ταξιδιώτης το 1935 από μια πόρνη της περιβόητης συνοικίας Βούρλα της Δραπετσώνας.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό “VOILA” και φυσικά μεταφράστηκε και αναδημοσιεύτηκε και στον ελληνικό Τύπο:
«Τα Βούρλα, ο ευαγής οίκος της Δραπετσώνας, είνε χωρισμένα εις τρία τμήματα. Οι κάμαρες των κοριτσιών είνε όλες όμοιες, όπως και τα σαλόνια. Όταν έφθασα είδα τις γυναίκες καθισμένες κοντά στον τοίχο, να περιμένουν να τις καλέση κάποιος πελάτης, άλλες κουβέντιαζαν μεταξύ των ή έρριχναν χαρτιά, καπνίζοντας το τσιγάρο τους.. Όλες κακοβαμμένες, βαρειές, μουτρωμένες, όλες χασμουριώνται από κούρασι και πλήξι.
Μια από αυτές, η Φωφώ, κάθισε κοντά μου και μου έδωσε το χέρι της. Μιλούσε λίγα γαλλικά και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Παρ’ όλο ότι ήταν νέα ακόμη, η πικρία διαγραφόνταν καθαρά στο βλέμμα της και τα χαρακτηριστικά της έδειχναν τέτοια εξαθλίωσι πού μου έκαμε εντύπωση.
-Πάρε ένα λουκούμι, Φωφώ.
-Μ’ αρέσεις, μου είπε. Και τα λουκούμια μου αρέσουν πολύ.
-Θέλεις κι’ άλλο;
-Ναι.
Η Φωφώ με κυττούσε καχύποπτα. Δεν προσπάθησε όμως να κρύψη το συναίσθημά της.
-Πόσον καιρό είσαι εδώ; Την ρώτησα.
Δεν μου απήντησε. Της φάνηκε περίεργο που ενδιαφερόμουν γι’ αυτήν.
-Έρχεσαι από πέρα; Πώς έφθασες εδώ;
-Να. Οι ναύτες μιλούσαν πάντοτε μπροστά μου για τα Βούρλα. Τους έβλεπα με τι χαρά άφιναν το καράβι για να έρθουν εδώ να διασκεδάσουν. Εγώ ζούσα μέσα σε καράβι από μικρό κοριτσάκι. Κάποιος καπετάνιος με είχε κλέψει και με πήρε μαζί του ως που να μεγαλώσω. Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεββάτι. Με έδερνε, με έβανε να δουλεύω στο καράβι, όπως και οι άντρες.
-Και έμεινες καιρό με τον καπετάνιο;
-Δέκα χρόνια. Πηγαίναμε παντού. Στην Αγγλία, στη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά δεν με άφινε να βγώ έξω. Όταν το καράβι εσκάλωνε αυτός με έκλεινε στην καμπίνα του. Κάποτε όμως στην Αίγυπτο του έφυγα.
-Χωρίς διαβατήριο;
-Χωρίς. Όταν η αστυνομία με ανεκάλυψε, με έστειλε στο σπίτι μου στη Ρουμανία. Η μητέρα μου ήθελε να με κρατήση, αλλά εγώ της έφυγα.
-Εδώ είσαι καλά;
-Ναι. Θα μπορούσα να βρώ δουλειά, αλλά μού αρέσει περισσότερο στα Βούρλα. Και έπειτα έρχονται πολλοί πελάτες.
Ενώ μιλούσαμε, κάποιος ναύτης είχε καθίσει κοντά μας και δεν είχε σηκώσει τα μάτια του από τη Φωφώ. Ήταν ωραίο παιδί. Θα επερίμενε βέβαια να τελειώσουμε για να την πάρη. Η Φωφώ όμως δεν του έδινε προσοχή.
Της επρότεινα να περάση το βράδυ μαζί μου. Δεν μου απήντησε, αλλά έτρεξε να βρή τις φιλενάδες της. Δεν άργησε να γυρίση. Στο χέρι της κρατούσε το παλτό που της είχε δώσει μια φίλη της.
Πήραμε ένα ταξί. Η Φωφώ κοιτούσε περίεργα από το τζάμι και προσπαθούσε να προσανατολισθή στους δρόμους του Πειραιώς. Δεν μιλούσε. Φαινόταν σαν να μη μου είχε εμπιστοσύνη. Θέλησα να της πιάσω το χέρι, αλλά αυτή το τράβηξε. Η θέα του λιμανιού, της αποβάθρας, της φορτωμένης σακκιά και κασέλες, την έκανε μελαγχολική. Και όμως η μέρα ήταν θαυμασία. Ήταν μία από τις μέρες εκείνες που δίνουν στην Ελλάδα μεγαλύτερη γοητεία από ότι της δίνουν τα κλασσικά μνημεία της.
-Που θα πάμε, με ρώτησε σε μια στιγμή.
Διέταξα τον σωφέρ να σταματήση. Άνοιξα την πόρτα και κατεβήκαμε κοντά στο ρολόϊ. Τα σιδερένια τραπεζάκια του καφενείου ήταν πιασμένα όλα από ναύτες και μερικούς σοβαρούς εμπόρους που κάπνιζαν με μακαριότητα το ναργιλέ τους. Όλοι εγύρισαν να μας κοιτάξουν. Η Φωφώ δεν διέφερε από τας άλλας συναδέλφους της. Το κακό της βάψιμο, το όλον της μαρτυρούσαν καθαρά το επάγγελμά της.
Δεν ήθελε να πάρη τίποτε στο καφενείο. Μου ζήτησε μόνον σοκολατάκια, καραμέλες, έπειτα μύγδαλα και φυστίκια, και στο τέλος της αγόρασα από το διπλανό ζαχαροπλαστείο πάστες σού και μπαμπάδες για να τα πάη στις φίλες της. Με το πακέτο στο χέρι, η μικρή βγήκε ενθουσιασμένη από το ζαχαροπλαστείο. Μόλις εφθάσαμε στο καφενείο η πρώτη της δουλειά ήταν να ανοίξη το πακέτο και να μου προσφέρη γλυκά.
Της επρότεινα να πάμε σε μια ταβέρνα, αλλά αυτή με διέκοψε.
-Δεν πάμε στο σινεμά;
-Μπράβο.
-Ωραία. Εμένα μου αρέσουν πολύ οι ερωτικές ταινίες.
Δεν της άρεσαν μόνο οι ερωτικές ταινίες, αλλά και τα γλυκά, γιατί όλο το περιεχόμενο του πακέτου χάθηκε σε μια στιγμή.
-Πάμε πρώτα να πιούμε κάτι.
-Ά, δεν θα πιώ. Δεν θέλω να γυρίσω μεθυσμένη.
Είχε πάντοτε το φοβισμένο της ύφος.
-Μά πές μου Φωφώ, την ηρώτησα, ποιος ήταν ο πρώτος σου πελάτης;
-Πού να ξέρω;
-Μα φαντάζομαι πώς ξέρεις.
-Όχι, όχι, δεν ξέρω.
Σάρωσε τα φρύδια της.
-Δεν θέλεις να μου πής;
-Γιατί με ρωτάς; Φώναξε φουρκισμένη. Δεν ήταν ευχάριστο. Και πρώτα-πρώτα δεν ήξερε ότι ήμουν παρθένα.
-Καλά, αλλά τι άνθρωπος ήταν; Ναύτης; Φαντάρος;
Η Φωφώ κατέβασε τα μάτια της και φάνηκε συλλογισμένη.
-Χαμάλης, μου είπε στο τέλος. Τον βαριόμουν. Μου έλεγε κάτι ανόητες κουβέντες. Είχε χάσει μια κόρη που θα είχε τώρα την ηλικία μου. Εγώ τον φοβήθηκα.
-Και δεν κατάλαβε τίποτε;
-Τίποτε.
Δεν ηθέλησα να την ρωτήσω αν συνέβη το ίδιο και μ’ αυτήν. Η Φωφώ κατάλαβε την σκέψι μου, και σηκώνοντας το κεφάλι της μου χαμογέλασε λυπημένη.»
«Τα Βούρλα, ο ευαγής οίκος της Δραπετσώνας, είνε χωρισμένα εις τρία τμήματα. Οι κάμαρες των κοριτσιών είνε όλες όμοιες, όπως και τα σαλόνια. Όταν έφθασα είδα τις γυναίκες καθισμένες κοντά στον τοίχο, να περιμένουν να τις καλέση κάποιος πελάτης, άλλες κουβέντιαζαν μεταξύ των ή έρριχναν χαρτιά, καπνίζοντας το τσιγάρο τους.. Όλες κακοβαμμένες, βαρειές, μουτρωμένες, όλες χασμουριώνται από κούρασι και πλήξι.
Μια από αυτές, η Φωφώ, κάθισε κοντά μου και μου έδωσε το χέρι της. Μιλούσε λίγα γαλλικά και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Παρ’ όλο ότι ήταν νέα ακόμη, η πικρία διαγραφόνταν καθαρά στο βλέμμα της και τα χαρακτηριστικά της έδειχναν τέτοια εξαθλίωσι πού μου έκαμε εντύπωση.
-Πάρε ένα λουκούμι, Φωφώ.
-Μ’ αρέσεις, μου είπε. Και τα λουκούμια μου αρέσουν πολύ.
-Θέλεις κι’ άλλο;
-Ναι.
Η Φωφώ με κυττούσε καχύποπτα. Δεν προσπάθησε όμως να κρύψη το συναίσθημά της.
-Πόσον καιρό είσαι εδώ; Την ρώτησα.
Δεν μου απήντησε. Της φάνηκε περίεργο που ενδιαφερόμουν γι’ αυτήν.
-Έρχεσαι από πέρα; Πώς έφθασες εδώ;
-Να. Οι ναύτες μιλούσαν πάντοτε μπροστά μου για τα Βούρλα. Τους έβλεπα με τι χαρά άφιναν το καράβι για να έρθουν εδώ να διασκεδάσουν. Εγώ ζούσα μέσα σε καράβι από μικρό κοριτσάκι. Κάποιος καπετάνιος με είχε κλέψει και με πήρε μαζί του ως που να μεγαλώσω. Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεββάτι. Με έδερνε, με έβανε να δουλεύω στο καράβι, όπως και οι άντρες.
-Και έμεινες καιρό με τον καπετάνιο;
-Δέκα χρόνια. Πηγαίναμε παντού. Στην Αγγλία, στη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά δεν με άφινε να βγώ έξω. Όταν το καράβι εσκάλωνε αυτός με έκλεινε στην καμπίνα του. Κάποτε όμως στην Αίγυπτο του έφυγα.
-Χωρίς διαβατήριο;
-Χωρίς. Όταν η αστυνομία με ανεκάλυψε, με έστειλε στο σπίτι μου στη Ρουμανία. Η μητέρα μου ήθελε να με κρατήση, αλλά εγώ της έφυγα.
-Εδώ είσαι καλά;
-Ναι. Θα μπορούσα να βρώ δουλειά, αλλά μού αρέσει περισσότερο στα Βούρλα. Και έπειτα έρχονται πολλοί πελάτες.
Ενώ μιλούσαμε, κάποιος ναύτης είχε καθίσει κοντά μας και δεν είχε σηκώσει τα μάτια του από τη Φωφώ. Ήταν ωραίο παιδί. Θα επερίμενε βέβαια να τελειώσουμε για να την πάρη. Η Φωφώ όμως δεν του έδινε προσοχή.
Της επρότεινα να περάση το βράδυ μαζί μου. Δεν μου απήντησε, αλλά έτρεξε να βρή τις φιλενάδες της. Δεν άργησε να γυρίση. Στο χέρι της κρατούσε το παλτό που της είχε δώσει μια φίλη της.
Πήραμε ένα ταξί. Η Φωφώ κοιτούσε περίεργα από το τζάμι και προσπαθούσε να προσανατολισθή στους δρόμους του Πειραιώς. Δεν μιλούσε. Φαινόταν σαν να μη μου είχε εμπιστοσύνη. Θέλησα να της πιάσω το χέρι, αλλά αυτή το τράβηξε. Η θέα του λιμανιού, της αποβάθρας, της φορτωμένης σακκιά και κασέλες, την έκανε μελαγχολική. Και όμως η μέρα ήταν θαυμασία. Ήταν μία από τις μέρες εκείνες που δίνουν στην Ελλάδα μεγαλύτερη γοητεία από ότι της δίνουν τα κλασσικά μνημεία της.
-Που θα πάμε, με ρώτησε σε μια στιγμή.
Διέταξα τον σωφέρ να σταματήση. Άνοιξα την πόρτα και κατεβήκαμε κοντά στο ρολόϊ. Τα σιδερένια τραπεζάκια του καφενείου ήταν πιασμένα όλα από ναύτες και μερικούς σοβαρούς εμπόρους που κάπνιζαν με μακαριότητα το ναργιλέ τους. Όλοι εγύρισαν να μας κοιτάξουν. Η Φωφώ δεν διέφερε από τας άλλας συναδέλφους της. Το κακό της βάψιμο, το όλον της μαρτυρούσαν καθαρά το επάγγελμά της.
Δεν ήθελε να πάρη τίποτε στο καφενείο. Μου ζήτησε μόνον σοκολατάκια, καραμέλες, έπειτα μύγδαλα και φυστίκια, και στο τέλος της αγόρασα από το διπλανό ζαχαροπλαστείο πάστες σού και μπαμπάδες για να τα πάη στις φίλες της. Με το πακέτο στο χέρι, η μικρή βγήκε ενθουσιασμένη από το ζαχαροπλαστείο. Μόλις εφθάσαμε στο καφενείο η πρώτη της δουλειά ήταν να ανοίξη το πακέτο και να μου προσφέρη γλυκά.
Της επρότεινα να πάμε σε μια ταβέρνα, αλλά αυτή με διέκοψε.
-Δεν πάμε στο σινεμά;
-Μπράβο.
-Ωραία. Εμένα μου αρέσουν πολύ οι ερωτικές ταινίες.
Δεν της άρεσαν μόνο οι ερωτικές ταινίες, αλλά και τα γλυκά, γιατί όλο το περιεχόμενο του πακέτου χάθηκε σε μια στιγμή.
-Πάμε πρώτα να πιούμε κάτι.
-Ά, δεν θα πιώ. Δεν θέλω να γυρίσω μεθυσμένη.
Είχε πάντοτε το φοβισμένο της ύφος.
-Μά πές μου Φωφώ, την ηρώτησα, ποιος ήταν ο πρώτος σου πελάτης;
-Πού να ξέρω;
-Μα φαντάζομαι πώς ξέρεις.
-Όχι, όχι, δεν ξέρω.
Σάρωσε τα φρύδια της.
-Δεν θέλεις να μου πής;
-Γιατί με ρωτάς; Φώναξε φουρκισμένη. Δεν ήταν ευχάριστο. Και πρώτα-πρώτα δεν ήξερε ότι ήμουν παρθένα.
-Καλά, αλλά τι άνθρωπος ήταν; Ναύτης; Φαντάρος;
Η Φωφώ κατέβασε τα μάτια της και φάνηκε συλλογισμένη.
-Χαμάλης, μου είπε στο τέλος. Τον βαριόμουν. Μου έλεγε κάτι ανόητες κουβέντες. Είχε χάσει μια κόρη που θα είχε τώρα την ηλικία μου. Εγώ τον φοβήθηκα.
-Και δεν κατάλαβε τίποτε;
-Τίποτε.
Δεν ηθέλησα να την ρωτήσω αν συνέβη το ίδιο και μ’ αυτήν. Η Φωφώ κατάλαβε την σκέψι μου, και σηκώνοντας το κεφάλι της μου χαμογέλασε λυπημένη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου