Οι ασθένειες προκαλούσαν φόβο πριν την εμφάνιση της ιατρικής επιστήμης. Η πανούκλα που είχε πάρει μορφή επιδημίας εμφανίζονταν χωρίς καμία προειδοποίηση και οδηγούσαν στον θάνατο και στη δυστυχία.
Αλλά δεν ήταν μόνο η πανούκλα. Και άλλες ασθένειες που μεταδίδονταν από τα ζώα ή μέσω γονιδίων κυρίευαν τα σώματα των ανθρώπων προκαλώντας διάφορες παθήσεις για τις οποίες δεν υπήρχε κάποια εξήγηση.
Γι' αυτό και οι άνθρωποι στρέφονταν πάντα στο μεταφυσικό. Κάποιες από αυτές τις ασθένειες συνέβαλαν στη διάδοση του πιο διαχρονικού και γνωστού μύθου σε όλους τους πολιτισμούς - αυτόν του βρυκόλακα.
Ο βρυκόλακας, μια φιγούρα ζωντανού-νεκρού, που κάθε βράδυ βγαίνει από τον τάφο του για να ρουφήξει το αίμα των ζωντανών, εμφανίστηκε από την εποχή των Αρχαίων Ελλήνων.
Παρά το γεγονός ότι μερικοί από τους πιο παλιούς φιλόσοφους που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα έζησαν μέχρι τα 70 τους, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το προσδόκιμο ζωής ήταν περίπου τα 28χρόνια και αυτό γιατί πριν τη δημιουργία του αποχετευτικού συστήματος, την κατασκευή του συστήματος ψύξης, την ανακάλυψη των αντιβιοτικών οι ασθένειες ήταν πιο εύκολο να μεταδοθούν και οδηγούσαν τους ανθρώπους σε πρόωρο θάνατο.
Αλλά χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα για μια εκτενή μελέτη επί του φαινομένου, η κοινωνία αιτιολόγησε πολλές ασθένειες κάνοντας στροφή στο μεταφυσικό. Πάρτε για παράδειγμα τη πορφυρία που προκαλείται από τη συσσώρευση πορφυρινών μέσα στο σώμα σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα. Όσοι νοσούν από αυτή την ασθένεια υποφέρουν από φαγούρα, εξανθήματα και φουσκάλες κάθε φορά που το δέρμα τους εκτίθεται στο φως του ήλιου. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις τα ούλα υποχωρούν από τα δόντια, τα σωματικά απόβλητα παίρνουν μοβ χρώμα, όπως και το αίμα. Οι επιπτώσεις του φωτός σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι τόσο σοβαρές ώστε οι πάσχοντες να χάσουν τελικά τα αυτιά και τη μύτη τους, απηχώντας σε μία πολύ γνωστή φυσιογνωμία από τον χώρο των βαμπίρ, όπως ο Νοσφεράτου.
Οι περισσότεροι από τους πάσχοντες ωστόσο θα εμφανίσουν λιγότερο σοβαρά συμπτώματα από τα προαναφερθέντα. Το Αμερικανικό Ίδρυμα Πορφυρίας «Desiree Lyon Howe» υποστηρίζει ότι σήμερα πρέπει να υπάρχουν λιγότερα από 100 τέτοιου είδους περιστατικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Η συχνότητα τέτοιων σοβαρών περιστατικών στο μεσαίωνα ωστόσο πρέπει να ήταν μεγαλύτερη σε απομακρυσμένες κοινότητες, που είχαν λιγότερο συχνή επαφή με τον έξω κόσμο και ως εκ τούτου λιγότερη ποικιλία γονιδίων. Τα αγροτικά χωριουδάκια και οι αγροικίες στην Τρανσυλβανία, που σήμερα αποτελεί μέρος της Ρουμανίας συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις απομακρυσμένες κοινότητες. Και είναι από εκείνο το μέρος τηνς ανατολικής Ευρώπης, όπως η Τρανσυλβανία, από όπου και άρχισε να διαδίδεται ο μύθος του βρικόλακα και στη συνέχεια εξαπλώθηκε προς τα δυτικά.
Ο συγγραφέας Ρότζερ Λουκχαρστ, που επιμελήθηκε την επανέκδοση του βιβλίου του Δράκουλα, του Μπαμ Στόκερ, από τις Oxford World’s Classic’s εξέτασε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο μύθος απέκτησε φήμη στις αρχές του 18ου αιώνα.
«Η πρώτη αναφορά της λέξης βαμπίρ στα αγγλικά έγινε το 1730, στις εφημερίδες που ανέφεραν πληροφορίες για σώματα που έβγαιναν από τον τάφο και είχαν φρέσκο αίμα γύρω από το στόμα τους. Στα ρεπορτάζ τους επισήμαιναν ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες μεταφέρθηκαν σε αυτούς από αγρότες, αλλά τόνιζαν ωστόσο ότι τους ακούγονταν αληθινές.
Όταν διάφορες ασθενείς έπληξαν αυτές τις αγροτικές περιοχές, όπως η πανούκλα, τα βοοειδή ζώα πέθαιναν και τότε όλοι θεωρούσαν ότι τα ζόμπι καιροφυλακτούν για τους ζωντανούς.
Συχνά το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να ψάχνουν τον τάφο του τελευταίου ατόμου που είχε πεθάνει στο χωριό. Και αυτή είναι ακόμη μία απόδειξη που φανερώνει το πόσο πρώιμη ήταν η ιατρική επιστήμη εκείνα τα χρόνια, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αποδείξουν 100% με επιχειρήματα ότι ένα άτομο έχει πεθάνει. Ασθένειες, όπως η καταληψία, που υποβάλλει τους ανθρώπους σε μία κατατονική κατάσταση τόσο βαθιά που ο παλμός τους είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτός, αποδεικνύουν ότι εκείνη την εποχή κάποιοι άνθρωποι θάφτηκαν ζωντανοί. Όταν ξυπνούσαν μερικοί συμπεριφέρονταν σαν τρελοί από τον φόβο τους και την πείνα που ένιωθαν και αυτό αποτελεί μια εξήγηση για το λόγο που ενδεχομένως μερικοί από αυτούς εμφανίζονταν με φρέσκο αίμα γύρω από το στόμα τους.
Οι περισσότεροι από τους χωρικούς κρατούσαν τα ζώα τα οποία δεν ήταν εμβολιασμένα. Και ήταν εκείνη επίσης την περίοδο που εμφανίστηκε η λύσσα. Μια νόσος που χαρακτηρίζεται από την αποστροφή για το φως και το νερό, την επιθετικότητα, τ δάγκωμα και το παραλήρημα. «Η λύσσα σχετίστηκε με τον μύθο του λυκανθρώπου», λέει ο Λουκχαρστ. «Υπήρχε ένας μύθος που προειδοποιούσε τους ανθρώπους έτσι ώστε να μην έρχονται σε επαφή με τα ζώα και να στρέφονται περισσότερο προς την ανθρωπότητα», συνεχίζει. Η απομόνωση αυτών των κοινοτήτων από πολιτισμένες πόλεις όπως το Παρίσι και το Λονδίνο είχε άλλες επιπτώσεις. «Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν διατροφική ποικιλία και ειδικά όσοι ζούσαν στα βουνά υπέφεραν συχνά από βρογχοκήλη. Η έλλειψη θρεπτικών συστατικών, όχι μόνο έκανε τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς σε διάφορες ασθένειες αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις επιδείνωσε τους ήδη υπάρχοντες κρυμμένους κινδύνους που υπήρχαν στα γονίδιά τους» προσθέτει ο συγγραφέας.
«Η λειτουργία λοιπόν που επιτέλεσαν οι ιστορίες για βαμπίρ στους ανθρώπους του 18ου αιώνα που ζούσαν στο Λονδίνο και στο Παρίσι ήταν να τους υπενθυμίζουν πόσο πολιτισμένοι και προχωρημένοι είναι σε σχέση με τους δεισιδαίμονες καθολικούς αγρότες που ζούσαν στα σύνορα της Ευρώπης».
«Είναι ενδιαφέρον ωστόσο ότι πολλοί πολιτισμοί σε όλον τον κόσμο, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο και περιεχόμενο μοιράστηκαν τον μύθο των ζωντανών νεκρών. Από το manananggal στις Φιλιππίνες και το peuchen της Χιλής, το Baobhan Sith της Σκωτίας και το Yara-ma-yha-who των ιθαγενών της Αυστραλίας ο μύθος του βρικόλακα επικρατούσε παντού.
Ουσιαστικά ο μύθος του βαμπίρ δεν προήλθε μόνο από τις πραγματικές ασθένειες, αλλά και από την ανάγκη να εξηγήσουν οι άνθρωποι κάτι που ήταν εκτός των σπιτιών τους. «Πας μη Έλλην βάρβαρος», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, καθώς οι «βάρβαροι» που ζούσαν εκτός του ελληνικού κόσμου ήταν κανίβαλοι και αιμοσταγείς. Ακόμη και στη Νότια Αμερική, οι Ίνκας πίστευαν ότι τα βαμπίρ προέρχονταν από τις ερημιές. Τα βαμπίρ φαίνονται ότι αποτέλεσαν το κατάλληλο «όχημα» όχι μόνο για να εξηγήσουν κάποιες ασθένεια αλλά και καθετί περίεργο που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια.
Γι' αυτό και οι άνθρωποι στρέφονταν πάντα στο μεταφυσικό. Κάποιες από αυτές τις ασθένειες συνέβαλαν στη διάδοση του πιο διαχρονικού και γνωστού μύθου σε όλους τους πολιτισμούς - αυτόν του βρυκόλακα.
Ο βρυκόλακας, μια φιγούρα ζωντανού-νεκρού, που κάθε βράδυ βγαίνει από τον τάφο του για να ρουφήξει το αίμα των ζωντανών, εμφανίστηκε από την εποχή των Αρχαίων Ελλήνων.
Παρά το γεγονός ότι μερικοί από τους πιο παλιούς φιλόσοφους που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα έζησαν μέχρι τα 70 τους, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το προσδόκιμο ζωής ήταν περίπου τα 28χρόνια και αυτό γιατί πριν τη δημιουργία του αποχετευτικού συστήματος, την κατασκευή του συστήματος ψύξης, την ανακάλυψη των αντιβιοτικών οι ασθένειες ήταν πιο εύκολο να μεταδοθούν και οδηγούσαν τους ανθρώπους σε πρόωρο θάνατο.
Αλλά χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα για μια εκτενή μελέτη επί του φαινομένου, η κοινωνία αιτιολόγησε πολλές ασθένειες κάνοντας στροφή στο μεταφυσικό. Πάρτε για παράδειγμα τη πορφυρία που προκαλείται από τη συσσώρευση πορφυρινών μέσα στο σώμα σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα. Όσοι νοσούν από αυτή την ασθένεια υποφέρουν από φαγούρα, εξανθήματα και φουσκάλες κάθε φορά που το δέρμα τους εκτίθεται στο φως του ήλιου. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις τα ούλα υποχωρούν από τα δόντια, τα σωματικά απόβλητα παίρνουν μοβ χρώμα, όπως και το αίμα. Οι επιπτώσεις του φωτός σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι τόσο σοβαρές ώστε οι πάσχοντες να χάσουν τελικά τα αυτιά και τη μύτη τους, απηχώντας σε μία πολύ γνωστή φυσιογνωμία από τον χώρο των βαμπίρ, όπως ο Νοσφεράτου.
Οι περισσότεροι από τους πάσχοντες ωστόσο θα εμφανίσουν λιγότερο σοβαρά συμπτώματα από τα προαναφερθέντα. Το Αμερικανικό Ίδρυμα Πορφυρίας «Desiree Lyon Howe» υποστηρίζει ότι σήμερα πρέπει να υπάρχουν λιγότερα από 100 τέτοιου είδους περιστατικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Η συχνότητα τέτοιων σοβαρών περιστατικών στο μεσαίωνα ωστόσο πρέπει να ήταν μεγαλύτερη σε απομακρυσμένες κοινότητες, που είχαν λιγότερο συχνή επαφή με τον έξω κόσμο και ως εκ τούτου λιγότερη ποικιλία γονιδίων. Τα αγροτικά χωριουδάκια και οι αγροικίες στην Τρανσυλβανία, που σήμερα αποτελεί μέρος της Ρουμανίας συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις απομακρυσμένες κοινότητες. Και είναι από εκείνο το μέρος τηνς ανατολικής Ευρώπης, όπως η Τρανσυλβανία, από όπου και άρχισε να διαδίδεται ο μύθος του βρικόλακα και στη συνέχεια εξαπλώθηκε προς τα δυτικά.
Ο συγγραφέας Ρότζερ Λουκχαρστ, που επιμελήθηκε την επανέκδοση του βιβλίου του Δράκουλα, του Μπαμ Στόκερ, από τις Oxford World’s Classic’s εξέτασε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο μύθος απέκτησε φήμη στις αρχές του 18ου αιώνα.
«Η πρώτη αναφορά της λέξης βαμπίρ στα αγγλικά έγινε το 1730, στις εφημερίδες που ανέφεραν πληροφορίες για σώματα που έβγαιναν από τον τάφο και είχαν φρέσκο αίμα γύρω από το στόμα τους. Στα ρεπορτάζ τους επισήμαιναν ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες μεταφέρθηκαν σε αυτούς από αγρότες, αλλά τόνιζαν ωστόσο ότι τους ακούγονταν αληθινές.
Όταν διάφορες ασθενείς έπληξαν αυτές τις αγροτικές περιοχές, όπως η πανούκλα, τα βοοειδή ζώα πέθαιναν και τότε όλοι θεωρούσαν ότι τα ζόμπι καιροφυλακτούν για τους ζωντανούς.
Συχνά το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να ψάχνουν τον τάφο του τελευταίου ατόμου που είχε πεθάνει στο χωριό. Και αυτή είναι ακόμη μία απόδειξη που φανερώνει το πόσο πρώιμη ήταν η ιατρική επιστήμη εκείνα τα χρόνια, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αποδείξουν 100% με επιχειρήματα ότι ένα άτομο έχει πεθάνει. Ασθένειες, όπως η καταληψία, που υποβάλλει τους ανθρώπους σε μία κατατονική κατάσταση τόσο βαθιά που ο παλμός τους είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτός, αποδεικνύουν ότι εκείνη την εποχή κάποιοι άνθρωποι θάφτηκαν ζωντανοί. Όταν ξυπνούσαν μερικοί συμπεριφέρονταν σαν τρελοί από τον φόβο τους και την πείνα που ένιωθαν και αυτό αποτελεί μια εξήγηση για το λόγο που ενδεχομένως μερικοί από αυτούς εμφανίζονταν με φρέσκο αίμα γύρω από το στόμα τους.
Οι περισσότεροι από τους χωρικούς κρατούσαν τα ζώα τα οποία δεν ήταν εμβολιασμένα. Και ήταν εκείνη επίσης την περίοδο που εμφανίστηκε η λύσσα. Μια νόσος που χαρακτηρίζεται από την αποστροφή για το φως και το νερό, την επιθετικότητα, τ δάγκωμα και το παραλήρημα. «Η λύσσα σχετίστηκε με τον μύθο του λυκανθρώπου», λέει ο Λουκχαρστ. «Υπήρχε ένας μύθος που προειδοποιούσε τους ανθρώπους έτσι ώστε να μην έρχονται σε επαφή με τα ζώα και να στρέφονται περισσότερο προς την ανθρωπότητα», συνεχίζει. Η απομόνωση αυτών των κοινοτήτων από πολιτισμένες πόλεις όπως το Παρίσι και το Λονδίνο είχε άλλες επιπτώσεις. «Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν διατροφική ποικιλία και ειδικά όσοι ζούσαν στα βουνά υπέφεραν συχνά από βρογχοκήλη. Η έλλειψη θρεπτικών συστατικών, όχι μόνο έκανε τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς σε διάφορες ασθένειες αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις επιδείνωσε τους ήδη υπάρχοντες κρυμμένους κινδύνους που υπήρχαν στα γονίδιά τους» προσθέτει ο συγγραφέας.
«Η λειτουργία λοιπόν που επιτέλεσαν οι ιστορίες για βαμπίρ στους ανθρώπους του 18ου αιώνα που ζούσαν στο Λονδίνο και στο Παρίσι ήταν να τους υπενθυμίζουν πόσο πολιτισμένοι και προχωρημένοι είναι σε σχέση με τους δεισιδαίμονες καθολικούς αγρότες που ζούσαν στα σύνορα της Ευρώπης».
«Είναι ενδιαφέρον ωστόσο ότι πολλοί πολιτισμοί σε όλον τον κόσμο, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο και περιεχόμενο μοιράστηκαν τον μύθο των ζωντανών νεκρών. Από το manananggal στις Φιλιππίνες και το peuchen της Χιλής, το Baobhan Sith της Σκωτίας και το Yara-ma-yha-who των ιθαγενών της Αυστραλίας ο μύθος του βρικόλακα επικρατούσε παντού.
Ουσιαστικά ο μύθος του βαμπίρ δεν προήλθε μόνο από τις πραγματικές ασθένειες, αλλά και από την ανάγκη να εξηγήσουν οι άνθρωποι κάτι που ήταν εκτός των σπιτιών τους. «Πας μη Έλλην βάρβαρος», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, καθώς οι «βάρβαροι» που ζούσαν εκτός του ελληνικού κόσμου ήταν κανίβαλοι και αιμοσταγείς. Ακόμη και στη Νότια Αμερική, οι Ίνκας πίστευαν ότι τα βαμπίρ προέρχονταν από τις ερημιές. Τα βαμπίρ φαίνονται ότι αποτέλεσαν το κατάλληλο «όχημα» όχι μόνο για να εξηγήσουν κάποιες ασθένεια αλλά και καθετί περίεργο που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου