-Την Κονδύλω, τη θυμάσαι Γιάννη;
-Αν τη θυμάμαι λέει; Ξεχνιέται η Κονδύλω, Κωνσταντίνε;
-Τι «αλόγα» ήταν αυτή ρε παιδάκι μου; Μας έριχνε όλους ένα κεφάλι. Ήταν βέβαια μεγαλύτερη, βασικά όμως ήταν ψηλή και με πόδια «ατελείωτα».
-Καλά, εσείς δεν ζήσατε τίποτα, γιατί στην «τετάρτη» φύγατε απ’ το σχολείο. Τα «όργια» άρχισαν μετά! Ειδικά στην «έκτη», γίνονταν της κακομοίρας!
«Ποια όργια Γιάννη;», ρώτησαν ταυτόχρονα Μουρμούρας και Ξενοφώντας, έκπληκτοι μ’ αυτά που άκουγαν.
Έβαλε τα γέλια με το ύφος τους. Ο Αλέξανδρος απέναντι του, παρακολουθούσε τον πατέρα του, με το στόμα ανοιχτό.
Η Φαίδρα που κουβέντιαζε πιο πέρα, με το μεγάλο γιό του Αριστείδη και την αντίστοιχη κόρη του Κωνσταντίνου, γύρισε και τους κοίταξε.
Μέχρι και τα μικρά που κυνηγιόντουσαν, σταμάτησαν!
Ο γιός του Μουρμούρα, τους έκανε νόημα να έρθουν πιο κοντά και συνέχισε χαμηλόφωνα:
-Τα ερωτικά μας σκιρτήματα είχαν πλέον ενταθεί και έψαχναν διέξοδο. Έστω τυφλή.
Είχαμε κάνει τη μοιρασιά και ο καθένας έβαλε το «στόχο» του.
Μερικοί τον είχαν κιόλας πετύχει. Ανεκπλήρωτος πόθος παρέμενε η Ασπασία, που όπως ήταν όμορφη και καμπυλωτή, την ήθελαν όλοι και γι’ αυτό δεν την είχε κανείς!
Και με τις άλλες όμως, το άγγιγμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση κι ας «είχες σχέση».
Η λύση υπήρχε και την έλεγαν Κονδύλω. Αρρώστησε και ο Παυλίδης για δύο μήνες και όλα έγιναν πιο εύκολα, μιας και αντικαταστάτης δάσκαλος δεν υπήρχε!
Βάζαμε λοιπόν τη μασιά να συγκρατεί τα δυό πορτόφυλλα, ώστε να μη μπορεί κανείς να μας αιφνιδιάσει και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούσε να «μετρήσει» τα πόδια της Κονδύλως, με αφορμή βέβαια κάποιο παιχνίδι, που τελείως συμπτωματικά, το επίκεντρο του ήταν πάντα η εντυπωσιακή μας συμμαθήτρια.
Όσο για τον εκάστοτε επιμελητή, αυτός είχε ξεχωριστά μπόνους, αφού σε κάθε διάλλειμα φρόντιζε να βγάζει γρήγορα τους συμμαθητές από την τάξη και να απολαμβάνει με την ησυχία του τα κάλλη της!
-Και η Κονδύλω;
-Η Κονδύλω, Αριστείδη μου, δεν είχε κανένα πρόβλημα. Όλο χαχαχα και χουχουχου ήταν…
Περνούσαμε τόσο καλά, που οργανώσαμε και επίσκεψη στο σπίτι του Παυλίδη, στην άλλη άκρη της πόλης, για να εκφράσουμε τη «στενοχώρια» μας για την απουσία του!
Όταν μας είπε πως θα λείψει πολύ καιρό, ζοριστήκαμε να κρύψουμε τον ενθουσιασμό μας!
Ο πατέρας όμως του Γιάννη, που δεν είχε χάσει λέξη[!], δεν ένοιωθε κανένα ενθουσιασμό.
-Βρε απαράδεκτε άνθρωπε, δεν πιστεύω να «ολοκλήρωσε» κανείς, ανησύχησε «ξεψυχισμένος» ο Μουρμούρας, πενήντα χρόνια μετά!
- Ποιος να «ολοκληρώσει» πατέρα και πως; Μη στενοχωριέσαι...
Μόνο χάδια είχαμε, μόνο χάδια.
- Πήγαμε και στο γάμο της κοπέλας, κερατά!… Έ κερατά!…., συνέχισε μονολογώντας ο γέρος.
- Πήγατε στο γάμο της;
- Ναι παιδί μου Αριστείδη. Ένα χρόνο μετά το Δημοτικό, η Κονδύλω παντρεύτηκε!
Στη ράτσα τους συνηθίζονται οι γάμοι σε νεαρή ηλικία. Κάλεσαν αρκετές οικογένειες των παλιών συμμαθητών της, μα μόνο εμείς πήγαμε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την περιποίηση και τις τιμές που μας έκαναν. Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία. Θυμάσαι Γιάννη;
- Με κάθε λεπτομέρεια.
- Αλίμονο, είπε ο Δημητρός και τον κοίταξε αυστηρά!
Τα γέλια τους δόνησαν όλο το σπίτι και οι γυναίκες ξεπρόβαλαν απ’ την κουζίνα, απορημένες.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα»
και άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα» στο http://havalie.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου