Απόγευμα Τρίτης, ώρα 19.45. Μπαίνω στον Βασιλόπουλο να ψωνίσω τα μισά -ίσως και λιγότερα-απ' όσα μας λείπουν, το budget συγκεκριμένο. 40 ευρώ. Πρώτα παίρνω γάλα και γιαούρτι για το παιδί, ύστερα ψωμί και τέλος κατευθύνομαι στο χασάπικο. "Μισό κιλό κιμά και ένα κοτόπουλο" λέω στον υπάλληλο και πρόθυμος ξεκινάει να κόβει, να ζυγίζει, να κολλάει το bar code στο χαρτί. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μπριζόλες. Έχω ένα μήνα να φάω και τις λαχτάρισα.Του δείχνω το κομμάτι και του ζητάω τρείς. Εκείνος βγάζει το κομμάτι κι όπως τις κόβει, βλέπω ότι βγαίνουν μεγάλες αλλά ντρέπομαι να του πω να βάλει τη μία πίσω, εξάλλου πόσο κάνουν τρείς μπριζόλες; "16 ευρώ" μου λέει και δαγκώνομαι να κρύψω την αμηχανία μου. Τις βάζω στο καρότσι προσπαθώντας να δείξω πως όλα είναι οκ και προχωρώ, αλλά στην πραγματικότητα σκέφτομαι πώς να τις ξεφορτωθώ. Να τις βάλω κάπου να μην χαλάσουν, κάπως που να μην φανεί ότι τις άφησα εγώ και την επόμενη φορά με θυμηθούν.....
Σε έναν διάδρομο πιο κάτω, κρατάω το καρότσι και κοιτάζω τάχα προβληματισμένη τα ράφια παριστάνοντας ότι σκέφτομαι τί να ψωνίσω ενώ στην πραγματικότητα περιμένω να φύγει ο κόσμος για να μείνω μόνη. Μόλις γυρίζει την πλάτη του και ο τελευταίος, ανοίγω ένα συρτάρι με κατεψυγμένες πατάτες, σκίζω το barcode του πακέτου με τις μπριζόλες τις πετάω μέσα και επιταχύνω το βήμα μου με την έξαψη της "σκανταλιάς", σαν παιδάκι δημοτικού που χτύπησε το κουδούνι του γείτονα κι έφυγε τρέχοντας να μην το δεί. Δουλεύω από 18 χρονών κι όμως αντί για οργή ή θλίψη, αυτή εδώ τη στιγμή αισθάνομαι ανακούφιση.
Φτάνω στο ταμείο. Βγάζω τα πράγματα από το καρότσι, έχοντας προηγουμένως σταθεί άπειρες φορές από πάνω τους μετρώντας και κάνοντας υπολογισμούς με το κινητό, μην τυχόν και υπερβώ τα χρήματα που έχω μαζί μου. "45,75" μου λέει η ταμίας και κοκκινίζω. "Έχω μόνο 40 -της λέω χαμηλόφωνα σαν να'χω βάλει πράγματα στις τσέπες μου-να βγάλουμε αυτά;" και της δείχνω ένα πακέτο ψωμί του τοστ και ένα σακουλάκι καλαμπόκι. Με όλη της τη "διακριτικότητα", αρχίζει να γκαρίζει στην Προισταμένη δείχνοντας τα αντικείμενα και ρωτώντας να μάθει εκείνη ακριβώς την ώρα (προφανώς οι υπάλληλοι πλέον, προσλαμβάνονται αποκλειστικά με κριτήριο, πόσα λιγότερα χρήματα και πόσες περισσότερες ατομικές συμβάσεις, δέχονται) πώς να κάνει επιστροφή ενώ η ουρά έχει "κολλήσει" κοιτάζοντας με δυσαρέσκεια τη φτώχια να τους καθυστερεί. Δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Επιτέλους αφαιρεί τα προιόντα από τον λογαριασμό, της δίνω 40 ευρώ και κάτι ψιλά και εκείνη φανερά πειραγμένη, μου πετάει την απόδειξη σχεδόν στα μούτρα. Όχι δεν μου φάνηκε, μου την πέταξε. Η υπάλληλος των πεντακοσίων ευρώ που για τους δικούς της λόγους υπέκυψε στον ψυχολογικό εκβιασμό του "έτσι κάνω και παίρνω όποιον θέλω με πεντακόσια" επειδή είχε ανάγκη τη δουλειά κι εκείνοι είχαν ανάγκη φθηνούς πλήν ανειδίκευτους που φωνάζουν διευθυντές για να κάνουν μια επιστροφή. Η υπάλληλος των πεντακοσίων ευρώ που εμφανίζεται συνεχώς μπρος στα μάτια σου , ξανά και ξανά, ντυμένη "συνέπεια της φθήνιας" και "ό,τι πληρώνεις παίρνεις". Άμα ο επιχειρηματίας δίνει πεντακόσια, κι ο πελάτης του εξυπηρέτηση των πεντακοσίων θα λάβει και δεν θα ξαναρθεί αλλά για το κάθε λαμογιολαμόγιο, που παίρνει τρία χιλιάρικα τον μήνα κι έχει και τη γυναίκα σπίτι να μεγαλώνει τα παιδιά, αυτά είναι πράγματα πολύ αληθινά για να ειπωθούν. Εξάλλου κοιτάζοντας γύρω του βλέπει τον ψυχολογικό πόλεμο και τις απειλές να "πιάνουν". Έφυγα ντροπιασμένη.
Κατευθύνομαι στο αυτοκίνητο με έναν παράξενο εκνευρισμό. Για μένα που έφτασα σε σημείο να μην μπορώ να πάρω λίγο κρέας παραπάνω, για το κάθε άχρηστο βίσμα που πιάνει θέσεις που δεν αξίζει, για το "τρομερό" μου λάθος να αγοράσω ένα ζευγάρι μπότες επειδή είχαν όλες παλιώσει και σκιστεί. Για τις δικαιολογίες που λέω στους φίλους μου ότι δεν μπορώ να τους δω επειδή δεν έχω χρόνο και όχι επειδή ντρέπομαι να πηγαίνω στα σπίτια τους με άδεια χέρια, για το ψάρι του Γιώργου που πλέον το εξασφαλίζω "τραβώντας" απ' την κάρτα και πληρώνοντας την τσιπούρα με visa. Για μένα που δουλεύω για να μπορώ να χρωστάω.
Δεν τα γράφω όλα αυτά για να ζητιανέψω ή να κάνω τον (κ)Λαζόπουλο (εμετός!), αφού έχουμε ακόμη σπίτι φαί και την υγειά μας, πάλι καλά.Τα γράφω γιατί τον καιρό που έδινα τριακοσαριές στα Χόντος, δεν πίστευα ποτέ πως όλα αυτά θα συνέβαιναν σε εμένα. Τα γράφω γιατί νιώθω μια βαθιά απογοήτευση για την οικογένεια που γέμιζε ξένοιαστη το καρότσι της, γελώντας στη θέα του μωρού που τραβούσε τις καραμέλες απ' τα ράφια. Για την μάνα μου που με πήρε σήμερα το πρωί, στα 32 μου, να μου πεί πως έρχεται να μου φέρει μπριζόλες χωρίς να γνωρίζει τίποτα για το χθεσινό, απλά και μόνο επειδή καταλαβαίνει όσα δεν καταλαβαίνουν αυτοί που κάνουν ταμείο.
υ.Γ. 1 Μη μου αρχίσετε τα μηνύματα-email-sms τύπου "δως μου αρ.λογαριασμού" ή "να σου στείλω φαί και ρούχα" γιατί σας ευχαριστώ εκ των προτέρων αλλά θα χεστούμε εκ των υστέρων! Καλά είμαστε, άμα φτάσουμε στο χαρτόκουτο θα σας ενημερώσω. Ελπίζω μόνο η παλέτα να΄χει wireless!
υ.Γ.2 Δεν ξέρω τί έχει γίνει με τους νεκρούς του Πολυτεχνείου και δεν μπορώ να πάρω θέση, αλλά μπορώ να σας πω τί έγινε με τους ζωντανούς......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου