"Σήμερα θα μιλήσουμε για μια αθηναϊκή γραφικότητα που, όχι μονάχα έλειψε στις πεζές ημέρες μας, μα δεν μνημονεύεται καν ούτε στις θεατρικές επιθεωρήσεις. Πρόκειται για τους "κουτσαβάκηδες" ή "παλληκαράδες" ή "τραμπούκους", τους περίφημους αρματωλούς των πόλεων.Αν η Ελλάς του παρελθόντος αιώνος είχε στα βουνά τους ληστάς και τους ληστοφυγόδικούς της, στην πρωτεύουσά της είχε τους κουτσαβάκηδες.
Έδρα και κρυσφήγετό τους ήταν η συνοικία "Ψυρρή" και πρωτεύουσά τους η "Πλατεία των Ηρώων". Ιδεολογία τους η ιταλική ρήσις "vivere pericolosamente" (σ.σ. ζειν επικινδύνως) κ' επειδή τότε πόλεμοι δεν εγίνονταν, είχανε κηρύξη πόλεμο κατά της αστυνομίας, που την εποχή εκείνη δεν είχε και σπουδαία διαφορά ως προς τα κατώτερα στελέχη.
Οι κουτσαβάκηδες ήσαν νέοι που δεν ήξεραν τι θα πη πραγματική δουλειά, θρασείς και προκλητικοί με πολύ ιδιόρρυθμη εμφάνιση. Φορούσαν κατά κανόνα μαύρο σακκάκι, ριγέ χρωματιστό ή με μεγάλα καρέ, χτυπητών χρωμάτων πανταλόνι και αντί για γιλέκο, ένα πελώριο ζωνάρι κόκκινο ή γκρενά, που άρχιζε από τον ομφαλό και έφθανε εις το στήθος. Μέσα στις πολυάριθμες πτυχές του κρύβανε τα κουμπούρια και τις κάμες τους, μαζί με το μαντήλι, τον ταμπάκο, το τσακμάκι και την καπνοσακκούλα. Οι πιο μοντέρνοι βάζανε το μαντήλι στο μανίκι του αριστερού χεριού και άφιναν να κρεμιέται απ'εκεί το ένα ή και τα δύο άκρα του.
Τα παπούτσια τους πάλι ήταν περιεργότατα. Το τακούνι ήταν ψηλότατο και μπροστά τα "πουτίνια" ήσαν μυτερά και σουβλερά με τη μύτη προς τα πάνω. Το χρώμα τους ήταν απαραίτητα μαύρο. Έπρεπε ακόμη να είνε πάντα πασαλειμένα με χοιρινό λίπος, για να είνε γυαλιστερά και στο διάβα του "αντάμη" να... τρίζουνε. Δεν ετρίζανε; Η ζωή του τσαγκάρη διέτρεχε κίνδυνο.
Το πρόσωπό τους και προ παντός τα μαλλιά τους εγίνοντο αντικείμενον εξαιρετικών φροντίδων. Η μεγάλη τους αδυναμία όμως, ήταν το μουστάκι.
Τα μαλλιά ήσαν πάντα μακριά και χτενισμένα "χωρίστρα" με "αφέλεια" προς το μέτωπο και τ'αυτιά, γυαλιστερά δε όσο δεν έπαιρνε άλλο από το χοιρινό λίπος που έπαιζε το ρόλο της μπριγιαντίνης, με το πρόσθετο πλεονέκτημα πως το λίπος βρωμοκοπούσε, όπως άρμοζε σ'ένα παλληκαρά περιωπής.
Οι αφέλειες έπρεπε να κατεβαίνουνε ως τα μάτια και να μισοσκεπάζουν το ένα από τα μάτια σε τρόπο, που να αναγκάζεται ο ιδιοκτήτης "κούτσαβος", σαν ήθελε να ιδή, να κάνη μια αργή χαρακτηριστική χειρονομία να ελευθερώση τα βλέφαρα από την κρεμάμενη αφέλεια. Όλη αυτή η διαδικασία γινότανε με παντοκρατορική μεγαλοπρέπεια, για να καταθορυβήση και τρομοκρατήση τον ατυχή που είχε μπλέξη μαζί τους ...
Το μουστάκι, όπως είπαμε, ήταν τα... Αγία των Αγίων! Πελώριο, θυσσανωτό ή στριμμένο, απειλούσε με τις άκρες του γη και ουρανό. Όποιος να πούμε ήθελε ν'αυτοκτονήση, μπορούσε να κάνη μια χειρονομία απειλής τραβήγματός του στον καθήμενο κούτσαβο...
Στο κεφάλι φορούσαν πάντα ρεμπούμπλικα μαύρη ή καφέ, σχήμα "καβουράκι" και η κορδέλλα ήταν πλατύτατη από μαύρη τσόχα, ένδειξις αδιάψευστη πένθους βαρυτάτου. Το πένθος ήταν κύριο χαρακτηριστικό, γιατί εσήμαινε πως κάποιος συγγενής του έπεσε ηρωικά μαχόμενος από κάμα για το φιλότιμο. Ο θάνατος, βέβαια, ήταν φανταστικός, όπως και η γενναία πράξις στην υπηρεσία της οποίας υπέκυψε ο ανύπαρκτος μακαρίτης, επεκράτησε όμως το πένθος στον κούτσαβο, γιατί ήταν απαραίτητο να είνε... σόι το βασίλειο. Να ανήκη δηλαδή σε μια δυναστεία ηρώων, που μετρούσε θύματα και θύματα στο βωμό της γενναιότητος! Όχι, παίζουμε.
Ιδιόρρυθμο ήταν ακόμη και το βάδισμα, το βήξιμο, το φτύσιμο και οι αναστεναγμοί πάνω στην κουβέντα την σύντομη.
Βαδίζανε όπως οι κυνηγοί που καραδοκούν το ξαφνικό πέταγμα της μπεκάτσας, κουνάμενοι και σεινάμενοι κατά τρόπο λυγερό και φτύνοντας σφυριχτά, χωρίς να συντρέχη καμμία ανάγκη, στενάζοντας βαθειά και συνοδεύοντας τους στεναγμούς τους, τους αδικαιολόγητους, με κάποια στροφή νταϊλίδικη, σαν να είχαν μέσα στα στήθη τους κρυμμένα πάντα ντέρτια και μαράζια.
Τα στήθη μου κατάντησαν
βασάνων κατοικία
που κατοικούν οι λέοντες
και τ'άγρια θηρία, αχ-βαχ!...
Όπου, τέλος, και να κάθονταν, βγάζανε το ένα τους παπούτσι και ετοποθετούσαν ύστερα το ξυπόλυτό τους ποδάρι ορθογώνια πάνω στο άλλο, στο ύψος του γόνατος ή και του μηρού. Αυτό, δε, ήταν εύκολο, γιατί τα παπούτσια τους ήταν με λάστιχα στα πλάγια και έτσι μπορούσαν στο άψε-σβύσε να τα βγάζουν και να τα βάζουν... Τα κουμπωτά παπούτσια, που ήταν τότε της μόδας όπως σήμερα τα σκαρπίνια, τα χαρακτηρίζανε με βαρύτατη βρισιά.
Πολλοί απ'αυτούς είχαν και μίαν άλλη συνήθεια. Φορούσαν δηλαδή το σακκάκι τους μόνο από το ένα μανίκι, το αριστερό και το υπόλοιπο του σακκακιού, το είχανε ριχτό πάνω στον δεξιό ώμο...
Οι " αντάμηδες"="" αυτοί,="" ήταν="" μια="" ολόκληρη="" συνωμοταξία="" που="" τρομοκρατούσε="" τους="" φιλήσυχους="" νοικοκυραίους...="" Κάνανε="" μάχες="" με="" αστυνομικούς,="" ανταλλάσσανε="" πιστολιές="" και="" μαχαιριές,="" εκβιάζανε="" πολίτες="" αποτελούσαν="" το="" φόβητρο="" των="" γυναικών="" κοριτσιών.="" Οι="" φόνοι="" οι="" τραυματισμοί="" την="" εποχή="" εκείνη="" συχνότατοι...="" Το="" "εγενήθηκα="" στην="" Πλάκα="" κατοικώ="" στου="" Ψυρρή"="" τίτλος="" επίφθονος="" του="" "αντάμη"="" λεγότανε="" στόμφο="" για="" να="" προσανατολισθή="" αμέσως="" ο="" ανίδεος="" ξέρη="" καλά="" ποιον="" είχε="" κάνη.
Το πέρασμα από τους δρόμους και τα στενά της πλατείας "Ηρώων" αποτελούσε τόλμημα κινδυνωδέστατο, γιατί ο διαβάτης μπορούσε να δεχθή κατάμουτρα καμιά ακαθαρσία της αγοράς που του σφεντόνιζε κάποιος από τους κούτσαβους που ήθελε έτσι, στα καλά καθούμενα, καυγά. Γενικά όμως είτε έτσι είτε αλλοιώς, ο διαβάτης θα έπρεπε να πληρώση κάποιο φόρο υποταγής στους κούτσαβους ή τους "αλάνηδες" που ήταν και αυτοί κούτσαβοι υπό εκκόλαψιν, ως είδος φόρο διοδίων της φιλήσυχης νοικοκυρωσύνης προς την "αντάμικη παντοκρατορία".
Οι κούτσαβοι, όμως, είχαν και μια άλλη συνήθεια: Κάθονταν στα καφενεία ή τα ταβερνάκια της συνοικίας τους, έβγαζαν την κάμα τους, μια δηλαδή από τις πολλές που είχαν απάνω τους, την κάρφωναν πάνω στο τραπέζι και εκεί κοντά στην αστραφτερή λεπίδα τους έπιναν τον καφέ ή... τα σκονάκια τους. Αυτό αποτελούσε σιωπηρή μα και πολύ εύγλωττη πρόκληση εναντίον κάθε αντιπάλου ή και διαβάτη που θα είχε την αφέλεια να μη χαιρετίση με σεβασμό την κάμα και τον ιδιοκτήτη της...".
(Ο εξαίρετος δημοσιογράφος Π.Κατηφόρης γράφει στη "Σφαίρα" τον Μάιο του 1920 για την Αθήνα της Belle Époque.)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου