Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιανουαρίου 13, 2016

Η εκπαίδευση στην Μυκηναϊκή Εποχή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
γράφει ο Βασίλης Σ. Τσίχλης

Η εκπαίδευση αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας μας, αφ’ ου χωρίς αυτή θα ήταν αδύνατον να διατηρήσουμε βραχυπρόθεσμα το βιοτικό μας επίπεδο και τα επιτεύγματα του τεχνικού μας πολιτισμού ενώ μακροπρόθεσμα τον πνευματικό μας πολιτισμό και την εθνική μας ταυτότητα. Το να μιλάμε για εκπαίδευση στη μυκηναϊκή εποχή είναι, βέβαια, ενδιαφέρον, αλλά προκαλεί και την εύλογη απορία σε ποια στοιχεία μπορεί να θεμελιωθεί παρόμοια άποψη. Η αλήθεια είναι ότι δεν διαθέτουμε σχετικές πληροφορίες. Εν τούτοις, από μερικά χωρία του Ομήρου, την ανάλυση των ομηρικών επών και δευτερευόντως από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, μπορούμε να προβούμε σε διάφορες υποθέσεις.

Στο παρόν ασχολούμαστε με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «εγκύκλιο» ή «ανώτατη» εκπαίδευση, αλλά όχι με την επαγγελματική, οι πηγές για την οποία είναι ουσιαστικώς τα αρχαιολογικά ευρήματα. Π.χ., οι Ολμέκοι (περ. 13ος-8ος αιώνας π.Χ.), αν και δεν μας άφησαν γραπτά κείμενα (ή, τουλάχιστον, δεν μπορούμε να τα αποκρυπτογραφήσουμε), μας κληροδότησαν τέτοια γλυπτά που φανερώνουν το υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως των τεχνιτών τους (διότι παρόμοια έργα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, βέβαια, από αυτοδίδακτους γλύπτες). Η λεπτομερής ανάλυση των αρχαιολογικών ευρημάτων ώστε να ταυτιστούν χρονολογικά τα διάφορα στάδια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, υπερβαίνει τον σκοπό του παρόντος άρθρου.

Γραμμική γραφή



Τα πρώτα γραπτά κείμενα στον ελλαδικό χώρο, η Γραμμική Α, εμφανίζονται στην Κρήτη το αργότερο το 1750 π.Χ. Έως σήμερα δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί η Γραμμική Α, οπότε δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για μορφή της ελληνικής γλώσσης[1]. Η Γραμμική Β, η αρχαιότερη γνωστή μορφή της ελληνικής, εμφανίζεται το 1450 π.Χ. και αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 ύστερα από τις προσπάθειες των Michael Ventris και John Chadwick. Και μόνη η ύπαρξη της γραφής προϋποθέτει και κάποιο είδος εκπαιδεύσεως των γραφέων, όπως γινόταν στην Αίγυπτο ή στη Μεσοποταμία, για το οποίο δεν γνωρίζουμε σήμερα απολύτως τίποτε.

Έχουν βρεθεί και αποκρυπτογραφηθεί αρκετές πινακίδες της Γραμμικής Β οι οποίες, όμως, αποτελούν σχεδόν αποκλειστικώς κρατικά αρχεία στα οποία καταγράφονται φόροι, πολεμικό υλικό κτλ. Προς μεγάλη απογοήτευση των ομηρολατρών, μέχρι το τέλος της περιόδου της Γραμμικής Β τον 12ο αιώνα π.Χ., δεν έχει βρεθεί ούτε ένας στίχος ποιήσεως[2]. Αυτό φανερώνει ότι η εγκύκλιος παιδεία ήταν άγνωστη στους Μυκηναΐους οπότε γραφή μάθαιναν μόνον όσοι προορίζονταν για γραφείς. Η πρακτική, «επαγγελματική» όπως θα λέγαμε σήμερα, εκπαίδευση, πρέπει όμως να ήταν διαδεδομένη αν κρίνουμε από το επίπεδο της μινωικής και μυκηναϊκής τέχνης, αρχιτεκτονικής κτλ.

Ομηρικά έπη

Εν συνεχεία, πρέπει να εξετασθούν τα ομηρικά έπη. Αν και από μόνα τους είναι διδακτικότατα, δεν προσφέρουν ιδιαίτερες πληροφορίες για την εκπαίδευση. Είναι φανερό ότι σε μια κοινωνία πολεμιστών, όπως αυτή που περιγράφει ο Όμηρος, η θεωρητική εκπαίδευση δεν θεωρούταν σημαντική. Παραδόξως όμως, δεν έχουμε ουσιαστικές πληροφορίες ούτε για τη στρατιωτική εκπαίδευση των ανδρών. Απουσιάζει, επίσης, και η ιατρική εκπαίδευση. Οι δυο ιατροί των Αχαιών, οι Μαχάων και Ποδαλείριος3, ήταν υιοί του Ασκληπιού (που δεν είχε ακόμη συμπεριληφθεί μεταξύ των θεών), ο οποίος Ασκληπιός αναφέρεται ως ο καλλίτερος ιατρός που είχε υπάρξει[4]· επομένως συμπεραίνουμε ότι ο ίδιος δίδαξε την ιατρική στα τέκνα του.

Το μόνο σχετικό με την εκπαίδευση που αναφέρει ο Όμηρος είναι ότι ο Αχιλλεύς έμαθε από τον κένταυρο Χείρωνα πως να χρησιμοποιεί τα φάρμακα, χωρίς όμως να παραθέτει περισσότερες πληροφορίες ή να αναφέρει ότι ο Αχιλλεύς ήταν ιατρός[5]. Επίσης, όταν ο Αχιλλεύς αναχώρησε για την τρωική εκστρατεία, ο Πηλεύς έστειλε μαζί του τον Φοίνικα για να τον συμβουλεύει και να τον βοηθάει[6]. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Φοίνιξ ήταν περισσότερο σύμβουλος παρά δάσκαλος ή παιδαγωγός.

Ο Όμηρος φαίνεται να αγνοεί τη γραφή αλλά οι φιλόλογοι έχουν εντοπίσει δυο σημεία στην Ἰλιάδα όπου ίσως υπάρχει σχετική μνεία. Το πρώτο είναι όταν ο Έκτωρ ζητά από τους Αχαιούς να διαλέξουν κάποιον να μονομαχήσει μαζί του. Παρουσιάζονται εννέα Αχαιοί και έγινε κλήρωση σε περικεφαλαία· γι’ αυτόν τον λόγο: «κλῆρον ἐσημήναντο ἔκαστος»[7], ο καθένας σημάδεψε τον κλήρο του. Όταν κληρώθηκε ο Αίας ο κήρυκας έδειχνε τον κλήρο στους διαγωνιζομένους και τελικώς έφθασε «ὅς μιν ἐπιγράψας κυνέῃ βάλε, φαίδιμος Αἴας», σε αυτόν που τον είχε επιγράψει και βάλει στην περικεφαλαία, στον ένδοξο Αίαντα. Ίσως λοιπόν να εννοεί ο Όμηρος ότι έγραψαν τα ονόματά τους, όπως θα κάναμε και εμείς σήμερα, αλλά εξ ίσου πιθανό ήταν να χάραξαν κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι. Σε οιοδήποτε άλλο σημείο των ομηρικών επών απαντά η λέξη «γράφειν» και τα παράγωγά της εννοείται απλώς «ξύνω», «σημαδεύω» κ.ο.κ.

Το δεύτερο σχετικό σημείο, στην εξιστόρηση του μύθου του Βελλεροφόντη[8], είναι και το περισσότερο γνωστό αφ’ ου διχάζει επί χρόνια τους φιλολόγους. Εν συντομία, ο βασιλεύς του Άργους Προίτος έστειλε τον Βελλεροφόντη στον πεθερό του, τον βασιλέα της Λυκίας[9], με ένα γράμμα στο οποίο ο Προίτος ζητούσε να τον εκτελέσει[10]. Η αναφορά του Ομήρου, όμως, είναι τόσο ασαφής που δεν μπορούμε να συμπεράνουμε αν ο Ποιητής εννοεί τη γραφή όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Συγκεκριμένως, ο Όμηρος γράφει πως όταν ο Προίτος αποφάσισε να μην σκοτώσει τον Βελλεροφόντη ο ίδιος[11]: «πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρά, / γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά, δεῖξαι δ’ ἠνώγειν δ’ ᾧ πενθερῷ, ὄφρ’ ἀπόλοιτο». Απόδοση: «Αλλά τον έστειλε στη Λυκία δίνοντάς του θανατηφόρα σήματα, γράφοντας σε έναν σφραγισμένο [οι Καζαντζάκης-Κακριδής αποδίδουν ως «διπλωμένο»] πίνακα σημάδια πολλά και θανατηφόρα, και τον διέταξε να τα δείξει στον πεθερό του, ώστε να θανατωθεί».

Ο Όμηρος χρησιμοποιεί την λέξη «πτυκτός», η οποία σημαίνει ότι το γράμμα ήταν κλειστό και σφραγισμένο, πράγμα που μας αφήνει να αντιληφθούμε ότι ο Βελλεροφόντης μπορούσε να καταλάβει τα σημάδια. Τα σημάδια αυτά δεν φαίνεται να ήταν τα γράμματα ενός αλφαβήτου (αλλιώς ο Ποιητής θα ήταν περισσότερο σαφής), μπορεί όμως να ήταν κάποιο είδος μυστικού κώδικος επικοινωνίας τον οποίο γνώριζε ο Βελλεροφόντης καθώς ήταν σημαντικός άνδρας από σπουδαία γενιά. Μπορεί, επίσης, να αδυνατούσε να κατανοήσει το νόημα των σημείων αλλά ο Προίτος σφράγισε το μήνυμα ώστε να μην μπορεί να το διαβάσει κάποιος άλλος και αποκαλύψει το περιεχόμενό του στον ήρωα.

Επίσης, αν η λέξη «θυμοφθόρα» συσχετισθεί με τη φράση «θυμοφθόρα φάρμακα»[12] που σημαίνει «μαγικά φάρμακα», μπορούμε να υποθέσουμε ότι ίσως η γραφή συσχετιζόταν με τη μαγεία, μια κοινή αντίληψη για λαούς που μόλις είχαν έρθει σε επαφή με τη γραφή. Από την άλλη πλευρά βέβαια, ο Προίτος μπορεί να επικαλείται τη μαγεία ώστε να τον βοηθήσει να επιτύχει τον στόχο του, την εξόντωση του Βελλεροφόντη. Ο Ventris μάλλον πιστεύει ότι αυτό το απόσπασμα δεν αναφέρεται σε πραγματική γραφή, καταλήγει όμως επισημαίνοντας: «Αλλά, έστω και αν οι Αγαμέμνων, Οδυσσεύς και Νέστωρ δεν γνώριζαν να διαβάζουν ή να γράφουν, και αν τα αρχαία παλάτια και οι πόλεις τους έχουν εδώ και καιρό καταρρεύσει και μετατραπεί σε σκόνη, στην αρχαιότητα ήταν ασυζητητί αποδεκτό ότι οι ομηρικοί ήρωες ήταν Έλληνες στη γλώσσα, θρησκεία και σε οιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό [χαρακτηρίζει τους Έλληνες], ενώ από τους υπηκόους τους κατάγονταν οι πρόγονοι των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των κατοίκων της κλασσικής Ελλάδος»[13].

Η τελευταία αυτή επισήμανση του Ventris είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς ο Όμηρος υπήρξε το κέντρο της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Δεν είναι υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι θα ήταν αδύνατον να κατανοήσουμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αν είχαν χαθεί τα έργα του Ποιητού.

Ομηρικό ζήτημα

Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει η άποψη ότι τα ομηρικά έπη συντέθηκαν από τον Όμηρο περί το μέσον του 8ου αιώνος π.Χ. Η άποψη αυτή είναι μάλλον λανθασμένη αφ’ ου σε πάρα πολλά σημεία των επών υπάρχουν σοβαρές ανακρίβειες, π.χ. ο βασιλεύς Πυλαιμένης σκοτώνεται στην Ε 576 ενώ θρηνεί τον θάνατο του υιού του στη Ν 643-659! Οπωσδήποτε κάποιες από αυτές μπορούν να οφείλονται στην ποιητική αδεία, αλλά είναι πολλές[14]. Ειδικώς στην «Ὀδύσσεια» υπάρχουν αποσπάσματα τα οποία αποτελούν σύμπτυξη δύο ή περισσοτέρων παρόμοιων ιστοριών[15] ενώ στην «Ἰλιάδα» και δευτερευόντως στην «Ὀδύσσεια», η συνοχή μεταξύ των διάφορων επεισοδίων είναι εξαιρετικώς χαλαρή, ασχέτως αν τα επεισόδια αυτά καθ’ αυτά παραμένουν αριστουργηματικά[16].



Καθώς ο Όμηρος θεωρείται ο κορυφαίος ποιητής όλων των εποχών, αυτές οι παρατηρήσεις φανερώνουν ότι υπήρχαν πολλοί σημαντικοί ποιητές (οι Έλληνες, λοιπόν, έχουν πολλούς Ομήρους!), τα ονόματα των οποίων χάθηκαν, που συνέθεταν ποιήματα σχετικώς με τον τρωικό κύκλο. Η ασύγκριτη τελειότητα στην οποία είχε φθάσει η ποίηση εκείνην την εποχή φανερώνει, φυσικά, την ύπαρξη και σχετικής εκπαιδεύσεως· είναι αδύνατον να πιστέψουμε ότι ποιητές παρομοίου επιπέδου ήταν αυτοδίδακτοι. Για τον τρόπο εκπαιδεύσεώς τους δεν γνωρίζουμε τίποτε. Η σύνθεση των επών είχε ξεκινήσει πριν από ή κατά τον 14ο αιώνα αφ’ ου περιγράφουν με καταπληκτική ακρίβεια αντικείμενα που χάθηκαν από το πρόσωπο της γης μετά το τέλος των Μυκηνών και μας είναι σήμερα γνωστά μόνον από αρχαιολογικά ευρήματα[17]. Επίσης, οι περιγραφές της Τροίας στην «Ἰλιάδα» επιβεβαιώνονται από τις σημερινές ανασκαφές[18], πράγμα που σημαίνει ότι οι διάφοροι ποιητές είχαν ίσως επισκεφθεί την περιοχή ενώ η εμμονή τους στις πραγματικές λεπτομέρειες ίσως φανερώνει ότι οι ακροατές τους τις γνώριζαν και οι ίδιοι.

Εξ ίσου σαφές είναι ότι, παρά τα σημαντικά ίχνη του μυκηναϊκού πολιτισμού που επιζούν στα έπη, τα σημερινά κείμενα αποτελούν παραλλαγές των μυκηναϊκών επών εξ αρχής ειπωμένες από το ιωνικό πνεύμα του 9ου αιώνος π.Χ., δηλαδή η τελική μορφή των κειμένων έχει δοθεί από Ίωνες ποιητές οι οποίοι, όμως, σεβάσθηκαν αρκετά τη δουλειά των Μυκηναΐων συναδέλφων τους. Το κατώτερο δυνατό όριο χρονολογήσεώς τους τοποθετείται με ασφάλεια περί το 700 π.Χ. ενώ το πρώτο γραπτό κείμενο των ομηρικών επών χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ. χωρίς όμως να γνωρίζουμε αν υπήρχε κάποιο παλαιότερο.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα έπη υπήρξαν προϊόντα μιας μακράς και αδιάλειπτης εξελικτικής διαδικασίας πολλών αιώνων καθώς το σημαντικότερο μέρος τους ήταν ασφαλώς προφορικό[20]. Το εξαιρετικώς υψηλό επίπεδο που διατήρησε η ποίηση όλους αυτούς τους αιώνες (ή έστω τους τελευταίους αυτής της περιόδου) φανερώνει και το εξαιρετικώς υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως των ποιητών, ειδικώς όταν ένας ραψωδός έπρεπε συνεχώς να αυτοσχεδιάζει. Επίσης, υποθέτουμε ότι η πρόσβαση στην ποιητική εκπαίδευση ήταν ελεύθερη σε όλους, πλουσίους και πτωχούς, αφ’ ου για έναν καλό ποιητή, πλην της εκπαιδεύσεως, είναι απαραίτητο και το ταλέντο. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Ησίοδος καταγόταν από πτωχή οικογένεια[21]. Πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι από πολλούς θεωρείται βέβαιο ότι οι ποιητές της «Ἰλιάδος» έζησαν σε μια περιοχή απομονωμένη από αυτούς της «Ὀδύσσειας» καθώς (α) το λεξιλόγιό τους διαφέρει αισθητά και θα ήταν παράλογο να απομνημονεύει ένας ραψωδός δυο τεράστια διαφορετικά παραδοσιακά λεξιλόγια, (β) η «Ὀδύσσεια», αν και προϋποθέτει την ύπαρξη της «Ἰλιάδος», δεν αναφέρεται ούτε μια φορά σε κάποιο επεισόδιό της (ούτε καν στην οργή του Αχιλλέως). Όταν η «Ὀδύσσεια» αφηγείται κάποιο περιστατικό της τρωικής εκστρατείας, αγνοεί επιδεικτικώς την «Ἰλιάδα»[22].

Φαίνεται λοιπόν, εφ’ όσον είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι τα δύο έπη συντέθηκαν σε διαφορετικές περιοχές ότι, αν όχι σε όλη την Ελλάδα τουλάχιστον σε μέρος της, η επική ποίηση είχε φθάσει σε ιδιαιτέρως υψηλό επίπεδο, επομένως η εκπαίδευση των ραψωδών ήταν διαδεδομένη (και μάλιστα ποιοτική) σε μεγάλο μέρος του ελλαδικού χώρου. Εκ των ανωτέρω, αβίαστα συνάγεται ότι η εκπαίδευση με τη σημερινή έννοια ήταν άγνωστη στους Μυκηναΐους. Είναι εύκολο, όμως, να υποθέσουμε ότι: α) υπήρχε ένα είδος σχολείου για τους γραφείς, έστω και αν η Γραμμική Β είναι απλούστερη της αιγυπτιακής ή της σφηνοειδούς γραφής, β) οι ραψωδοί μαθήτευαν κοντά σε ραψωδούς-δασκάλους, πιθανότατα επί μακρά σειρά ετών. Τα συμπεράσματα αυτά είναι ενδιαφέροντα, διότι η γραφή σε συνδυασμό με τη μελέτη των ομηρικών επών αποτελούν το βασικό μέρος της εκπαιδεύσεως της κλασσικής περιόδου, απήχηση εποχής μακρινής, που δεν είχε όμως λησμονηθεί.

Αναδημοσίευση από τη «Δικηγορική Επικαιρότητα», τ. 107, 4ο τετράμηνο 2010

[1] Για μια σύντομη ανάλυση της Γραμμικής Α βλ. John Chadwick, «The Decipherment of Linear B» (2η έκδοση), Cambridge University Press, Cambridge 1967, κεφάλαιο Β΄.
[2] Για το περιεχόμενο των πινακίδων της Γραμμικής Β βλ. Chadwick, ό.π., κεφάλαιο Ζ΄.
[3] Β 732, Λ 833.
[4] Δ 194, Λ 518.
[5] Λ 831-832. Ο Απολλόδωρος Γ΄, xiii, 6 αναφέρει ότι ο Χείρων μεγάλωσε τον Αχιλλέα ήταν, δηλαδή, ο παιδαγωγός και όχι ο δάσκαλός του με τη σημερινή έννοια.
[6] Ι 442-443.
[7] Η 175.
[8] Ζ 152 κ.εξ.
[9] Ο Όμηρος παραλείπει το όνομά του αλλά ο Απολλόδωρος Β΄, ii, 1-2 τον αποκαλεί Ιοβάτη.
[10] Στην αρχαιότητα υπήρχαν δυο σχετικές παροιμίες με αυτό το απόσπασμα, που διασώζει το «Corpus Paroemiographorum Graecorum», τόμος Β΄: «γράμματα Βελλεροφόντης διεκόμισεν» που λεγόταν «ἐπὶ τῶν προξενούντων ἑαυτοῖς τι κακόν» (σελ. 751-752) και η «καθ’ αυτοΒελλεροφόντης: π τῶν καθ’ ἑαυτῶν τι ποιούντων» (σελ. 471).
[11] Ζ 168-170.
[12] β 329.
[13] Michael Ventris και John Chadwick, «Documents in Mycenaean Greek» (2η έκδοση από τονChadwick), Cambridge University PressCambridge 1973, σελ. 3-4 (αυτές τις σελίδες συνέταξε οVentris).
[14] Για μια ανάλυση των προβλημάτων της «Ὀδύσσειας» βλ. Denys Page, « ὁμηρικὴ δύσσεια», Παπαδήμας, Αθήνα 1970.
[15] Να αναφέρουμε, π.χ., ότι ο Οδυσσεύς μόλις έφθασε στην Ιθάκη μεταμορφώθηκε από την Αθηνά σε γέρο ζητιάνο (ν 429-438) αλλά, παρ’ όλη τη μεταμόρφωση, η Ευρύκλεια (πριν τον αναγνωρίσει από το σημάδι στο πόδι, τ 471-475) παρατηρεί ότι μοιάζει του Οδυσσέως (τ 379-381), δεν τον αναγνώρισε δηλαδή απλώς και μόνον επειδή είχαν περάσει είκοσι χρόνια, ενώ στη μνηστηροφονία η Αθηνά δεν τον μεταμορφώνει ξανά (από γέρο ζητιάνο στον Οδυσσέα). Η μοναδική εξήγηση είναι ότι υπήρχαν αρχικώς δυο παρόμοιες ιστορίες τις οποίες ο εκδότης του τελικού κειμένου του έπους συγχώνευσε λίγο απρόσεκτα. Για παρόμοια προβλήματα της «Ἰλιάδος» βλ. το παράρτημα του DenysPage στο « Ἰλιὰς κα  ἱστορία», Παπαδήμας, Αθήνα 1968.
[16] Page (1968), ό.π., σελ. 294-295.
[17] Page (1968), ό.π., σελ. 246-247.
[18] Manfred Korfmann, «Η Τροία του Ομήρου» στο «Ε-Ιστορικά», τ. 140, σελ. 18. Ο αείμνηστος καθηγητής Korfmann, υπήρξε επί κεφαλής των ανασκαφικών εργασιών στην Τροία για δεκαπέντε περίπου χρόνια.
[19] Page (1968), ό.π., σελ. 250.
[20] Page (1970), ό.π., σελ. 126.
[21] Όπως ο ίδιος ο Ησίοδος αναφέρει, «Ἔργα καὶ ἡμέραι» 633 κ.εξ.
[22] Page (1970) ό.π., σελ. 192 κ.εξ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου