O πόλεμος κατά του κονιορτού ήταν, αφ’ενός, ιδιωτική υπόθεση και αφ΄ετέρου, φροντίδα του Δήμου. Οι μαγαζάτορες καταβρέχαν, με το
ποτιστήρι ή με το λάστιχο, το πεζοδρόμιο μπροστά στο κατάστημά τους.
Παρομοίως οι νοικοκυρές το απογευματάκι έριχναν νερό στην αυλή τους για να κατακάτσει η σκόνη και για να δροσίσει ο χώρος. Η φιλόκαλη δραστηριότητα των νοικοκυρών έφτανε ως τον δρόμο.
Αρχικώς, οι καταβρεχτήρες (ή ποτιστήρες) της δημαρχίας ήσανε ιππήλατοι.
Ο παλιός καταβρεχτήρας δεν ήταν παρά ένα δίτροχο κάρο με ένα μεγάλο σιδερένιο βυτίο. Στο πίσω μέρος του βυτίου, χαμηλά, υπήρχε ένας οριζόντιος διάτρητος σωλήνας, από όπου έτρεχε το νερό.
Έτσι, περνώντας το βυτιοφόρο κάρο κατάβρεχε τον χωματόδρομο. Κατά την διάρκεια του ’30 οι δήμοι απόχτησαν αυτοκίνητους καταβρεχτήρες, που έριχναν νερό αριστερα και δεξιά, καθώς και από πίσω.
Αυτοί οι καταβρεχτήρες εμφανίζονταν κάθε καλοκαίρι και αποτελούσαν την χαρά των παιδιών, που τους ακολουθούσαν ξυπόλητα.”
Αυτά έγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος.
Τους αυτοκίνητους καταβρεχτήρες τους θυμήθηκα όπως και τους χωμάτινους δρόμους στις γειτονιές της Αθήνας με τον κονιορτό που στην αυλή τον λέγαμε σκόνη.
Από πού να φυλαχτείς στους καυτούς μήνες από την ζέστα που έλεγε η γιαγιά της αυλής από την σκόνη από τις μύγες που τσιμπάγανε οι άτιμες και σου ορμάγανε με λύσσα όταν έτρωγες καρπούζι και έσταζε από το στόμα και γέμιζε την φανέλα.
Η καταβρεχτήρα του Δήμου περνούσε απόγευμα και πότιζε το χώμα αλλά και δρόσιζε τα παιδιά της αλάνας που τρέχανε δίπλα της.
Οι γυναίκες που καθόντουσαν στα σκαλιά έξω στην αυλόπορτα έπαιρναν και αυτές τις ψιχάλες με ευχαρίστηση.
Στο δωμάτιο (ένα ήταν με υπαίθρια μίνι αυτοσχέδια κουζίνα από λαμαρίνες) υπήρχε η πάνινη κουρτίνα (παλιό σεντόνι) μονίμως βρεγμένη με το λάστιχο της αυλής κάτι σαν αιρ-κοντίσιον με ολίγα BTU.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου