Εδώ, σ' αυτό το κείμενο, κτυπά διαφορετικά η Ψυχή του ΕΛΛΗΝΑ (αλλά όχι του νεοέλληνα ραγιά)!
Είναι ο ομφάλιος λώρος που τον συνδέει με την Πατρίδα, με την Μάνα.
Πόπη Σουφλή
Μὴν ξεχνᾶς τ' ὄμορφο ὀρεινὸ χωριουδάκι σου ποὺ τ΄ἄφηκες παραπονεμένο καὶ μελαγχολικὸ κι ἔφυγες. Μὴν τοῦ κρατᾶς κακία ποὺ δὲν σοῦ πρόσφερε τὴν πολυτέλεια καὶ τοῦ κόσμου τὰ καλά.
Ἐδῶ εἶναι ἡ ρίζα σου, ἡ φύτρα σου. ΄
Ἔζησαν οἱ γονιοί σου καὶ οἱ πρόγονοί σου.
Σ΄αὐτὸ ἄφησαν τὸν τίμιο ἱδρώτα τους καὶ τὰ κόκαλά τους.
Μὴν ξεχνᾶς τὸ πέτρινο σπίτι σου, ὅπου ἄνοιξες τὰ μάτια σου στὸ φῶς τῆς ζωῆς. Αὐτό σε κράτησε στὴ ζεστὴ ἀγκαλιά του κι ἃς εἶχε γιὰ διαμερίσματα μιὰ ξύλινη μισάντρα ὅλη κι ὅλη, γιὰ ταβάνι τὸν ξερὸ σανό, γιὰ καλοριφὲρ τὴ χωματένια γωνιὰ μὲ τὸν πέτρινο ψήστη, γιὰ κουφώματα τὸ μικρὸ παρεθυράκι, χωρὶς τζιαμιλίκι καὶ τὴ μονόφυλλη ἐξώπορτα μὲ τὸ τρανὸ ζεμπερέκι.
Τὸ κατώι, τὴν αὐλή, τὸν κῆπο, τὴ μυγδαλιά, τὴ σκιά,τὸ φοῦρνο, τὸ πελεκητὸ ἀγκωνάρι, τὴ λιασιὰ κι ἕνα γύρο ὅλα τα ζωντανά, ποὺ ὅλα εἶναι δεμένα στενὰ μὲ τὰ παιδικὰ ἀλησμόνητα χρόνια.
Καὶ πάνω ἂπ΄ ὅλα αὐτὰ ἡ μάνα, ὁ πατέρας, ὁ παππούλης μὲ τὴ γιαγιά, ποὺ μπορεῖ τώρα νὰ μὴν ὑπάρχουν πιὰ καὶ νάχουν ταξιδέψει τὸ μακρὺ καὶ ἀγύριστο ταξίδι τους, τ΄ ἀδέρφια, οἱ συγγενῆδες, οἱ γειτόνοι, συμπαραστάτες στὸ καλὸ καὶ....στὸ κακό, εἶναι πρόσωπα ποὺ κανένας δὲ λησμόνησε κι οὔτε θὰ λησμονήσει ποτέ.
Μὴν ξεχνᾶς τὴν ἐκκλησία σου, τὴν Παναγία. Ἐκεῖ ποὺ ἐκκλησιάστηκες, ὅταν σαράντισες κι ἔκανες νὰ βουίξει ὁ θόλος της ἀπὸ τὸ κλάμα σου, ὅταν βαφτίστηκες. Ἐκεῖ πρωτοματάλαβες κι ἄνοιξες τὴν ψυχή σου καὶ πλημμύρισε τὸ φῶς τῆς πίστης. Ἐκεῖ ἔκαμες πράξη τὸν κρυφὸ καημό σου καὶ στεφανώθηκες τὴν ἀγάπη σου. Ἐκεῖ ἔδωκες τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ σὲ λατρεμένα πρόσωπα.
Πῶς μπορεῖς νὰ ξεχάσεις τὴ βουβὴ νεκρικὴ πομπή, νὰ σουδιάζει στὸ Τζιρακαίϊκο ἀγκωνάρι, τραβώντας γιὰ τὸν Ἅγιο Θανάση μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα μπροστά, πίσω μιὰ μεγάλη σου ἀγάπη καὶ λατρεία καὶ κεῖνο τὸ δύσκολο μουρμουρητὸ τοῦ παπᾶ καὶ τῶν ψαλτάδων;
Πῶς μπορεῖς νὰ ξεχάσεις τὴ λαλιὰ τῆς καμπάνας, τὴν τόσο γνώριμη, ποῦ σὲ καλοῦσε στὴ χαρά, στὴ λύπη, στὴ θεομηνία, στὴ πυρκαγιά, στὴν ἐπιστράτευση, στὰ ἐπινίκια;
Τὸ σκολειὸ , πού, χίλια βάσανα καὶ δυσκολίες, μάζευες σπυρὶ- σπυρὶ τὴ γνώση κι ἄνοιξες τὰ μάτια τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς σου. Μὴν ξεχνᾶς τὴν πλατεία μὲ τὰ αἰωνόβια πλατάνια καὶ τὶς ἀκακίες, σημεῖο συνάντησης ὅλων των χωριανῶν. Τὶς ἀράδες τοὺς χοροὺς στοὺς γάμους καὶ στὰ πανηγύρια μὲ τὰ γλυκὰ κλαρίνα καὶ τὰ ὄμορφα τραγούδια, ποὺ ἄκουγες κι ἀναγάλλιαζε ἡ ψυχή σου.
Τὰ μαγαζιὰ ἕνα γύρο, ποὺ μὲ τόση εὐκολία ἄλλαζαν σκηνικό. Τὴ μιὰ ταβέρνα μὲ τὸ οὐζάκι καὶ τὸ ρέγγο, τὸ κρασάκι καὶ τὴν κορσέβα, τὴν ἄλλη χαρτοπαιχτικὴ λέσχη, σὲ λίγο δικαστήριο, μετὰ σωστὸ κοινοβούλιο, μέχρι καὶ Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης καὶ Ο.Η.Ε.
Τὴν ὄμορφη ξωμάχικη ζωὴ μὲ τοὺς σέμπρους τὸ σπαρτό, τὶς ξελασες, τοὺς θέρους, τ΄ἁλώνια, τοὺς τρύγους, τοὺς σμίχτες, τὴ στρούγκα, τὸ ἄρμεγμα, τὸ σκάρο καὶ τὸ γύρισμα.
Θυμήσου τὰ ὅλα αὐτὰ καὶ κᾶνε ὅ,τι μπορεῖς γιὰ τὸ χωριό σου, νὰ διατηρεῖται, νὰ προοδεύει, νὰ τὸ βλέπεις καὶ νὰ τὸ καμαρώνεις.
Καὶ σὺ ποὺ μπαίνεις στὸ χωριὸ ἐπιδεικτικὰ κορνάροντας τὸ αὐτοκίνητό σου μὴν τρέχεις, στάκα, κατέβα καὶ πέσε προσκύνα, ξυπολήσου σὰν τὸ Μωυσῆ στὸ καιγόμενο βάτο, ὁ τόπος εἶναι ἱερός, ποτισμένος μὲ ἱδρώτα καὶ αἷμα.
Γιατί δύο πράματα εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ νὰ μὴν ξεχνιοῦνται ποτὲ ἀπὸ κανένα, ἡ ΜΑΝΑ καὶ ὁ ΤΟΠΟΣ ποὺ σὲ γέννησαν.
‘’ Ο ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ’’
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου