«Πολλές φορές εγείρομαι από το σώμα μου και φτάνω εις εαυτόν, εξερχόμενος από όλα τα άλλα πράγματα και εισερχόμενος στον εαυτόν μου, και βλέπω ένα τόσο θαυμαστό κάλος, βεβαιωμένος ότι τότε πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο ανήκω στο καλλίτερο μέρος, ενεργώ την αρίστη ζωή και έρχομαι σε ταύτισιν με το θείον, οπότε, εγκατεστημένος εκεί, φτάνω στην ενέργεια εκείνη, τοποθετώντας τον εαυτόν μου πάνω από κάθε άλλο νοητόν∙ μετά από την στάσι αυτή στον θείο τόπο, κατεβαίνοντας από τον νου στον λογισμό, βρίσκομαι σε αμηχανία για το πώς τέλος πάντων κατέβηκα, και πώς συνέβη να βρεθεί η ψυχή μου μέσα σε τούτο το σώμα, όντας αυτό που της φάνηκε να είναι καθαυτήν, μολονότι βρίσκεται μέσα σε σώμα.» (Εννεας 4, 8.1.1-11)[1]
1. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι: να θυμηθούμε το τί είμαστε. Η αυτογνωσία αυτή προϋποθέτει τον έλεγχο των σωματικών μας παθών μέσω της ασκήσεως στις Πολιτικές Αρετές [βλ. Εννεάς 1, 2.1-2], οι οποίες, όπως καθορίζονται από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία [Δ. 428b-444a], είναι: φρόνησις, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη. Αυτός ο έλεγχος μάς απομακρύνει από τις υλικές ενασχολήσεις, βοηθώντας να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας ως ψυχή, η οποία είναι ανεξάρτητη και προηγείται του σώματος, και είναι αυτή που του δίνει την αγαθότητα και το κάλλος του. Η άγνοια της ψυχής για τον εαυτόν της είναι μια υποβάθμισις της ζωής της, καθόσον η γνώσις είναι ένα ανώτερο είδος ζωής γι’ αυτήν. Με το να γνωρίσει το εαυτόν της η ψυχή μετασχηματίζει την ζωή της, εστιάζοντας πλέον σε ένα επίπεδο πιο κοντά στο Αγαθόν.
2. Εν συνεχεία, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η γνώσις της ψυχής προέρχεται από μιαν υψηλότερη οντολογική βαθμίδα γνώσεως, τον Θεϊκόν Νου, ο οποίος δεν λειτουργεί μέσω μακρών λογικών διαδικασιών, αλλά κατέχει την γνώσι με ενιαίο και άχρονο τρόπο: δηλαδή αιωνίως. Χρέος της ψυχής μας είναι να του μοιάσει: να γίνει Νους. Μετασχηματίζει, λοιπόν, για δεύτερη φορά την ζωή της. Ας σημειωθεί, όμως, ότι αν και μέχρι το σημείο αυτό κατόρθωσε να φτάσει κάνοντας χρήσι διανοητικών εργασιών, πρέπει να τις αφήσει στην άκρη καθώς δεν ανταποκρίνονται στην τελειότητα του Νου. Πόσο μάλλον αν κάποιος είναι αποφασισμένος να πράξει το επόμενο καθοριστικό… βήμα… (κυριολεκτικώς βήμα, ή ορθότερα άλμα).
3. Ο λογισμός που μας έχει φέρει σε αυτογνωσία ως ψυχές, και έχει δείξει τον δρόμο να γίνουμε Νους, δεν παίζει κανέναν ρόλο στο ύπατο βήμα της ενώσεως με το Εν. Καθώς το Εν είναι πάνω από κάθε γνώσι και γλώσσα λίγα πράγματα μπορούμε να πούμε για την ένωσι μαζί του.
«Γι’ αυτό λέγει [δηλ. ο Πλάτων, Επιστολή Ζ’, 341c] ‘δεν μπορεί να λεχθεί, ούτε να γραφεί’, αλλά λέγουμε και γράφουμε ωθούμενοι προς αυτό, και ανεγείρουμε τους εαυτούς μας από τους λόγους προς την θέα, όπως δείχνουμε την οδό σε αυτόν που θέλει να δει κάτι. Διότι, η διδασκαλία φτάνει μέχρι την οδό και την πορεία, ενώ η θέα είναι έργον αυτού που έχει ήδη αποφασίσει να δει.»(Εννεάς 6, 9.4.11-16)[2]
Ο Πλωτίνος μπορεί μόνο να προτείνει την κάθαρσι του εαυτού μας γινόμενοι Νους, την απομάκρυνσι όλων των εμποδίων και διαφορών που μας χωρίζουν από το Εν [6.9.7 & 1.6.9], την αναμονή στην σιωπή [6.7.34].
«Το να γνωρίσουμε το Αγαθόν ή να έλθουμε σε επαφή μαζί του είναι το μέγιστο όλων: αυτό, όπως λέγει [Πλάτων, Πολιτεία 505a], είναι ‘το μέγιστο μάθημα’, το μάθημα, όπως πρέπει να εννοήσουμε, όχι του να κοιτάζουμε προς αυτό, αλλά του να επιτυγχάνουμε πρώτα κάποια γνώσι του. Διδάσκουν μεν γι’ αυτό οι αναλογίες, οι αφαιρέσεις, το να κατανοούμε τα επακόλουθα που πηγάζουν από αυτό, και κάποια ανοδικά βήματα. Ενώ, μας μεταφέρουν προς αυτό οι καθάρσεις, οι αρετές, οι κοσμήσεις, οι αναβάσεις στο νοητό, οι εγκαταστάσεις μέσα σ’ αυτό, και τα δείπνα με τα εκεί όντα. Όποιος γίνεται ταυτόχρονα θεατής και θέαμα του εαυτού του και των άλλων, και γενόμενος ουσία και νους και παντέλειον ζώον, δεν βλέπει πλέον το Αγαθόν από έξω. Έχοντας γίνει αυτό είναι κοντά, και το επόμενον είναι εκείνο, το Αγαθόν, που όντας ήδη δίπλα ακτινοβολεί πάνω σε όλο το νοητόν. Τώρα, παραμερίζοντας κάθε μάθημα, και παιδαγωγημένος και εγκαθιδρυμένος στο κάλλος, ενώ βρίσκεται μέσα σ’ αυτό, μέχρι το οποίο και νοεί, παρασύρεται από το κύμα θα λέγαμε αυτού του νου, και καθώς υψώνεται σηκωμένος απ’ αυτό σαν φούσκωμα θα λέγαμε, ξαφνικά βλέπει χωρίς να γνωρίζει πώς∙ αλλά η θέα πλημμυρίζοντας τα μάτια με φως δεν τον έκανε να βλέπει κάτι άλλο μέσω αυτού, αλλά αυτό το φως ήταν το όραμα.» (Εννεάς 6, 7.36.3-21)[3]
Έχοντας αυτά κατά νου μπορούμε να προσεγγίσουμε τα διδάγματα των μυστηρίων και των εν γένει ιερατικών τελετών. Ο ίδιος ο Πλωτίνος μας λέγει:
«Αυτό είναι το νόημα εκείνης της επιταγής των μυστηρίων: ‘τίποτα να μην αποκαλύπτεται στους αμύητους’∙ το υπέρτατον δεν είναι για να κοινολογείται, το θείον απαγορεύεται να αποκαλυφθεί στον άλλον, ο οποίος δεν κατάφερε ο ίδιος να δει. Δεν υπήρχαν δύο∙ ο ορών ήταν ένα με το ορώμενον∙ δεν ήταν όραμα αλλά ένωσις. Ο άνθρωπος που διαμορφώνεται απ’ αυτήν την ανάμειξι με το υπέρτατο πρέπει, αν θυμηθεί, να φέρει την εικόνα του επάνω του∙ έχει γίνει εν, τίποτα δεν υπάρχει μέσα του ή έξω του που να προκαλεί ποικιλία∙ τώρα καμμιά κίνησις, κανένα πάθος, καμμιά επιθυμία που να στρέφεται προς τα έξω από την στιγμή που επιτυγχάνεται αυτή η άνοδος∙ αδρανεί η λογική και κάθε νόησις, ακόμα και, για να τολμήσουμε να το πούμε, ο ίδιος ο εαυτός. Αλλά σαν να έχει αρπαχτεί ή ενθουσιαστεί κείτεται ήσυχος σε μια σταθερή και έρημη κατάστασιν, δίχως να αποκλίνει από την ουσία του ούτε να στρέφεται γύρω από τον εαυτόν του, αλλά σε απόλυτη στάσι έχει γίνει θα λέγαμε η ίδια η στάσις. Δεν ανήκει πλέον ούτε στην βαθμίδα των καλών (ωραίων), αλλά έχει υψωθεί πάνω και από το κάλλος, ξεπερνώντας ακόμη και τον χορό των αρετών, όπως κάποιος που εισέρχεται στο εσωτερικό του αδύτου αφήνει πίσω του τα αγάλματα του ναού, τα οποία πάλι καθώς εξέρχεται γίνονται πρώτα μετά το ένδον θέαμα και την εκεί συνουσίαν, που δεν έγινε ούτε προς άγαλμα ούτε προς εικόνα, αλλά προς Αυτό το ίδιο, και τα οποία γίνονται δεύτερα θεάματα. Εκείνο δεν ήταν θέαμα, αλλά άλλος τρόπος του να βλέπεις, έκστασις και απλοποίησις και ευεργεσία αυτού και έφεσις προς αφήν και στάσις και κρατερή σκέψις (περινόησις) προς εφαρμογήν, αν πράγματι κάποιος πρόκειται να θεαθεί αυτό που βρίσκεται εντός του αδύτου. Κοιτάζοντας διαφορετικά, τίποτα δεν θα του παραστεί. Τα εδώ πράγματα είναι μιμήματα, και δείχνουν αινιγματικά στους σοφότερους των προφητών το πώς οράται εκείνος ο Θεός. Ο σοφός ιερεύς κατανοώντας το αίνιγμα δύναται να κάνει αληθινήν την θέα του αδύτου εισερχόμενος εκεί. Ακόμη κι αν κάποιος δεν φτάσει εκεί, είναι ανάγκη να πιστεί ότι το άδυτον τούτο είναι κάτι αόρατον και πηγήν και αρχήν, και να γνωρίσει ότι μέσω της αρχής ορά την αρχήν και συνδέεται μ’ αυτήν και μέσω του ομοίου με το όμοιον. Κανένα, όμως, από τα θεία όσα έχει η ψυχή προ της θέας δεν αφήνει στην άκρη, ενώ αυτό που απομένει το απαιτεί από την θέα. Αυτό που απομένει γι’ αυτόν που έχει υπερβεί τα πάντα είναι αυτό που βρίσκεται προ των πάντων. Δεν είναι στην φύσι της ψυχής να φτάσει στο απόλυτον μη ον, αλλά προχωρώντας κάτω θα φτάσει στο κακό, και κατ’ αυτόν τον τρόπο στο μη ον, αλλά όχι στο παντελώς μη ον. Ακολουθώντας την εναντία πορεία θα φτάσει όχι σε κάτι άλλο, αλλά στον εαυτόν της, κι έτσι δεν θα είναι σε άλλο ούτε σε τίποτα, αλλά σ’ αυτήν∙ όντας μόνη καθαυτήν, δεν ανήκει στο ον αλλά σε Εκείνο (το Υπέρτατον)∙ γίνεται δηλαδή και αυτός όχι κάποια ουσία, αλλά ταυτίζεται με το επέκεινα της ουσίας κατά την επικοινωνία αυτή. Αν λοιπόν κάποιος δει τον εαυτόν του να έχει γίνει αυτό, κι αν ως εικόνα μεταβαίνει από τον εαυτόν προς το αρχέτυπον, τότε έχει κατορθώσει το τέλος της πορείας. Εκπίπτοντας όμως από την θέα αυτή, πάλιν εγείροντας την αρετή του εαυτού του και κατανοώντας τον εαυτόν του να έχει κοσμηθεί με τις αρετές, πάλιν ανασηκώνεται μέσω της αρετής και πορεύεται προς τον νου και την σοφία, και μέσω της σοφίας σε Αυτό (το Υπέρτατον). Και αυτός είναι ο βίος των Θεών και των θεϊκών και ευδαιμόνων ανθρώπων, απαλλαγή όλων των άλλων που βρίσκονται εδώ, βίος δίχως την ηδονή των εδώ, φυγή μόνου προς μόνον.» (Εννεάς 6, 9.11.1-51)[4]
Συγγραφέας : Θεόκλητος Μπαμπούρης (Εγερσίνοος Λυκάστρου), Αστακός Αιτωλοακαρνανίας, 18-η Βοηδρομιῶνος του 1-ου έτους της 698-ης Ολυμπιάδας (09/09/2012).
[1] Enneades 4.8.1.1 ` to Enneades 4.8.1.11 Πολλάκις ἐγειρόμενος εἰς ἐμαυτὸν ἐκ τοῦ σώματος καὶ γινόμενος τῶν μὲν ἄλλων ἔξω, ἐμαυτοῦ δὲ εἴσω, θαυμαστὸν ἡλίκον ὁρῶν κάλλος, καὶ τῆς κρείττονος μοίρας πιστεύσας τότε μάλιστα εἶναι, ζωήν τε ἀρίστην ἐνεργήσας καὶ τῷ θείῳ εἰς ταὐτὸν γεγενημένος καὶ ἐν αὐτῷ ἱδρυθεὶς εἰς ἐνέργειαν ἐλθὼν ἐκείνην ὑπὲρ πᾶν τὸ ἄλλο νοητὸν ἐμαυτὸν ἱδρύσας, μετὰ ταύτην τὴν ἐν τῷ θείῳ στάσιν εἰς λογισμὸν ἐκ νοῦ καταβὰς ἀπορῶ, πῶς ποτε καὶ νῦν κατα βαίνω, καὶ ὅπως ποτέ μοι ἔνδον ἡ ψυχὴ γεγένηται τοῦ σώματος τοῦτο οὖσα, οἷον ἐφάνη καθ᾽ ἑαυτήν, καίπερ οὖσα ἐν σώματι.
[2] Enneades 6.9.4.11 ` to Enneades 6.9.4.16 Διὸ <οὐδὲ ῥητὸν> οὐδὲ γραπτόν, φησιν, ἀλλὰ λέγομεν καὶ γράφομεν πέμποντες εἰς αὐτὸ καὶ ἀνεγείροντες ἐκ τῶν λόγων ἐπὶ τὴν θέαν ὥσπερ ὁδὸν δεικνύντες τῷ τι θεάσασθαι βουλομένῳ. Μέχρι γὰρ τῆς ὁδοῦ καὶ τῆς πορείας ἡ δίδαξις, ἡ δὲ θέα αὐτοῦ ἔργον ἤδη τοῦ ἰδεῖν βεβουλημένου.
[3] Enneades 6.7.36.3 ` to Enneades 6.7.36.21 Εστι μὲν γὰρ ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εἴτε γνῶσις εἴτε ἐπαφὴ μέγιστον, καὶ <μέγιστόν> φησι τοῦτ᾽ εἶναι <μάθημα, οὐ> τὸ πρὸς αὐτὸ ἰδεῖν μάθημα λέγων, ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ μαθεῖν τι πρότερον. Διδάσκουσι μὲν οὖν ἀναλογίαι τε καὶ ἀφαιρέσεις καὶ γνώσεις τῶν ἐξ αὐτοῦ καὶ <ἀναβασμοί> τινες, πορεύουσι δὲ καθάρσεις πρὸς αὐτὸ καὶ ἀρεταὶ καὶ κοσμήσεις καὶ τοῦ νοητοῦ <ἐπιβάσεις> καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ ἱδρύσεις καὶ τῶν ἐκεῖ ἑστιάσεις. Ὅστις γένηται ὁμοῦ θεατής τε καὶ θέαμα αὐτὸς αὑτοῦ καὶ τῶν ἄλλων καὶ γενόμενος οὐσία καὶ νοῦς καὶ <ζῷον παντελὲς> μηκέτι ἔξωθεν αὐτὸ βλέποι—τοῦτο δὲ γενόμενος ἐγγύς ἐστι, καὶ τὸ ἐφεξῆς ἐκεῖνο, καὶ πλησίον αὐτὸ ἤδη ἐπὶ παντὶ τῷ νοητῷ ἐπιστίλβον. Ἔνθα δὴ ἐάσας τις πᾶν μάθημα, καὶ μέχρι του παιδαγωγηθεὶς καὶ ἐν καλῷ ἱδρυθείς, ἐν ᾧ μέν ἐστι, μέχρι τούτου νοεῖ, ἐξενεχθεὶς δὲ τῷ αὐτοῦ τοῦ νοῦ οἷον κύματι καὶ ὑψοῦ ὑπ᾽ αὐτοῦ οἷον οἰδήσαντος ἀρθεὶς εἰσεῖδεν ἐξαί φνης οὐκ ἰδὼν ὅπως, ἀλλ᾽ ἡ θέα πλήσασα φωτὸς τὰ ὄμματα οὐ δι᾽ αὐτοῦ πεποίηκεν ἄλλο ὁρᾶν, ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ φῶς τὸ ὅραμα ἦν.
[4] Enneades 6.9.11.1 ` to Enneades 6.9.11.51 Τοῦτο δὴ ἐθέλον δηλοῦν τὸ τῶν μυστηρίων τῶνδε ἐπίταγμα, τὸ μὴ ἐκφέρειν εἰς μὴ μεμυημένους, ὡς οὐκ ἔκφορον ἐκεῖνο ὄν, ἀπεῖπε δηλοῦν πρὸς ἄλλον τὸ θεῖον, ὅτῳ μὴ καὶ αὐτῷ ἰδεῖν εὐτύχηται. Ἐπεὶ τοίνυν δύο οὐκ ἦν, ἀλλ᾽ ἓν ἦν αὐτὸς ὁ ἰδὼν πρὸς τὸ ἑωραμένον, ὡς ἂν μὴ ἑωραμένον, ἀλλ᾽ ἡνωμένον, ὃς ἐγένετο ὅτε ἐκείνῳ ἐμίγνυτο εἰ μεμνῷτο, ἔχοι ἂν παρ᾽ ἑαυτῷ ἐκείνου εἰκόνα· ῏Ην δὲ ἓν καὶ αὐτὸς διαφορὰν ἐν αὑτῷ οὐδεμίαν πρὸς ἑαυτὸν ἔχων οὔτε κατὰ ἄλλα—οὐ γάρ τι ἐκινεῖτο παρ᾽ αὐτῷ, οὐ θυμός, οὐκ ἐπιθυμία ἄλλου παρῆν αὐτῷ ἀνα βεβηκότι—ἀλλ᾽ οὐδὲ λόγος οὐδέ τις νόησις οὐδ᾽ ὅλως αὐτός, εἰ δεῖ καὶ τοῦτο λέγειν. Ἀλλ᾽ ὥσπερ ἁρπασθεὶς ἢ ἐνθουσιάσας ἡσυχῇ ἐν ἐρήμῳ καὶ καταστάσει γεγένηται ἀτρεμεῖ, τῇ αὑτοῦ οὐσίᾳ οὐδαμῇ ἀποκλίνων οὐδὲ περὶ αὑτὸν στρεφόμενος, ἑστὼς πάντη καὶ οἷον στάσις γενό μενος. Οὐδὲ τῶν καλῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ καλὸν ἤδη ὑπερθέων, ὑπερβὰς ἤδη καὶ τὸν τῶν ἀρετῶν χορόν, ὥσπερ τις εἰς τὸ εἴσω τοῦ ἀδύτου εἰσδὺς εἰς τοὐπίσω καταλιπὼν τὰ ἐν τῷ νεῷ ἀγάλματα, ἃ ἐξελθόντι τοῦ ἀδύτου πάλιν γίνεται πρῶτα μετὰ τὸ ἔνδον θέαμα καὶ τὴν ἐκεῖ συνουσίαν πρὸς οὐκ ἄγαλμα οὐδὲ εἰκόνα, ἀλλὰ αὐτό· ἃ δὴ γίγνεται δεύτερα θεάματα. Τὸ δὲ ἴσως ἦν οὐ θέαμα, ἀλλὰ ἄλλος τρόπος τοῦ ἰδεῖν, ἔκστασις καὶ ἅπλωσις καὶ ἐπίδοσις αὐτοῦ καὶ ἔφεσις πρὸς ἁφὴν καὶ στάσις καὶ περινόησις πρὸς ἐφαρμογήν, εἴπερ τις τὸ ἐν τῷ ἀδύτῳ θεάσεται. Εἰ δ᾽ ἄλλως βλέποι, οὐδὲν αὐτῷ πάρεστι. Ταῦτα μὲν οὖν μιμήματα· καὶ τοῖς οὖν σοφοῖς τῶν προφητῶν αἰνίττεται, ὅπως θεὸς ἐκεῖνος ὁρᾶται· σοφὸς δὲ ἱερεὺς τὸ αἴνιγμα συνιεὶς ἀληθινὴν ἂν ποιοῖτο ἐκεῖ γενόμενος τοῦ ἀδύτου τὴν θέαν. Καὶ μὴ γενόμενος δὲ τὸ ἄδυτον τοῦτο ἀόρατόν τι χρῆμα νομίσας καὶ πηγὴν καὶ ἀρχήν, εἰδήσει ὡς ἀρχῇ ἀρχὴν ὁρᾷ καὶ συγγίνεται καὶ τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον. Οὐδὲν παραλιπὼν τῶν θείων ὅσα δύναται ψυχὴ ἔχειν καὶ πρὸ τῆς θέας, τὸ λοιπὸν ἐκ τῆς θέας ἀπαιτεῖ· τὸ δὲ λοιπὸν τῷ ὑπερβάντι πάντα τὸ ὅ ἐστι πρὸ πάντων. Οὐ γὰρ δὴ εἰς τὸ πάντη μὴ ὂν ἥξει ἡ ψυχῆς φύσις, ἀλλὰ κάτω μὲν βᾶσα εἰς κακὸν ἥξει, καὶ οὕτως εἰς μὴ ὄν, οὐκ εἰς τὸ παντελὲς μὴ ὄν. Τὴν ἐναντίαν δὲ δραμοῦσα ἥξει οὐκ εἰς ἄλλο, ἀλλ᾽ εἰς αὑτήν, καὶ οὕτως οὐκ ἐν ἄλλῳ οὖσα <οὐκ> ἐν οὐδενί ἐστιν, ἀλλ᾽ ἐν αὑτῇ· τὸ δὲ ἐν αὑτῇ μόνῃ καὶ οὐκ ἐν τῷ ὄντι ἐν ἐκείνῳ· γίνεται γὰρ καὶ αὐτός τις οὐκ οὐσία, ἀλλ᾽ <ἐπέκεινα οὐσίας> ταύτῃ, ᾗ προσομιλεῖ. Εἴ τις οὖν τοῦτο αὑτὸν γενόμενον ἴδοι, ἔχει ὁμοίωμα ἐκείνου αὑτόν, καὶ εἰ ἀφ᾽ αὑτοῦ μεταβαίνοι ὡς εἰκὼν πρὸς ἀρχέτυπον, <τέλος> ἂν ἔχοι <τῆς πορείας>. Ἐκπίπτων δὲ τῆς θέας πάλιν ἐγείρας ἀρετὴν τὴν ἐν αὑτῷ καὶ κατανοή σας ἑαυτὸν ταύταις κεκοσμημένον πάλιν κουφισθήσεται δι᾽ ἀρετῆς ἐπὶ νοῦν ἰὼν καὶ σοφίαν καὶ διὰ σοφίας ἐπ᾽ αὐτό. Καὶ οὗτος θεῶν καὶ ἀνθρώπων θείων καὶ εὐδαιμόνων βίος, ἀπαλλαγὴ τῶν ἄλλων τῶν τῇδε, βίος ἀνήδονος τῶν τῇδε, φυγὴ μόνου πρὸς μόνον.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου