Οι ταβέρνες εξακολουθούν και σε
αυτή την περίοδο να αποτελούν τη βασική διασκέδαση των λαϊκότερων στρωμάτων.Η σχέση
με τον ταβερνιάρη εξακολουθεί να είναι απόλυτα προσωπική. Οι επιγραφές στην πρόσοψη –
για τις οποίες έχουμε να πούμε αργότερα πάρα πολλά– υπονοούν την ύπαρξη αυτών των
σχέσεων, αφού ονομάζονται είτε με το επώνυμο του ταβερνιάρη, π.χ. του Βασιλακάκη, είτε με το παρατσούκλι του, π.χ.του Παναγή του Αράπη. Ακόμη κι αυτή η «πίστωση» του πελάτη που
γράφεται με τεμπεσίρι επάνω στα βαρέλια, ζει και βασιλεύει και σε αυτή την κατά τα άλλα
αυτή την περίοδο να αποτελούν τη βασική διασκέδαση των λαϊκότερων στρωμάτων.Η σχέση
με τον ταβερνιάρη εξακολουθεί να είναι απόλυτα προσωπική. Οι επιγραφές στην πρόσοψη –
για τις οποίες έχουμε να πούμε αργότερα πάρα πολλά– υπονοούν την ύπαρξη αυτών των
σχέσεων, αφού ονομάζονται είτε με το επώνυμο του ταβερνιάρη, π.χ. του Βασιλακάκη, είτε με το παρατσούκλι του, π.χ.του Παναγή του Αράπη. Ακόμη κι αυτή η «πίστωση» του πελάτη που
γράφεται με τεμπεσίρι επάνω στα βαρέλια, ζει και βασιλεύει και σε αυτή την κατά τα άλλα
«Ωραία εποχή» (Belle Époque).
Αυτό που σίγουρα άλλαξε είναι ο αριθμός των παρασκευαζομένων φαγητών, που όχι μόνο
μεγάλωσε αισθητά, αλλά περιλαμβάνει πλέον και πιο μπελαλίδικα φαγητά, όπως κοκορέτσι,
ψητό γουρουνόπουλο, συκωτάκια και το γιουβέτσι, που στέλνεται θριαμβευτικά για ψήσιμο
στον κοντινότερο φούρνο! Από ψαρικά δεν λείπουν οι μαρίδες και ο μπακαλιάρος.
Για καθαριότητα, βέβαια, καλύτερα να μη μιλάμε, αφού διαβάζουμε ότι ακόμη και αυτοί
οι «αστυΐατροι», που είχαν ταράξει στους ελέγχους τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, απέφευγαν
όπως ο διάβολος το λιβάνι να ελέγξουν και τις ταβέρνες. Κάθε λίγο και λιγάκι, οι εστιάτορες
έστελναν τις διαμαρτυρίες τους στις εφημερίδες, αγανακτισμένοι, επειδή προφανώς
«τα τόσα μικρομαγειρεία και τηγανεία μπακαλάου, συκωτακίων και μαρίδας τηγανίζουν
δι’ ελαίου χείρονος ή της κανδήλας».Είναι σαφές ότι με τέτοιες εξελίξεις, ταβέρνα και μαγειρείο
έρχονται όλο και πιο κοντά, ενώ τα προσωνύμιά τους ολοένα κι αυξάνονται: καπηλειό, μαγέρικο, κρασοπουλειό, διαλέγετε και παίρνετε!
Κάποιες ταβέρνες έχουν πιο «ανεβασμένη» πελατεία. Είναι όλες αυτές που, μετά τη νυχτερινή
διασκέδαση στα καφωδεία, τις μπιραρίες ή το θέατρο, προσφέρουν στους πελάτες τους αχνιστό
πατσά. Αυτές οι ταβέρνες-πατσατζίδικα ανοίγουν τα μεσάνυχτα και κλείνουν το πρωί,ενώ
οι κανονικές ταβέρνες κλείνουν με αστυνομική διαταγή στις 10 μ.μ.! Ο διάκοσμος, ο εξοπλισμός
και η επίπλωση της ταβέρνας χαρακτηρίζονται από λιτότητα και λειτουργικότητα.Ξύλινες καρέκλες
και πάγκοι· τραπέζια χωρίς τραπεζομάντιλα, για να αποφεύγονται οι λεκέδες! Πιάτα συχνά
δεν υπάρχουν. Το φαγητό έρχεται στη λαδόκολλα!Κάποιες πιο προχωρημένες ταβέρνες
διασκεδάζουν τους πελάτες τους με ανατολίτικου τύπου μουσική, παιγμένη από λαϊκούς οργανοπαίκτες.Ορητινίτης οίνος, σε εμάς γνωστόςως ρετσίνα, κοστίζει στην αρχή της
περιόδου 46 λ. η οκά, ενώ στο τέλος της έχει πάει στα 62 λ.! Πριν προχωρήσουμε
σε άλλα κέντρα κοινωνικής συνάθροισης, ας επισκεφθούμε το οινομαγειρείον «Η Οικονομία»
του Χαράλαμπου Τασούλα. Είναι το πιο περίεργο και το πιο μικρό μαγειρειό της Αθήνας
και βρίσκεται σε μία από τις τρύπες που έχει στο ισόγειό της το αιωνόβιο τζαμί στο Μοναστηράκι.
Οδός Άρεως, αριθμός 1. Αριστερά του είναι ένα τσαρουχάδικο και δεξιά του ένα μπακάλικο,
το μικρότερο της Αθήνας.
Για να διαβάσετε την επιγραφή του, πρέπει να τύχετε ή πολύ πρωί ή μετά το μεσημέρι.
Όλες τις άλλες ώρες τη σκεπάζει, όπως και την είσοδο του καταστήματος, ένα πυκνό σύννεφο
από τους καπνούς του τηγανιού, άλλοτε με μαρίδες, άλλοτε με μπακαλιαράκια, άλλοτε με
τζιεράκια και καμιά φορά –ως είδος πολυτελείας– με τους κεφτέδες. Το τσιτσίρισμα του τηγανιού συνοδεύεται συχνά και από το σιγανό τραγούδι του Χαράλαμπου, πάντα με ένα πιρούνι στο χέρι.
Η κουζίνα του καταστήματος αποτελείται από μια φουφού που δουλεύει από το πρωί ως
το βράδυ με το τηγάνι. Διακοπές του τηγανιού γίνονται μονάχα λίγεςώρες το πρωί και νωρίς
το απόγευμα, όταν βράζει στο τσουκάλι η ημερήσια φασολάδα με μπόλικες πιπεριές
και κρεμμύδι.
Το εσωτερικό του καταστήματος έχει εμβαδόν, πάνω κάτω, ενός τετραγωνικού μέτρου και ύψος
δύο, και είναι πιασμένο από ράφια γεμάτα χαρτοσακούλες με όσπρια, με αλεύρι για
το τηγάνισμα και διάφορα μπαχαρικά. Στα μπροστινά ράφια βρίσκονται μπουκάλες με κρασί,
γιατί ο μικρός χώρος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση βαρελιού. Η «τραπεζαρία» είναι απέξω,
κάτω από την επιγραφή στο χαγιάτι.Την προστατεύουν από τους τέσσερις ανέμους μερικά
σανιδένια φράγματα, θωρακισμένα με γκαζοντενεκέδες.Οι πελάτες στέκονται όρθιοι και τρώνε
μπρος στο τηγάνι ή το τσουκάλι που αχνίζει στη φουφού. Αν θέλουν να φάνε πιο «άνετα»,
κάθονται στην άκρη σε ένα ξύλινο πεζούλι, που είναι δεξιά κι αριστερά από την πόρτα του
μαγαζιού.Παίρνουν στα χέρια το πιάτο με τη φασολάδα ή τον πατσά και...φασκελώνουν τις
πολυτέλειες του «Αβέρωφ» και του «Διεθνούς». Σε περίπτωση συνωστισμού, κάθε πελάτης
περιφρουρεί αυστηρά το πιάτο του,γιατί πολλοί επιτήδειοι παίρνουν κουταλιές και από τα
πλαϊνά πιάτα! Αν είναι κάποιος τυχερός, μπορεί να ακούσει και μουσική από καμιά περαστική
λατέρνα που σταμάτησε για να ξεκουραστεί ο ιδιοκτήτης της. Ενώ ο «μαέστρος» τρώει τη
φασολάδα του, κάποιο αργόσχολο χαμίνι γυρίζει το «καβουρντιστήρι» των μουσικών κομματιών, διασκεδάζοντας έτσι τον καταστηματάρχη και την πελατεία του. Απίστευτα γραφικές εικόνες
από τα τελευταία «λείψανα» που απέμειναν στα παλιά «τζιερτζίδικα», στο Μοναστηράκι.
(Βασισμένο σε ρεπορτάζ του περιοδικού Μπουκέτο - Η παλιά Αθήνα ζεί, γλεντά,
γεύεται - 1834 - 1938) πηγή
Αυτό που σίγουρα άλλαξε είναι ο αριθμός των παρασκευαζομένων φαγητών, που όχι μόνο
μεγάλωσε αισθητά, αλλά περιλαμβάνει πλέον και πιο μπελαλίδικα φαγητά, όπως κοκορέτσι,
ψητό γουρουνόπουλο, συκωτάκια και το γιουβέτσι, που στέλνεται θριαμβευτικά για ψήσιμο
στον κοντινότερο φούρνο! Από ψαρικά δεν λείπουν οι μαρίδες και ο μπακαλιάρος.
Για καθαριότητα, βέβαια, καλύτερα να μη μιλάμε, αφού διαβάζουμε ότι ακόμη και αυτοί
οι «αστυΐατροι», που είχαν ταράξει στους ελέγχους τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, απέφευγαν
όπως ο διάβολος το λιβάνι να ελέγξουν και τις ταβέρνες. Κάθε λίγο και λιγάκι, οι εστιάτορες
έστελναν τις διαμαρτυρίες τους στις εφημερίδες, αγανακτισμένοι, επειδή προφανώς
«τα τόσα μικρομαγειρεία και τηγανεία μπακαλάου, συκωτακίων και μαρίδας τηγανίζουν
δι’ ελαίου χείρονος ή της κανδήλας».Είναι σαφές ότι με τέτοιες εξελίξεις, ταβέρνα και μαγειρείο
έρχονται όλο και πιο κοντά, ενώ τα προσωνύμιά τους ολοένα κι αυξάνονται: καπηλειό, μαγέρικο, κρασοπουλειό, διαλέγετε και παίρνετε!
Κάποιες ταβέρνες έχουν πιο «ανεβασμένη» πελατεία. Είναι όλες αυτές που, μετά τη νυχτερινή
διασκέδαση στα καφωδεία, τις μπιραρίες ή το θέατρο, προσφέρουν στους πελάτες τους αχνιστό
πατσά. Αυτές οι ταβέρνες-πατσατζίδικα ανοίγουν τα μεσάνυχτα και κλείνουν το πρωί,ενώ
οι κανονικές ταβέρνες κλείνουν με αστυνομική διαταγή στις 10 μ.μ.! Ο διάκοσμος, ο εξοπλισμός
και η επίπλωση της ταβέρνας χαρακτηρίζονται από λιτότητα και λειτουργικότητα.Ξύλινες καρέκλες
και πάγκοι· τραπέζια χωρίς τραπεζομάντιλα, για να αποφεύγονται οι λεκέδες! Πιάτα συχνά
δεν υπάρχουν. Το φαγητό έρχεται στη λαδόκολλα!Κάποιες πιο προχωρημένες ταβέρνες
διασκεδάζουν τους πελάτες τους με ανατολίτικου τύπου μουσική, παιγμένη από λαϊκούς οργανοπαίκτες.Ορητινίτης οίνος, σε εμάς γνωστόςως ρετσίνα, κοστίζει στην αρχή της
περιόδου 46 λ. η οκά, ενώ στο τέλος της έχει πάει στα 62 λ.! Πριν προχωρήσουμε
σε άλλα κέντρα κοινωνικής συνάθροισης, ας επισκεφθούμε το οινομαγειρείον «Η Οικονομία»
του Χαράλαμπου Τασούλα. Είναι το πιο περίεργο και το πιο μικρό μαγειρειό της Αθήνας
και βρίσκεται σε μία από τις τρύπες που έχει στο ισόγειό της το αιωνόβιο τζαμί στο Μοναστηράκι.
Οδός Άρεως, αριθμός 1. Αριστερά του είναι ένα τσαρουχάδικο και δεξιά του ένα μπακάλικο,
το μικρότερο της Αθήνας.
Για να διαβάσετε την επιγραφή του, πρέπει να τύχετε ή πολύ πρωί ή μετά το μεσημέρι.
Όλες τις άλλες ώρες τη σκεπάζει, όπως και την είσοδο του καταστήματος, ένα πυκνό σύννεφο
από τους καπνούς του τηγανιού, άλλοτε με μαρίδες, άλλοτε με μπακαλιαράκια, άλλοτε με
τζιεράκια και καμιά φορά –ως είδος πολυτελείας– με τους κεφτέδες. Το τσιτσίρισμα του τηγανιού συνοδεύεται συχνά και από το σιγανό τραγούδι του Χαράλαμπου, πάντα με ένα πιρούνι στο χέρι.
Η κουζίνα του καταστήματος αποτελείται από μια φουφού που δουλεύει από το πρωί ως
το βράδυ με το τηγάνι. Διακοπές του τηγανιού γίνονται μονάχα λίγεςώρες το πρωί και νωρίς
το απόγευμα, όταν βράζει στο τσουκάλι η ημερήσια φασολάδα με μπόλικες πιπεριές
και κρεμμύδι.
Το εσωτερικό του καταστήματος έχει εμβαδόν, πάνω κάτω, ενός τετραγωνικού μέτρου και ύψος
δύο, και είναι πιασμένο από ράφια γεμάτα χαρτοσακούλες με όσπρια, με αλεύρι για
το τηγάνισμα και διάφορα μπαχαρικά. Στα μπροστινά ράφια βρίσκονται μπουκάλες με κρασί,
γιατί ο μικρός χώρος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση βαρελιού. Η «τραπεζαρία» είναι απέξω,
κάτω από την επιγραφή στο χαγιάτι.Την προστατεύουν από τους τέσσερις ανέμους μερικά
σανιδένια φράγματα, θωρακισμένα με γκαζοντενεκέδες.Οι πελάτες στέκονται όρθιοι και τρώνε
μπρος στο τηγάνι ή το τσουκάλι που αχνίζει στη φουφού. Αν θέλουν να φάνε πιο «άνετα»,
κάθονται στην άκρη σε ένα ξύλινο πεζούλι, που είναι δεξιά κι αριστερά από την πόρτα του
μαγαζιού.Παίρνουν στα χέρια το πιάτο με τη φασολάδα ή τον πατσά και...φασκελώνουν τις
πολυτέλειες του «Αβέρωφ» και του «Διεθνούς». Σε περίπτωση συνωστισμού, κάθε πελάτης
περιφρουρεί αυστηρά το πιάτο του,γιατί πολλοί επιτήδειοι παίρνουν κουταλιές και από τα
πλαϊνά πιάτα! Αν είναι κάποιος τυχερός, μπορεί να ακούσει και μουσική από καμιά περαστική
λατέρνα που σταμάτησε για να ξεκουραστεί ο ιδιοκτήτης της. Ενώ ο «μαέστρος» τρώει τη
φασολάδα του, κάποιο αργόσχολο χαμίνι γυρίζει το «καβουρντιστήρι» των μουσικών κομματιών, διασκεδάζοντας έτσι τον καταστηματάρχη και την πελατεία του. Απίστευτα γραφικές εικόνες
από τα τελευταία «λείψανα» που απέμειναν στα παλιά «τζιερτζίδικα», στο Μοναστηράκι.
(Βασισμένο σε ρεπορτάζ του περιοδικού Μπουκέτο - Η παλιά Αθήνα ζεί, γλεντά,
γεύεται - 1834 - 1938) πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου