Σπανίως πέρναγε άνθρωπος μόνος του έξω από το νεοκλασσικό που στεγάζε το Κρεοπωλείο της Προόδου. Μέρα και νύχτα, πάντα θα έβλεπες
μονάχα παρέες να γοργοπατούν, χαμηλώνοντας τη φωνή σαν πλησίαζαν το κτίριο, λίγο από φόβο, λίγο από τη λαχτάρα του να ακούσουν κάποιον ήχο που θα δραπέτευε από το εσωτερικό.
Χάζευαν με κρυφή ευχαρίστηση τα σφαχτάρια που κρεμόντουσαν απ' έξω, και φαντασιώνονταν τα άλλα, αυτά που έκρυβε το εσωτερικό. Ήταν και κάποιοι που κύλαγαν ένα κουβάρι μαύρο νήμα στην αλάνα μπρος στην είσοδο, και ανάλογα με το που θα πήγαινε γέλαγαν από μόνοι τους ή πάνιαζαν και έστριβαν κακήν κακώς ένα τσιγάρο για το δρόμο. Δεν έμπαινε όμως κόσμος μέσα. Όλες οι συναλλαγές γίνονταν στην αλάνα, και τα χασαποπαίδια, με τις πεντακάθαρες ποδιές τους και το βαρύ βλέμμα, παρέδιδαν τα κοψίδια χωρίς να πατάνε τα πόδια τους στο χώμα. Ούτε λόγος για τον ιδιοκτήτη, το όνομα και το πρόσωπο του οποίου ήταν άγνωστα.
Μια φορά το 1898, ένας γέροντας καπετάνιος που μόλις είχε πιάσει λιμάνι, κίνησε για την Κρεαταγορά, φορώντας την καλύτερη ενδυμασία του, αυτή που είχε για τις δεξιώσεις και τα αστραφτερά λιμάνια. Ήταν Βολιώτης, αλλά είχε χρόνια να επισκεφτεί τη γενέτειρά του. Έσερνε πίσω του κι ένα κριάρι μαύρο που είχε αγοράσει στη Σμύρνη, το οποίο βέλαζε σα δαιμονισμένο. Είχε αγανακτήσει το πλήρωμα, και μονάχα με υποσχέσεις βλάσφημες είχε αποτρέψει την ανταρσία. Τώρα όμως βάδιζε γοργά, ανοίγοντας σύραγγα μέσα από τη βαριά ομίχλη, μέσα από την οσμή των ξυλόσομπων της γειτονιάς. Τον πήραν χαμπάρι οι παπάδες, κι άρχισαν να λαλούν τα σήμαντρα, αργά όμως και αδύναμα, γιατί η καταχνιά τους αντιστεκόταν.
Ένας από τους προγόνους μας πέρναγε έξω από το Κρεοπωλείο το βράδυ εκείνο, μικρό παιδί ξυπόλητο τότε, σε θέλημα επείγον. Στάθηκε όμως σαν είδε τον Καπετάνιο, μιας και το κριάρι του τράβηξε την προσοχή με τις κραυγές του. Κρυμμένος πίσω από ένα κιούπι μεγάλο, είδε τις οπλές του ζωντανού, και το τρίχωμα που έσταζε λέξεις άγνωστες, και πέταξε λίγο αλάτι πάνω από τον ώμο του. Είδε την διμελή πομπή να μπαίνει μέσα στην Κρεαταγορά, και πήγε να κοιτάξει από ένα πλαϊνό παράθυρο. Αντί να δει όμως το εσωτερικό του κτιρίου, ένα τζάκι μονάχα του αποκαλύφθηκε, που έστεκε απάνω σε ένα βιβλίο ανοιχτό, τεράστιο. Ούτε ναυτικός, μηδέ κριάρι, ούτε καν τοίχοι δεν υπήρχαν εκεί. Μόνο το τζάκι, και μπρος σε αυτό μια γριά που έφτυνε πάνω σε μια λέξη γραμμένη, και μια μαχαίρα θεόρατη δίπλα της. Και σαν η γριά γύρισε να τον κοιτάξει, έτρεξε μακριά ο πρόγονός μας. Τον πρόλαβε όμως η μυρωδιά του Κρέατος που τάιζε τα βάθη της πόλης, και δεν τον άφησε ποτέ, ούτε στα βαθιά γεράματα.
Η Κρεαταγορά έκλεισε μετά από πολλά χρόνια, και όταν τη γκρέμισαν έβγαλαν από το υπόγειο τσιγκέλια, τα οποία τα μοίρασαν στα σπίτια των Βολιωτών, για να κρατάνε την πεινασμένη πόλη τους ζωντανή.
Αόρατα Γεγονότα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου