Σε σχέση με τα ψεύδη που διακινούνται και αναπαράγονται από τη Γερμανία αναφορικά με τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών.
1. Οι ελληνικές αξιώσεις είναι ενιαίες και αδιαίρετες και περιλαμβάνουν α. το κατοχικό δάνειο, β. τις επανορθώσεις για την καταστροφή των υποδομών και την...αρπαγή του πλούτου του ελληνικού λαού, γ. την επιστροφή των κλαπέντων και λεηλατηθέντων αρχαιολογικών θησαυρών και δ. και πιο σημαντικό, ηθικά και συμβολικά, τις αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας.
Τακτικά, έχει προταθεί στο παρελθόν ότι πρέπει πρώτα να γίνει η διεκδίκηση του κατοχικού δανείου αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η σαλαμοποίηση των αξιώσεών μας.
2. Οι αξιώσεις μας είναι ηθικά βαρύνουσες, απαράγραπτες και πλήρως τεκμηριωμένες ιστορικά, νομικά, πολιτικά.
3. Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν δεν διεκδίκησαν όσο αποτελεσματικά έπρεπε την απόδοση των γερμανικών οφειλών, εντούτοις ΚΑΝΕΙΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Ή ΑΛΛΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΜΑΣ.
Η προπαγανδιστική αναφορά των Γερμανών στη συμφωνία του 1959 ανατρέπεται από την ίδια την απαντητική ρηματική διακοίνωση της Γερμανίας (της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα) της 31ης Μαρτίου 1967! Η επίκληση δε άλλων ισχυρισμών, συνήθως αντιφατικών μεταξύ τους, δεν έχει νομική βάση.
(link sends e-mail)
Γερμανικές οφειλές: προπαγάνδα και αλήθεια!
«Λίγοι λαοί της Ευρώπης υπέφεραν από τη Γερμανική Κατοχή όσο οι Έλληνες. Όμως οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που, μετά το τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας, έτειναν χείρα φιλίας προς τους Γερμανούς». (…) «Δίστομο, Καλάβρυτα, Καισαριανή, όπως και να ονομάζονται οι διάφοροι τόποι, ο Γερμανός πολίτης όταν επισκέπτεται αυτά τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας αισθάνεται ντροπή μπροστά στη συμφιλιωτική διάθεση των Ελλήνων. Αυτό θα πρέπει να αναλογίζεται όποιος προσπαθεί, χρησιμοποιώντας νομικά προσχήματα, να θεωρήσει το θέμα οριστικά λήξαν».[1] (Gerd Hoehler, ανταποκριτής της εφημερίδας Frankfurter Rundschau στην Αθήνα, 1995).
Η διαρροή, λίγο πριν τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, στα ΜΜΕ μέρους του πορίσματος της επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προκάλεσε την ανησυχία μας λόγω της δραματικής υποεκτίμησης του ύψους του κατοχικού δανείου[2].
Όμως, ακόμα κι αυτή η εξωφρενικά χαμηλή προσέγγιση, που θα ήταν έγκλημα να υιοθετηθεί από την ελληνική κυβέρνηση, δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει την επίδειξη αλαζονείας από τη Γερμανία, η οποία δια χειλέων του κ. Γιέγκερ, εκπροσώπου του κ. Σόιμπλε, απέρριψε πάραυτα και προκλητικά τις ελληνικές αξιώσεις, ανακυκλώνοντας ψεύδη και φαντασιώσεις. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν, εντελώς συνοπτικά, να απαντήσουμε με στέρεες αλήθειες στους αστήρικτους μύθους της γερμανικής προπαγάνδας.
Μύθος 1ος: το ζήτημα έχει κλείσει με υπογραφή Καραμανλή το 1960 και την καταβολή 115 εκατομμύρια μάρκων.
Αλήθεια: οι Γερμανοί για να πετύχουν την αποφυλάκιση του Μαξ Μέρτεν, του σφαγέα 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, συμφώνησαν να καταβάλουν στη χώρα μας 115 εκατομμύρια μάρκα ως αποζημίωση, την οποία «δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους του 1945, υπό οργάνων του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν»[3], δηλαδή υπέρ κυρίως των Εβραίων – θυμάτων του Γ’ Ράιχ. Ως αντάλλαγμα γι’ αυτήν τη ντροπιαστική συμφωνία της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή πέτυχαν τη θέσπιση του νόμου 3933/1959 και του νομοθετικού διατάγματος 4016/1959, με αποτέλεσμα να εκδοθεί στη Γερμανία ο Μέρτεν, να ανασταλεί η δίωξη εγκληματιών πολέμου και να κλείσει το ελληνικό γραφείο εγκλημάτων πολέμου, ενώ τα αντίστοιχα γραφεία στις ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Αυστραλία λειτουργούν ακόμη!
Όπως όμως σημείωσε ο ευπατρίδης πρεσβευτής της χώρας μας στη Βόννη Θωμάς Υψηλάντης, σε απαντητική επιστολή του προς τον Υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας (η οποία αποτελεί μέρος της συμφωνίας): «επιφυλάσσεται (η Ελλάδα) εντούτοις όπως προβάλη νέας απαιτήσεις, αίτινες προέρχονται εξ εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής…»[4]. Συνεπώς ζήτημα παραίτησης της Ελλάδας από τις αξιώσεις της δεν υφίσταται, κάτι που ομολογεί και η Γερμανία στην απαντητική ρηματική διακοίνωσή της στις 31.3.1967!
Μύθος 2ος: 70 χρόνια μετά την Κατοχή, οι όποιες αξιώσεις της Ελλάδας έχουν πλέον απωλέσει τη νομιμοποιητική τους βάση.
Αλήθεια: Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται και συνεπώς οι αξιώσεις μας παραμένουν στο ακέραιο. Σε ό,τι δε αφορά το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία, η οποία μάλιστα καλείται να πληρώσει και πολύ υψηλούς τόκους υπερημερίας.
Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι βάσει της Συνθήκης του Λονδίνου του 1953 το ζήτημα παρέμεινε στην κατάψυξη έως την επανένωση της Γερμανίας και την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης, προκειμένου η Γερμανία να έχει, απερίσπαστη, τα χρονικά περιθώρια να επουλώσει τις πληγές της και να ανορθώσει την οικονομία της. Και πράγματι, με τη μεγαλοψυχία των αντιπάλων της και νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και η καθημαγμένη Ελλάδα, η Γερμανία πέτυχε το οικονομικό θαύμα, που σήμερα όλοι θαυμάζουμε.
Όμως, επί 25 χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) και την υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας (η λεγόμενη Συνθήκη των «2+4»), η Γερμανία μετέρχεται νομικίστικων τεχνασμάτων αρνούμενη, παράνομα και προκλητικά, να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Έχει, αλήθεια, κανείς αναλογιστεί πού θα βρισκόταν σήμερα η Ελλάδα, από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης και υποδομών, αν της είχαν αποδοθεί οι γερμανικές οφειλές; Και πού θα βρισκόταν σήμερα η Γερμανία αν δεν είχαν δείξει τόση μεγαλοψυχία η Ελλάδα και οι άλλες 19 σύμμαχες χώρες απέναντί της;
Επίσης, αν το ζήτημα των κατοχικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση, τότε γιατί το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας το Μάιο του 2013 ανέλαβε την υποχρέωση αποζημίωσης, πέραν των όσων ήδη έχει καταβάλλει, των Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στις αρχές του 2000, η κυβέρνηση Σρέντερ αποζημίωσε, διά του γερμανικού ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον», εκατοντάδες χιλιάδες ομήρους (ανάμεσά τους και μόλις 5.500 Έλληνες ομήρους λόγω αβελτηρίας της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όπως καταγγέλλει ο Μανώλης Γλέζος και το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα), που μαρτύρησαν στα ναζιστικά κολαστήρια.
Μύθος 3ος: Η Χάγη έκλεισε οριστικά το θέμα των αποζημιώσεων.
Αλήθεια: Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στη δίκη μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, η οποία αναφέρεται στο ζήτημα των αποζημιώσεων των θυμάτων του Διστόμου, δεν βοήθησε την υπόθεσή μας αλλά δεν δεσμεύει τη χώρα μας, καθώς η Ελλάδα παρενέβη στη δίκη ως μη διάδικο μέρος[5].
Ωστόσο, είναι σημαντικό ότι η Χάγη αναγνώρισε ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων υφίσταται, δεν παραγράφεται κι αποτελεί διακρατική διαφορά, για την επίλυση της οποίας προτρέπει τα κράτη να συνεργαστούν.
Αξίζει όμως να σταθούμε στη μεταγενέστερη, πολύ πρόσφατη (Οκτώβριος 2014), απόφαση του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία, σε αντίθεση με την απόφαση της Χάγης, δέχεται αφενός ότι η ετεροδικία δεν ισχύει όταν πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και αφετέρου ότι πολίτες μπορούν να εγείρουν ατομικές αξιώσεις εναντίον κράτους. Η απόφαση αυτή των Ιταλών δικαστών ανοίγει νέους δρόμους για τη δικαίωση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και για τους Έλληνες δικαστές.
Μύθος 4ος: τώρα, εν μέσω κρίσης, θυμήθηκε η Ελλάδα τις γερμανικές οφειλές;
Αλήθεια: παρά τη διαχρονική ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων, που δεν διεκδίκησαν σθεναρά κι αποτελεσματικά το ζήτημα, η Ελλάδα ουδέποτε έχει παραιτηθεί των αξιώσεών της, τις οποίες, μάλιστα, έχει θέσει ενώπιον της Γερμανίας ή διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων περίπου 15 φορές, αρχής γενομένης από τη Διάσκεψη των Παρισίων στα τέλη του 1945[6], ενώ το ζήτημα συμπεριλήφθηκε στην ημερήσια διάταξη διμερών κυβερνητικών συζητήσεων[7]! Βεβαίως η διεκδίκηση δεν έγινε όσο σθεναρά και μεθοδικά θα έπρεπε και συνεπώς δεν έφερε αποτελέσματα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα…
Τέλος, θεωρούμε ανάξιο σχολιασμού και ενδεικτικό της ξεδιάντροπης προπαγάνδας της γερμανικής πλευράς, τον ισχυρισμό ότι με τη χρηματοδότηση της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς ή τους ΝΑΤΟικούς πόρους έχουν ικανοποιηθεί οι ελληνικές αξιώσεις. Το αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας των υπερεθνικών αυτών θεσμών δεν επιτρέπει τέτοιου είδους συμψηφισμούς, όπως επιβεβαιώνει, άλλωστε και η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1995 σε ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή Αλέκου Αλαβάνου[8].
Πριν προχωρήσουμε στις προτάσεις για την ανάληψη δράσης, ας αναλογιστούμε τον συγκλονιστικό απολογισμό της ναζιστικής τρομοκρατίας στην Ελλάδα:
περισσότερα από 100 ολοκαυτώματα πόλεων και χωριών σε όλη την Ελλάδα, 56.225 αθώοι πολίτες εκτελέστηκαν,
105.000 κατέληξαν όμηροι στα κρεματόρια της φρίκης κι ελάχιστοι εξ αυτών επέζησαν,
1.770 χωριά καταστράφηκαν,
400.000 σπίτια πυρπολήθηκαν,[9]
ενώ στη χώρα μας καταστράφηκε το 70% των λιμενικών εγκαταστάσεων,
το 75% του εμπορικού μας στόλου,
μεγάλο μέρος του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και
το σύνολο των σιδηροδρομικών γεφυρών και τούνελ[10].
Παράλληλα δημεύτηκε το 80% των μέσων μεταφοράς και
το 51% των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Ως αποτέλεσμα του δολοφονικού σεληνιασμού των οργάνων του Άξονα και ιδίως του Γ’ Ράιχ εις βάρος των Ελλήνων, της συστηματικής και καλά σχεδιασμένης οικονομικής αφαίμαξης, λεηλασίας και καταστροφής των δομών και υποδομών της χώρας μας,
μία στις δύο οικογένειες θρήνησαν θύματα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής,
ένας στους δέκα Έλληνες υπέστη αναπηρία,
ενώ το 75% των παιδιών υπέφερε από ασθένειες
Ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου[11].
Οι συνολικές απώλειες, λόγω των εκτελέσεων, της πείνας, των ασθενειών και της υπογεννητικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής ανήλθαν σε 1.106.000 ανθρώπους, ή στο 13,5% του ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την Ευρώπη[12].
Μια αληθινή γενοκτονία ήταν το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα επειδή δεν υποτάχθηκε στη «νέα τάξη» του Αδόλφου Χίτλερ και συντέλεσε αποφαστικά στην απελευθέρωση της Ευρώπης και της ίδιας της Γερμανίας από το ναζιστικό ζυγό.
Κι όμως, η Γερμανία 70 χρόνια μετά εξακολουθεί να μη σέβεται τον πόνο των Ελλήνων, να μην αναλαμβάνει έμπρακτα τις ευθύνες της για τα φοβερά δεινά που προκάλεσε στη χώρα μας το Γ’ Ράιχ και να επιχειρεί τον αποπροσανατολισμό της γερμανικής, της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης. Από την άλλη, η ελληνική πλευρά δεν απαντά τολμηρά και ουσιαστικά στην ωμή προπαγάνδα των Γερμανών και δεν διεκδικεί όσα μας οφείλει.
[1] Μπουρλογιάννης – Τσαγγαρίδης Ι., «Η διεκδίκηση γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων: το πολιτικό πλαίσιο. Η ματιά ενός διπλωμάτη» στο: «Περράκης Στ. (επιμέλεια) «Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων στην Ελλάδα. Διεθνείς και εθνικές διαστάσεις», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2012, σελ. 123-124.
[2] Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τις διαρροές, το πόρισμα της επιτροπής του ΓΛΚ φέρεται να υπολογίζει το ύψος του κατοχικού δανείου σε 11 δις ευρώ (στοιχείο που έχει ανησυχητική ταύτιση με διαρροές της γερμανικής κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2013), τη στιγμή που σύμφωνα με την μετριοπαθή εκτίμηση του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα το κατοχικό δάνειο υπολογίζεται σε 54 δις ευρώ χωρίς τους νόμιμους τόκους! Άλλες προσεγγίσεις το ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη.
[3] Άρθρο 3, παρ. 1, ΝΔ 4178/1961 («Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας συμβάσεως περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεων και άλλων τινών συναφών διατάξεων»).
[4] Μανώλης Γλέζος, «Και ένα μάρκο να ήταν…Οι οφειλές της Γερμανίας στην Ελλάδα», Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2012.
[5] Πληρεξούσιος της Ελληνικής Δημοκρατίας στη συγκεκριμένη δίκη ήταν ο Καθηγητής Στέλιος Περράκης και μαζί του οι Καθηγητές Αντώνης Μπρεδήμας και Μαρία-Ντανιέλλα Μαρούδα, που έδωσαν σκληρή μάχη για την υποστήριξη των ελληνικών θέσεων.
[6] Συγγελάκης Α., « “Δικαιοσύνη και Αποζημίωση!” Το ζήτημα των γερμανικών οφειλών: το παρόν ως Ιστορία», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής, τεύχος 62-63, καλοκαίρι – φθινόπωρο 2013.
[7] Περράκης Στ. & Μαρούδα Μ. –Ντ., «Πολεμικές επανορθώσεις στο σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο. Η διεθνής πρακτική και η ελληνική περίπτωση. Μία σύνθεση κι ένας αναστοχασμός» στο Περράκης Στ. (επιμέλεια), «Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων στην Ελλάδα. Διεθνείς και εθνικές διαστάσεις», Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2012.
[8] Εφημερίδα «Καθημερινή», 28.9.1995.
[9] Ανταίος Π, Αρώνης Π, Γλέζος Μ, Κακολύρη Α, Κουλουφάκος Π, Κυριακάκος Γ, Κωνστανταράκης Φ, Μαγκάκης Γ-Α, Παπαγιαννάκης Κ, Ρούπας Χ, «Η Μαύρη Βίβλος της Κατοχής», Έκδοση του Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, β’ έκδοση, Αθήνα 2006.
[10] Με βάση τα στοιχεία που κατέθεσε ο Καθηγητής Αθανάσιος Σμπαρούνης, εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διασυμμαχική Διάσκεψη των Παρισίων, η οποία έλαβε χώρα από 9 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου 1945, ενώ η τελική συμφωνία («Συμφωνία των Παρισίων για τις πολεμικές επανορθώσεις») υπεγράφη στις 14 Ιανουαρίου 1946.
[11] Katerina Kralova. Στη σκιά της Κατοχής. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις την περίοδο 1940-2010. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.
[12] Μανώλης Γλέζος, ό.π.
[13] Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 137/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς, την οποία επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικη και αμετάκλητη η υπ’ αριθμόν 11/2000 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, χάρη στις προσπάθειες του πρωτοπόρου της δικαστικής διεκδίκησης αείμνηστου Ιωάννη Σταμούλη.
από επιστολή του Αριστομένη Ι. Συγγελάκη
Μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου
Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα
και της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου ΒιάννουΠΗΓΗ: ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, μέσω "seisaxthia"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου