Του Λουκά Βελιδάκη
Ο ήχος ήταν περίεργος μέσα στη βαθιά νύχτα. Κλανγκ- κλανγκ από τον απέναντι δρόμο, εκεί όπου υπάρχουν οι κάδοι απορριμμάτων. Στον μπλε κάδο της ανακύκλωσης μία ηλικιωμένη
κυρία έψαχνε. Όπως και τόσοι άλλοι -απροσδόκητοι- για να συμπληρώσουν τα απαραίτητα για τον επιούσιον.
Πλησίασα. Η εικόνα ήταν οξύμωρη. Φορούσε γαλάζια ρόμπα και παντόφλες, το ένδυμα του σπιτιού, πριν πάει για ύπνο. Τα μαλλιά της, λευκά, τα είχε πιασμένα με κομψό τρόπο με τσιμπιδάκια.
Η όψη της όταν με είδε πάγωσε. Αμηχανία, ντροπή, ίσως και φόβος. Την ρώτησα ήπια και ευγενικά αν χρειάζεται κάτι. Μου είπε ψέματα- ασπίδα στην αξιοπρέπεια της. "Έχασα το κλειδί μου", αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, την ώρα που έβλεπα το κλειδί της να κρέμεται σαν κολιέ στο λαιμό της. Το είχε κρεμάσει εκεί. Για να μην το χάσει.
Ήθελα να της δώσω λεφτά, ντρεπόμουν, θα μπορούσε να είναι η δική μου γιαγιά. Ντρεπόμουν διπλά. Θα έφευγα σε λίγες ώρες για καλοκαιρινές διακοπές.
Δεν ήθελα να την προσβάλω, φερόμουν σαν να υιοθετούσα την ιστορία της, το αξιοπρεπές ψέμα.
"Θέλετε να σας δώσω λεφτά για να πάρετε κλειδαρά;" τη ρώτησα, με απόλυτη ηπιότητα και σιγανή φωνή. Η κυρία δίπλα μου δεν ήθελε να ακουστούμε, δεν ήθελε να τη δει η γειτονιά.
Η απάντηση ήταν αρνητική. Όταν μου είπε το "όχι" κορδώθηκε, σαν να στεκόταν προσοχή μετά από εντολή που δοκιμάζει την πειθαρχία σου. "Όχι, δεν χρειάζεται, σε ευχαριστώ", ψιθύρισε.
Ήθελα να τη βοηθήσω, αλλά δεν τόλμησα να επιμείνω. Θα λάβωνα την αξιοπρέπεια της, το φύλακα άγγελο της. Ήταν αδιανόητο γι' αυτή την καλή κυρία να πάρει λεφτά από τον "εγγονό" της.
Απομακρύνθηκα, νιώθοντας απαίσια. Βάδιζα με το κεφάλι σκυφτό. Τη λυπόμουν. Και τη θαύμαζα...
nooz.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου