Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουλίου 23, 2024

Wilhelm Reich: Τα Παιδιά του Μέλλοντος


Children of the future  (5)


Πάντα, αγαπούσα τα μωρά, τα παιδιά και τους νέους, κι αυτά το ίδιο πάντα μ' αγαπούσαν και μ' ένιωθαν. Τα μωρά μου χαμογελούσαν γιατί είχα μαζί τους μια βαθιά επαφή και, παιδιά δυο και
τριών χρόνων γίνονταν σκεφτικά και σοβαρά μόλις με κοίταζαν. Είθε η μοίρα και ο μεγάλος ωκεανός της ζωντανής ενέργειας, απ' όπου ήρθαν κι όπου αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουν, να τους ευλογήσουν με ευτυχία, ευδαιμονία κι ελευθερία στη ζωή τους. Ελπίζω να 'χω συμβάλλει κι εγώ αρκετά στη μελλοντική τους ευτυχία.



«Παιδιά της μελλοντικής εποχής.
Διαβάζοντας αυτό το φύλλο της οργής να ξέρετε πως,
σε παλιότερά σας χρόνια, ο Ερωτας ο Γλυκός λογιάζονταν για κρίμα» Γουίλλιαμ Μπλέηκ

«Πάντα, σ’ όλη μου τη ζωή, αγαπούσα τα μωρά, τα παιδιά και τους νέους, κι αυτά το ίδιο πάντα μ’ αγαπούσαν και μ’ ένιωθαν. Τα μωρά μου χαμογελούσαν γιατί είχα μαζί τους μια βαθιά επαφή και, πολλές φορές, παιδιά δυο και τριών χρόνων γίνονταν σκεφτικά και σοβαρά μόλις με κοίταζαν. Ήταν αυτό ένα από τα μεγάλα και ευτυχή προνόμια που είχα στη ζωή μου, και θέλω να εκφράσω κατά κάποιο τρόπο την ευγνωμοσύνη μου για τούτη την αγάπη που μου χάρισαν οι μικροί μου φίλοι. Είθε η μοίρα και ο μεγάλος ωκεανός της ζωντανής ενέργειας, απ’ όπου ήρθαν κι όπου αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουν, να τους ευλογήσουν με ευτυχία, ευδαιμονία κι ελευθερία στη ζωή τους. Ελπίζω να ‘χω συμβάλλει κι εγώ αρκετά στη μελλοντική τους ευτυχία» Wilhelm Reich

“Αυτά τα όμορφα, άδολα και χαρούμενα πλάσματα, τα μωρά. πώς άραγε γίνονται σαν κι εμάς, άνθρωποι ανασφαλείς, μπερδε­μένοι, ανίκανοι να ζήσουν μαζί αρμονικά, άνθρωποι που γυρεύ­ουν τα υπέρμετρα πλούτη, την περισσή εξυπνάδα, τη ζηλευτή ομορφιά, την παγκόσμια φήμη, όποια κι αν είναι αυτή, άνθρωποι που αναζητούν κάποτε το Θεό (που κάπου μοιάζει να είναι κρυμμένος) και ελπίζουν να μην τους μοιάσουν τα παιδιά τους:Γεννιόμαστε άγγελοι και γινόμαστε απολωλότα πρόβατα. Κι όπως μαθαίνουμε διαβάζοντας τους παλιότερους, έτσι γινόταν πάντα. Πώς γίνεται αυτό; Γιατί εμείς οι άνθρωποι, που είμαστε από κάθε άποψη τα πιο νοήμονα από όλα τα ζώα, δεν καταφέρ­νουμε να συνειδητοποιήσουμε αυτό που κάθε σκύλος, φάλαινα ή ποντίκι αυτόματα γνωρίζει – ότι είναι μέρος της φύσης ή ότι πρέπει να συνεργάζεται μαζί της, να υπακούει στους νόμους της; Γιατί αποξενωνόμαστε από τη ζωή; Ποιο είναι το λάθος μας; Ποιο είναι το λάθος μας στον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας;”

Ο Ράιχ πάντα έθετε ερωτήματα σαν κι αυτά. Ήταν από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους που μπορούν και βγαίνουν έξω από τον πολιτισμό τους για να τον εξετάσουν με αμερόληπτη ματιά. Αυτό το βιβλίο περιέχει ένα μέρος από το τεράστιο έργο του Ράιχ σχετικά με την ανθρώπινη παθολογία. Αποτελείται από μελέτες, που έγιναν ανάμεσα στα 1926 και 1952, για τις βλάβες που προκαλούμε στα παιδιά μας όταν καταστέλλουμε τις φυσι­κές τους παρορμήσεις, μερικές από τις οποίες είναι σεξουαλικές. Το ενδιαφέρον που έχουν αυτές οι μελέτες είναι κάθε άλλο παρά εφήμερο. Μέσα σ’ ένα κόσμο όπου τα έθνη ετοιμάζουν την εξόντωσή τους, τη δική τους και ολόκληρου του πλανήτη, για να επιβάλουν αποφασιστικά τις διάφορες ιδεολογικές τους από­ψεις, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να μελετάμε με ζήλο καθετί που μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πώς βρεθή­καμε σ’ αυτή την τρομακτική θέση.

Η Πηγή του Ανθρώπινου “Οχι”

Όταν ένα παιδί γεννιέται, βγαίνει μέσα από μια ζεστή μήτρα θερμοκρασίας 37 βαθμών σ” ένα περιβάλλον 18-20 βαθμών. Το σοκ της γέννησης … μεγάλο κακό. Μα θα μπορούσε να το αντέξει αν δεν γίνονταν τα υπόλοιπα. Μόλις βγει έξω, το σηκώνουν από τα πόδια και το χτυπούν στα πισινά. Το πρώτο καλωσόρισμα είναι ένα χαστούκι και το επόμενο, το παίρνουν από τη μητέρα– σωστά; Το παίρνουν από τη μητέρα. Θέλω να προσέξετε εδώ πέρα. Είναι κάτι που, ύστερα από εκατό χρόνια, θα φαίνεται απίστευτο. Το παίρνουν από τη μητέρα. Η μητέρα δεν πρέπει ούτε ν’ αγγίξει ούτε να δει το μωρό. Το μωρό που είχε επί εννιά μήνες σωματική επαφή σε πολύ υψηλή θερμοκρασία – πεδιακή δράση μεταξύ των δύο σωμάτων, ζέστη και θερμότητα – τώρα δεν έχει καμιά σωματική επαφή. Επίσης, πριν από έξι-έφτά χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι καθιέρωσαν κάτι άλλο– την περιτομή. Δεν ξέρω για ποιο λόγο– αυτό παραμένει ακόμα ένα αίνιγμα.

Πάρτε το καημένο το πέος, εντάξει; Πάρτε κι ένα μαχαίρι κι αρχίστε να κόβετε κι όλοι λένε πως δεν πονάει. Όλο λένε, «Όχι, δεν πονάει». Το καταλαβαίνετε; Αυτό, φυσικά είναι μια πρόφαση, ένα πρόσχημα. Λένε ότι τα έλυτρα των νεύρων δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα, κι ότι δεν έχει αναπτυχθεί ούτε η αίσθηση των νεύρων και ότι, το παιδί δε νιώθει απολύτως τίποτα. Μα αυτό λέγεται δολοφονία. Η περιτομή είναι από τα χειρότερα που μπορούν να γίνουν στα παιδιά. Όσο για το τι απογίνονται αυτά, δεν έχετε παρά να τους ρίξετε μια ματιά. Δεν μπορούν να σας μιλήσουν παρά μόνο να κλάψουν. Δεν μπορούν παρά να ζαρώσουν, να μαζευτούν, να αποτραβηχτούν στον εαυτό τους, μακριά απ” αυτό τον άσχημο κόσμο. Τα λέω πολύ ωμά αλλά σίγουρα καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.

Να, λοιπόν, ποιο είναι το καλωσόρισμα: η απομάκρυνση από τη μητέρα– η μητέρα δεν πρέπει να δει το μωρό. Για είκοσι τέσσερις ως σαράντα οκτώ ώρες, φαΐ τίποτα– σωστά; Κόψιμο του πέους, και ύστερα έρχεται το χειρότερο: το καημένο το παιδί, το μωρό, πασχίζει συνέχεια να τεντωθεί, να βρει κάποια ζεστασιά, από κάπου να πιαστεί. Πλησιάζει τη μητέρα κι αγγίζει τα χείλη του στη μητρική θηλή· τι γίνεται τότε; Η θηλή είναι κρύα ή δεν ορθώνεται ή δε βγάζει γάλα ή το γάλα της είναι κακό κι αυτό είναι κάτι πολύ συνηθισμένο, δεν είναι μια περίπτωση στις χίλιες. Είναι κάτι γενικό, συνηθισμένο. Τι κάνει, λοιπόν, αυτό το μωρό; Πως αντιδρά σ’ αυτό; Πως μπορεί ν’ αντιδράσει βιοενεργειακά; Δεν μπορεί να ‘ρθει και να σας πει: «Άκου, υποφέρω πολύ, πάρα πολύ».

Δε λέει «όχι» με λόγια που να τα καταλαβαίνετε, αλλά πάντως η συγκινησιακή του κατάσταση αυτή είναι. Και εμείς οι οργονομιστές το γνωρίζουμε. Το ανακαλύπτουμε στους ασθενείς μας. Το ανακαλύπτουμε στη συγκινησιακή τους δομή, στη συμπεριφορά τους κι όχι στα λόγια τους. Οι λέξεις δεν μπορούν να το εκφράσουν.Εδώ, από το πρώτο κιόλας ξεκίνημα, αρχίζει να αναπτύσσεται το μίσος.Εδώ αρχίζει να αναπτύσσεται, το «όχι», το μεγάλο «ΟΧΙ» της ανθρωπότητας … κι ύστερα ρωτάτε γιατί άραγε ο κόσμος έχει τέτοια χάλια.

Η μοίρα του ανθρώπινου γένους θα διαμορφωθεί από τη χαρακτηροδομή των Παιδιών του Μέλλοντος. Οι μεγάλες απο­φάσεις βρίσκονται στα χέρια τους και στις καρδιές τους. Αυτά θα αναλάβουν να βάλουν σε τάξη το χάος αυτού του εικοστού αιώνα κι αυτό είναι κάτι που μας αφορά, εμάς που σήμερα ζούμε μέσα σ” αυτό το μεγάλο χάος. Τον περασμένο αιώνα οι γονείς και οι παππούδες μας προσπά­θησαν πολλές φορές να διαπεράσουν το τείχος του κοινωνικού κακού με κάθε είδους κοινωνικές θεωρίες, πολιτικά προγράμμα­τα, μεταρρυθμίσεις, ψηφίσματα και επαναστάσεις και όλες τις φορές απέτυχαν οικτρά. Όλες οι προσπάθειες για βελτίωση της τύχης του ανθρώπου απέτυχαν. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι, με κάθε νέα προσπάθεια, η αθλιότητα γινόταν ακόμα βαθύτερη και η εμπλοκή ακόμα χειρότερη. Η σημερινή γενιά, δηλαδή εκείνοι που βρίσκονται σήμερα σε ώριμη ηλικία, από τριάντα ως εξήντα χρόνων, κληρονόμησαν τη σύγχυση και μάταια προσπάθησαν να την αποφύγουν.

Ορισμένοι μπόρεσαν και όρθωσαν το κεφάλι τους πάνω από το χάος άλλοι παρασύρθηκαν από τη δίνη δίχως ποτέ να ξαναβγούν στην επιφάνεια. Με άλλα λόγια, στην προσπάθεια μας να δημιουργήσουμε ένα νέο προσανατολισμό στη ζωή, αποτύχαμε οικτρά. Το παρελθόν βάρυνε πάνω μας πάρα πολύ. Προσπαθήσαμε απεγνωσμένα να πηδήξουμε προς την ελευθερία μ’ αλυσοδεμένα πόδια, και πέσαμε η γενιά μας δε θα τα καταφέρει να σηκωθεί ποτέ. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά ελπίδα; Υπάρχει. Ελπίδες υπάρ­χουν πολλές, φτάνει μόνο να επιστρατεύσουμε το θάρρος και την ευθύτητα που χρειάζονται για να παραδεχτούμε την οικτρή αποτυχία μας. Τότε και μόνο τότε Θα ξέρουμε που και πως μπορούμε να επέμβουμε για να ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ.

Μπορούμε να βοηθήσουμε φτάνει να αναγνωρίσουμε τις τερά­στιες ελπίδες που υπόσχεται μια εντελώς νέα και άγνωστη ως τώρα κοινωνική εξέλιξη που μόλις έκανε την εμφάνισή της, το “Οργονικό Ινστιτούτο” στο Φόρεστ Χιλς της Νέας Υόρκης για το παιδί – που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1946, λίγο μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Το σχέδιο καταστρώθηκε μέσα σε μια περίοδο δέκα χρόνων, από το 1939 ως το 1949, οπότε και έγιναν τα πρώτα πρακτικά βήματα για την οργάνωση αυτού του έργου. Η πρώτη προϋπόθεση για να αδράξουμε την ευκαιρία που μας δίνεται μ’ αυτή τη νέα εξέλιξη είναι να συνειδητοποιήσουμε την δική μας λειτουργία. Δεν είμαστε παρά οι μεταφορικοί ιμάντες από ένα κακό παρελθόν σ” ένα καλύτερο μέλλον. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να πούμε στα παιδιά μας πως να φτιάξουν το μέλλον τους, αφού αποδειχτήκαμε ακατάλληλοι να φτιάξουμε το δικό μας παρόν.

Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε, ωστόσο, είναι να πούμε στα παιδιά μας πού και πώς αποτύχαμε και μπορούμε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό, για να απομακρύνουμε τα εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο τους για να φτιάξουν ένα νέο, καλύτερο κόσμο για τον εαυτό τους. Δεν είναι δυνατό να υποστηρίξουμε την «πολιτιστική προσαρ­μογή» των παιδιών μας όταν, εδώ και τριάντα πέντε χρόνια, ο ίδιος αυτός πολιτισμός καταρρέει κάτω από τα πόδια μας. Γιατί να πρέπει να προσαρμοστούν τα παιδιά μας σ’ αυτή την εποχή του πολέμου, των μαζικών φόνων, της τυραννίας και του ηθικού εκφυλισμού;

Δεν είναι δυνατό να ελπίζουμε ότι θα φτιάξουμε ανεξάρτητους ανθρώπινους χαρακτήρες, όταν η αγωγή των παιδιών βρίσκεται στα χέρια των πολιτικών. Δεν πρέπει να παραδίνουμε τα παιδιά μας σε τέτοιο άθλιο τρόπο. Δεν μπορούμε να πούμε στα παιδιά μας τι είδους κόσμο θα χτίσουν ή πρέπει να χτίσουν. Μα μπορούμε να τα εφοδιάσουμε με τέτοια δομή χαρακτήρα και βιολογική δύναμη ώστε να μπορέ­σουν να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις, να βρουν το δικό τους δρόμο, να φτιάξουν το δικό τους μέλλον και το μέλλον των παιδιών τους με ορθολογικό τρόπο.


ΤΟ ΟΡΓΟΝΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΑΚΗ! ΕΡΕΥΝΑΣ (ΟΚΒΕ)

Στις 16 Δεκεμβρίου 1949, σαράντα επαγγελματίες γιατροί, παιδαγωγοί και κοινωνικοί λειτουργοί συναντήθηκαν στο Οργονικό Ινστιτούτο, στο Φόρεστ Χιλς της Νέας Υόρκης, για να συζητήσουν ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα της παιδαγωγικής: τη μελέτη του υγιούς παιδιού. Επιλέχτηκαν ως οι πιο κατάλληλοι γι’ αυτό το έργο ανάμεσα από εκατό περίπου εργαζόμενους στο χώρο της οργονομικής ιατρικής και παιδαγωγικής. Το νέο στοιχείο σ’ αυτό το έργο ήταν ότι η «υγεία» των παιδιών είχε γίνει βασικό πρόβλημα της παιδαγωγικής και ότι ο όρος «υγιές παιδί» δεν είχε ποτέ πριν ξεκαθαριστεί, ούτε και είχε κανείς ποτέ προσπαθήσει να διαφοροποιήσει την υγεία από την αρρώστια στα νεογέννητα μωρά. Η πολυπλοκότητα του όλου έργου θα φανεί καθαρά από τις διαδικασίες και τις εξελίξεις που συνέβησαν κατά τους τρεις πρώτους μήνες της πραγματικής μελέτης του προβλήματος.

Όσοι δεν γνωρίζουν απόλυτα τις πρακτικές πλευρές της πρώτης ανατροφής των παιδιών ίσως να αναρωτηθούν πως και γιατί τα υγιή παιδιά είναι δυνατό να παρουσιάζουν προβλήματα και μάλιστα μεγάλα. Στην απορία αυτή θα απαντήσουν κατηγορηματικά τα ίδια τα γεγονότα. Το σχέδιο καταστρώθηκε μέσα σε μια περίοδο δέκα χρόνων, από το 1939 ως το 1949, οπότε και έγιναν τα πρώτα πρακτικά βήματα για την οργάνωση αυτού του έργου. Το Οργονομικό Κέντρο Βρεφονηπιακής Έρευνας (στο εξής ΟΚΒΕ) συγκροτήθηκε αποκλειστικά σαν ένας ερευνητικός οργανισμός που το ερευνητικό του έργο θα περιοριζόταν στα νεογέννητα μωρά. Τα καθήκοντά του αποσαφηνίστηκαν και περιορίστηκαν με τη μέθοδο του αποκλεισμού:

>Το ΟΚΒΕ δε θα παρείχε κανενός είδους κοινωνικές υπηρεσίες που μπορούσαν να παρασχεθούν από άλλα υπάρχοντα ιδρύματα για τα παιδιά.

>Το ΟΚΒΕ δε θα δεχόταν άρρωστα παιδιά για καθιερωμένη θεραπευτική αγωγή παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η αγωγή αυτή θα παρείχε σημαντικές γνώσεις για τη μελέτη της διαδικασίας της υγείας στα νεογέννητα μωρά.

>Το ΟΚΒΕ δε θα αναλάμβανε να δίνει στους γονείς σεξουαλικές ή γενικότερες συμβουλές παρά μόνο σ’ εκείνους που τα μωρά τους θα περιέρχονταν στη μέριμνά του.

Οι περιορισμοί αυτοί τέθηκαν για τους εξής λόγους:

* Οι καθιερωμένες υπηρεσίες που ήδη παρείχαν άλλα ιδρύματα δε θα έπρεπε να επαναληφθούν αφού αυτό δε θα εξυπηρετούσε το κύριο έργο, που ήταν πάρα πολύ μεγάλο για να επιτρέψει περισπασμούς σε άλλα παιδαγωγικά προβλήματα που σήμερα είναι πολύ γνωστά και αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά.

* Η αποδοχή άρρωστων παιδιών στο ΟΚΒΕ θα έκαναν αμέσως αναγκαία την εξασφάλιση πολλών καλά καταρτισμένων παιδοθεραπευτών και τέτοιοι υπάρχουν πολύ λίγοι. Ακόμα, η υπερίσχυση των μωρών που χρειάζονται θεραπεία σύντομα θα επισκίαζε το κύριο έργο, τη μελέτη του υγιούς παιδιού. Η μελέτη των βιοπαθητικών λειτουργιών των συγκινησιακά ασθενών παιδιών δεν αναμενόταν να δώσει βαθιές γνώσεις γι’ αυτό που συνιστά τη φυσικά δοσμένη υγεία στα μωρά. Κατά την πορεία των τελευταίων τριάντα χρόνων στην εξέλιξη της ψυχιατρικής δεν κατακτήθηκε ούτε μία αποφασιστική άποψη της «υγείας» των παιδιών. Η ελπίδα ότι η μελέτη των βιοπαθητικών λειτουργιών θα κατέληγε σε σωστά συμπεράσματα για την υγιή ανάπτυξη, διαψεύστηκε ολοκληρωτικά. Φαίνεται πως με τη μελέτη της ασθένειας δεν μπορεί να γίνει καμιά προσέγγιση της υγείας. Από την άλλη μεριά, αν η ασθένεια προσεγγιζόταν από την άποψη της φυσικής, υγιούς λειτουργίας και κρινόταν απ’ αυτή τη σκοπιά, θα μπορούσε ίσως να εκτιμηθεί σωστότερα. Έπρεπε, ωστόσο, να προσδιοριστεί η βάση της υγιούς λειτουργίας των νεογέννητων μωρών για να γίνει ασφαλής παράγοντας σύγκρισης για την εκτίμηση της ασθένειας των παιδιών. Ο κοκκύτης και η δυσκοιλιότητα, για παράδειγμα, είναι δοσμένα από τη φύση ή μήπως είναι συνέπειες του πολιτισμού; Κανείς δε μπορεί να πει.

Η κατάρτιση και ο χαρακτήρας των περισσότερων γονέων, γιατρών και παιδαγωγών συνδέονται με τη σημερινή χαρακτηροδομή του ανθρώπου και με τις κοινωνικές απόψεις για την αγωγή των παιδιών. Κανείς δε διαφωνεί με το γεγονός ότι οι συγκινησιακές ασθένειες είναι πολύ διαδεδομένες στους ενήλικες. Ο μέσος γονέας, παιδαγωγός ή γιατρός, σηκώνει το βαρύ φορτίο της λαθεμένης παιδαγωγικής αυτού του αιώνα που διαιωνίζει την απόλυτη άγνοια για την παιδική ηλικία. Οι δομικές στρεβλώσεις του χαρακτήρα των γονέων, των γιατρών και των παιδαγωγών μεταδίδονται αυτόματα στην επόμενη γενιά. Έτσι αναπαράγεται ακατάπαυστα ένα λαθεμένο είδος κοινής γνώμης για την αγωγή των παιδιών και, μαζί μ’ αυτό, η στρέβλωση των φυσικά δοσμένων ικανοτήτων του νεογέννητου. Το σπάσιμο αυτού του φαύλου κύκλου έμοιαζε να είναι απαραίτητο. Με βάση το σημερινό επίπεδο των γνώσεών μας, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την προσεκτική επιλογή των γονέων, που τα μωρά τους θα παρακολουθούσε και θα αναλάμβανε το ΟΚΒΕ. Η επιλογή των κατάλληλων γονέων θα ήταν η ίδια το πρώτο κύριο πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί.

Προβλήματα των Υγιών Παιδιών στη διάρκεια της Πρώτης Εφηβείας (από τριών έως έξι χρόνων)

Τα προβλήματα που συνεπάγεται η ανατροφή των υγιών παιδιών αντιμετωπίστηκαν από το ξεκίνημα κιόλας του ΟΚΒΕ. Η παρουσίαση ενός ζωηρού και αυθόρμητου εξάχρονου αγοριού θα μπορούσε να είναι μια ευχάριστη εμπειρία για όλους, μια ανάπαυλα από το μόχθο της βιοπαθολογίας. Γιατί, όμως, ένιωθα ανήσυχος και διστακτικός; Ήξερα πως αυτό το έργο απαιτούσε απόλυτη ειλικρίνεια- και υπήρχαν χιλιάδες ειλικρινείς άνθρωποι που είχαν ήδη δείξει την αλήθεια για τα παιδιά, τον έρωτα και τη ζωή, από τον Πεσταλότσι ως τον Φρόυντ, τον Νηλ και τόσους άλλους.

Χιλιάδες ήταν οι ειλικρινείς προσπάθειες που έγιναν για να προσεγγιστεί το βασικό πρόβλημα της αγωγής των παιδιών κι όμως καμιά απ’ αυτές δεν είχε πετύχει. Συνεπώς, δεν έφτανε μόνο η ειλικρίνεια και τα οφθαλμοφανή δεδομένα. Υπήρχε αναμφίβολα κάποιος φραγμός που εμπόδιζε όλες αυτές τις προσπάθειες και που κανείς δεν είχε μπορέσει να ξεπεράσει, η ύπαρξη αυτού του φραγμού δεν είχε ποτέ καν αναφερθεί. Είναι αλήθεια ότι οι συγγραφείς, οι φιλόσοφοι και οι ποιητές είχαν καταγγείλει την αχρειότητα της «ανθρώπινης φύσης» και είχαν περιγράψει την αιώνια πάλη εναντίον του «κακού». Αλλά η ίδια αυτή ανθρώπινη φύση και το κακό φαίνεται πως συλλαμβάνονταν ως έννοιες αμετάβλητες και αιώνιες. Πουθενά δεν υπήρχε κάποια ένδειξη μιας πιθανής σχέσης μεταξύ της λεγόμενης κακής ανθρώπινης φύσης και της οικτρής αποτυχίας κάθε προσπάθειας να προσεγγιστεί αυτό που είναι τόσο ολοφάνερο στη ζωή, τον έρωτα και την παιδική ηλικία.

Τον καιρό εκείνο, πριν από την πρώτη παιδική παρουσίαση, ένοιωθα σα να κοίταζα μέσα από μια πυκνή ομίχλη που έκρυβε την φύση του μεγαλύτερου αινίγματος που αντιμετώπιζε η ανθρωπότητα: Γιατί ποτέ κανείς δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό που ήταν τόσο ολοφάνερο; Ήταν φανερό ότι έτσι έμενε κρυμμένη η λύση του αινίγματος. Μήπως αυτή η ομίχλη δεν ήταν δοσμένη από τη φύση, μήπως δεν ήταν «απλώς» άγνοια, ανθρώπινη φύση ή κακία; Μήπως ήταν ένα προπέτασμα καπνού που είχε εξαπολυθεί ηθελημένα για να θολώσει τη ματιά μας;

Ίσως η «ομίχλη» να είχε κατά κάποιο τρόπο δημιουργηθεί από το φόβο του ανθρώπου για τη ζωή, αλλά πώς; Ποιοι ήταν οι κρίκοι που οδήγησαν απ’ αυτό το φόβο στην πυκνή ομίχλη, που κρεμόταν σαν πέπλο πάνω από καθετί που άξιζε να γνωσθεί; Δεν υπήρχε καμιά άμεση απάντηση. Και δεν είχε νόημα να προσπαθήσει κανείς να διαλύσει την ομίχλη, δίχως να ξέρει τι την προκάλεσε και τι τη διατήρησε εκεί, για να κρύβει τόσες χιλιάδες χρόνια τα αινίγματα της ζωής από τη ματιά του ανθρώπου. Αν αυτή η ομίχλη είχε κάποια σχέση με το φόβο του ανθρώπου για τη ζωή, το φόβο που είχα συναντήσει στους βιοπαθητικούς ασθενείς, τότε αναπόφευκτα αυτό το μίσος του φόβου θα εκδηλωνόταν στην πορεία των γεγονότων, κι ίσως έτσι να φαίνονταν ξεκάθαρα μερικοί από τους συνδετικούς κρίκους ανάμεσα σ’ αυτό και την ομίχλη.

Για να έχουμε ασφαλή αποτελέσματα από τη βρεφονηπιακή μας έρευνα, έπρεπε να μην αφήσουμε την «ομίχλη» να διεισδύσει στο ΟΚΒΕ και να εμποδίσει τις πρώτες σωστές ματιές μας στην καλοκρυμμένη περιοχή. Εδώ φάνηκε χρήσιμη η βιοψυχιατρική μου πείρα. Γνώριζα ότι ο μέσος άνθρωπος χρησιμοποιεί, από καθαρά δομική άποψη, ορισμένες τεχνικές για να ξεφεύγει από καθετί ουσιώδες που αναφέρεται στα προβλήματα της ζωής. Αν ήταν δυνατό να κρατήσουμε μακριά από το ΟΚΒΕ έστω και μερικές από αυτές τις ανθρώπινες τεχνικές φυγής, θα καταφέρναμε έτσι να μπήξουμε ένα καρφί στον ευλύγιστο αλλά συμπαγή τοίχο της ομίχλης που ορθωνόταν μπροστά από ό,τι ήταν τόσο απλό και ολοφάνερο.

Με τα πρώτα αποτελέσματα, όσο μικρά κι αν ήταν, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα μπήξαμε το καρφί ακόμη πιο βαθιά μέσα στον ομιχλώδη, πνιγηρό πέπλο. Όμως, αυτό δεν ήταν παρά μια ελπίδα, και μάλιστα πολύ αμυδρή. Αν ήταν εύκολο να διαπεράσει κανείς την ομίχλη, κάποιος από τις εκατοντάδες των μεγάλων ερευνητών που μόχθησαν γι’ αυτό τα τελευταία τρεις-τέσσερις χιλιάδες χρόνια της μυστικιστικής πατριαρχίας, θα το είχε κιόλας καταφέρει. Εκείνες τις μέρες, πριν από την παρουσίαση, ήμουν πολύ αποθαρρυμένος και είχα πιαστεί με όλη μου τη δύναμη από τα λιγοστά εχέγγυα που είχα στη διάθεση μου για να μην αποτύχω:

1 Έπρεπε να ξεπεράσω το ταμπού που υπήρχε σχετικά με την ελεύθερη και ανοιχτή συζήτηση των ζητημάτων της γεννετησιότητας, όπως είχα κάνει και πριν από είκοσι χρόνια στην Αυστρία και τη Γερμανία. Η παιδική γεννετησιότητα θα αντιμετωπιζόταν το ίδιο ελεύθερα όπως οποιοδήποτε άλλο θέμα.

2. Έπρεπε, επίσης, να ξεπεράσω το ταμπού που υπήρχε κατά του αγγίγματος του ανθρώπινου σώματος όταν επρόκειτο για συγκινησιακά ζητήματα. Οι ψυχαναλυτές είχαν υιοθετήσει με αυστηρότητα αυτό το ταμπού στην παιδαγωγική και την ιατρική, προστατεύοντας έτσι τους εαυτούς τους από τις έντονες συγκινησιακές επιπτώσεις των διαδικασιών της ζωής. Αυτό το ταμπού είχε κιόλας παραμεριστεί από την ιατρική οργονοθεραπεία των ενηλίκων. Τώρα απόμενε να καταργηθεί και από την παιδαγωγική. Οι παιδαγωγοί και οι μητέρες θα έπρεπε να μάθουν να αντιμετωπίζουν το σώμα του μωρού δίχως φόβο και συγκινησιακή αποστροφή. Αυτοί θα έδιναν τις πρώτες παιδαγωγικές βοήθειες.

Πίστευα πάντα πως ο παιδαγωγός, κατά κάποιο τρόπο, δεν είχε κατορθώσει να πάρει τη σωστή του θέση μέσα στο γενικότερο κοινωνικό έργο, από την άποψη του γιατρού ή του ειδικού. Όταν κάποιο παιδί πάθαινε δυσκοιλιότητα, έπρεπε να κληθεί ένας παιδίατρος. Γιατί να μη μπορεί μια μητέρα ή μια νηπιαγωγός να αντιμετωπίσει μια οξεία δυσκοιλιότητα που οφείλεται στη βιοενεργειακή, συγκινησιακή ανάσχεση του περισταλτισμού των εντέρων; Όπως καλούμε στο σπίτι το γιατρό όταν σπάσει κάποιο πόδι, έτσι θα έπρεπε να μπορούμε να καλούμε και τον παιδαγωγό όταν ένα δίχρονο παιδί πάθει ένα παροξυσμό θυμού που η μητέρα δε μπορεί να αντιμετωπίσει.

Ο σημερινός παιδαγωγός γνωρίζει περισσότερα γι’ αυτά τα πράγματα από τον παιδίατρο, που δε μαθαίνει τίποτα γι’ αυτά στην ιατρική σχολή. Η μητέρα και ο παιδαγωγός είναι εκείνοι που από τη φύση τους μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες επείγουσες καταστάσεις. Δε θα ήταν άραγε δυνατό να μάθουν οι μητέρες και οι παιδαγωγοί πώς να διαλύουν μια οξεία ανάσχεση του λαιμού ή του διαφράγματος; Με αυτό τον τρόπο, η χρόνια θωράκιση θα μπορούσε να προλαμβάνεται με επιτυχία από άτομα που βρίσκονται πάντα κοντά στο παιδί.

3. Το άλλο ταμπού που έπρεπε οπωσδήποτε να ξεπεραστεί ήταν η συγκάλυψη των προσωπικών λαθών και αδυναμιών. Δίχως την απόλυτη ειλικρίνεια για τις δικές μας αδυναμίες δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να διαπεράσουμε την ομίχλη. Οι γιατροί ή οι δάσκαλοι που βαδίζουν καμαρωτά στο δρόμο της επαγγελματικής τους ζωής επιδείχνοντας την «τελειότητα» και τα επιτεύγματά τους είναι, για να το πούμε χωρίς περιστροφές, εντελώς άχρηστοι για ένα τέτοιο πρωτοποριακό έργο. Πολύ αμφιβάλλω αν είναι χρήσιμοι έστω και για την καθιερωμένη εργασία τους. Οι συνεργάτες μας θα έπρεπε να πειστούν ότι η αναγνώριση και διευκρίνηση (και όχι η «παραδοχή») των λαθών τους είναι ο μόνος σωστός τρόπος για να τα καταφέρουν καλύτερα στο μέλλον. Και στα λάθη αυτά θα έπρεπε να περιλαμβάνονται και εκείνα που γίνονται στην αγωγή των παιδιών μας. Ένα απ’ αυτά τα παιδιά ήταν και ο Νταίηβιντ, τον οποίο θα παρουσίαζα.

Μερικές μέρες πριν από την παρουσίαση, ο Νταίηβιντ είχε ερωτηθεί αν θα ήθελε να δείξει στους γιατρούς και τους δασκάλους το σώμα του και πού ακριβώς «πιάνεται», όπως έλεγε ο ίδιος. Και αυτός όχι μόνο ήθελε, αλλά και ανυπομονούσε να το κάνει. Επειδή ποτέ πριν δεν είχαν επιχειρηθεί μπροστά σε πολύ κόσμο παρουσιάσεις παιδιών σε σχέση με τέτοια συγκινησιακά θέματα όπως το «άγγιγμα της κοιλιάς», το «παιγνίδι του γιατρού», το παίξιμο των γεννητικών οργάνων κλπ., δε γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα για τις πιθανές αντιδράσεις του παιδιού ή του κοινού. Έπρεπε, ωστόσο, από κάπου να αρχίσουμε. Καθώς άρχιζε η αφήγηση του ιστορικού του, ο Νταίηβιντ βρισκόταν εκεί, αντικρίζοντας το κοινό.

Όταν γεννήθηκε ο Νταίηβιντ, οι γονείς του είχαν ήδη υπόψη τους ότι έπρεπε να προλάβουν τη θωράκιση του οργανισμού του. Ωστόσο, κανείς δεν ήξερε με ποια μορφή θα εμφανιζόταν αυτή η αρχική θωράκιση, αν θα ήταν δυνατό να επισημανθεί έγκαιρα, τι ενέργειες θα έπρεπε να γίνουν για να διαλυθούν οι πρώτες ανασχέσεις και ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Τονίστηκε στη συνάντηση ότι μοναδική προϋπόθεση για να υπάρξει κάποια πρόοδος, θα ήταν η ειλικρινής παραδοχή ότι δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για την πρόληψη της θωράκισης, για το αν θα μπορούσε να επιτευχθεί με το σωστό είδος ανατροφής ή αν θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί με θεραπεία. Ήταν σα να θέλαμε να τοποθετήσουμε μια σιδηροδρομική γραμμή που να διασχίζει μια οροσειρά. Η πρόσβαση ήταν γνωστή, όχι όμως και οι λεπτομέρειες του εδάφους, έπρεπε να μελετηθεί κάθε καμπύλη, κάθε κλίση. Η σπουδαιότητα αυτής της βασικής προσέγγισης υπογραμμίστηκε επανειλημμένα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο για μια αμερόληπτη έρευνα από τις έτοιμες απαντήσεις για προβλήματα που είναι άγνωστα.

Η περίοδος των έξι χρόνων από τη γέννηση του Νταίηβιντ ως την ημέρα της παρουσίασης, χαρακτηριζόταν από την επίμονη και συνεχή προσπάθεια των γονέων του να επισημάνουν έγκαιρα την εγκατάσταση της θωράκισης στον οργανισμό του παιδιού και να βρουν τον κατάλληλο τρόπο για να τη διαλύσουν. Το γεγονός ότι το παιδί δε ζούσε αποκλειστικά μέσα στην οικογένεια, αλλά βρισκόταν εκτεθειμένο και στις επιρροές του σχολείου και της κοινότητας, δημιουργούσε συχνά μάλλον περίπλοκες καταστάσεις. Το βασικό αποτέλεσμα της προσπάθειας να ανατραφεί ο Νταίηβιντ με αυτορρυθμιζόμενο τρόπο ήταν ότι δεν παρουσίασε καθόλου χρόνια θωράκιση. Αυτό κατορθώθηκε αποκλειστικά με τη συνεχή επιφυλακή σε ορισμένα επικίνδυνα σημεία όπου επανεμφανίζονταν με χαρακτηριστικό τρόπο τάσεις για χρόνια θωράκιση.

Ας εξετάσουμε πρώτα τα θετικά αποτελέσματα αυτής της αυτορρυθμιζόμενης ανατροφής.

Το παιδί δεν είχε αναπτύξει τις δυσλειτουργίες εκείνες που είναι τόσο χαρακτηριστικές στα παιδιά που έχουν ανατραφεί με το «συνηθισμένο», «διατεταγμένο» τρόπο. Το σώμα του ήταν χαλαρό, μπορούσε εύκολα να καμφθεί σε κάθε παθητική κίνηση. Δεν υπήρχαν ακαμψίες, εκτός από κάποια περιστολή της πυέλου που θα τη συζητήσουμε αργότερα. Το δέρμα του ήταν ζεστό και ακτινοβολούσε οργονοτική θερμότητα, ιδιαίτερα στην περιοχή του ηλιακού πλέγματος. Όπως μας πληροφόρησαν οι γονείς του, όταν κοιμόταν, τα αυτιά του και το πρόσωπο του κοκκίνιζαν ζωηρά. Το βάδισμά του ήταν συντονισμένο, ανάλαφρο και λυγερό. Δεν είχε καμιά αστάθεια, όταν παραπατούσε, ξανάβρισκε εύκολα την ισορροπία του. Έτρεχε καλά και τον περισσότερο καιρό ήταν πολύ δραστήριος.

Ο Νταίηβιντ έδινε ελεύθερα και μοίραζε ό,τι είχε, αλλά τον έπιανε απελπισία όταν τα άλλα παιδιά ήξεραν μόνο να παίρνουν απ’ αυτόν δίχως να ανταποκρίνονται στην καλοσύνη του. Ακόμα κι όταν ήταν πιο μικρός, ήθελε να μοιράζεται τα πράγματά του με τους γονείς του ή με άλλα παιδιά. Δεν τον είχαν μάθει να το κάνει- είχε αναπτύξει αυτά τα χαρίσματα εντελώς αυθόρμητα. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα ότι ένας οργανισμός που ενδίδει στις φυσικές του συγκινήσεις θα έχει επίσης την τάση να κάνει το ίδιο και σε άλλα ζητήματα. Οι γονείς του παιδιού παραδέχτηκαν ότι πολλές φορές ανησυχούσαν και βασανίζονταν από τη σκέψη πως αυτή η υποχωρητική συμπεριφορά του θα επιδρούσε στη μετέπειτα ζωή του, όταν θα αντιμετώπιζε τη στάση του «ό,τι αρπάξεις»» των θωρακισμένων ανθρώπων.

Ο Νταίηβιντ ήταν εξαιρετικά κοινωνικός, με όλους σχεδόν τα πήγαινε καλά και έκανε εύκολα φίλους. Αντίθετα, αντιπαθούσε το θόρυβο και τη σκληρότητα. Συχνά παραπονιόταν πως στο σχολείο που πήγαινε τον καιρό της παρουσίασης είχε πάρα πολύ θόρυβο. Του άρεσε, επίσης, να αποτραβιέται σε κάποια γωνιά ή στο δωμάτιο του «για να σκεφτεί και να βρει τον εαυτό του». Μπορούσε να θυμώσει πολύ. Αυτό συνέβαινε συνήθως όταν ήθελε πολύ κάτι και δεν του εξηγούσαν γιατί δε μπορεί να το έχει. Από την άλλη μεριά, δεν ήταν άπληστος ούτε ατομιστής και περίμενε υπομονετικά μέχρι να πάρει αυτό που του είχαν υποσχεθεί. Όταν ήταν πέντε χρόνων ήθελε ένα δίτροχο ποδήλατο σαν αυτό που είχαν μερικά άλλα παιδιά.

‘Όταν του εξήγησαν ότι θα το έχει μόλις γίνει έξι-εφτά χρόνων, περίμενε πολύ υπομονετικά, ρωτώντας μόνο πότε-πότε αν θα έπαιρνε σίγουρα το ποδήλατο μόλις θα γινόταν εφτά χρόνων και πόσο ακόμα έπρεπε να περιμένει, δηλαδή πόσο διάστημα είναι δύο χρόνια. Οι ερωτήσεις του είχαν πρακτική σημασία, δίχως καμιά ανυπομονησία. Οι γονείς του πρόσεχαν πολύ να μην απογοητεύουν τον Νταίηβιντ και να τηρούν τις υποσχέσεις που του έδιναν. Αυτό το πράγμα δημιούργησε μια βαθιά εμπιστοσύνη στη συμπεριφορά των γονέων, δεν τον ξεγέλασαν ποτέ σε τίποτα. Τεσσάρων χρόνων έμαθε για τη δημιουργία και τη γέννηση των παιδιών και όταν κάπου-κάπου έκανε κάποια βαθύτερη ερώτηση, η απάντηση που έπαιρνε ήταν αξιόπιστη και ειλικρινής. Πιο κάτω θα ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό το θέμα για να δείξουμε πού και πώς επενέβη ο θωρακισμένος κόσμος σ’ αυτή τη φυσιολογική εξέλιξη.

Οι συγκινήσεις του Νταίηβιντ ήταν ελεύθερες. Φοβόταν όπου ο φόβος ήταν λογικός- μισούσε όταν έπρεπε- και αγαπούσε με μια όμορφη πληθωρικότητα όπου χρειαζόταν η αγάπη κι όπου δινόταν ελεύθερα. Μπορούσε, επίσης, να είναι παράλογος, δύστροπος και «κακός». Αργότερα θα δούμε κάτω από ποιες συνθήκες η ορθολογική συμπεριφορά γίνεται ανορθολογική. Τα μάτια του ήταν συνήθως υγρά, πολύ εκφραστικά και λαμπερά. Ήταν φορές, ωστόσο, που γίνονταν σκοτεινά, «άδεια» και ανέκφραστα. Σιγά-σιγά οι γονείς του έμαθαν να καταλαβαίνουν πώς έχαναν τα μάτια του τη βαθιά, λαμπερή έκφρασή τους και γίνονταν έτσι σκοτεινά.

Η φυσικά δοσμένη υγεία του Νταίηβιντ, θα μπορούσε να περιγραφεί καλά με βάση τα κοινά παιδικά προβλήματα που εκείνος είχε παρουσιάσει- προβλήματα που στην ψυχιατρική και παιδαγωγική φιλολογία αντιμετωπίζονται ως φυσιολογικά επακόλουθα της ανάπτυξης του παιδιού ή δεν θεωρούνται και τόσο σοβαρά. Πρέπει να τονίσουμε με ιδιαίτερη έμφαση το ότι η παρατήρηση της ανάπτυξης του υγιούς παιδιού καθοδηγήθηκε, εκτός των άλλων, και από τη γνώση ότι οι μετέπειτα σοβαρές βιοπαθητικές διαταραχές έχουν τις ρίζες τους σ’ αυτά τα παραγνωρισμένα «φυσιολογικά» προβλήματα των μικρών παιδιών.

Όπως είπα πρωτύτερα, πρέπει, αν θέλουμε να ασχοληθούμε με το πρόβλημα της υγείας, να αποβάλουμε κάθε πρόληψη για το τι είναι «φυσιολογικό» και τι «μη φυσιολογικό» στο παιδί. Ο Νταίηβιντ δεν είχε ποτέ δυσκοιλιότητα. Οι κινήσεις των εντέρων του ήταν κανονικές και πλήρεις, δίχως ποτέ να υπάρξει το παραμικρό πρόβλημα. Πολύ σπάνια είχε κάποια διάρροια όταν έτρωγε πάρα πολλά φρούτα ή άλλες παρόμοιες τροφές. Αλλά δεν υπήρχαν καθόλου «πρωκτικές» περιπλοκές. Ούτε και του δίδαξαν ποτέ πώς να είναι τακτικός στις κενώσεις του και καθαρός.

Ένιωθε μιαν αυθόρμητη αποστροφή για τα κόπρανα. Το γεγονός αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με τη φυσική καθαριότητα που συναντάμε στα σκυλιά, τις γάτες, τα ινδικά χοιρίδια κλπ. Έτσι, οι ιστορίες εκείνες για κάποια «φυσική και κληρονομημένη» κλίση προς τις κοπρανώδες ηδονές αποδείχνονταν παραμύθια που δημιουργήθηκαν επειδή η ψυχανάλυση αποκόμιζε τις παρατηρήσεις της από Θωρακισμένες χαρακτηροδομές και θεωρούσε τις δευτερογενείς ενορμήσεις ως φυσικά δοσμένες κλίσεις. Το λάθος αυτό οδήγησε στην αντίληψη ότι το παιδί γεννιέται με κλίσεις προς τη ρυπαρότητα και ότι πρέπει να «μετουσιώνει» τους προγεννετήσιους πρωκτικούς του πόθους. Οι παρατηρήσεις αυτές ήταν σωστές, αλλά αναφέρονταν αποκλειστικά σε ήδη στρεβλωμένες ανθρώπινες δομές.

Και οι στρεβλώσεις συνήθως εγκαθίστανται ευθύς μετά τη γέννηση, αν όχι κατά τη διάρκεια της ζωής μέσα στη μήτρα. Ο,τι είπαμε εδώ για τις πρωκτικές κλίσεις ισχύει και για πολλές άλλες περιπτώσεις. Για να κρίνουμε, λοιπόν, την παιδική συμπεριφορά πρέπει να ξεκινήσουμε από μια εντελώς νέα αφετηρία, διαστέλλοντας αυτό που είναι φυσικά δοσμένο, δηλαδή τις πρωτογενείς ενορμήσεις, από εκείνο που είναι αποτέλεσμα της στρέβλωσης των πρωτογενών ενορμήσεων, δηλαδή από τις δευτερογενείς ενορμήσεις.

Ο πατέρας και η μητέρα του Νταίηβιντ δεν είχαν παρατηρήσει ποτέ σ’ αυτόν καμιά σαδιστική κλίση. Μπορεί, όπως είπαν, να ήταν απότομος και σκληρός, και να τους χτυπούσε από το θυμό του όποτε ένιωθε αδικημένος. Αλλά ποτέ του δεν έδινε τσιμπιές μόνο και μόνο για να διασκεδάσει. Ποτέ δε βασάνισε μύγες ή άλλα ζώα. Ποτέ δεν του άρεσε να τυραννά ή να κακομεταχειρίζεται άλλα παιδιά, και ποτέ του δεν ήταν καταστροφικός έτσι χωρίς κανένα λόγο. Αντίθετα, πάντα στενοχωριόταν πολύ όταν έσπαγε κανένα βάζο ή πιάτο, παρ’ όλο που ποτέ δεν τον μάλωναν αν έσπαγε κάτι κατά λάθος, και απόφευγε προσεκτικά καθετί που θα μπορούσε να του προκαλέσει συναισθήματα ενοχής.

Το θέμα της παιδικής καταστροφικότητας έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία επειδή από την αξιολόγησή του εξαρτώνται οι απόψεις μας για την αρχή της ανθρώπινης καταστροφικότητας και τα παιδαγωγικά και κοινωνικά μέτρα που πρέπει να παίρνονται για την αντιμετώπισή της. Οι παλιές παιδαγωγικές σχολές, οι οποίες εξαρτώνται τόσο πολύ από την υπόθεση των έμφυτων «κακών ενστίκτων» που πρέπει να χαλιναγωγούνται με νόμους και με τιμωρίες, δεν έχουν απολύτως τίποτα να προσφέρουν στη λύση του προβλήματος του υγιούς παιδιού. Αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό της «αποτυχημένης γενιάς». Αν όλα είναι έμφυτα, τότε το μόνο που μπορεί να βοηθήσει είναι η τιμωρία. Δυστυχώς, υπάρχουν λογικές αιτίες που οι αστυνομίες αυτού του κόσμου πιστεύουν στην άποψη της κληρονομικότητας μάλλον παρά στην άποψη του περίγυρου.

Ο νόμος είναι αναγκαίος μπροστά στην καταστροφικότητα του ανθρώπινου ζώου. Οι αντιρρήσεις μας δεν αναφέρονται στην ύπαρξη του νόμου και της τιμωρίας. Γνωρίζουμε καλύτερα από εκείνους που τιμωρούν τυφλά από πού πηγάζει η αναγκαιότητα του νόμου, όσο ανορθολογικός κι αν είναι μακροπρόθεσμα. Οι αντιρρήσεις μας αναφέρονται στην απροθυμία του νόμου να βοηθήσει για να αλλάξουν τα πράγματα, ώστε να γίνεται όλο και λιγότερο αναγκαίος. Οι αντιρρήσεις μας αναφέρονται στη βλακεία και τη σκληρότητα εκείνων των ανθρώπων που, προσκολλημένοι στους υπάρχοντες νόμους, τους εφαρμόζουν μηχανικά, τυφλά, απερίσκεπτα και σκληρά, χωρίς να παίρνουν καθόλου υπόψη τα προβλήματα της πρόληψης του εγκλήματος.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα του μηχανιστικού τρόπου σκέψης του ανθρώπου. Μόλις δημιουργηθεί ένα πρότυπο, η μηχανιστική ανθρώπινη δομή μένει προσκολλημένη σ’ αυτό και ενεργεί σαν ένα μηχανιστικό τέρας, παρεμποδίζοντας τις ίδιες εκείνες ιδέες που είναι τόσο πρόθυμο να διακηρύξει στην επέτειο της αμερικάνικης, της γαλλικής, της ρωσικής και των άλλων επαναστάσεων.
Θα επιστρέψουμε σ’ αυτή τη μηχανιστική λειτουργία σε άλλη εξ ίσου σημαντική ευκαιρία. Τώρα ας ξαναγυρίσουμε στον Νταίηβιντ.


Δεν έχει παρουσιάσει κανενός είδους σαδισμό.

Αυτό φυσικά, είναι ένα γεγονός σημαντικό για την ιστορία του ανθρώπινου γένους, άσχετα από το πόση σημασία του δίνει κανείς σήμερα. Θα έρθει καιρός που θα αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη σημασία από όλες τις σημερινές αποφάσεις για την αποκατάσταση της ειρήνης στον κόσμο. Οι αποφάσεις για την ειρήνη, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι παρά απελπισμένες απόπειρες να χαλιναγωγηθεί η πολιτική κακοήθεια- είναι ίσως τα αισχρότερα μέσα εξαπάτησης του κόσμου προς όφελος των μηχανισμών της πολιτικής εξουσίας. Η γνώση της πρόληψης του σαδισμού στα παιδιά μας θα έκανε περιττές τις πιο πολλές απ’ αυτές τις εκστρατείες για την ειρήνη. Δε θα υπήρχε στο ανθρώπινο ζώο τέτοια δομή δευτερογενών ενορμήσεων που να μπορούσε να στηριχθεί πάνω της ο πόλεμος.

Παρ’ όλο που ο Νταίηβιντ δεν είχε καθόλου σαδισμό, οι γονείς του μας είπαν ότι μπορούσε να μισεί πολύ έντονα. Αντιπαθούσε τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του ή που καμώνονταν πως επικοινωνούσαν. Αρνιόταν να πάει κοντά τους, να τους χαιρετήσει και να είναι φιλικός μαζί τους. Αυτό το στοιχείο παρατηρήθηκε και σε μερικά άλλα αυτορρυθμιζόμενα παιδιά που μεγάλωναν στον κύκλο μας. Ήταν φορές που ο Νταίηβιντ είχε μια εκπληκτική άμεση επαφή με τους ανθρώπους που συμπαθούσε.

Κάποιος, μια φορά, χρησιμοποίησε γι’ αυτή την τέλεια επικοινωνία τον όρο «διαφάνεια». Είναι ένας πολύ καλός όρος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το είδος εκείνο της απλής, άμεσης και διαυγούς συμπεριφοράς που δημιουργεί στενή επαφή, δίχως κρυφά κίνητρα ή προθέσεις. Η «διαφάνεια» είναι μια λέξη που μπορεί να περιγράψει πολύ καλά τη χαρακτηροδομή εκείνη που διακρίνεται από φυσική εντιμότητα, ειλικρίνεια, επικοινωνία, ταπεινοφροσύνη και φιλικότητα. Αυτές τις ιδιότητες τις είχαμε δει να αναδύονται μέσα από τα βάθη βιοπαθητικών ανθρώπων. Τώρα τις συναντάμε και σε παιδιά που μεγαλώνουν φυσιολογικά. Υπάρχουν, δίχως να χρειάζεται να διδαχθούν. Το γεγονός αυτό ανοίγει μια θαυμάσια προοπτική.

Ο Νταίηβιντ δεν είχε περιτομηθεί. Οι γονείς του δεν ήθελαν να υποκύψουν σ’ ένα απάνθρωπο έθιμο, που καθιερώθηκε και εξαπλώθηκε μέσα στα χρόνια από ένα απελπισμένο λαό. Δεν είχε σημασία αν οι επαγγελματίες γιατροί είχαν υιοθετήσει αυτό το έθιμο, προφασιζόμενοι δήθεν λόγους υγιεινής. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι οι γονείς δεν ήθελαν να υποβάλουν ένα νεογέννητο μωρό σ’ ένα επώδυνο τραυματισμό. «Γιατί κόβουν το πετσάκι από το πιπί;» ρώτησε μια φορά ο Νταίηβιντ όταν ήταν τριών χρονών. Και του είπαν ότι, κάποτε, πριν από 5000 χρόνια περίπου, οι Εβραίοι σκέφτηκαν πως θα ξεχώριζαν από τους άλλους λαούς και πως θα υπηρετούσαν καλύτερα το Θεό τους, αν έκοβαν το πετσάκι από τα γεννητικά όργανα των αρσενικών παιδιών τους. Του είπαν όμως, επίσης, ότι δε χρειαζόταν να κόψει το πετσάκι για να διατηρεί το πέος του καθαρό” μπορούσε απλώς να το πλένει καθημερινά. Έμαθε, έτσι, να τραβά πίσω την πόσθη και να καθαρίζει τον αδένα χωρίς καμιά ντροπή ή δισταγμό.

Ο Νταίηβιντ δεν έβλεπε ποτέ εφιάλτες ή αγχώδη όνειρα.

Το άγχος στα παιδιά δεν είναι, λοιπόν, κάτι το φυσιολογικό, όπως ισχυρίζονται μερικές ψυχαναλυτικές σχολές. Δεν είναι αλήθεια ότι το Εγώ του παιδιού είναι από τη φύση του ανίκανο να αντιμετωπίσει τις συγκινήσεις και τις βιοενεργειακές διεγέρσεις. Στο υγιές παιδί, το Εγώ αναπτύσσεται με τις συγκινήσεις, δεν αντιτίθεται σ’ αυτές. Έχει αναπτύξει την ικανότητα να δέχεται και να βαστάζει οποιεσδήποτε συγκινήσεις, και δεν είναι παρά ο ρυθμιστής και εκτελεστής των βιοενεργειακών μεταστροφών.

Το ίδιο αναληθές είναι, από την άλλη μεριά, και το ότι τα υγιή παιδιά δεν έχουν άγχος. Είναι φορές που έχουν κι αυτά άγχος, όπως όλα τα ζωντανά πλάσματα. Η άποψη ότι η υγεία είναι οπωσδήποτε κάτι «τέλειο», κι ότι ένα «υγιές» παιδί «δεν πρέπει να έχει» τίποτα, δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την πραγματικότητα, ούτε με τη λογική. Η προσδοκία του τέλειου και του απόλυτου είναι μια φαντασίωση μυστικιστικής απολύτρωσης, που χαρακτηρίζει τις νευρωτικές χαρακτηροδομές. Η διαφορά ανάμεσα στα υγιή και άρρωστα παιδιά δε βρίσκεται στο ότι τα υγιή δεν έχουν συγκινησιακές διαταραχές, ενώ τα άρρωστα έχουν- αυτό που την καθορίζει είναι η ικανότητα του παιδιού να ξεφεύγει από την οξεία βιοπαθητική εμπλοκή και να μη δεσμεύεται από αυτή σ’ όλη του τη ζωή, όπως συμβαίνει με τα τυπικά νευρωτικά παιδιά. Η διαφορά βρίσκεται στο αν έχει ή δεν έχει αναπτυχθεί ένα υπόβαθρο για βιοπαθητικές λειτουργίες και συμπτώματα. Εδώ φαίνεται η μεγάλη σημασία που έχει η «χαρακτηρολογική βάση της νευρωτικής αντίδρασης»

Το βασικό δεν είναι η μεμονωμένη οξεία συμπτωματική προσβολή, αλλά η χαρακτηροδομή που βρίσκεται κάτω απ’ αυτήν. Αν δεν υπάρχει καμιά βασική στρέβλωση της βιονεργειακής δομής του παιδιού από τη σύλληψη και πέρα, οι κρίσεις έντονου άγχους ή ανορθολογικού μίσους δε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να ριζώσουν και να γίνουν χρόνια βιοπαθητικά χαρακτηρολογικά γνωρίσματα. Οι χαρακτηροψυχαναλυτικές έρευνες έχουν αποδείξει, ότι αυτό που διακρίνει τους υγιείς από τους ασθενείς, δεν είναι οι ιδέες ή οι συγκινήσεις που αναπτύσσει ο οργανισμός, αλλά αποκλειστικά και μόνο η συνολική οικονομία του βιοενεργειακού συστήματος. Όταν υπάρχει κάποιο περίσσευμα βιοενέργειας που δεν μπορεί να εκφορτιστεί, ακόμη και οι πιο αθώες ιδέες και συγκινήσεις γίνονται παθογόνες και τροφοδοτούνται από την ενεργειακή λίμναση. Όταν δεν υπάρχει λίμναση, ακόμη και οι πιο επικίνδυνες συγκινήσεις και ιδέες γίνονται αβλαβείς.

Ο πατέρας του Νταίηβιντ είπε, ότι πολλές φορές ο Νταίηβιντ του έλεγε: «Αν δε μου κάνεις αυτό κι αυτό θα σε σκοτώσω»· μα πίσω απ’ αυτά τα λόγια δεν υπήρχε καμιά βία, κι αυτές οι ιδέες εξαφανίζονταν το ίδιο γρήγορα όπως είχαν εμφανιστεί. Από την άλλη μεριά, όταν ένα αγόρι με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση λέει στον πατέρα του πως θα τον σκοτώσει, μπορεί να το εννοεί. Όσο ακίνδυνη κι αν είναι φαινομενικά η ιδέα ενός παιδιού με καταπιεσμένη βιοενέργεια, να τραβήξει, ας πούμε, τη μύτη του πατέρα του, έχει την πρόθεση του φόνου.

Αυτό που έχει σημασία, λοιπόν, δεν είναι το ψυχικό περιεχόμενο καθεαυτό, αλλά το υπόβαθρο των ψυχικών λειτουργιών. Οι γονείς του Νταίηβιντ το ανακάλυψαν αυτό όταν άρχισε να θέλει πολύ να παίζει τον καουμπόη. Για πολλούς μήνες, έτρεχε συνέχεια εδώ κι εκεί, πυροβολώντας με τα δυο του πιστόλια για να σκοτώσει ό,τι έβρισκε στο δρόμο του. Αν ήταν παλιότερα, οι γονείς του θα επέμεναν στις απόλυτες ιδέες τους για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να παίζει ένα παιδί. Υπήρχε μια βαθιά απέχθεια για τα παιχνίδια με όπλα κι ένας φόβος ότι θα κατέστρεφαν οπωσδήποτε τη χαρακτηροδομή του παιδιού. Η πείρα έδειξε ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Καθώς ο Νταίηβιντ συνέχιζε να παίζει με όπλα για αρκετούς μήνες, οι γονείς του άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι δεν υπήρχε κανένα υπόβαθρο που πάνω του να μπορούσε να δομηθεί μια τάση του Νταίηβιντ να πυροβολεί. Καταλάβαιναν ότι σιγά-σιγά θα έπαυε να παίζει με τα όπλα όπως κι έγινε. Ο Νταίηβιντ έχασε κάθε ενδιαφέρον για τα όπλα και, τον καιρό της παρουσίασης, μου είπαν πως προτιμούσε να παίζει με τούβλα.

Αυτές οι γνώσεις είναι καινούριες και εξαιρετικά σημαντικές. Στην πρόληψη των βιοπαθειών και των ισχυρών αντικοινωνικών ενορμήσεων, η έμφαση μετατοπίζεται απ’ αυτό που ένα παιδί κάνει, λέει ή σκέφτεται, στη συγκινησιακή δομή που το προκαλεί. Δεν υπάρχει κανείς λόγος για ανησυχία, όταν ένα παιδί σαν τον Νταίηβιντ λέει ότι θα σκοτώσει, ή όταν παίρνει πραγματικά ένα μαχαίρι και κάνει σαν να ήθελε να το χρησιμοποιήσει. Αντίθετα, έχουμε κάθε λόγο για να ανησυχούμε, όταν ένα παιδί, ενώ είναι πάντα ευγενικό και υπάκουο και ποτέ δεν απειλεί να σκοτώσει, τρέφει μέσα στη χαρακτηρολογική του δομή έντονες φονικές φαντασιώσεις ή αναπτύσσει φοβίες σχετικές με μαχαίρια και φόνους. Το ένα δεν πρόκειται ποτέ να διαπράξει φόνο, ενώ το άλλο είναι δυνατό ή πιθανό να αναπτύξει μια δομή τέτοια, που να το αναγκάζει σ’ όλη του τη ζωή να αποκρούει φονικές παρορμήσεις ή που να το κάνει, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να διαπράξει πραγματικά φόνο. Είναι γνωστό ότι πολλοί δολοφόνοι είναι, από χαρακτηρολογική άποψη, ύπουλοι κι ευγενικοί. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε τον ύπουλο χαρακτήρα ενός Χίμλερ ή ενός Στάλιν.

Όσο περίεργος κι αν φαίνεται αυτός ο τρόπος σκέψης, τόσο αυτονόητος γίνεται, όταν έχει κανείς αρκετή πείρα και έχει μάθει να αναγνωρίζει και να καταλαβαίνει τις δομικές πραγματικότητες που αναπτύσσονται στην παιδική ηλικία. Το έργο της προληπτικής αγωγής, γίνεται πολύ πιο απλό. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε μια-μια τις μύριες σκέψεις του παιδιού. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να διατηρούμε το βιοσύστημα του παιδιού μακριά από κάθε τάση για λίμναση της βιολογικής του ενέργειας, που εκδηλώνεται με τη φρούδευση. Τα υπόλοιπα θα γίνουν από μόνα τους. Με αυτό τον τρόπο, η βιονεργειακή θέαση κάνει εφικτή τη λύση του προβλήματος της δόμησης, που είναι απρόσιτο για την ψυχολογία, αφού ασχολείται μόνο με ιδέες. Αυτό που έχει σημασία είναι, για να το ξαναπούμε, η ενεργειακή φόρτιση που συνοδεύει τις ιδέες και όχι οι ίδιες οι ιδέες. Οι παθολογικές ιδέες καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος, όταν δεν μπορούν να τροφοδοτηθούν από κάποια βιοενεργειακή λίμναση.

Επίσης, η βιοενεργειακή αυτή θέαση μας απαλλάσσει από πολλές ανησυχίες μας για τις κακές επιρροές που ασκούν στα παιδιά μας άπληστοι, αδίστακτοι και ανόητοι επιχειρηματίες, που το μόνο που λογαριάζουν είναι τα λεφτά κι όχι η καλοπέραση των παιδιών. Ένα υγιές παιδί, με την έννοια που εμείς δίνουμε στον όρο, ένα παιδί που δεν έχει δηλαδή κάποιο υπόβαθρο για παθολογικές εξελίξεις, δεν πρόκειται να πάθει κακό από τη βία του κινηματογράφου ή των κόμιξ. Δεν θα δείξει κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτές τις ωμότητες, θα αντιδράσει με αηδία ή θα τις υιοθετήσει για λίγο κι ύστερα θα τις εγκαταλείψει. Το άρρωστο παιδί θα ρουφήξει άπληστα αυτή την ωμότητα, θα την ενσωματώσει μέσα στη δομή του, θα προσθέσει σ’ αυτή τις δικές του φαντασιώσεις και θα την οδηγήσει σε μια κακοποιό τελειότητα, μ’ έναν από τους πολλούς δόλιους και κρυφούς τρόπους που δρα η συγκινησιακή πανούκλα.

Θα ξεριζώνει αργά-αργά τα φτερά από ζωντανές μύγες, απολαμβάνοντας συνειδητά τον πόνο που προκαλεί, κι έχοντας τη φαντασίωση ότι σκοτώνει τον πατέρα του ή το δάσκαλο του. Θα δημιουργεί με τη φαντασία του τέρατα που θα κάνουν κακό, ενώ το ίδιο θα κάθεται παράμερα, αθώο και δειλό. Θα τσιμπάει τα σκυλάκια ή θα τραβάει τις γάτες από την ουρά. Αργότερα, όταν μεγαλώσει, θα πυροβολεί τα ανυπεράσπιστα ελάφια μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου του, θα πιάνει συνέχεια ψάρια, όχι για να τα φάει, μα για να τα βασανίσει τραβώντας το αγκίστρι απότομα και οδυνηρά” με λίγα λόγια, θα γίνει ένας τέλειος χιτλερικός δολοφόνος.

Οι πρώτες ενδείξεις καταστροφικών (όχι σαδιστικών) γνωρισμάτων διαπιστώθηκαν ξεκάθαρα στον Νταίηβιντ από τους γονείς του, όταν έμπαινε στην πρώτη του εφηβεία, περίπου τριών χρόνων, και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί ομαλά στις γενετήσιες ώσεις του. Πολύ περισσότερα πράγματα έγιναν γνωστά για το πρόβλημα του υγιούς παιδιού στη δύσκολη περίοδο που ακολούθησε, παρά σ’ όλο εκείνο το διάστημα που προηγήθηκε και που ήταν συγκριτικά ομαλό.

Τα προβλήματα που είχε ο Νταίηβιντ μεταξύ τριών και πεντέμισι χρόνων, κατέστρεψαν εντελώς την ιδέα ότι το υγιές παιδί δεν έχει ποτέ συγκινησιακές διαταραχές. Έτσι, μάθαμε ότι αυτό που συνιστά την υγεία δεν είναι η απόλυτη απουσία ασθένειας, αλλά η ικανότητα του οργανισμού να ξεπερνά την ασθένεια και να αναδύεται ουσιαστικά άθικτος. Μάθαμε, ακόμα, ότι η πιο κρίσιμη περίοδος μετά τη γέννηση, είναι η περίοδος της γενετήσιας ανάπτυξης («πρώτη εφηβεία»). Όσα συνέβησαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου επιβεβαίωσαν τις σημαντικές ανακαλύψεις που είχε κάνει η χαρακτηροψυχαναλυτική έρευνα σε ενήλικες ασθενείς.

Οι εμπειρίες από την ίδια αυτή περίοδο έδειξαν την εξαιρετική ανεπάρκεια των κοινών παιδαγωγικών αντιλήψεων του είδους «Πληροφορείστε το αγόρι για το σεξ όταν φτάσει τα δώδεκα» ή «Μη λέτε στο παιδί περισσότερα απ’ όσα ρωτάει». Μάθαμε ότι όλοι αυτοί οι κανόνες, δεν είναι παρά προστατευτικά επινοήματα που χρησιμοποιούνται από τους μεγάλους για να δείχνονται μοντέρνοι στα ζητήματα της σεξουαλικής αγωγής και, ταυτόχρονα, για να αποφεύγουν να θίξουν το «καυτό θέμα». Πρώτο, η οποιαδήποτε «σεξουαλική αγωγή»είναι πάντα πάρα πολύ καθυστερημένη. Και δεύτερο, δε γίνεται να «μάθεις» σε κάποιον το σεξ, όπως του μαθαίνεις ανάγνωση. Ο όρος «αγωγή» δεν έχει κανένα νόημα. Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς είναι να βοηθήσει το παιδί να ξεπεράσει τα συγκινησιακά, βιοενεργειακά του προβλήματα.

Τρίτο, η βιολογική εξέλιξη του παιδιού εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον τρόπο που μεγάλωσε, από την προγεννητική περίοδο μέχρι την πρώτη εφηβεία. Δε θα είχε νόημα να μιλάμε για «πληροφόρηση των παιδιών γύρω από το σεξ», αν αυτά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να δουν αυθόρμητο ζευγάρωμα στη φύση. Η «παροχή σεξουαλικής αγωγής» δε θα είχε, επίσης, κανένα απολύτως νόημα, εφ’ όσον θα αφήναμε τον κόσμο των σεξονευρωτικών να επηρεάζει το περιβάλλον του παιδιού. Η πληροφόρηση γύρω από το σεξ δεν είναι με κανένα τρόπο αρκετή- το παιδί πρέπει να προστατεύεται ενεργά από τις κακές ιδέες των σεξονευρωτικών που αναπτύχθηκαν στο πρώτο μισό αυτού του αιώνα. Και τέλος, το πρόβλημα δεν λύνεται μόνο με συζητήσεις για το σεξ. Το παιδί πρέπει να ΖΕΙ σύμφωνα με τη φύση του, πρακτικά και ολοκληρωμένα.

Μόλις πριν από είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια, η δημοσίευση παρόμοιων δηλώσεων θα μπορούσε να προκαλέσει — και προκαλούσε πραγματικά — τον κοινωνικό οστρακισμό. Σήμερα τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά προσαρμοσμένα στις ανάγκες του παιδιού. Γρήγορα θα δούμε τι σημαίνει στην πραγματικότητα, να αφήνει κανείς το παιδί του «να ζει ολοκληρωμένα, σύμφωνα με τη φύση του». Θα δούμε επίσης πόσο πολύ απέχει η ιδέα της «φυσικής αυτορρύθμισης» από την πραγματικότητα της νηπιακής και της πρώτης παιδικής ηλικίας. Αν αρνιόμαστε να παραδεχτούμε το μεγάλο κενό, είναι επειδή θέλουμε να αποφύγουμε τη ντροπή που θα μας έδινε η διαπίστωση του πού βρισκόμαστε, εμείς με τα εύκολα λόγια μας, και πού βρίσκεται η φύση.

Κι εγώ ο ίδιος αναγκάστηκα να ομολογήσω στον εαυτό μου ότι, ύστερα από τριάντα χρόνια ψυχιατρικού έργου και μελέτης, στην πραγματικότητα δεν ήξερα παρά πολύ λίγα πράγματα για την παιδική ηλικία. Όταν μιλάμε για το σύνολο ή για την «ολότητα» του βιοσυστήματος, εννοούμε κάτι πολύ πρακτικό. Δεν είναι μόνο το σύνολο του οργανισμού — η κόκκινη κλωστή που διαπερνά τα πάντα — που σε κάθε στιγμή της ζωής συνδέει το παρόν με το πιο απώτερο παρελθόν, αλλά και η τέλεια αρμονία του παιδιού με το περιβάλλον του. Γι’ αυτό, δεν είναι δυνατό να έχουμε υγιή παιδιά, όταν μεγαλώνουν μέσα σ’ ένα αρρωστημένο περιβάλλον. Επίσης, δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να περιμένουμε ότι θα μεταπηδήσουμε ξαφνικά από ένα αρρωστημένο παρελθόν σ’ ένα υγιές μέλλον. Πολλές γενιές νεογέννητων μωρών θα χρειαστεί να μεγαλώσουν ακόμα, κάτω από όλο και πλατύτερους ορίζοντες γνώσης της αληθινής φύσης του παιδιού, πριν αρχίσουν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια του κόσμου των «Παιδιών του Μέλλοντος».

Το πρόβλημα δεν είναι η έμφυτη φύση του παιδιού, αλλά η σκέψη και οι πράξεις των περισσότερων παιδαγωγών, γονέων και γιατρών. Το πρόβλημα βρίσκεται στο λαβύρινθο των λαθεμένων απόψεων, που δεν έχουν καμιά σχέση με το παιδί- στο γεγονός ότι, σήμερα, το κοινωνικό ενδιαφέρον όπως εκφράζεται από τις εφημερίδες, τα περιοδικά, κλπ., με πολύ λίγες εξαιρέσεις, έχει ως αποκλειστικό επίκεντρο τους διπλωματικούς ελιγμούς και όχι τη μοναδική και πιο σημαντική μας ελπίδα: το παιδί.

Όπως είδαμε, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι με ένα άλμα θα βρεθούμε στον κόσμο των Παιδιών του Μέλλοντος- μπορούμε μόνο να ελπίζουμε σε μια σταθερή πρόοδο, όπου η υγιής νέα δομή θα καλύπτει την αρρωστημένη παλιά δομή, καθώς το νέο ξεπερνά σιγά-σιγά το παλιό. Κάθε άλλη προσδοκία δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στην απογοήτευση και την αποθάρρυνση. Δεν μπορεί παρά να ενθαρρύνει τους εχθρούς της παιδικής ηλικίας — τους πολιτικούς, τα κομματικά μέλη και τους όμοιούς τους — για να πουν θριαμβευτικά: «Πάντα σας τα λέγαμε, δε γίνεται τίποτα. Μείνετε πιστοί στην παλιά καλή πολιτική».

Η βραδύτητα της αλλαγής, για να μην παρακωλυθεί η εξέλιξή της από απόψεις εχθρικές στα παιδιά, θα πρέπει να συνοδεύεται από σταθερή πεποίθηση και αποφασιστικότητα. Αυτό σημαίνει ότι πολύ πιο σημαντικό θα ήταν, πρώτα απ’ όλα, να προετοιμαστούμε προσεκτικά, παρά να προχωρήσουμε απροετοίμαστοι μόνο και μόνο για να υποχωρήσουμε αργότερα ολοκληρωτικά ηττημένοι. Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα επαναλαμβάνουμε συνέχεια, μια που είναι τόσο μεγάλη η ροπή του ανθρώπου, με τη σημερινή του δομή, να φτάνει σε γρήγορα συμπεράσματα με τον λιγότερο δυνατό κόπο, να επευφημεί αντί να γνωρίζει, και να τρέπεται σε φυγή μόλις συναντά τα πρώτα πραγματικά εμπόδια.

Μόνο όταν μάθει κανείς τέλεια να συνειδητοποιεί και να ξεπερνά τα τρομακτικά εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο του, θα μπορεί να απολαύσει τους πρώτους πραγματικούς καρπούς των προσπαθειών του και να συγκλονιστεί από τις πρώτες ματιές στον κόσμο των Παιδιών του Μέλλοντος. Είναι πιο φρόνιμο να γεφυρώνει κανείς το δρόμο του προσεκτικά, και να μην κάνει ούτε βήμα, αν δεν είναι σίγουρος γι’ αυτό. Τα θεμέλια πρέπει να είναι από πέτρα κι όχι από άμμο.

Τα προβλήματα του Νταίηβιντ άρχισαν, όταν, σε ηλικία τριών χρόνων, ύστερα από ένα μπάνιο, παρουσίασε άγχος πτώσης και δέχτηκε το πρώτο σημαντικό πλήγμα στη χαρακτηρολογική του ανάπτυξη. Η τραυματική συγκράτηση της αναπνοής του, στη διάρκεια της εμπειρίας της πτώσης είχε αφήσει βαθιά ίχνη στη δομή του, παρ’ όλο που δεν παρουσίασε, όπως άλλα παιδιά που δε βρίσκονταν κάτω από παρακολούθηση, χρόνια βιοπαθητική συστολή στο λαιμό, με το πρώτο του αυτό τραύμα. Το συγκινησιακό τραύμα, που εγκαταστάθηκε μ’ αυτό τον τρόπο, εμφανιζόταν με μαθηματική ακρίβεια όπου και όποτε το παιδί είχε ανορθολογικές συγκινησιακές εμπλοκές. Το τραύμα δεν ήταν ενεργό στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής του. Μόνο καμιά φορά, όταν τύχαινε να πέσει και να χτυπήσει άσχημα ή να φοβηθεί από κάτι, κοβόταν η αναπνοή του και προς στιγμή δεν μπορούσε να εκπνεύσει. Ωστόσο, όταν μπήκε στην πρώτη εφηβεία, το συγκινησιακό τραύμα θα γινόταν πιο φανερό.

Το πρόβλημα, που άρχισε να παρουσιάζεται προς το τέλος του τρίτου χρόνου της ζωής του, είχε ως βασικό επίκεντρο του τη γενετήσια ανάπτυξη. Ο Νταίηβιντ, αντίθετα με τα περισσότερα παιδιά, δεν παρουσίασε καθόλου την τάση να ρωτά αναρίθμητες, φαινομενικά άσκοπες και πιεστικά επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις για ένα σωρό άσχετα πράγματα. Η χαρακτηροψυχανάλυση υποψιαζόταν πάντοτε, ότι αυτού του είδους οι ερωτήσεις οφείλονται στην απώθηση ενός μοναδικού και βασικού ερωτήματος: Από πού έρχονται τα παιδιά και πώς μπαίνουν μέσα στη μητέρα; Μια που αυτές οι πληροφορίες φυλάγονταν προσεκτικά μακριά από τα παιδιά, η αυθεντική τους παρόρμηση να μάθουν, αναχαιτιζόταν και αναπληρωνόταν από ξεσπάσματα άσχετων ερωτήσεων.

Οι απαντήσεις που δίνονταν στις ερωτήσεις του Νταίηβιντ είχαν πάντα ρεαλιστική βάση. Δεν ήταν καθόλου πρόβλημα γι’ αυτόν το ότι τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στην κοιλιά της μητέρας. Από την ηλικία των ενάμισι-δυο χρόνων, είχε δείξει απορία για το πώς μπαίνουν μέσα στη μητέρα. Του είπαν με απλό τρόπο την αλήθεια. Μιλούσε ελεύθερα για τις σεξουαλικές σχέσεις των γονέων του και των άλλων ανθρώπων. Κάποτε ρώτησε αν μπορούσε να κοιμηθεί αυτός με τη μητέρα του και ο πατέρας του με την παραμάνα του. Και σ’ αυτή του την ερώτηση δεν υπήρχε κανένα ίχνος πρόστυχης περιέργειας ή παθολογικής επιθυμίας. Του απάντησαν με ειλικρίνεια ότι οι άνθρωποι ζουν και αγκαλιάζονται με τις γυναίκες ή τους άντρες τους, κι ότι όταν μεγάλωνε θα είχε κι αυτός μια κοπέλα για να την αγαπά, να την αγκαλιάζει και τελικά να κάνει παιδιά μαζί της. Αυτή η προοπτική τον ευχαριστούσε κι άρχισε να ανυπομονεί να μεγαλώσει και αποκτήσει δική του κοπέλα.

Έτσι μάθαμε στην πράξη, ότι προηγουμένως είχαμε μόνο υποθέσει δουλεύοντας με άρρωστους ενήλικες: ότι δηλαδή, το αγόρι δεν αναπτύσσει παθολογική καθήλωση στη μητέρα, παρά μόνο όταν η δυνατότητα επαφής του με άλλους συντρόφους έχει ανασχεθεϊ. Οι γονείς του Νταίηβιντ είπαν ότι ποτέ δεν παρουσίασε το είδος εκείνο της καθήλωσης στη μητέρα, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τα παιδιά που μεγαλώνουν με τον καθιερωμένο τρόπο. Δεν έκλαιγε αν έφευγε η μητέρα του το βράδυ- δεν ήταν στενά προσκολημμένος σ’ αυτήν. Ποτέ δε ζητούσε αγάπη με παράλογο τρόπο, αφού του δινόταν όποτε τη χρειαζόταν. Οι γονείς του ποτέ δεν παρατήρησαν σ’ αυτόν κάποια παθολογική σεξουαλική περιέργεια. Ποτέ δεν κρυφοκοίταζε από το παράθυρο για να δει γυναίκες που γδύνονταν, όπως έκαναν άλλα αγόρια, ούτε και προσπάθησε να κοιτάξει κάτω από κάποια φούστα για να δει τα γυναικεία γεννητικά όργανα. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ποτέ δεν του είχαν πει να μην κάνει τέτοια πράγματα. Απλώς δεν τα έκανε από μόνος του. Αυτό επιβεβαιώνει γι’ άλλη μια φορά τη σεξοοικονομική υπόθεση, ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι φυσική, αλλά αποτέλεσμα της καταστολής των πρωτογενών φυσικών ενορμήσεων.

Ο Νταίηβιντ έπινε από το μπουκάλι μέχρι την ηλικία των τριών χρόνων, και πραγματοποίησε τη μετάβαση από τη στοματική στη γενετήσια φάση εύκολα και χωρίς καμιά διαταραχή. Η ομιλία του εξελισσόταν τέλεια, με καθαρή άρθρωση και σαφή διατύπωση. Οι γονείς του ένιωθαν μεγάλη ευχαρίστηση, καθώς τον παρακολουθούσαν να μαθαίνει εύκολα καινούριες λέξεις και να τις ενσωματώνει στο λεξιλόγιο του.

Στην ηλικία των τριών χρόνων, ο Νταίηβιντ άρχισε, με πολύ φυσικό τρόπο, να δείχνει ενδιαφέρον για τα κοριτσάκια. Δημιούργησε στενή φιλία με ένα κοριτσάκι ένα χρόνο μεγαλύτερο του, που ζούσε εκεί κοντά. Τον περισσότερο καιρό ήταν μαζί και μερικές φορές κρύβονταν. Οι γονείς ήξεραν πως είχαν αρχίσει να εξερευνούν ο ένας τον άλλο σεξουαλικά. Στην ηλικία των τρισήμισι χρόνων παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μια ελαφριά περίπτωση φοβίας. Ο Νταίηβιντ είχε αποκτήσει τη συνήθεια «να τα λέει» με τον πατέρα του. «Θέλω να τα πούμε εμείς οι δυο», του έλεγε. Τότε ο πατέρας του τον έπαιρνε με το αυτοκίνητο και πήγαιναν όπου ήθελε ο Νταίηβιντ. Κάθονταν στο χορτάρι και ο Νταίηβιντ άρχιζε τις ερωτήσεις. Από πολύ μικρή ηλικία, είχε κιόλας αρχίσει να κάνει τις πρώτες λογικές ερωτήσεις για το «πώς είναι φτιαγμένα τα πράγματα», δίχως κανείς ποτέ να είχε προσπαθήσει να του κεντρίσει το ενδιαφέρον γι’ αυτά.

Μια μέρα ρώτησε γιατί οι γυναίκες έχουν τρίχες στα γεννητικά τους όργανα- για ποιο λόγο υπάρχουν οι τρίχες; Οι ερωτήσεις του φαίνονταν λιγάκι παράξενες, τέτοιες που ο Νταίηβιντ δε συνήθιζε να κάνει. Ο πατέρας του είπε ότι όταν οι άντρες και οι γυναίκες μεγαλώσουν, βγάζουν τρίχες στα γεννητικά τους όργανα, κι ότι το ίδιο θα έβγαζε και εκείνος. Σκέφτηκε πως ο Νταίηβιντ μάλλον θα είχε δει το άνοιγμα του κόλπου του μικρού κοριτσιού και θα είχε αναρωτηθεί γιατί δεν είχε τρίχες όπως της μητέρας του. Λίγο αργότερα έκανε πάλι άλλες ερωτήσεις: Γιατί τα κορίτσια έχουν αυτό το μικρό άνοιγμα και γιατί είναι κόκκινο; Του είπαν ότι το άνοιγμα είναι για να δέχεται το ανδρικό όργανο όταν το κορίτσι μεγαλώσει, και ότι από εκεί βγαίνουν τα παιδιά. Αυτή η λογική ερώτηση και απάντηση, όμως, δεν ανταποκρίνονταν σ’ αυτό που ο Νταίηβιντ ήθελε πραγματικά να μάθει. Φάνηκε από τις ερωτήσεις του πως το «κόκκινο» κάπως τον είχε ενοχλήσει.

Σήμερα πια γνωρίζουμε τι ήταν εκείνο που τον ενόχλησε, μια γνώση που, πριν από τριάντα χρόνια περίπου, καταπολεμιόταν και δυσφημιζόταν τόσο έντονα: η «τομή» που έχουν τα κορίτσια. Δεν το εκδήλωσε καθαρά, και ο πατέρας του δε θέλησε να προχωρήσει περισσότερο, αλλά προτίμησε να περιμένει μέχρι να ωριμάσει το πράγμα. Συνήθως, γύρω από τέτοιες φαινομενικά «αθώες» ερωτήσεις αναπτύσσεται αργότερα το άγχος της εκτομής. Πριν προχωρήσουμε παραπέρα στα προληπτικά μέτρα κατά της επίμονης θωράκισης, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε απόλυτα τις ευρύτατες περιπλοκές που συνεπάγεται.

Αυτό που ο οργονομία λέει «πυρηνικές λειτουργίες» του οργανισμού, δεν ήταν προσιτό ούτε στην ιατρική ούτε στην παιδαγωγική, πριν ανακαλυφθεί η θωράκιση και η σαφής διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών ενορμήσεων. Σήμερα γνωρίζουμε με ποιο τρόπο η θωράκιση του ανθρώπινου ζώου διχάζει τον οργανισμό σε μια κακή, αμαρτωλή πραγματικότητα — το διάβολο — και σε μια ηθική επιταγή — το καλό — που προσπαθεί αιώνια, αλλά μάταια, να καταβάλει το κακό. Η οργονομία δε βρίσκεται σε ασυμφωνία με τις γενικότερες επιταγές για εντιμότητα, ειλικρίνεια, ευγένεια, καλοσύνη, συνεργασία και ανοχή. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει καμιά διαφωνία για το πόσο επιθυμητές είναι αυτές οι ανθρώπινες αρετές, και για τη μεγάλη τους σημασία στην ευημερία του ανθρώπου. Αυτό που η οργονομία αμφισβητεί, με βάση την ξεκάθαρη ιατρική και παιδαγωγική πείρα, είναι η δυνατότητα να επιτευχθούν ποτέ αυτοί οι στόχοι με οποιουσδήποτε καταναγκαστικούς ή καθαρά ηθικούς κανόνες.


Μια από τις μεγάλες τραγωδίες του ανθρώπινου ζώου είναι το ότι έθεσε αυτά τα ιδεώδη ως στόχους για τους οποίους έπρεπε να αγωνιστεί, ως υπέρτατους σκοπούς της πολιτισμένης ζωής, αλλά ταυτόχρονα απόκλεισε εντελώς το δρόμο για την επίτευξή τους. Είναι επίσης τραγικό το ότι ανθρώπινοι πολιτισμοί που βασίζονταν ολοκληρωτικά στην πίστη, στην αξιοπρέπεια και εντιμότητα του ανθρώπου, εμπόδισαν και αντιτάχθηκαν με τόσο καταστροφικό τρόπο στην ελεύθερη ανάπτυξη αυτών των αρετών στα νεογέννητα μωρά, που είναι οι φυσικοί φορείς των υψηλών ηθικών επιταγών. Η οργονομία διαφωνεί με την καθιερωμένη άποψη, όταν έρχεται αντιμέτωπη με το ερώτημα, πώς να γίνουν αυτές οι ιδεώδεις επιταγές μια πραγματικότητα, που πάνω της να μπορεί να οικοδομηθεί με σιγουριά η κοινωνική συνεργασία των ανθρώπων.

Εκείνοι που λειτουργούν με «πρέπει» και «δεν πρέπει», είναι σαν να μην έχουν ιδέα για την έμφυτη ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η οργονομική αρχή της αυτορρύθμισης βασίζεται ολοκληρωτικά — και δικαιολογημένα — στη φυσική δομή του νεογέννητου μωρού. Αν αφήνετε το παιδί σας να μεγαλώνει όπως το έπλασε η φύση, αν δεν στρεβλώνετε τις βασικές του ανάγκες σε αφύσικες, ακοινωνικές δευτερογενείς ενορμήσεις, τότε δε θα είναι καθόλου απαραίτητη η καταναγκαστική καταστολή της «κακίας». Ο φαύλος κύκλος των αυστηρών ηθών και της κακής φύσης θα πάψει να υπάρχει και ροκανίζει τις ανθρώπινες ζωές. Η αιώνια έκπτωση του διάβολοι έχει αποτύχει εντελώς, επειδή οι φυσικές ανάγκες, και ιδιαίτερα οι σεξουαλικές, καταστέλλονται δημιουργώντας τις δευτερογενείς, ακοινωνικές, κακοποιές ενορμήσεις που, φυσικά, πρέπει να καταστέλλονται. Πρέπει να καταστέλλονται ηθικά γιατί, αντίθετα με τις άλλες κοινωνικές ανάγκες, δεν αυτορυθμίζονται επειδή δεν είναι φυσικές. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το αντικοινωνικό στο ανθρώπινο ζώο, η πάλη εναντίον του γίνεται μάταιη, εφ’ όσον χρησιμοποιούνται αυταρχικές ηθικολογικές επιταγές.


Η ηθικολογία μόνο που αυξάνει την πίεση του κρίματος και της ενοχής και ποτέ δε φτάνει ή δεν μπορεί να φτάσει στις ρίζες του προβλήματος. ΠΡΩΤΑ ΑΠ’ ΟΛΑ, ΜΗΝ ΚΑΤΑΣΤΕΛΛΕΤΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΝΟΡΜΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΛΟΥΝ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΤΕ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΙΘΑΝΑΓΚΑΣΜΟ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ ΜΩΡΟ, ΕΤΟΙΜΟ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ. ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΧΘΕΙ ΟΠΩΣ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ Η ΦΥΣΗ, ΚΑΙ ΑΛΛΑΞΤΕ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΣΑΣ. Σύντομα θα δούμε ότι το πρόβλημα δεν είναι η ανθρώπινη «κακία» ή «αμαρτία», αλλά οι κατεστημένες πεποιθήσεις και θεσμοί, που τόσο επίμονα και μερικές φορές τόσο ωμά, χιλιάδες χρόνια τώρα, έκαναν αδύνατη κάθε προσέγγιση στη φυσικά δοσμένη ηθικότητα του μωρού. Είναι σαν να πνίγεται ένας άνθρωπος σε μια πλημμύρα, κι αντί να φράξει την τρύπα από όπου μπαίνει το νερό, να προσπαθεί να το αδειάσει μ’ ένα κουτάλι.

Η μεγαλύτερη δυσκολία για να αφεθούν τα νεογέννητα μωρά να αναπτύξουν τη φυσική τους ηθικότητα, είναι το γεγονός ότι η θωράκιση εγκαθίσταται από πάρα πολύ νωρίς στη ζωή τους, δηλαδή αμέσως μετά τη γέννηση. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, τίποτα σχεδόν δεν ήταν γνωστό για τις ζωικές εκδηλώσεις του μωρού. Mε τις πρώτες ανασχέσεις της θωράκισης, οι αυτορρυθμιστικές δυνάμεις του μωρού αρχίζουν να φθίνουν. Εξασθενούν σταθερά, καθώς η θωράκιση εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, και για να υπάρξει και να επιβιώσει το παιδί μέσα στο περιβάλλον του πρέπει να αντικατασταθούν από καταναγκαστικές ηθικές αρχές.

Η καταναγκαστική αγωγή των μωρών δεν είναι, λοιπόν, αποτέλεσμα κακών προθέσεων ή κακεντρέχειας εκ μέρους των παιδαγωγών ή των γονέων. Είναι μια φοβερή αναγκαιότητα, ένα έκτακτο μέτρο. Σύντομα θα δούμε πως η ανθρώπινη κακεντρέχεια μπαίνει στο χώρο της αγωγής των παιδιών, όταν οι φυσικές πυρηνικές λειτουργίες αφήνονται τελείως ελεύθερες. Η βασική δυσκολία, ωστόσο, είναι η πραγματική αναγκαιότητα των καταναγκαστικών μέτρων, από τη στιγμή που οι αυτορρυθμιστικές πυρηνικές λειτουργίες του μωρού έχουν πια καταπνιγεί από τους δακτυλίους της θωράκισης, που εμφανίζονται σταδιακά κατά μήκος του σώματος.

Ίσως να φαίνεται έτσι σαν να υπερασπιζόμαστε τα έργα του διαβόλου. Ωστόσο, αν δεν κατανοήσουμε απόλυτα την ορθολογικότητα των σημερινών μεθόδων ανατροφής των μωρών, δε θα μπορέσουμε ποτέ να αντικαταστήσουμε αυτά τα ανεπαρκή μέτρα με άλλα καλύτερα. Δε θα πολεμούσε κανείς έναν εχθρό, δίχως να γνωρίζει την πραγματική του δύναμη. Η δύναμη της καταναγκαστικής αγωγής είναι η ορθολογικότητα — που αυξάνεται με τη θωράκιση — της ανάγκης να κατασταλούν οι διεστραμμένες, δευτερογενείς ενορμήσεις. Η αυτορρύθμιση δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα σ’ αυτό το χώρο. Είναι λειτουργική μόνο μέσα στο δικό της χώρο των φυσικά δοσμένων πρωτογενών αναγκών.

Με άλλα λόγια, η «αυτορρύθμιση» δεν μπορεί να νοηθεί σαν κάτι που πρέπει να εμφυτευθεί ή που μπορεί να διδαχτεί στο παιδί. Μπορεί να αναπτυχθεί μόνο με τη δική του συγκατάθεση. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι παιδαγωγοί και οι γονείς, είναι να προστατεύουν αυτή τη φυσικά αναπτυσσόμενη αυτορρύθμιση, από τη γέννηση και πέρα. Αφού κάθε στάδιο της χρόνιας θωράκισης εξασθενεί τη λειτουργία της αυτορρύθμισης και κάνει αναγκαία την καταναγκαστική αγωγή, ο αντικειμενικός στόχος των μεγάλων πρέπει να είναι η προσεκτική απομάκρυνση κάθε είδους θωράκισης που μπορεί να εμφανιστεί στο μωρό. Αυτό απαιτεί:

1. Βαθιά γνώση τού τι είναι η θωράκιση και πώς λειτουργεί.

2. Εξάσκηση στην παρατήρηση και αντιμετώπιση των πρώτων εκδηλώσεων της θωράκισης.

3. Αποφυγή οποιασδήποτε ανάμιξης εννοιών. Δεν μπορούμε να συνδυάσουμε την αυτορρύθμιση με τις ηθικές επιταγές. Αν δεν εμπιστευόμαστε τη φύση ως βασικά σωστή και αυτορρυθμιστική, τότε δεν υπάρχει παρά ένας μόνο δρόμος: ο δρόμος της καταναγκαστικής αγωγής. Είναι ουσιαστικό να κατανοήσουμε το γεγονός ότι αυτοί οι δυο τρόποι ανατροφής δε συμβιβάζονται. Αν ο ηθικός καταναγκασμός και η αυτορρύθμιση χρησιμοποιηθούν μαζί, η συγκινησιακή δομή του παιδιού δεν μπορεί παρά να υποστεί σύγχυση και εξάρθρωση. Το χειρότερο από όλα είναι, φυσικά, όταν η αυτορρυθμιστική αγωγή γίνεται με καταναγκαστικές επιταγές.

@ Wilhelm Reich “Τα Παιδιά του Μέλλοντος”

Αυτό το βιβλίο περιέχει ένα μέρος από το τεράστιο έργο του Ράιχ σχετικά με την ανθρώπινη παθολογία. Αποτελείται από μελέτες, που έγιναν ανάμεσα στα 1926 και 1952, για τις βλάβες που προκαλούμε στα παιδιά μας όταν καταστέλλουμε τις φυσικές τους παρορμήσεις, μερικές από τι οποίες είναι σεξουαλικές. Το ενδιαφέρον που έχουν αυτές οι μελέτες είναι κάθε άλλο παρά εφήμερο. Μέσα σ’ ένα κόσμο όπου τα έθνη ετοιμάζουν την εξόντωσή τους, τη δική τους και ολόκληρου του πλανήτη, για να επιβάλουν αποφασιστικά τις διάφορες ιδεολογικές τους απόψεις, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να μελετάμε με ζήλο καθετί που μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πώς βρεθήκαμε σ’ αυτή την τρομακτική θέση.

Περιεχόμενα
Πρόλογος
Η πηγή του ανθρώπινου “ΟΧΙ”
Τα παιδιά του μέλλοντος
Προβλήματα των υγιών παιδιών στη διάρκεια της πρώτης εφηβείας (από τριών έως έξι χρονών)
Οι οργονομικές πρώτες βοήθειες για παιδιά
Αντιμέτωποι με τη συγκινησιακή πανούκλα
Η θωράκιση στο νεογέννητο μωρό
Το άγχος πτώσης σε ένα μωρό τριών εβδομάδων
Η κακομεταχείριση των μωρών σχετικά με τον αυνανισμό στην παιδική ηλικία
Συνομιλία με μια λογική μητέρα
Τα σεξουαλικά δικαιώματα των νέων


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ Δρ. ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΪΧ: Σαν σήμερα στις 3 Νοεμβρίου του 1957 δολοφονήθηκε στις ομοσπονδιακές φυλακές Λιούσιμπεργκ της Πενσυλβάνιας – και μάλιστα δύο μέρες πριν αποφυλακιστεί! – ο μεγάλος απαγορευμένος επιστήμονας Βίλχελμ Ράιχ. > Ποια είναι η Απαγορευμένη Ιστορία του ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΙΧ; *Ποιός ήταν ο μεγάλος Dr Wilhelm Reich; *Η τεράστια πνευματική κληρονομιά του Dr Wilhelm Reich *Το φαινόμενο του Dr Wilhelm Reich είναι πολυσήμαντο και πολυδιάστατο. *Η θεωρία της λειτουργίας του οργασμού *Η συγκινησιακή πανούκλα *Ανάλυση του χαρακτήρα, χαρακτηρολογική και μυϊκή θωράκιση * Ο μηχανισμός διατήρησης της νεύρωσης στο άτομο: το «άγχος ηδονής» *Η «συγκινησιακή πανούκλα της ανθρωπότητας» * Πολιτική δράση Κοινωνική σκέψη και προσφορά *Ο μηχανισμός εξάπλωσης και διαιώνισης της νεύρωσης στον πληθυσμό *Ο τρόπος σκέψης του «οργονομικού λειτουργισμού» *Το πέπλο της αντίστροφης μέτρησης * Όλα τα βιβλία του Wilhelm Reich με χρονολογική σειρά *Η Ιστορία κύκλους κάνει.

Η μεγαλύτερη έρευνα σχετικά με τον Δρ. Βίλχελμ Ράιχ, που έχει φιλοξένησε ποτέ ελληνικό έντυπο, ξεκίνησε από το τεύχος του Strange (no 150) κι από τον συγγραφέα-ερευνητή Ίων Μάγγο

Πράγματι κάποιοι γελάνε πολύ –μα πάρα πολύ- μαζί σου κοινέ ανθρωπάκο. «Άκου, Κοινέ Ανθρωπάκο» όπως δείχνουν τα πράγματα από τότε που έγραψε το βιβλίο ο Wilhelm Reich μέχρι σήμερα εξακολουθείς να είσαι ένας Κοινός Ανθρωπάκος, να σκέπτεσαι και να φέρεσαι το ίδιο μικρός κι ασήμαντος. Άκου κι αν καταφέρεις να ακούσεις, ίσως –δεν αποκλείεται καθόλου- να πάψεις να διαιωνίζεις τον γόνο του ανθρωπάκου και ίσως πάψεις να δολοφονείς τους ευεργέτες σου και να θεοποιείς τους βιαστές σου. Τον Wilhelm Reich φυσικά ο ηλίθια κοινός ανθρωπάκος τον δολοφόνησε. όμως εσύ, ίσως καταφέρεις να αφυπνιστείς αν καταφέρεις να ζήσεις με ηθική, μικρέ κι ασήμαντα κοινέ ανθρωπάκο !!!


Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο.
Λένε πως χάραξε η εποχή σου, η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».
Πόσο σε λυπάμαι Κοινέ Ανθρωπάκο
Wilhelm Reich

Ο Ηράκλειτος αποκαλεί την ανθρωπόμαζα ένα τεράστιο κτήνος, ηλίθιο και αμετανόητα υποκριτικό, σκληρό και αδυσώπητο ένα επικίνδυνο, βλακώδες, κτήνος, στο οποίο δεν αξίζει κανείς να διδάξει το οτιδήποτε.

Ο Εμπεδοκλής (495-435 π.κ.ε.) έλεγε πικραμένος: «Από τέτοια ύψη, από τέτοια δόξα, ξέπεσα σ’ αυτή την δυστυχισμένη γη και συμφύρομαι μ’ αυτά τα χυδαία δίποδα»

Μελέτησε κι άλλους αληθινά μεγάλους ανθρώπους όπως ο Reich, ο Tesla, ο Dr Royal Raymond Rife, η Ruth Drown, ο Lakhovsky κλπ κλπ


Όσο βαθιά κι αν είναι η γνώση σου από τη μελέτη των γραφών,
δεν είναι μεγαλύτερη από μία τρίχα μαλλιών.
Στην απεραντοσύνη του διαστήματος, όσο σημαντική κι αν φαίνεται η κοσμική σου εμπειρία,
δεν είναι περισσότερη από μία σταγόνα νερού σε μια βαθιά ρεματιά.
Σοφία ΖΕΝ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου