Συνέντευξή του Σταύρου Ξενίδη σε τοπική εφημερίδα της Νέας Φιλαδέλφειας τον Σεπτέμβριο του 1988
Κύριε Ξενίδη, ο πατέρας σας ήταν γνωστός
γιατρός, με μεγάλη πελατεία. Πώς αντιμετώπισε το γεγονός, ότι ο μονάκριβος γιος του έγινε ηθοποιός, «αρτίστας»;
Όπως μάλλον θα το αντιμετώπιζα κι εγώ, αν είχα ένα παιδί και μου έλεγε ότι θα γίνει ηθοποιός. Απογοητεύτηκε πολύ. Ο πατέρας έβαζε πάνω από όλα τη λογική και η λογική λέει ότι ένας ηθοποιός έχει πιθανότητες 50-50%, να πεινάσει. Γιατί ποτέ δεν ξέρει τι του ξημερώνει η επόμενη μέρα, αν θα βρει δουλειά, αν θα πάει καλά η παράσταση, τι θα κάνει την επόμενη σαιζόν... Είναι ένα "τσιγγάνικο επάγγελμα». Και καθώς πέθανε νωρίς, το 1947, δεν είχε την ευκαιρία ούτε να με δει να παίζω. Η μητέρα μου, με τα χρόνια, και αφού πρόλαβε την εξέλιξη μου στο επάγγελμα, κάπως συνήθισε στην ιδέα.
Ευτυχώς, επειδή είμαστε πολύ ενωμένοι οι γείτονες, η κατοχή δεν στιγμάτισε την περιοχή. Εννοώ ότι δεν είχαμε έντονα κρούσματα από προδότες ή μαυραγορίτες ολκής. Μέχρι ακόμα και το '50, είμασταν οι «Ποδονιφτιώτες», ξεκομμένοι από την Αθήνα. Είχαμε ένα είδος «ρατσισμού». Είμασταν όλοι, ίδια φυλή. Ίσως είμαστε και τυχεροί, γιατί δεν είχαμε μπλόκα ή επιδρομές. Μόνο στο τέρμα της Χαλκηδόνας, στους στρατώνες, ήταν οι τσολιάδες, οι εθνοφρουροί, οι οποίοι ήταν όργανα της τάξης και φιλικά διακείμενοι στους ξένους. Μετά πήγαν ορισμένοι και εγκαταστάθηκαν στου Σπαθάρη, αλλά δε δημιουργούσαν προβλήματα. Πεινάσαμε, όπως όλος ο κόσμος, αλλά -όπως είπα και πριν- κρατήσαμε την αξιοπρέπεια μας, δεν υπήρχαν μεγάλες πηγές μαύρης αγοράς. 'Ισως γιατί οι κάτοικοι της Φιλαδέλφειας, ήταν στην πλειοψηφία τους ήσυχοι άνθρωποι, υπάλληλοι που δεν είχαν ιδέα από εμπόριο.
Είπατε, ότι και η σχολή του ΚΟΥΝ, ήταν σε κατάσταση κατοχής, όταν φοιτούσατε εκεί. Ti εννοείτε;
Δεν γινόντουσαν κι εκεί κανονικά μαθήματα. Δάσκαλος μου, ήταν θυμάμαι ο Βασίλης ο Διαμαντόπουλος, που είχε τελειώσει 2 χρόνια πριν από μένα και κάναμε μαζί υποκριτική. Δεν είχαμε τότε θεωρητικά μαθήματα, και όποτε καταφέρναμε να μαζευτούμε και να κάνουμε μάθημα, ρίχναμε όλο το βάρος στην υποκριτική. Μία σχολή ηθοποιίας, δεν μπορούσε να έχει συγκεκριμένη διδακτέα ύλη. Ηταν περισσότερο εμπειρική δουλειά. Γι αυτό και μαθητές που είχαν μόλις αποφοιτήσει, γίνονταν καθηγητές στους άλλους, ανεξάρτητα με τα χρόνια που ήταν στο επάγγελμα και τις ικανότητες τους. Γιατί μετάδιδαν εμπειρίες και πρακτικές. Σήμερα είναι πια ανώτατη εκπαίδευση. 'Ενας σύγχρονος ηθοποιός, πρέπει να έχει γενικότερη μόρφωση, γιατί είναι υποχρεωμένος να κάνει μία γενικότερη θεώρηση του ρόλου του, μέσα στο χώρο και το χρόνο που εκτυλίσσεται το έργο, όπου παίζει. Και αυτό χρειάζεται γνώσεις.
Πότε εμφανιστήκατε για πρώτη φορά στο θέατρο;
Τον Οκτώβρη του 1944, με το Θέατρο Τέχνης. Ανεβάσαμε στο Βρεττάνια, το «Στο Βυθό» του Μαξίμ Γκόρκι. Ηταν μια πλειάδα ηθοποιών. Ανάμεσα τους ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Δημήτρης Νικολαϊδης, ο Γιάννης ο Γκιωνάκης... Το έργο πήγε πολύ καλά -ήταν και η εποχή κατάλληλη για Γκόρκι- αλλά ήρθε ο Δεκέμβρης του '44 και έκλεισαν τα θέατρα. Θυμάμαι, τότε στη Ν.Φιλαδέλφεια, είχε έρθει από τα βουνά, ο Βασίλης ο Ρώτας, για να κάνει τις «Δημόσιες Σχέσεις» του ΕΛΑΣ. Μας ξεσήκωσε λοιπόν, τους Φιλαδελφειώτες, να κάνουμε μία παράσταση, το Ρήγα Βελεστινλή. Κάναμε 2-3 συναντήσεις, αλλά δεν προλάβαμε τελικά να παίξουμε το έργο. 'Ηταν όλα σε αναβρασμό, εκείνο το χρόνο. Αφού τελείωσαν τα Δεκεμβριανά, άρχιζαν να γίνονται προσπάθειες να ξανασυγκροτηθεί το Θέατρο Τέχνης του Κουν. Αλλά το καλοκαίρι του '45, που κάναμε τουρνέ στη Θεσσαλονίκη, διαλύθηκε ο θίασος. Ηταν περίεργη η κατάσταση στην Ελλάδα, ακαταστάλακτη, έκρυθμη. Γενικά το θέατρο, και ειδικώτερα το Θέατρο Τέχνης, που ήταν πειραματικό, δεν μπορούσε να σταθεί εκείνες τις μέρες. Υπήρχαν προβλήματα ζωτικής ανάγκης, για τους Ελληνες. Το Θέατρο Τέχνης, έφερνε και μία ιδιαίτερη «κουλτούρα», έψαχνε να βρει το δρόμο του, αναζητούσε. Ουσιαστικά, από το '60 και μετά, μπορεί κανείς να πει, ότι έγινε «για τον πολύ κόσμο»...
Πότε πήγατε στο στρατό;
Τον Απρίλιο του 46 και -δυστυχώς- χρειάστηκαν κοντά 4 χρόνια για να απολυθώ. Γιατί όταν ησύχασαν τα πράγματα, απέλυαν σταδιακά τους στρατιώτες, για να μη δημιουργηθεί κοινωνικό πρόβλημα. Εγώ ήμουνα από τους τελευταίους, γιατί σαν αποθηκάριος έπρεπε να παραδώσω..
Στο θέατρο του Μουσούρη, πότε πήγατε;
Βγαίνοντας από το στρατό, το 1950, πήγα στο θίασο του Μουσούρη, όπου κι έμεινα μέχρι το 1976 που πέθανε. 'Ηταν και η πιο ευτυχισμένη -θεατρικά- περίοδος της ζωής μου, η επαφή μου με το Μουσούρη. Αισθανόμουν ότι πραγματικά «λειτουργούσα», ότι προσέφερα κάτι ουσιαστικό στον κόσμο και ταυτόχρονα ότι έπαιρνα πολλά από την τέχνη μου. Με βοήθησε να ξεδιπλωθώ, σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός, να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, τα καλά και τα κακά σημεία μου. Πράγματα ακαθόριστα μέσα μου, πήραν μια συγκεκριμένη μορφή. Πιστεύω ότι έγινα καλύτερος σαν άνθωπος, αυτά τα χρόνια της δημιουργίας. Τα καλοκαίρια, που έπαιζα καμιά φορά σε άλλους θιάσους, γιατί ο δικός μας έκλεινε, αισθανόμουνα σαν το ψάρι έξω από το νερό. Στεναχωριόμουν βλέποντας την τσαπατσουλιά και την προχειρότητα και περίμενα σαν το διψασμένο που φτάνει στην όαση, να έρθει ο Οκτώβρης και να καναδουλέψω με τον Μουσούρη.
Τι διαφορά είχε το θέατρο του Μουσούρη, από τα άλλα;
Ο Μουσούρης ήταν ένας πραγματικός θεατράνθρωπος. Όταν πήγα στο θέατρο του, μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική, όπου είχε μείνει για 3 χρόνια, και ήταν πλέον κατασταλαγμένος. Είχε περάσει από το στάδιο του ανθρώπου που κάνει «υποκρισία», σε αυτό του ανθρώπου που κάνει παράσταση. Γι' αυτό και δεν τον ενδιέφεραν πλέον οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι, αλλά το να είναι η παράσταση στο σύνολο της, πετυχημένη. Ήταν και πρωτοπόρος, σε πολλά τεχνικά μέσα. Έφερε το πρώτο μαγνητόφωνο στο θέατρο, εγκατέστησε το αληθοφανές σκηνικό και όχι πλέον τους ζωγραφισμένους πάνινους τοίχους. Ξεκαθάρισε τι ήθελε, το θέατρο του, δεν αρκούνταν στο βόλεμα, ούτε στην πολλή κουλτούρα. Τα είχε όλα μελετημένα από την αρχή, δεν άφηνε τίποτα στη τύχη. Έκανε σύγχρονο θέατρο, γι αυτό λέω και ότι ήταν πρωτοπόρος.
Πάρα πολλοί, σας θυμούνται έντονα από το ρόλο του «ΠΟΕΤΑ», στη ραδιοφωνική εκπομπή του Κ.Πρετεντέρη «Ο θυρωρός».
Είναι φυσικό... Είχε γίνει τόσο αγαπητή αυτή η εκπομπή, που ο κόσμος κανόνιζε έτσι τα ραντεβού του, ώστε να μπορεί, την ώρα του «Θυρωρού», να βρίσκεται στο σπίτι του, για να παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Προσπαθούσαν να μην χάσουν ούτε ένα επεισόδιο, παρόλο που ουσιαστικά δε θα είχε καμία σημασία για τη συνέχεια, γιατί τα επεισόδια ήταν αυτοτελή. Ήταν άλλη εποχή τότε. Πηγαίναμε όλοι με μεγάλο κέφι στο γύρισμα και ο Πρετεντέρης, αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος, παρακολουθώντας κάθε φορά την ηχογράφηση του επεισοδίου σαν υπνωτισμένος, έβλεπε τα λάθη του και μας έφερνε την άλλη φορά καλύτερο σενάριο, κάθε φορά και πιο βελτιωμένο. Ήταν όμορφη, πραγματικά, δουλειά, που τη θυμούνται όλοι...
Σήμερα, ύστερα από 44 χρόνια στο «σανίδι», τι πιστεύετε για το θέατρο;
Κατ' αρχάς, το θέατρο έχει μια περίεργη ευαισθησία. Είναι δύσκολο να φτιάξεις μόνος σου μία παράσταση, όπου θα κινηθείς όπως εσύ κρίνεις καλύτερα, γιατί μια εμπορική αποτυχία θα σε κατεβάσει στα τάρταρα, ενώ μια εμπορική επιτυχία, δε θα σε ανεβάσει στα ουράνια. Η θεατρική παράσταση, σαν είδος επιχείρησης, είναι κάτι πολύ εύθραστο. Επηρεάζεται, από το κρύο, τη ζέστη, το ποδόσφαιρο, μια επιδημία... Το θέατρο έχει χάσει το τελετουργικό του μέρος. Κάποτε ο θεατής, έπρεπε να γυρίσει από τη δουλειά του, να έχει κλείσει θέσεις από την προηγούμενη μέρα, να πλυθεί, να ντυθεί καλά, για να πάει στο θέατρο. Σήμερα, βλέπω πολλούς ανθρώπους, που αντί να μπούνε σε μία ταβέρνα ή σε ένα μπαρ που είχε πολύ κόσμο, έρχονται συμπτωματικά στο θέατρο. Βέβαια δεν είναι μόνο ο θεατής, έχουν και οι ίδιες οι παραστάσεις αμβλύνει την κατάσταση. Η παράσταση είναι το προϊόν. Ας πούμε λοιπόν ότι είναι ένα γλυκό. Επειδή δεν τραβιέται από τον πελάτη το γλυκό, θα πρέπει ο κατασκευαστής να το παραγεμίσει με ζάχαρη; Κάπως έτσι γίνεται σήμερα, με τις βωμολοχίες, σε μία παράσταση. Και η Επίδαυρος, έχει γίνει Ταραντέλλα. Το θέατρο της Επιδαύρου, στην εποχή του, λειτουργούσε με κόσμο που ξεκινούσε από όλα τα μέρη της Ελλάδας, με κάρα, και πήγαινε να λειτουργηθεί. Ήταν παιδεία το θέατρο, θρησκεία. Αντικαθρέφτιζε όλη την εποχή. Σήμερα, γίνονται εξωφρενικές παραστάσεις, στις οποίες ο κόσμος πάει, για να συνδυάσει την εκδρομή και το μπάνιο του, με μία παράσταση στην Επίδαυρο. Τους βλέπεις να έρχονται να δουν Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Αισχύλο, φορώντας μαγιώ και μασώντας πασατέμπο. Και οι δημιουργοί της παράστασης, φαίνεται ότι αγνοούν, ότι αν σε μια παράσταση φαίνονται οι «ραφές» και ακόμα χειρότερα τα «στριφώματα», τότε καλύτερα να μην την κάνουν ποτέ. Τα τελευταία χρόνια, όποτε μπορώ, δεν παίζω πια στο θέατρο. Τελευταία φορά, έπαιξα με τον Κούρκουλο, το «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Μύλλερ.
Για την τηλεόραση, πώς τα βλέπετε τα πράγματα;
Η τηλεόραση είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί όταν παίζεται ένα σήριαλ, μπορεί να έρθει ο θεατής και στο θέατρο, για να σε δει από κοντά. Μόλις όμως τελειώσει το σήριαλ, σε ξεχνάει. Πάντως, προσωπικά αγαπώ πολύ τη δουλειά στην τηλεόραση, γιατί είναι η συνισταμένη της ευαισθησίας του κινηματογράφου, με την άπλα, το «ξεδίπλωμα» του θεάτρου. Στον κινηματογράφο, πάνω που αρχίζεις να «ζεσταίνεσαι», συνέχεια κόβεται η συγκεκριμένη σκηνή γυρίσματος. Στο θέατρο πάλι, ιδιαίτερα όταν είναι μεγάλο το κοινό, αναγκάζεται συχνά ο ηθοποιός να αλλοιώσει την ερμηνεία του και να φανεί υπερβολικός στους θεατές που κάθονται μπροστά, προκειμένου να περάσει τα μυνήματα σε αυτούς των τελευταίων σειρών. Ενώ στην τηλεόραση, ο φακός σε ακολουθεί, υπάρχουν πολλές κάμερες, που πιάνουν ακόμα και το πέταγμα του ματιού σου. Εκεί μπορείς πραγματικά να επικοινωνήσεις με το θεατή, χωρίς να αλλοιώσεις την ηθοποιία σου.
Ετοιμάζετε κάποια σειρά για το χειμώνα...
Μαζί με τον Σμαραγδή, γυρίζουμε τα τελευταία επεισόδια της σειράς «Σιγά, η πατρίδα κοιμάται». Είναι αυτοτελή επεισόδια, με χρονολογικό πλαίσιο την πενταετία '50-'55 και έχει κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Ετοιμάζω κι ένα επεισόδιο που απευθύνεται στην τρίτη ηλικία. Είναι ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος, που μην αντέχοντας τη μοναξιά του, προσπαθεί να κρεμαστεί. Ολο και κάτι γίνεται όμως, και αναβάλεται η μεγάλη στιγμή, είτε γιατί έρχεται ο γείτονας, η σπιτονοικυρά κλπ. Τελικά, εμφανίζεται η κόρη του, με το εγγονάκι, η οποία (κόρη) είναι πάλι έγκυος και χρειάζεται κάποιον για να φυλάει το καινούργιο μωρό, επειδή η ίδια δουλεύει. Ζητάει λοιπόν από τον πατέρα της, να έρθει να μείνει μαζί τους. Και ο φίλος μας, εμφανίζεται στο τέλος του έργου, φρεσκοξυρισμένος, περιποιημένος, καλοντυμένος και χοροπηδηχτός. Επί τη ευκαιρία, πιστεύω ότι θα έπρεπε η Ελληνική Τηλεόραση, όπως έχει την παιδική ζώνη, να έχει και μία ζώνη, τουλάχιστο 3 φορές τη βδομάδα από 1-2 ώρες, για την τρίτη ηλικία. Εκπομπές, που να απευθύνονται συγκεκριμένα και αποκλειστικά, στους ανθρώπους που βρίσκονται στη δύση της ζωής τους. Επίσης, ετοιμάζομαι να γυρίσω ένα έργο στον κινηματογράφο, όπου χρειάζεται να έχω μούσι, γι αυτό και με βλέπετε αξύριστο. Τα γένεια μου βρίσκονται τώρα στη χειρότερη φάση τους...(γελάει). Ταυτόχρονα, θα παίξω και σε μία ταινία μικρού μήκους, κάποιου φίλου, νέου σκηνοθέτη.
Κύριε Ξενίδη, μιλείστε μας λίγο για την προσωπική σας ζωή.
Είμαι παντρεμένος με την ηθοποιό Μαργαρίτα Λαμπρινού.
Είναι νομίζω στο Εθνικό, αυτή την εποχή η σύζυγος σας. Πείτε μας πότε παντρευτήκατε;
Αα!!, αφήστε τα. Η ιστορία μας μοιάζει με παραμύθι. Με τη Μαργαρίτα παντρευτήκαμε το 1955 για πρώτη φορά, χωρίσαμε το 1956 και ξανασμίξαμε στο δεύτερο γάμο μας, το 1976, την εποχή που έφυγα από τη Φιλαδέλφεια και πήγα στο Φάληρο, που έμενε η γυναίκα μου. Το σπίτι στην Φιλαδέλφεια, είχε αρχίσει να ερειπώνεται και δυστυχώς δεν ήταν όλο δικό μου, ώστε να μπορέσω να κάνω μία ουσιαστική επιδιόρθωση. Γι' αυτό έφυγα από τη Φιλαδέλφεια, όπου έρχομαι όμως σχεδόν κάθε βδομάδα, γιατί το πατρικό μου το χρησιμοποιώ σαν εργαστήρι, που έχω τα πράγματα μου, από την μακρόχρονη υπηρεσία μου στο θέατρο. Η αλήθεια είναι, ότι λόγω του θεατρικού κυκλώματος, δεν είχα και πολλές επαφές με τους παλιούς μου φίλους, γιατί το ωράριο της δουλειάς μου, ήταν περίεργο.
Πώς αισθάνεστε, όταν ο κόσμος σας σταματάει στο δρόμο, για να σας μιλήσει, μπερδεύοντας σας, συχνά, με το πρόσωπο του ρόλου που παίζετε εκείνη την εποχή;
Εξαρτάται πάντα, από την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, και από την συμπεριφορά του συγκεκριμένου ανθρώπου. Τα παιδιά, είναι πάντα συγκινητικά και χαριτωμένα, ενώ οι μεγάλοι μπορεί καμιά φορά να γίνουν ενοχλητικοί. Αλλά σπάνια. Συνήθως, είναι μεγάλη χαρά, το να έχεις τη δυνατότητα να βλέπεις την αγάπη του κόσμου από κοντά, να μπορείς να την γευτείς, να τη ζήσεις. Είναι η δυνατότητα να βλέπεις την αγάπη του κόσμου από κοντά, να μπορείς να την γευτείς, να τη ζήσεις. Είναι η αναγνώριση των προσπαθειών σου. Ενα χαρακτηριστικό περιστατικό, συνέβη μία μέρα σε ένα φανάρι, όταν ο οδηγός του διπλανού αυτοκινήτου, μπερδεύοντας τη φυσιογνωμία μου και μη μπορώντας εκείνη την ώρα να θυμηθεί ότι με είχε στην τηλεόραση και όχι στο σπίτι του κουμπάρου του, παρεξηγήθηκε γιατί δεν του μίλαγα...
Βιογραφικό
Ο Σταύρος Ξενίδης, γεννήθηκε το 1924 στην Κωνσταντινούπολη, από όπου «περνούσαν» οι γονείς του, για να έρθουν στην Ελλάδα. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Αγκυρα και ήταν γιατρός, γυναικολόγος-παθολόγος. Η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Καισαρεία. Ο Σραύρος, ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας Ξενίδη, στο οποίο οι γονείς του είχαν στηρίξει όλα τους τα όνειρα τους. Εκείνος όμως, είχε ήδη από πολύ μικρός, το σαράκι του ηθοποιού... Τα πρώτα 2-3 χρόνια στην Ελλάδα, τα πέρασαν κάπου στην Αχαρνών και στο Κουκάκι, μέχρι το 1927, που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ο Σταύρος Ξενίδης "έφυγε" το 2008.
Κύριε Ξενίδη, ο πατέρας σας ήταν γνωστός
γιατρός, με μεγάλη πελατεία. Πώς αντιμετώπισε το γεγονός, ότι ο μονάκριβος γιος του έγινε ηθοποιός, «αρτίστας»;
Όπως μάλλον θα το αντιμετώπιζα κι εγώ, αν είχα ένα παιδί και μου έλεγε ότι θα γίνει ηθοποιός. Απογοητεύτηκε πολύ. Ο πατέρας έβαζε πάνω από όλα τη λογική και η λογική λέει ότι ένας ηθοποιός έχει πιθανότητες 50-50%, να πεινάσει. Γιατί ποτέ δεν ξέρει τι του ξημερώνει η επόμενη μέρα, αν θα βρει δουλειά, αν θα πάει καλά η παράσταση, τι θα κάνει την επόμενη σαιζόν... Είναι ένα "τσιγγάνικο επάγγελμα». Και καθώς πέθανε νωρίς, το 1947, δεν είχε την ευκαιρία ούτε να με δει να παίζω. Η μητέρα μου, με τα χρόνια, και αφού πρόλαβε την εξέλιξη μου στο επάγγελμα, κάπως συνήθισε στην ιδέα.
Τι θυμάστε από την «παλιά Φιλαδέλφεια», στον καιρό της κατοχής;
Ευτυχώς, επειδή είμαστε πολύ ενωμένοι οι γείτονες, η κατοχή δεν στιγμάτισε την περιοχή. Εννοώ ότι δεν είχαμε έντονα κρούσματα από προδότες ή μαυραγορίτες ολκής. Μέχρι ακόμα και το '50, είμασταν οι «Ποδονιφτιώτες», ξεκομμένοι από την Αθήνα. Είχαμε ένα είδος «ρατσισμού». Είμασταν όλοι, ίδια φυλή. Ίσως είμαστε και τυχεροί, γιατί δεν είχαμε μπλόκα ή επιδρομές. Μόνο στο τέρμα της Χαλκηδόνας, στους στρατώνες, ήταν οι τσολιάδες, οι εθνοφρουροί, οι οποίοι ήταν όργανα της τάξης και φιλικά διακείμενοι στους ξένους. Μετά πήγαν ορισμένοι και εγκαταστάθηκαν στου Σπαθάρη, αλλά δε δημιουργούσαν προβλήματα. Πεινάσαμε, όπως όλος ο κόσμος, αλλά -όπως είπα και πριν- κρατήσαμε την αξιοπρέπεια μας, δεν υπήρχαν μεγάλες πηγές μαύρης αγοράς. 'Ισως γιατί οι κάτοικοι της Φιλαδέλφειας, ήταν στην πλειοψηφία τους ήσυχοι άνθρωποι, υπάλληλοι που δεν είχαν ιδέα από εμπόριο.
Είπατε, ότι και η σχολή του ΚΟΥΝ, ήταν σε κατάσταση κατοχής, όταν φοιτούσατε εκεί. Ti εννοείτε;
Δεν γινόντουσαν κι εκεί κανονικά μαθήματα. Δάσκαλος μου, ήταν θυμάμαι ο Βασίλης ο Διαμαντόπουλος, που είχε τελειώσει 2 χρόνια πριν από μένα και κάναμε μαζί υποκριτική. Δεν είχαμε τότε θεωρητικά μαθήματα, και όποτε καταφέρναμε να μαζευτούμε και να κάνουμε μάθημα, ρίχναμε όλο το βάρος στην υποκριτική. Μία σχολή ηθοποιίας, δεν μπορούσε να έχει συγκεκριμένη διδακτέα ύλη. Ηταν περισσότερο εμπειρική δουλειά. Γι αυτό και μαθητές που είχαν μόλις αποφοιτήσει, γίνονταν καθηγητές στους άλλους, ανεξάρτητα με τα χρόνια που ήταν στο επάγγελμα και τις ικανότητες τους. Γιατί μετάδιδαν εμπειρίες και πρακτικές. Σήμερα είναι πια ανώτατη εκπαίδευση. 'Ενας σύγχρονος ηθοποιός, πρέπει να έχει γενικότερη μόρφωση, γιατί είναι υποχρεωμένος να κάνει μία γενικότερη θεώρηση του ρόλου του, μέσα στο χώρο και το χρόνο που εκτυλίσσεται το έργο, όπου παίζει. Και αυτό χρειάζεται γνώσεις.
Πότε εμφανιστήκατε για πρώτη φορά στο θέατρο;
Τον Οκτώβρη του 1944, με το Θέατρο Τέχνης. Ανεβάσαμε στο Βρεττάνια, το «Στο Βυθό» του Μαξίμ Γκόρκι. Ηταν μια πλειάδα ηθοποιών. Ανάμεσα τους ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Δημήτρης Νικολαϊδης, ο Γιάννης ο Γκιωνάκης... Το έργο πήγε πολύ καλά -ήταν και η εποχή κατάλληλη για Γκόρκι- αλλά ήρθε ο Δεκέμβρης του '44 και έκλεισαν τα θέατρα. Θυμάμαι, τότε στη Ν.Φιλαδέλφεια, είχε έρθει από τα βουνά, ο Βασίλης ο Ρώτας, για να κάνει τις «Δημόσιες Σχέσεις» του ΕΛΑΣ. Μας ξεσήκωσε λοιπόν, τους Φιλαδελφειώτες, να κάνουμε μία παράσταση, το Ρήγα Βελεστινλή. Κάναμε 2-3 συναντήσεις, αλλά δεν προλάβαμε τελικά να παίξουμε το έργο. 'Ηταν όλα σε αναβρασμό, εκείνο το χρόνο. Αφού τελείωσαν τα Δεκεμβριανά, άρχιζαν να γίνονται προσπάθειες να ξανασυγκροτηθεί το Θέατρο Τέχνης του Κουν. Αλλά το καλοκαίρι του '45, που κάναμε τουρνέ στη Θεσσαλονίκη, διαλύθηκε ο θίασος. Ηταν περίεργη η κατάσταση στην Ελλάδα, ακαταστάλακτη, έκρυθμη. Γενικά το θέατρο, και ειδικώτερα το Θέατρο Τέχνης, που ήταν πειραματικό, δεν μπορούσε να σταθεί εκείνες τις μέρες. Υπήρχαν προβλήματα ζωτικής ανάγκης, για τους Ελληνες. Το Θέατρο Τέχνης, έφερνε και μία ιδιαίτερη «κουλτούρα», έψαχνε να βρει το δρόμο του, αναζητούσε. Ουσιαστικά, από το '60 και μετά, μπορεί κανείς να πει, ότι έγινε «για τον πολύ κόσμο»...
Πότε πήγατε στο στρατό;
Τον Απρίλιο του 46 και -δυστυχώς- χρειάστηκαν κοντά 4 χρόνια για να απολυθώ. Γιατί όταν ησύχασαν τα πράγματα, απέλυαν σταδιακά τους στρατιώτες, για να μη δημιουργηθεί κοινωνικό πρόβλημα. Εγώ ήμουνα από τους τελευταίους, γιατί σαν αποθηκάριος έπρεπε να παραδώσω..
Στο θέατρο του Μουσούρη, πότε πήγατε;
Βγαίνοντας από το στρατό, το 1950, πήγα στο θίασο του Μουσούρη, όπου κι έμεινα μέχρι το 1976 που πέθανε. 'Ηταν και η πιο ευτυχισμένη -θεατρικά- περίοδος της ζωής μου, η επαφή μου με το Μουσούρη. Αισθανόμουν ότι πραγματικά «λειτουργούσα», ότι προσέφερα κάτι ουσιαστικό στον κόσμο και ταυτόχρονα ότι έπαιρνα πολλά από την τέχνη μου. Με βοήθησε να ξεδιπλωθώ, σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός, να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, τα καλά και τα κακά σημεία μου. Πράγματα ακαθόριστα μέσα μου, πήραν μια συγκεκριμένη μορφή. Πιστεύω ότι έγινα καλύτερος σαν άνθωπος, αυτά τα χρόνια της δημιουργίας. Τα καλοκαίρια, που έπαιζα καμιά φορά σε άλλους θιάσους, γιατί ο δικός μας έκλεινε, αισθανόμουνα σαν το ψάρι έξω από το νερό. Στεναχωριόμουν βλέποντας την τσαπατσουλιά και την προχειρότητα και περίμενα σαν το διψασμένο που φτάνει στην όαση, να έρθει ο Οκτώβρης και να καναδουλέψω με τον Μουσούρη.
Τι διαφορά είχε το θέατρο του Μουσούρη, από τα άλλα;
Ο Μουσούρης ήταν ένας πραγματικός θεατράνθρωπος. Όταν πήγα στο θέατρο του, μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική, όπου είχε μείνει για 3 χρόνια, και ήταν πλέον κατασταλαγμένος. Είχε περάσει από το στάδιο του ανθρώπου που κάνει «υποκρισία», σε αυτό του ανθρώπου που κάνει παράσταση. Γι' αυτό και δεν τον ενδιέφεραν πλέον οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι, αλλά το να είναι η παράσταση στο σύνολο της, πετυχημένη. Ήταν και πρωτοπόρος, σε πολλά τεχνικά μέσα. Έφερε το πρώτο μαγνητόφωνο στο θέατρο, εγκατέστησε το αληθοφανές σκηνικό και όχι πλέον τους ζωγραφισμένους πάνινους τοίχους. Ξεκαθάρισε τι ήθελε, το θέατρο του, δεν αρκούνταν στο βόλεμα, ούτε στην πολλή κουλτούρα. Τα είχε όλα μελετημένα από την αρχή, δεν άφηνε τίποτα στη τύχη. Έκανε σύγχρονο θέατρο, γι αυτό λέω και ότι ήταν πρωτοπόρος.
Πάρα πολλοί, σας θυμούνται έντονα από το ρόλο του «ΠΟΕΤΑ», στη ραδιοφωνική εκπομπή του Κ.Πρετεντέρη «Ο θυρωρός».
Είναι φυσικό... Είχε γίνει τόσο αγαπητή αυτή η εκπομπή, που ο κόσμος κανόνιζε έτσι τα ραντεβού του, ώστε να μπορεί, την ώρα του «Θυρωρού», να βρίσκεται στο σπίτι του, για να παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Προσπαθούσαν να μην χάσουν ούτε ένα επεισόδιο, παρόλο που ουσιαστικά δε θα είχε καμία σημασία για τη συνέχεια, γιατί τα επεισόδια ήταν αυτοτελή. Ήταν άλλη εποχή τότε. Πηγαίναμε όλοι με μεγάλο κέφι στο γύρισμα και ο Πρετεντέρης, αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος, παρακολουθώντας κάθε φορά την ηχογράφηση του επεισοδίου σαν υπνωτισμένος, έβλεπε τα λάθη του και μας έφερνε την άλλη φορά καλύτερο σενάριο, κάθε φορά και πιο βελτιωμένο. Ήταν όμορφη, πραγματικά, δουλειά, που τη θυμούνται όλοι...
Σήμερα, ύστερα από 44 χρόνια στο «σανίδι», τι πιστεύετε για το θέατρο;
Κατ' αρχάς, το θέατρο έχει μια περίεργη ευαισθησία. Είναι δύσκολο να φτιάξεις μόνος σου μία παράσταση, όπου θα κινηθείς όπως εσύ κρίνεις καλύτερα, γιατί μια εμπορική αποτυχία θα σε κατεβάσει στα τάρταρα, ενώ μια εμπορική επιτυχία, δε θα σε ανεβάσει στα ουράνια. Η θεατρική παράσταση, σαν είδος επιχείρησης, είναι κάτι πολύ εύθραστο. Επηρεάζεται, από το κρύο, τη ζέστη, το ποδόσφαιρο, μια επιδημία... Το θέατρο έχει χάσει το τελετουργικό του μέρος. Κάποτε ο θεατής, έπρεπε να γυρίσει από τη δουλειά του, να έχει κλείσει θέσεις από την προηγούμενη μέρα, να πλυθεί, να ντυθεί καλά, για να πάει στο θέατρο. Σήμερα, βλέπω πολλούς ανθρώπους, που αντί να μπούνε σε μία ταβέρνα ή σε ένα μπαρ που είχε πολύ κόσμο, έρχονται συμπτωματικά στο θέατρο. Βέβαια δεν είναι μόνο ο θεατής, έχουν και οι ίδιες οι παραστάσεις αμβλύνει την κατάσταση. Η παράσταση είναι το προϊόν. Ας πούμε λοιπόν ότι είναι ένα γλυκό. Επειδή δεν τραβιέται από τον πελάτη το γλυκό, θα πρέπει ο κατασκευαστής να το παραγεμίσει με ζάχαρη; Κάπως έτσι γίνεται σήμερα, με τις βωμολοχίες, σε μία παράσταση. Και η Επίδαυρος, έχει γίνει Ταραντέλλα. Το θέατρο της Επιδαύρου, στην εποχή του, λειτουργούσε με κόσμο που ξεκινούσε από όλα τα μέρη της Ελλάδας, με κάρα, και πήγαινε να λειτουργηθεί. Ήταν παιδεία το θέατρο, θρησκεία. Αντικαθρέφτιζε όλη την εποχή. Σήμερα, γίνονται εξωφρενικές παραστάσεις, στις οποίες ο κόσμος πάει, για να συνδυάσει την εκδρομή και το μπάνιο του, με μία παράσταση στην Επίδαυρο. Τους βλέπεις να έρχονται να δουν Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Αισχύλο, φορώντας μαγιώ και μασώντας πασατέμπο. Και οι δημιουργοί της παράστασης, φαίνεται ότι αγνοούν, ότι αν σε μια παράσταση φαίνονται οι «ραφές» και ακόμα χειρότερα τα «στριφώματα», τότε καλύτερα να μην την κάνουν ποτέ. Τα τελευταία χρόνια, όποτε μπορώ, δεν παίζω πια στο θέατρο. Τελευταία φορά, έπαιξα με τον Κούρκουλο, το «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Μύλλερ.
Για την τηλεόραση, πώς τα βλέπετε τα πράγματα;
Η τηλεόραση είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί όταν παίζεται ένα σήριαλ, μπορεί να έρθει ο θεατής και στο θέατρο, για να σε δει από κοντά. Μόλις όμως τελειώσει το σήριαλ, σε ξεχνάει. Πάντως, προσωπικά αγαπώ πολύ τη δουλειά στην τηλεόραση, γιατί είναι η συνισταμένη της ευαισθησίας του κινηματογράφου, με την άπλα, το «ξεδίπλωμα» του θεάτρου. Στον κινηματογράφο, πάνω που αρχίζεις να «ζεσταίνεσαι», συνέχεια κόβεται η συγκεκριμένη σκηνή γυρίσματος. Στο θέατρο πάλι, ιδιαίτερα όταν είναι μεγάλο το κοινό, αναγκάζεται συχνά ο ηθοποιός να αλλοιώσει την ερμηνεία του και να φανεί υπερβολικός στους θεατές που κάθονται μπροστά, προκειμένου να περάσει τα μυνήματα σε αυτούς των τελευταίων σειρών. Ενώ στην τηλεόραση, ο φακός σε ακολουθεί, υπάρχουν πολλές κάμερες, που πιάνουν ακόμα και το πέταγμα του ματιού σου. Εκεί μπορείς πραγματικά να επικοινωνήσεις με το θεατή, χωρίς να αλλοιώσεις την ηθοποιία σου.
Ετοιμάζετε κάποια σειρά για το χειμώνα...
Μαζί με τον Σμαραγδή, γυρίζουμε τα τελευταία επεισόδια της σειράς «Σιγά, η πατρίδα κοιμάται». Είναι αυτοτελή επεισόδια, με χρονολογικό πλαίσιο την πενταετία '50-'55 και έχει κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Ετοιμάζω κι ένα επεισόδιο που απευθύνεται στην τρίτη ηλικία. Είναι ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος, που μην αντέχοντας τη μοναξιά του, προσπαθεί να κρεμαστεί. Ολο και κάτι γίνεται όμως, και αναβάλεται η μεγάλη στιγμή, είτε γιατί έρχεται ο γείτονας, η σπιτονοικυρά κλπ. Τελικά, εμφανίζεται η κόρη του, με το εγγονάκι, η οποία (κόρη) είναι πάλι έγκυος και χρειάζεται κάποιον για να φυλάει το καινούργιο μωρό, επειδή η ίδια δουλεύει. Ζητάει λοιπόν από τον πατέρα της, να έρθει να μείνει μαζί τους. Και ο φίλος μας, εμφανίζεται στο τέλος του έργου, φρεσκοξυρισμένος, περιποιημένος, καλοντυμένος και χοροπηδηχτός. Επί τη ευκαιρία, πιστεύω ότι θα έπρεπε η Ελληνική Τηλεόραση, όπως έχει την παιδική ζώνη, να έχει και μία ζώνη, τουλάχιστο 3 φορές τη βδομάδα από 1-2 ώρες, για την τρίτη ηλικία. Εκπομπές, που να απευθύνονται συγκεκριμένα και αποκλειστικά, στους ανθρώπους που βρίσκονται στη δύση της ζωής τους. Επίσης, ετοιμάζομαι να γυρίσω ένα έργο στον κινηματογράφο, όπου χρειάζεται να έχω μούσι, γι αυτό και με βλέπετε αξύριστο. Τα γένεια μου βρίσκονται τώρα στη χειρότερη φάση τους...(γελάει). Ταυτόχρονα, θα παίξω και σε μία ταινία μικρού μήκους, κάποιου φίλου, νέου σκηνοθέτη.
Κύριε Ξενίδη, μιλείστε μας λίγο για την προσωπική σας ζωή.
Είμαι παντρεμένος με την ηθοποιό Μαργαρίτα Λαμπρινού.
Αα!!, αφήστε τα. Η ιστορία μας μοιάζει με παραμύθι. Με τη Μαργαρίτα παντρευτήκαμε το 1955 για πρώτη φορά, χωρίσαμε το 1956 και ξανασμίξαμε στο δεύτερο γάμο μας, το 1976, την εποχή που έφυγα από τη Φιλαδέλφεια και πήγα στο Φάληρο, που έμενε η γυναίκα μου. Το σπίτι στην Φιλαδέλφεια, είχε αρχίσει να ερειπώνεται και δυστυχώς δεν ήταν όλο δικό μου, ώστε να μπορέσω να κάνω μία ουσιαστική επιδιόρθωση. Γι' αυτό έφυγα από τη Φιλαδέλφεια, όπου έρχομαι όμως σχεδόν κάθε βδομάδα, γιατί το πατρικό μου το χρησιμοποιώ σαν εργαστήρι, που έχω τα πράγματα μου, από την μακρόχρονη υπηρεσία μου στο θέατρο. Η αλήθεια είναι, ότι λόγω του θεατρικού κυκλώματος, δεν είχα και πολλές επαφές με τους παλιούς μου φίλους, γιατί το ωράριο της δουλειάς μου, ήταν περίεργο.
Πώς αισθάνεστε, όταν ο κόσμος σας σταματάει στο δρόμο, για να σας μιλήσει, μπερδεύοντας σας, συχνά, με το πρόσωπο του ρόλου που παίζετε εκείνη την εποχή;
Εξαρτάται πάντα, από την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, και από την συμπεριφορά του συγκεκριμένου ανθρώπου. Τα παιδιά, είναι πάντα συγκινητικά και χαριτωμένα, ενώ οι μεγάλοι μπορεί καμιά φορά να γίνουν ενοχλητικοί. Αλλά σπάνια. Συνήθως, είναι μεγάλη χαρά, το να έχεις τη δυνατότητα να βλέπεις την αγάπη του κόσμου από κοντά, να μπορείς να την γευτείς, να τη ζήσεις. Είναι η δυνατότητα να βλέπεις την αγάπη του κόσμου από κοντά, να μπορείς να την γευτείς, να τη ζήσεις. Είναι η αναγνώριση των προσπαθειών σου. Ενα χαρακτηριστικό περιστατικό, συνέβη μία μέρα σε ένα φανάρι, όταν ο οδηγός του διπλανού αυτοκινήτου, μπερδεύοντας τη φυσιογνωμία μου και μη μπορώντας εκείνη την ώρα να θυμηθεί ότι με είχε στην τηλεόραση και όχι στο σπίτι του κουμπάρου του, παρεξηγήθηκε γιατί δεν του μίλαγα...
Βιογραφικό
Ο Σταύρος Ξενίδης, γεννήθηκε το 1924 στην Κωνσταντινούπολη, από όπου «περνούσαν» οι γονείς του, για να έρθουν στην Ελλάδα. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Αγκυρα και ήταν γιατρός, γυναικολόγος-παθολόγος. Η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Καισαρεία. Ο Σραύρος, ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας Ξενίδη, στο οποίο οι γονείς του είχαν στηρίξει όλα τους τα όνειρα τους. Εκείνος όμως, είχε ήδη από πολύ μικρός, το σαράκι του ηθοποιού... Τα πρώτα 2-3 χρόνια στην Ελλάδα, τα πέρασαν κάπου στην Αχαρνών και στο Κουκάκι, μέχρι το 1927, που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια.
«Δεν βρεθήκαμε συμπτωματικά εδώ. Στη Φιλαδέλφεια ήρθαμε κατ' επιλογή του πατέρα μου. Υπήρχαν πολλοί αναπτυσσόμενοι προσφυγικοί συνοικισμοί, όπως η Νέα Σμύρνη, οι οποίοι όμως οικοπεδοποιήθηκαν και γι αυτό δεν είχαν ένα ενιαίο σχέδιο πόλης. Ενώ η Φιλαδέλφεια ρυμοτομήθηκε και κτίστηκε από το Κράτος, βάσει ενός κυκλικού σχεδίου, με κέντρο την πλατεία Πατριάρχου. Αργότερα, επειδή υπήρχε εκείνο το πλάτωμα, έγινε και η παραλληλόγραμη πλατεία Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα, τα σπίτια είχαν όλα παρόμοια σχέδια, κλασσικά θα μπορούσα να πω. Μέχρι το '50, συνηθίζαμε να λέμε, ότι το σπίτι σου είναι χτισμένο σε σχήμα Ρ, Π, Υ... Πολλοί συγγενείς μας, τότε μας έλεγαν ότι πήγαμε στην άκρη του Θεού, σε λίγα χρόνια όμως, μετάνοιωσαν που δεν είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα μας, γιατί η Φιλαδέλφεια έγινε πολύ όμορφη. Και πολύ διαφορετική, βέβαια, από τη Φιλαδέλφεια του σήμερα. Ίσως για τους νέους, να φαίνεται απίστευτο, το ότι η Πόλη μας υπήρξε κάτι το ξεχωριστό...». Το δικό του πατρικό, ήταν -και είναι, αλλά σε κακή κατάσταση- στην οδό Κορδελιού 10, διαγώνια από το σχολείο του Σπαθάρη, όπου πήγε και ο ίδιος όλες τις τάξεις του δημοτικού. «Το σχολείο του Σπαθάρη, ήταν ένα όμορφο μεγάλο σπίτι, με μορφή λυόμενου, με βάσεις που εξείχαν από την επιφάνεια του εδάφους και μεγάλη αυλή. Θυμάμαι ότι είμασταν πολλά παιδιά εκεί» μας λέει σήμερα... Γυμνάσιο, ο Σταύρος Ξενίδης πήγε τις πρώτες 4 τάξεις στη ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΣΧΟΛΗ. Το 1940, όταν θα πήγαινε 5η Γυμνασίου, ήρθε η Κατοχή. «Σχολειό, έγινε τότε το Ηρώδειο. Ο κινηματογράφος, εκτός από την πλατεία, είχε και δύο μεγάλους εξώστες, από τους οποίους ο πάνω, μετατράπηκε σε αίθουσες, και μας χρησίμευσε σα στέγη, για να τελειώσουμε το Γυμνάσιο. Κι ενώ έχω πολλές αναμνήσεις από τη Λεόντειο και τα μαθήματα που κάναμε εκεί, αντίθετα από τις δύο τελευταίες τάξεις, δε θυμάμαι τίποτα. Σπάνια κάναμε μάθημα, και αυτό ήταν ... «ο Θεός να το κάνει μάθημα». Ίσα-ίσα, που μας έδωσαν ένα απολυτήριο, «για τους τύπους». Πόλεμος βλέπεις, κατοχή, πείνα-.» Τελείωνοντας το σχολείο, ο Σταύρος Ξενίδης δούλεψε για ένα χρόνο σαν εμποροϋπάλληλος. Όμως, κάτι τον έδιωχνε. Δεν μπορώ να θυμηθώ τί αισθανόμουνα εκείνη την εποχή» ομολογεί. 'Ισως να ισχύει τελικά, αυτό που λένε, ότι «τον ηθοποιό ή τον έχεις μέσα στο αίμα σου, ή όχι». Πάντως, σίγουρα δεν είχα ώθηση από τους γονείς μου...» προσθέτει. 'Ετσι, ο Σταύρος Ξενίδης, μπήκε στη σχολή του ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ, που ήταν και αυτή όμως σε κατάσταση «κατοχής», χωρίς να το ξέρουν οι γονείς του. Και κάποια στιγμή -ήταν Αύγουστος του 1944- βρίσκεται με μία άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του ηθοποιού, στα χέρια. Και από εκείνο το σημείο, αρχίζει η πραγματική ιστορία του Ηθοποιού Σταύρου Ξενίδη.
Ο Σταύρος Ξενίδης "έφυγε" το 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου