Η Πηνελόπη που δημιουργούσε ολημερίς στον αργαλειό της, η Αθηνά Εργάνη, ο πέπλος της θεάς που ύφαιναν Αθηναίες κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά και οι αμέτρητες αγνύθες (υφαντικά βάρη) που έχουν βρεθεί σε ανασκαφές, οι παραστάσεις με γνέσιμο κλωστής σε αγγεία, αυτά και άλλα πολλά δείχνουν πως οι πρόγονοί μας κατασκεύαζαν υφάσματα εδώ και χιλιετίες.
Όμως, το κλίμα της Ελλάδας δεν επέτρεψε διατήρησή τους, σε αντίθεση με την Αίγυπτο, όπου η απουσία υγρασίας την ευνόησε. Παρόλα ταύτα, μια σειρά ευρημάτων μεταλλικών αγγείων από ταφές, έδωσε στους επιστήμονες αρκετά σπαράγματα αρχαίου υφάσματος. Τα οξείδια των μετάλλων, καθυστέρησαν ή και απέτρεψαν τη δημιουργία βακτηρίων, και έτσι σώθηκαν αυτά τα τμήματα.
Μια ημερίδα που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, περιέλαβε ομιλίες για αυτό τον μεγάλο άγνωστο της ελληνικής αρχαιολογίας, το ύφασμα κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας. Όπως όλα δείχνουν, υφαντική δραστηριότητα υπήρχε και πολύ πριν, αλλά δεν έχουν φτάσει δείγματα μέχρι τις μέρες μας. Έτσι, το πρωιμότερο δημιούργημα που σώζεται, είναι το ύφασμα από το Λευκαντί Ευβοίας, το οποίο παρουσίασε η Ειρήνη Σ. Λαιμού, διευθύντρια της ανασκαφής στην Ξερόπολη.
Το ύφασμα από το Λευκαντί της Εύβοιας, που χρονολογείται στον 10 αιώνα π.Χ. Σ΄ έναν μεγάλο χάλκινο κρατήρα, βρέθηκαν τα καμένα οστά ενός άντρα, τυλιγμένα σε λινό χιτώνα, με σιδερένια όπλα ξίφος, αιχμή, λόγχη και πέτρινο ακόνι, που επιβεβαιώνουν πως ήταν ή στρατηγός ή μέλος βασιλικής οικογένειας.
Η κ. Λαιμού είπε πως η διατήρησή του επιτεύχθηκε χάρη στην υδρία, καθώς ερχόταν σε επαφή με τα χάλκινα τοιχώματα και τα οξείδια του χαλκού επιβράδυναν την αποσύνθεσή του. Το ύφασμα είναι λινό, μήκους 1,4μ και αποτελεί το πιο σπουδαίο εύρημα. Φέρει ένα άνοιγμα για το κεφάλι, αλλά δεν έχει μανίκια, θα ήταν ίσως ποδήρης ανδρικός χιτώνας. Είναι στολισμένο με κοσμήματα και γεωμετρικά σχήματα και είναι αφάνταστης λεπτής τέχνης και ύφανσης. Στο πάνω μέρος γύρω-γύρω είναι φτιαγμένο με μικρές κλωστές σε κόμπους ενώ στο κάτω μέρος είναι αδιακόσμητο.
Το ύφασμα αυτό, που κάλυπτε τα οστά του άνδρα, που ετάφη κατά τον ομηρικό τρόπο γύρω στο 1100 με 1000 π.Χ., θεωρείται το πιο αρχαίο, που έχει βρεθεί στον Ελλαδικό και Ευρωπαϊκό χώρο. Όταν βρέθηκε, μεταφέρθηκε στο αρχαιολογικό μουσείο. Για να προστατευθεί, κατασκευάστηκε ένα δωμάτιο από ξύλο και νάιλον ώστε να εξασφαλισθούν οι ίδιες συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στον τάφο όπου βρέθηκε. Και αυτό γιατί ήταν υφαντό από λινάρι, που θα γινόταν σκόνη μόλις θα στέγνωνε στον ατμοσφαιρικό αέρα.
Η συντήρησή του κράτησε δυόμισι χρόνια. Το ύφασμα ξεδιπλώθηκε, πλύθηκε, βρέθηκαν τα περισσότερα κομμάτια του, ράφτηκε πάνω σε υφαντό από βαμβακερό νήμα, μελετήθηκε και βρέθηκε ο τρόπος κατασκευής του: στημόνι, υφάδι, κρόσσια και κόμποι. Πρόκειται για υφαντό από δίκλωνη κλωστή λιναριού, με δεκαπέντε στημόνια και δεκαπέντε υφάδια στον πόντο.
Η Στέλλα Σπαντιδάκη μιλώντας για την υφαντουργία στην Αττική κατά την κλασική περίοδο, είπε πως υπήρχαν δύο πόλοι, ο οίκος και τα εργαστήρια. Στον οίκο κατασκευάζονταν ενδύματα και υφάσματα οικιακής χρήσεως από τις γυναίκες του σπιτιού, ελεύθερες και µη, οι οποίες ήταν υπεύθυνες για όλα τα στάδια της κατασκευής από την αρχή ως το τέλος. Οι γυναίκες μυούνταν σε αυτή τη δραστηριότητα από τρυφερή ηλικία. Παράλληλα, τα υφάσματα αποτελούσαν σημαντική βιοτεχνική δραστηριότητα που ελάμβανε χώρα εκτός του οίκου σε καθορισμένους χώρους εργαστηριακού τύπου. Εκεί εργάζονταν κυρίως άντρες, ελεύθεροι και δούλοι, αλλά και απελεύθερες γυναίκες που αναφέρονται στις γραπτές πηγές ως ταλασιουργοί.
Η κα Σπαντιδάκη τόνισε πως τα υφάσματα που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα προέρχονται αποκλειστικά από ταφικό περιβάλλον, δεν είναι δηλαδή αντιπροσωπευτικά όλης της παραγωγής, αλλά, στην ουσία, ένα κλειστό σύνολο. Οι προδιαγραφές της εποχής ήταν καθορισμένες δια νόμων γι’ αυτό παρατηρούμε ομοιομορφία.
Ως πρώτες ύλες χρησιμοποιούνταν, ως επί το πλείστον, το μαλλί και το λινάρι, στις οποίες προστίθενται και τα εξωτικά κάνναβης και βαμβάκι, και πιθανότατα το άγριο μετάξι, αν και το τελευταίο δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Οι γραπτές πηγές μιλούν για πληθώρα χρωστικών ουσιών, φυτικών και ζωικών, εκ των οποίων η μόνη που έχει ταυτιστεί στα υφάσματα της Αττικής είναι η πορφύρα.
Τέσσερα υφάσματα (ένα από τα Καλύβια και το Μαρούσι και δύο από τον Κεραµεικό) διατηρούν διαφορετικές χροιές του πορφυρού χρώματος, της πιο ακριβής χρωστικής ουσίας της αρχαιότητας, παραγόμενης από τρία είδη θαλασσίων κογχυλιών. Εκτός όμως από το κλασσικό τρόπο βαφής, κατά τον οποίο είτε οι ίνες, είτε οι κλωστές, είτε το έτοιμο ύφασμά εμβαπτιζόταν σε ένα διάλυμα βαφής, ένα ύφασμά από το Κορωπί διατηρεί ίχνη ζωγραφικών σχεδίων µε μαύρο και κόκκινο χρώμα. Οι Έλληνες γνώριζαν και την τεχνική της εγκαυστικής σε ύφασμά, όπως φαίνεται από δείγματα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκαν στην ελληνική παρευξείνια αποικία Παντικάπαιον και παρουσιάζουν ζωφόρους διακοσμημένες µε σκηνές της ελληνικής μυθολογίας µε τα ονόματα των θεών και ηρώων γραµµένα στα ελληνικά.
Οι βασικές τεχνικές κατασκευής υφασμάτων στην ελληνική αρχαιότητα είναι το γνέσιμο µε αδράχτι, όσον αφορά στην διαμόρφωση της κλωστής και ο κάθετος αργαλειός µε βάρη, όσον αφορά στην καθ’ αυτό κατασκευή του υφάσματος.
Ένα σπουδαίο παράδειγμα χρυσοΰφαντου πορφυρού υφάσματος είναι αυτό που βρέθηκε στη χρυσή λάρνακα από τον προθάλαμο του Μακεδονικού τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας του 4ου αι. π.Χ., το οποίο τύλιγε τα οστά της νεκρής μετά την καύση. Το παρουσίασε η Στέλλα Δρούγου, συνεργάτις του Μανόλη Ανδρόνικου κατά την ανασκαφή του τάφου του Φιλίππου Β’. Οπως μάλιστα είπε κατά την παρουσίαση, σε ανάλογο ύφασμα ήταν τυλιγμένα και τα οστά του άνακτα, αλλά δεν διασώθηκε και παραμένει μόνο η οπτική μαρτυρία, όταν ανοίχτηκε η λάρνακα. Οι γνώσεις της εποχής δεν επέτρεψαν την σταθεροποίηση και σωτηρία εκείνου του πολύτιμου ευρήματος.
Το χρυσοΰφαντο ύφασμα του προθαλάμου, έχει δύο ανεξάρτητα κομμάτια του ιδίου τραπέζιου σχήματος με ίδιο σχεδόν μέγεθος και διακόσμηση. Το σχήμα το οποίο σώζεται σήμερα αποτελείται από δύο τραπεζοειδή κομμάτια τα οποία πρέπει να αποτελούσαν τις ποικιλμένες άκρες ενός μακρόστενου, ακόσμητου πορφυρού υφάσματος.
Το φόντο του υφάσματος είναι χρυσό και επάνω σ' αυτό προβάλλει η πορφυρή κόσμηση. Έχει υφανθεί με χρυσές κλωστές ενώ τα τμήματα της πορφύρας είναι εντελώς αποσυντιθεμένα αποτελώντας μία ενιαία υδαρή μάζα. Το πιο πιθανόν κατά τον Ανδρόνικο ήταν ότι η πορφύρα είχε κατασκευασθεί από μάλλινα νήματα που είχαν βαφεί με αυτό το ακριβό χρώμα, το οποίο πρόσδιδε μεγαλοπρέπεια.
Σε κάμπο που δημιουργείται από χρυσές ταινίες πλάτους μερικών χιλιοστών προβάλλει ένα πλήθος φυτικών κοσμημάτων υφασμένων με πορφυρές κλωστές.
Η τεχνική της ύφανσης είναι η υφαντοπλεκτική (tappiserie) κατά την οποία ο μεγάλος αριθμός των υφαδιών - χρυσές ταινίες και μάλλινες πορφυρές κλωστές - καλύπτει τελείως τα μάλλινα προρφυρά στημόνια, που δεν σώζονται. Η τεχνική δυσκολία της κατασκευής του υφάσματος, ο πλούτος των υλικών που χρησιμοποιούνται και η πολυπλοκότητα του κοσμήματος το καθιστούν μοναδικό κομμάτι μίας τέχνης που υποδηλώνει τον υψηλό πολιτισμό της εποχής της.
Πηγή: Αντιγόνη Καρατάσου, Liberal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου