Για το στομάχι Ε, ρε κοιλία μου, μεγάλο τ’ όνομά σου. Έπρεπε να ’ρθουνε τα πράματα έτσι, για να δοκιμάσει ο κοσμάκης και να καταλάβει κάργα το μεγαλείο της κοιλιακής χώρας! Πώς; Ούλα τα μεγάλα ζητήματα, τα φλέγοντα, ούλα τα αισθήματα τα
παρδαλοπίτσιλα, η υψηλή φιλαλογία του έρωτα, τα τραγούδια και η ποίηση, ούλα μετατοπιστήκανε και μπήκανε τσιφ στομάχι! Ορίστε; Ούλη η πλάση μιλάει το σήμερον για φαΐ.
— Δε μου λες, κύριος; (Σταματάς κάποιονε και τον αρωτάς στο δρόμο). Μήπως και ξέρεις τι ώρα είναι;
Κι αυτός σου δίνει την απάντα:
— Ώρα για φαΐ και στρίβω γρήγορα για το εστιατόριο νά, μήμπως και τελέψουνε τα φαγιά…
— Το λοιπός, αδερφάκι μου Τζογέ, μου ’λεγε χτες ο Λάθουρας στο δρόμο, τη ζωή, όπως έχει γίνει, τη φαντάζουμαι εγώ, φιλοσοφικά σκεφτόμενος, σαν ένα μεγάλο καζάνι με κρεμμύδια, που βράζει, βράζει κάργα και ούλα μας τα πράματα, αγάπες, ονείρατα, ερπίδες, συκίνησες, ψυχικές νυσταλγίες και τα ρέστα, έχουνε γίνει πατσαδάκια λαδορίγανη!
— Δηλαδή;
— Ούλα τα πράματα τα άλλα της ζωής μας έχουνε γίνει προσανάμματα, ρε συ, για να βράζει αυτό το μεγάλο καζάνι με τα κρεμμύδια.
Κείνη τη στιγμή ένας φουκαράς με το δίχτυ στο χέρι αδειανό μπαίνει στην κουβέντα μας.
— Κρεμμύδια είπατε, κύριος; Μήπως πουλάτε κρεμμύδια;
— Όχι, μωρ’ αδερφέ μου. Κάτι άλλη κουβέντα είχαμε.
— Δεν μπορεί. Μη μου αρνείσθε. Έχετε κρεμμύδια! Το μαρτυράνε τα μάτια σας, το ύφος σας, το χαμόγελό σας πως έχετε κρεμμύδια. Δώστε μου κι εμένα καμιά οκά, γιατί αν πάω με αδειανό το δίχτυ στο σπίτι, θα με σπάσει στο ξύλο η συμβία μου.
— Μα όχι, ρε άνθρωπε του Θεού, διαμαρτυρήθηκε ο Λάθουρας. Είχαμε μια κουβέντα που τελείωνε έτσι, με τη λέξη κρεμμύδια!
—Ω φράσις γλυκυτάτη… Αχ, κρεμμύδια ουράνια! Μα για να τελείωνε με τη λέξη κρεμμύδια, θα άρχιζε τουλάχιστο με τη λέξη φασόλια!
— Άει στο καλό, χριστιανέ μου, και μη μας πιλατεύεις πρωί πρωί.
Και ο λιγουράκιας με το άδειο το δίχτυ πήρε επιτέλους τα βρεμένα του και έφυγε.
Χαιρέτισα κι εγώ τον αδερφό τον Λάθουρα και τράβηξα για τη ταβέρνα. Ε, ρε κόσμε, τι κάνεις για το φαΐ!, είπα, μα μόνο αντρικέ κόσμε. Μόνο εσύ, σερνικέ αδαμικέ λαέ, μονάχα… γιατί αν μαλιοτραβιέσαι και βουρλίζεσαι και τρως τα γιλέκα σου για να βρεις φαΐ και να τα φέρεις βόλτα γύρω από τη στομαχική κίνηση του σπιτιού σου, η γυνή αγρόν αγοράζει και αλλού βρέχει. Αυτή η κακούργα η απόγονη της Εύας δεν δίνει πενηνταράκι για τέτοια… Αφήνει εμάς να βγάζουμε τον όφιν από την οπήν. Πώς; Η πλάση όλη αν καεί, αυτή θα πονοκεφαλέψει μονάχα για τα λούσα, για τα μπιχλιμπίδια και για τις περικοκλάδες της μόδας. Δεν πρόφταξα να συνέρθω από τη μια κουβέντα του φουκαρά που ζήταγε κρεμμύδια και μόλις φτάνω στη γωνία του ταβερνίου… να μια χαμηλογλεπούσα ανθρωπίνα.
— Δε μου λέτε, κύριος, μου λέει, μήπως και ξέρετε εδώ κοντά κανένα αρωματοπωλείο;
— Παντοπωλείο είπατε, περικαλώ;
— Όχι παντοπωλείο… Θεός φυλάξοι. Τι δουλειά έχουμε εμείς με τέτοια πράματα. Αρωματοπωλείο σας είπα. Π α ρ φ ο υ μ ε ρ ί.
— Α! Φ ο υ μ ε ρ ί; Ξέρω. Να αυτό το περίφτερο πουλάει τσιγάρα, αλλά ανοίγει στις τέσσερις και τα δίνει με… «ουρά».
— Μα όχι, κύριε. Αρωματοπωλείο… Που πουλάνε αρώματα, πούντρες, ρουζ, κρέμες!
— Κρέμες; Αχ, μη μου τα θυμίζεις, βρε κορίτσι μου. Κρέμες… Και ρυζόγαλα… Άστα να πάνε στο διάολο…
— Μα πάλι δεν καταλάβατε. Θέλω να αγοράσω ένα άρωμα.
— Άρωμα; Τώρα κατάλαβα. Μα γιατί, ρε κορίτσι μου, να πας να πετάξεις τα λεφτά σου για αρώματα, αφού μ’ αυτά μπορείς να πάρεις μια οκαδίτσα μοσχαράκι και να γεμίσει το σπίτι σου άρωμα;
— Είσθε πολύ πεζός, κύριε.
— Πεζή είσαι και φαίνεσαι, μούμια…
Μπαίνω στην ταβέρνα, πυρ και μανία κρεμμυδοφασολάδας και κρασοποσίας! Λιτανεία στην κοιλιά είχανε ούλοι τους και το γραμμοφωνάκι στη γωνία, συμμορφούμενο και δαύτο με την κατάσταση, βάραγε το μοντέρνο το καλαματιανό θούριο:
Σαν πας στην Καλαμάτα
και ’ρθεις με το καλό,
φέρε μου μια τσαπέλα
να βάλω στο λαιμό.
Κι ύστερα μου λέει εμένα το αποτσίγαρο πως είμαι λέει πεζός! Ορίστε;
Ο ΤΖΟΓΕΣ
Καταλάβατε ότι πρόκειται για τον ανεπανάληπτο Τζογέ της Βραδυνής.
Δημοσιεύτηκε στη Στήλη του Τζογέ, στις 31 Δεκεμβρίου 1941.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου