Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Οκτωβρίου 10, 2015

«Αρχαιότητες από την Παλμύρα πωλούνται ήδη στο Λονδίνο» Το χρονικό μιας προσοδοφόρας βαρβαρότητας στη Συρία. Τα παραδείγματα σε Ιράκ κ' Αφγανιστάν

http://cdn.toperiodiko.gr/wp-content/uploads/2015/09/palmyrastatues7.gifRelated Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Oι θηριωδίες του «Ισλαμικού Κράτους» ενάντια σε ανθρώπους και μνημεία κάνουν τον γύρο του κόσμου. Η ίδια η οργάνωση φροντίζει επιμελώς να προμηθεύει την παγκόσμια μιντιακή
κοινότητα με το απαραίτητο, σχετικό οπτικοακουστικό υλικό.

Ακριβώς όμως αυτή η μεθοδικότητα είναι που προβληματίζει για τους πραγματικούς στόχους αυτής τής, σε απευθείας σύνδεση, καταστροφής: Είναι μόνο ο φανατισμός και η βαρβαρότητα τα κίνητρα αυτής της λεηλασίας; “Η υπάρχει και κάτι άλλο, περισσότερο κυνικό, ακριβώς επειδή δεν αποτελεί αποτέλεσμα άγνοιας – χωρίς φυσικά αυτό να αθωώνει εκείνους που κάνουν τη βρώμικη δουλειά – αλλά συνειδητής επιλογής στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πλαισίου οικονομικών, κατά βάση, και γεωπολιτικών, κατ” επέκταση, συμφερόντων;
Πριν λίγες μέρες, η γενική διευθύντρια της UNESCO, Ιρίνα Μπόκοβα, δήλωσε χωρίς περιστροφές, ότι το «Ισλαμικό Κράτος» επιδίδεται στην Συρία σε αρχαιολογική λεηλασία «βιομηχανικής» κλίμακας.
Τόσο οι δορυφορικές εικόνες όσο και η παρουσία πάρα πολλών αρχαίων αντικειμένων σε παράνομες αγορές μαρτυρούν «λεηλασία σε βιομηχανική κλίμακα», μέσω «χιλιάδων παράνομων αρχαιολογικών ανασκαφών», υπογράμμισε η Μπόκοβα στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στη Σόφια για το θέμα αυτό.
«Ο περιορισμός του παράνομου εμπορίου αντικειμένων τέχνης είναι αυτή τη στιγμή η προτεραιότητα νούμερο ένα», πόσω μάλλον που «χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση των εξτρεμιστών», υπογράμμισε η γενική διευθύντρια της UNESCO, η οποία κάλεσε τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα, «να ενισχύσουν τη νομοθεσία τους ώστε να σταματήσουν το παράνομο αυτό εμπόριο».
Σε τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου – και μασκαρεμένης ιμπεριαλιστικής επέμβασης συμπληρώνουμε εμείς – έχουν λεηλατηθεί ή/και καταστραφεί περισσότερα από 900 μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι λένε οι αρμόδιες συριακές αρχές.
Τον περασμένο Αύγουστο η φρίκη συμπληρώθηκε με τη δολοφονία του 82χρονου αρχαιολόγου, ανασκαφέα της Παλμύρας, Χάλεντ αλ-Ασααντ και το κρέμασμα του κατακρεουργημένου σώματός του σε δημόσια θέα.

Για τον διευθυντή αρχαιοτήτων της Συρίας, Maamun Abdulkarim, το ISIS δεν προσπαθεί απλά να εξαφανίσει τα τεκμήρια της ιστορίας της χώρας, αλλά «μια ολόκληρη σελίδα της ιστορίας της ανθρωπότητας» λόγω της σημασίας που αυτά έχουν για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Πρόσθεσε μάλιστα κάτι το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση αυτού που συμβαίνει στην Συρία, αλλά και όσων συνέβησαν στην πολιτιστική κληρονομιά του Αφγανιστάν και του Ιράκ: «Το ISIS καταστρέφει συστηματικά την πολιτιστική κληρονομιά, όχι μόνο επειδή είναι αντίθετη με τις πεποιθήσεις τους, αλλά και επειδή «είναι μια πηγή χρηματοδότησης των εξτρεμιστικών ομάδων».
Ας κρατήσουμε εδώ και τη σημείωσή του, διότι θα τη συναντήσουμε παρακάτω, ότι οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία καταστρέφονται και επειδή μετατρέπονται από το ISIS σε στρατόπεδα.
Λίγο νωρίτερα αυτόν το μήνα και μετά την ανατίναξη δύο σπουδαίων ναών στην αρχαία Παλμύρα, η βρετανική εφημερίδα «Indepentent» δημοσίευσε ένα άρθρο του διάσημου Βρετανού πολεμικού ανταποκριτή στη Μέση Ανατολή, Ρόμπερτ Φισκ, με το οποίο αναρωτιόταν «γιατί το ISIS αφανίζει τα σημαντικότερα μνημεία της αρχαίας Ιστορίας στο Ιράκ και στη Συρία».
Αναζητώντας την απάντηση έδωσε το λόγο σε μία ειδικό, την Γαλλολιβανέζα αρχαιολόγο Ζοάν Φαρχάλκ, η οποία υποστηρίζει πως οι σκοταδιστές του «Ισλαμικού Κράτους» καταστρέφουν ολοσχερώς σημαντικά ιστορικά μνημεία για να αφανίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία των λεηλασιών που πραγματοποιούν.
Στην πραγματικότητα – πέρα από τον φανατισμό και την ιδεοληψία -, για να εξαφανίσουν τα ίχνη της αρχαιοκαπηλίας.
Ακριβώς δηλαδή αυτό που είπε και ο Maamun Abdulkarim πιο πάνω.
Εκτός από εδάφη και μαχητές, συνέχιζε το άρθρο, το «χαλιφάτο» της οργάνωσης που πλέον ελέγχει τεράστιες εκτάσεις του Ιράκ και της Συρίας, έχει ανάγκη και από χρήματα, πολλά από τα οποία προέρχονται από το λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων.
Γνωρίζοντας πως η ζήτηση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, είναι μεγάλη, κάθε φορά που οι τζιχαντιστές καταλαμβάνουν περιοχές όπου υπάρχουν σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία, αρχικά σπεύδουν να αποσπάσουν αγάλματα, ψηφιδωτά και οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποσπαστεί και να πωληθεί ενώ αφότου ολοκληρωθεί η παράνομη πώληση των όποιων πολύτιμων αρχαιολογικών αγαθών, ανατινάζουν τους ναούς ή τα κτίρια από τα οποία τα απέσπασαν.
«Αρχαιότητες από την Παλμύρα πωλούνται ήδη στο Λονδίνο. Υπάρχουν αντικείμενα από τη Συρία και το Ιράκ τα οποία δεν βρίσκονται πλέον στην Τουρκία αλλά στην Ευρώπη. Αυτές οι καταστροφές αποκρύπτουν τα εισοδήματα του ISIS αλλά και την έκταση της κλοπής. Καταστρέφουν τα αποδεικτικά στοιχεία και, κατ” επέκταση, κανένας δεν γνωρίζει ούτε τι αποσπάστηκε, ούτε τι καταστράφηκε», εξήγησε η Γαλλολιβανέζα αρχαιολόγος.
Η Ζοάν Φαρχάλκ άρχισε να ασχολείται με τις αρχαίες πόλεις της Μέσης Ανατολής το 2003, έπειτα από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, καταγράφοντας τα λεηλατημένα αρχαιολογικά μνημεία της Σαμάρα (η οποία υπήρξε πρωτεύουσα του χαλιφάτου των Αββασιδών) ενώ από το 2011, η αρχαιολόγος, η οποία πλέον χαρακτηρίζει τη δουλειά της «σπουδή της καταστροφής αρχαιοτήτων σε καιρό πολέμου» καταγράφει τις εκτεταμένες καταστροφές που υπέστησαν τζαμιά και ιστορικές αγορές (σουκ) στο Χαλέπι και τη Χομς.
«Το ISIS μαθαίνει από τα λάθη του. Όταν ξεκίνησε να καταστρέφει αρχαιότητες στο Ιράκ και τη Συρία, χρησιμοποιούσε σφυριά και βαρέα μηχανήματα, καταστρέφοντας γρήγορα τα πάντα μπροστά από την κάμερα. Ανατίναξε την (αρχαία) Νιμρούντ μέσα σε μία ημέρα. Αλλά η κινηματογραφική καταγραφή είχε διάρκεια 20 δευτερόλεπτα. Δεν ξέρω πόσων ανθρώπων την προσοχή θα μπορούσε να τραβήξει με ένα τόσο σύντομο βίντεο. Τώρα όμως το ISIS ούτε καν ισχυρίζεται πως καταστρέφει έναν αρχαιολογικό χώρο αλλά αφήνει τις ομάδες προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον ΟΗΕ να το ανακοινώσουν», λέει η Φαρχάλκ.
«Ξεκίνησαν με τις εκτελέσεις Σύρων στρατιωτών στο ρωμαϊκό θέατρο. Στη συνέχεια έδειξαν τους ρωμαϊκούς κίονες ζωσμένους με εκρηκτικά. Μετά αποκεφάλισαν το συνταξιούχο διευθυντή αρχαιοτήτων Χαλέντ αλ Ασάαντ. Έπειτα ανατίναξαν τον Ναό του Βάαλ και όλοι αναφώνησαν “Ωχ, Όχι –τι έχει σειρά; Ο Ναός του Μπελ!. Οπότε έκαναν ακριβώς αυτό. Ανατίναξαν τον Ναό του Μπελ», σημείωσε και πρόσθεσε:
Όσο περισσότερο διαρκεί η καταστροφή τόσο περισσότερο αυξάνονται οι τιμές στις διεθνείς αγορές αρχαιοτήτων.

Τα παραπάνω θα αρκούσαν για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το πώς ο ιμπεριαλισμός δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο από τα «παρελκόμενα» των επεμβάσεών του.
Την ώρα που η UNESCO καλεί τη διεθνή κοινότητα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ ουσιαστικά, να «πάρουν μέτρα» για το εμπόριο των αρχαιοτήτων της Συρίας, αποδεικνύεται ότι ακριβώς η Ευρώπη και οι ΗΠΑ είναι οι κατεξοχήν πελάτες του γιγαντιαίου μηχανισμού της αρχαιοκαπηλείας.
Δεν είναι η πρώτη φορά. Δεν θα είναι, δυστυχώς, η τελευταία. Έχει ξανασυμβεί. Η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς των κατακτημένων λαών από τους ναζί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αλλά υπάρχουν και πιο πρόσφατα και μάλιστα όχι από φανατισμένες, θρησκόληπτες ορδές, αλλά από τα στρατεύματα της «πολιτισμένης» Δύσης.

Το παράδειγμα του Ιράκ

Τον Μάϊο του 2003, δύο μήνες μετά την ιμπεριαλιστική επίθεση στο Ιράκ και ενώ ο πλανήτης «βούιζε» τόσο για το αίμα, όσο και για τη λεηλασία και καταστροφή της πάμπλουτης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, ο συνταγματάρχης των πεζοναυτών, Μάθιου Μπογκντάνος, δήλωνε ότι περισσότερα από 950 αντικείμενα που είχαν κλαπεί στα μέσα Απριλίου από το μουσείο της Βαγδάτης έχουν «ανακτηθεί».
Ο συνταγματάρχης, ο οποίος το 2008 μίλησε και σε συνέδριο της UNESCO στην Αθήνα για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών(!) είχε αναλάβει «να διερευνήσει τη λεηλασία του μουσείου και να καταγράψει τις ζημιές». Πολύ γρήγορα «διαπίστωνε» ότι οι πληροφορίες που κάνουν λόγο για 170.000 κλεμμένα αντικείμενα κατά τη λεηλασία του μουσείου είναι «υπερβολικές».

Ήταν η πρώτη εμφάνιση του προπαγανδιστικού «δικτύου» των Αμερικανών σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αντιστρέψουν πλήρως την πραγματικότητα: «Εκατοντάδες (σ.σ. αντικείμενα) παραδόθηκαν από Ιρακινούς πολίτες που θέλησαν να τα θέσουν υπό την προστασία των αμερικανικών δυνάμεων έως την εκλογή μιας νόμιμης ιρακινής κυβέρνησης», δήλωνε ο συνταγματάρχης σε μια «κλασική» περίπτωση εφαρμογής της γνωστής παροιμίας για τους «λύκους» που «φυλάνε» τα «πρόβατα».
Τον Ιούνιο του 2003, η κατοχική διοίκηση των ΗΠΑ θεώρησε το ζήτημα των αρχαιολογικών λεηλασιών …«λήξαν». Μάλιστα, λίγο αργότερα, έκανε και …«επανέκθεση» στο Μουσείο της Βαγδάτης, υποστηρίζοντας πως η λεηλασία δεν ήταν του «μεγέθους» που εμφανίστηκε. Παράλληλα, την ίδια περίοδο έγιναν και άλλες «ανευρέσεις» και επιστροφές κλεμμένων αντικειμένων.
Τον Ιανουάριο του 2005, οι αμερικανικές τελωνειακές υπηρεσίες επέστρεψαν στον «πρεσβευτή» του Ιράκ στον ΟΗΕ, τρεις σφραγίδες από μάρμαρο κι αλάβαστρο, ηλικίας 4.000 ετών, που κλάπηκαν από το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ και κατασχέθηκαν από έναν …Αμερικανό καθηγητή(!) σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή. Τότε, ο «πρεσβευτής» Σαμίρ Σουμαντάιε, σε συνέντευξη Τύπου στα γραφεία της Υπηρεσίας Τελωνείων και Μετανάστευσης, έλεγε ότι «τη στιγμή που πολλές ανταποκρίσεις μέσων ενημέρωσης για το Ιράκ είναι αρνητικές και καταθλιπτικές, είναι μεγάλη η ευχαρίστηση να επισφραγίζουμε αυτό το σημαντικό, θετικό γεγονός» και «διαβεβαίωνε, πως περίπου τα μισά από τα κλαπέντα αντικείμενα από το Μουσείο της Βαγδάτης έχουν «επανακτηθεί».
«Ελεύθερη (αρχαιοκαπηλική) αγορά»!
Όμως, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Το 2003 δημοσιεύθηκε έκθεση του Βρετανού αρχαιολόγου Τζον Κέρτις η οποία αποδείκνυε ότι τα πολωνικά στρατεύματα στο Ιράκ κατέστρεψαν την αρχαία πόλη της Βαβυλώνας, μετατρέποντάς τη σε στρατόπεδο 2.000 στρατιωτών, με εγκαταστάσεις πυρομαχικών και καυσίμων, συνεχή διέλευση βαρέων οχημάτων και κατασκευή οχυρωματικών έργων.
Δεν θυμίζει την πρακτική του ISIS που κατήγγειλε ο Abdulkarim;

Τον Απρίλιο του 2008, ο σύμβουλος του ιρακινού «υπουργείου Τουρισμού και Αρχαιοτήτων», Δρ. Μπαχάα Μαγιάχ, κατήγγειλε ευθέως ότι ο αμερικανικός στρατός έχει προκαλέσει σοβαρές καταστροφές σε μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας περιοχές και επιτρέπει σε Αμερικανούς αρχαιοπώλες να εμπορεύονται ελεύθερα θησαυρούς που έχουν κλαπεί από το Ιράκ. Επιπλέον, αυτά τα είπε σε συνέντευξή του στο Λονδίνο όπου συναντήθηκε με αρχαιολόγους από το Βρετανικό Μουσείο και άλλα μουσεία.
Οι δηλώσεις του Μαγιάχ έκαναν το γύρο του κόσμου, όχι αδίκως. Διότι, εκτός των όσων είπε, παρουσίασε και μια σειρά αεροφωτογραφιών που αποδεικνύουν τις καταστροφές που έχουν προκληθεί στους αρχαιολογικούς χώρους της Βαβυλώνας, του Ουρ, του Κις και αλλού, από τις κατοχικές δυνάμεις. Το στέλεχος του κατοχικού καθεστώτος είπε ότι η αρχαιοκαπηλεία «έχει ενταθεί μετά το 2003» (σ.σ. δηλαδή μετά την εισβολή). Η «περιοχή μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη θεωρείται ως «λίκνο του πολιτισμού», εκεί επινοήθηκε η γραφή και είχε βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των αρχαιοκαπήλων όμως το πρόβλημα επιδεινώθηκε μετά την εισβολή των Αμερικανών, που προκάλεσε σοβαρό κενό σε θέματα ασφάλειας» συνέχισε, αφήνοντας εμφανώς να εννοηθεί ποιος ανέχεται – αν μη τι άλλο – αυτή την κατάσταση.
Πρόσθεσε ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους έχουν καταστρέψει – ενίοτε ανεπανόρθωτα – πολλές αρχαιολογικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχαίας Βαβυλώνας, δημιουργώντας πάνω τους βάσεις, χρησιμοποιώντας βαρύ εξοπλισμό, σκάβοντας τάφρους και άλλα οχυρωματικά έργα, ισοπεδώνοντας παράλληλα τα αρχαία.
Μάλιστα, η Ελίζαμπεθ Στόουν, καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο «Stony Brook» της Νέας Υόρκης πρόσθεσε ότι κυρίως η Βαβυλώνα ήταν «στην καρδιά του στρατοπέδου» που οι ΗΠΑ, και πιο πριν η πολωνική στρατιωτική διοίκηση, οργάνωσαν λίγο μετά από την εισβολή του Ιράκ το 2003. Η ίδια παρουσίασε δορυφορικές φωτογραφίες από τις καταστροφές και σημείωσε, ότι αν και οι Πολωνοί εγκατέλειψαν εδώ και καιρό το στρατόπεδο, ωστόσο «η ζημιά έχει γίνει» και μέσω της μόλυνσης των συνθετικών υλών και λόγω της αφαίρεσης τμήματος του αρχαίου αναχώματος, με αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμες αρχαιολογικές πληροφορίες. Επιπλέον, μια αρχαιολογική περιοχή των χρόνων του Βαβυλώνιου βασιλιά Χαμουραμπί, μερικά χιλιόμετρα μακριά από την αρχαία πόλη της Ουρ, «ισοπεδώθηκε» και «εξαλείφθηκε εντελώς» από τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ.
Ο Μαγιάχ κατήγγειλε, επίσης, ότι «σε όλες τις ΗΠΑ βλέπουμε αρχαιοπώλες να εμπορεύονται τις αρχαιότητες χωρίς να λαμβάνεται κανένα μέτρο», σημειώνοντας ότι είναι αδύνατο για το Ιράκ να αποδείξει ότι αυτοί οι θησαυροί τού ανήκουν, αφού προέρχονται από παράνομες ανασκαφές.
Το μόνο «θετικό» που βρήκε να πει για τους ιμπεριαλιστές είναι ότι οι αμερικανικές δυνάμεις άρχισαν εσχάτως… να «συμβουλεύονται το υπουργείο Τουρισμού και Αρχαιοτήτων πριν δημιουργήσουν βάσεις, ώστε να αποφεύγονται οι καταστροφές», αλλά επισήμανε ότι ήδη είναι σημαντικές οι συνέπειες στους αρχαιολογικούς χώρους από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Αμερικανών.

Από όσα καταγγέλθηκαν δημοσίως εκείνη την περίοδο προέκυπτε ότι οι μεγαλύτερες λεηλασίες που έγιναν μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ ήταν πολύ καλά σχεδιασμένες ενέργειες, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στο στόχαστρο των αρχαιοκάπηλων βρέθηκαν τοποθεσίες που είχαν σημασία για συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και όπου υπήρχαν πολύτιμα ευρήματα, όπως νομίσματα και σφραγιδόλιθοι.
Η στοχευμένη λεηλασία συνεχίζεται στο Ιράκ.
Σύμφωνα με τον Μαγιάχ, οι δύο βασικοί δρόμοι από τους οποίους οι αρχαιότητες βγήκαν από το Ιράκ ήταν μέσω της Ιορδανίας, της Δυτικής Όχθης και του Ισραήλ και μέσω των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Ντουμπάι και των γειτονικών χωρών. Και στις δύο περιπτώσεις προορισμός των αρχαιοτήτων ήταν η Ευρώπη. «Η Αμερική συνεργάζεται και ταυτόχρονα… δε συνεργάζεται με το Ιράκ (σ.σ. στις επιστροφές των αρχαιοτήτων). Είμαστε ευγνώμονες για την επιστροφή του αγάλματος της Εντεμένα (2.430 χρόνων) αλλά την ίδια στιγμή βλέπουμε τους «δημοπράτες» ανά τις ΗΠΑ να εμπορεύονται τις αρχαιότητές μας. Και κανέναν μέτρο δεν έχει ληφθεί».
Ο «εμπορικός δρόμος» της «μαύρης αγοράς» ξεκινά από τον Κόλπο και φτάνει στη Βρετανία, όπου ένα νομικό «παραθυράκι» τούς επιτρέπει να αποκτήσουν άδειες εξαγωγής από τις «ελεύθερες ζώνες» των λιμανιών. Με αυτήν την άδεια ουσιαστικά «κερδίζουν» την «ιδιοκτησία» των κλεμμένων αντικειμένων, οπότε πέφτει στους ώμους των Ιρακινών να αποδείξουν ότι προέρχονται από το Ιράκ!

Τι έγινε στο Αφγανιστάν

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Καμπούλ του Αγφανιστάν ήταν ένα από τα «σύμβολα» της «συμπόνοιας» και της «θλίψης» της Δύσης για την πολιτιστική κληρονομιά των χωρών τις οποίες ισοπέδωνε.
Ανεξάρτητα από το τί πιστεύει κανείς για την εμπλοκή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν, αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι με την πτώση του φιλοσοβιετικού καθεστώτος το 1989 – ήταν τότε που στην Καμπούλ οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ντυμένες όπως και σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα πριν οι Αμερικανοί ξαναφέρουν την μπούργκα και εκτοξεύσουν την παραγωγή οπίου στα ύψη – και την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων, η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Καμπούλ αποτέλεσαν αντικείμενα εκτεταμένων λεηλασιών και καταστροφών.
Σε δεκάδες χιλιάδες ανέρχονται τα αντικείμενα που κλάπηκαν. Υπολογίζεται ότι το 70% της συλλογής της – περίπου 70.000 κομμάτια – χάθηκε σε λεηλασίες. Και τώρα η προπαγάνδα: «Με τη βοήθεια των ξένων κυβερνήσεων, περίπου 9.000 από αυτά τα αντικείμενα έχουν ανακτηθεί μέχρι στιγμής από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γερμανία και αλλού» πανηγύριζαν τα διεθνή πρακτορεία.. Η …«πρώτη δόση» με την επιστροφή 1.500 αντικειμένων έγινε το 2009.
Η «πρωτοφανής» «ικανότητα» των αστυνομικών υπηρεσιών της Δύσης στο «χτύπημα» της αρχαιοκαπηλίας… ειδικά σε ό,τι αφορά στο Αφγανιστάν ίσως να σχετίζεται και με το ότι πλήθος πολιτιστικών θησαυρών του Αφγανιστάν «βρέθηκαν» να αποτελούν το γνωστό τότε και ως «εξόριστο μουσείο» της χώρας που στεγαζόταν στο …Μπούμπεντορφ της Βόρειας Ελβετίας! Με την ΟΥΝΕΣΚΟ το 2006 να «εκτιμά» ότι θα μπορούσαν από τότε να επιστρέψει στην Καμπούλ!
Το «εξόριστο Μουσείο» του Αφγανιστάν στεγαζόταν στο Μπούμπεντορφ της βόρειας Ελβετίας (κοντά στη Βασιλεία) από το 1998, που άρχισαν να βγαίνουν στο εξωτερικό οι θησαυροί της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, για να μην καταστραφούν στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ των Ταλιμπάν και της «Βόρειας Συμμαχίας». Η διαδικασία της «φυγάδευσης» διήρκεσε έως το 2001.
Οι πραγματικά όμως αρπαγμένοι θησαυροί βρίσκονται προφανώς σε προθήκες στα σαλόνια κλεπταποδόχων – «συλλεκτών» – ίσως και μουσείων…


μουσείο στο Ιράκ





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου