέας Άντον Τσίγκλερ (απαντώντας σε ερώτηση πώς αισθανόταν μετά τη σφαγή): «Είναι σαν να κόβεις χόρτα. Γίνεται πολύ γρήγορα. Μετά ησυχία. Καμία κραυγή, καμία αναστάτωση. Μετά ησυχάζεις (…) Βλέπω ακόμη και σήμερα τις γυναίκες και τα παιδιά που στήθηκαν μπροστά στον τοίχο, πως άρχισαν να ουρλιάζουν προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω από τα τελάρα. Ήμουν τόσο ταραγμένος που θα αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα…».

Άουγκουστ Ζάιτνερ: «Είδα τα πτώματα των πυροβολημένων να κείτονται στο χώμα. Ήταν όλοι νεκροί, δεν χωράει καμία αμφιβολία. Κάτι που μ’ έκανε πραγματικά να αηδιάσω ήταν πως ορισμένοι ασελγούσαν πάνω στα πτώματα. Είδα ο ίδιος στρατιώτες να χώνουν μπουκάλια μπίρας στα αιδοία των νεκρών γυναικών. Νομίζω πως είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια». Ο Ζάιτνερ απαντώντας στην ερώτηση αν οι συνάδελφοί του τοποθετούσαν στο στόμα βρεφών βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη και τα έκαιγαν απάντησε: «Είδα πράγματι παιδιά νεκρά τα οποία έφεραν στο πρόσωπο γύρω από την περιοχή του στόματος φρικτά εγκαύματα. Δεν γνωρίζω όμως εάν αυτό συνέβη ενόσω τα παιδιά ζούσαν ακόμη ή εάν κακοποιήθηκαν τα πτώματά τους».

Ούγκο Τούρι, Ιταλός, τότε επιλοχίας στην ιταλική Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών της μεραρχίας «Μοδένα» που έδρευε στην Άρτα. Βρέθηκε στο Κομμένο μία μέρα μετά τη σφαγή: «Είδα νεκρά μωρά καρφωμένα στις πόρτες αχυρώνων».

Μετά τη σφαγή ήρθε η ώρα των λεηλασιών και του γλεντιού. Ο Άουγκουστ Ζάιτνερ κατέθεσε στις ανακρίσεις που έγιναν μεταπολεμικά: «Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι ακόμα που ρίχνει ένα χαρακτηριστικό φως στην όλη υπόθεση. Μετά το τέλος της επιχείρησης έγινε μεθοκόπι στο στρατόπεδο. Στο χωριό είχαν λαφυραγωγηθεί τρόφιμα και κρασί. Αυτό το κρασί το ήπιανε μέχρι τον πάτο, και μερικοί συνάδελφοι ήρθαν στο κέφι…». Στη λαφυραγώγηση πρωτοστάτησαν οι αξιωματικοί της μονάδας.

Φραντς Τόμασιτς (Αυστριακός από το Γκρουίσλα, 19 ετών τότε): «Μετά μας είπαν πως μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας λάφυρα. Οι στρατιώτες όμως ήταν τόσο εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτα από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνον οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά λαφυραγωγημένα χαλιά και άλλα αντικείμενα αξίας».

Στα Καλάβρυτα έγινε μία από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη. Περίπου χίλιοι άνδρες εκτελέστηκαν σε αντίποινα για την δράση αντάρτικων τμημάτων και την εκτέλεση Γερμανών στρατιωτών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Από τους άνδρες που οδηγήθηκαν στον τόπο της θυσίας, λίγο έξω από την πόλη, επέζησαν μόνο 11 που προσποιήθηκαν τους νεκρούς μέσα στο σωρό των κορμιών που θέριζαν τα πολυβόλα και έτσι απέφυγαν τη χαριστική βολή. Ένας από αυτούς ήταν και ο Τάκης Σπηλιόπουλος. Η αφήγησή του από το βιβλίο τού Κ. Καλαντζή «Οι σφαγές των Καλαβρύτων» (εκδόσεις Αετός, Αθήνα 1945):

«…Πρωί πρωί, αρχίσανε να χτυπάνε οι καμπάνες δαιμονισμένα. Μαζευτήκαμε όλοι στο σχολείο. Τις γυναίκες τις έβαλαν μέσα στην αίθουσα κι εμάς τους άνδρες, από 14 ετών κι απάνου, όξω στο μεγάλο προαύλιο. Εκεί, ως ότου να μαζευτούνε όλοι, μείναμε ως τις 9. Κατά τις 9 και 10 μας διάταξαν να ξεκινήσουμε. Κανείς δεν ήξερε πού θα μας πήγαιναν. Ο ένας ρώταγε τον άλλον: “Πού θα μας παν; Θα μας σκοτώσουν; Ω, θεέ μου!”. Μπροστά πηγαίναν οι διανοούμενοι, οι παπάδες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι καθηγητές και οι αξιωματικοί. Το βήμα μας ήτανε άτονο και κουρασμένο. Μας έβαλαν στο δρόμο του νεκροταφείου. Τρομάξαμε. Αρχίσαμε όλοι να βλέπουμε μπροστά μας το θάνατο. Σε λίγο φτάσαμε στο χωράφι του Καππή, που είναι πιο εκεί από το νεκροταφείο. Εκεί μας είπανε να σταματήσουμε. Σε απόσταση 40 μέτρων από μας έστησαν καμιά δεκαριά πολυβόλα. Σε κάθε πολυβόλο ήτανε δύο στρατιώτες.

- Κάτσετε, μας είπαν.

Άλλοι κάτσαν κι άλλοι έμειναν όρθιοι κουβεντιάζοντας και καπνίζοντας. Προσπαθούσμε όλοι να μαντέψουμε το μεγάλο αίνιγμα που είχε ορθωθεί σαν διάβολος μπροστά μας. Οι Γερμανοί σουλάτσερναν γύρω μας ενώ πιο πάνου, μερικοί άλλοι, κράταγαν καραούλι. Φοβόντουσαν φαίνεται τους αντάρτες. Ίσως κιόλας να τους περίμεναν γιατί συχνά ο υπαξιωματικός έβαζε τα κιάλια του κι ερεύναγε γύρω τον τόπο. Έτσι εκεί κάτσαμε κάπου τρεις ώρες. Ήτανε ώρες που μας φανήκανε ατέλειωτες. Άξαφνα διαδόθηκε ανάμεσα σ’ όλους ότι οι Γερμανοί είπαν ότι δεν θα μας σκότωναν, παρά μας έφεραν εκεί, για να δούμε για τελευταία φορά τα καιόμενα Καλάβρυτα. Μετά θα φεύγαμε. Κανένας δεν το πίστεψε αυτό. Είχαμε καταλάβει όλοι πια το τέλος μας. Στις 11 και μισή ήρθε ένας άλλος Γερμανός αξιωματικός με έξι στρατιώτες. Έφερε ένα χαρτί και το ’δωσε στον αναθεματισμένο πυράρχη, που κράταγε στα χέρια του μια βίτσα και μας κύτταγε με περιφρόνηση. Ήταν κοντός. Μιας πιθαμής άνθρωπος. Κείνος το διάβασε και μετά είπε στον αξιωματικό να πάει πιο πάνου με τους στρατιώτες του. Η αγωνία μας κορυφώθηκε σαν είδαμε κείνο το χαρτί. “Τι να λέγει τάχα;” ρώταγαν όλοι. Ανάμεσα όμως σ’ αυτές τις ώρες είχανε πάρει φωτιά τα Καλάβρυτα.

Τότε ακούσαμε φωνές. Νομίσαμε πως σκότωσαν τα παιδιά και τις γυναίκες. Δεν μπορούμε με λόγια να σας πούμε τι αισθανθήκαμε κείνη τη στιγμή. Μας είναι αυτό αδύνατο. Στις 12 ακούσαμε το μεγάλο ρολόι να μετράει τις ώρες. Συμβολική στιγμή. Ζήσαμε όμως καμπόσο. Ίσως μισή ώρα. Ίσως… Δεν μπορούμε αυτά να τα καθορίσουμε. Πάντως έπειτα από λίγο φάνηκαν μερικές φωτοβολίδες. Οι διανοούμενοι άρχισαν να μιλάνε. Καθένας έλεγε και από δυο ζουμερά λόγια. Και μετά ο Καθηγητής Αθανασιάδης βγήκε λίγο πιο μπροστά κι άρχισε να βρίζει γαλλικά τον Τέννερ (σ.σ. ο πυράρχης που γνώριζε ελληνικά) και τους Γερμανούς. Ο Τέννερ τότε κάτι τραύλισε και κούνησε το χέρι του. Λάλησαν αμέσως τα πολυβόλα. Άλλοι σκοτώθηκαν με τις πρώτες ριπές κι άλλοι έπεσαν απλήγωτοι. Τότε ήρθαν πιο κοντά μας οι Γερμανοί κι άρχισαν στον καθένα να δίνουν τη χαριστική βολή. Ακούγαμε κλάματα παιδιών και χτύπους. Δεν βλέπαμε τίποτα. Παραστέναμε το νεκρό. Είχαμε πάρει αίμα από τους διπλανούς κι είχαμε γιομίσει τα μούτρα μας και τα κεφάλια μας. Έναν έναν τον τράβαγαν για να δούνε αν πραγματικά ήταν πεθαμένος. Εμένα, λέει ο Γεωργαντάς, με τράβηξαν τρεις φορές. Φαίνεται πως κάποια φορά κουνήθηκα. Γιατί την τρίτη, μου έδωσαν τη χαριστική βολή που μου τρύπησε πέρα για πέρα το λαιμό…»
 
 (από την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ 13 της 21ης Ιανουαρίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου