«Ο Διόνυσος είναι Θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των Θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους». Ευρυπίδης
«Όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει» Πλάτωνας
Ο Αριστοφάνης λέει στον Θεό της Ζωής, της Θείας Ποίησης και Μουσικής «Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ’ εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν’ ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο «Εύιος, Εύιος». Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος»
Η Καρναβαλική Εύθυμη Μαγική Ελεύθερη Ζωή
Το Καρναβάλι είναι μια Ιερή μαγικοθρησκευτική γιορτή που εξυμνεί τη χαρά της ζωής, την αναγέννηση και την ανανέωση του ανθρώπου, της φύσης και ολόκληρης της Δημιουργίας. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται, υπερβαίνουν τα στενά όρια της ύπαρξης, χάνουν το γνώριμο εαυτό τους και ταυτίζονται με την ζωντανή ζωή, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής που ανατρέπει την κατεστημένη εικόνα του κόσμου και τις κοινωνικές συμβάσεις. Αποτελεί έναν «ύμνο» στην Ελευθερία που εκφράζεται χωρίς περιορισμούς μετουσιώνοντας και αναγεννώντας τα πάντα.
Με άλλα λόγια, τα δρώμενα του Καρναβαλιού μας προσφέρουν την ευκαιρία για μια πηγαία έκφραση των βαθύτερων περιεχομένων του εαυτού μας, αλλά και την εμπειρία μιας άμεσης αυθεντικής επαφής με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε, υπερβαίνοντας έτσι κάθε χωριστική τεχνητή κοινωνική διάκριση. Είναι μια γιορτή που ικανοποιεί την ανάγκη μας να βρεθούμε όλοι μαζί, να διασκεδάσουμε, να γιορτάσουμε, πέρα από το μονότονο ρυθμό της καθημερινότητας. Η ψυχική ευφορία και το πολύτιμο θεραπευτικό γέλιο απελευθερώνονται τότε και ενισχύονται μέσα από τη γενικότερη διονυσιακή ατμόσφαιρα της γιορτής.
Η λέξη «καρναβάλι» προέρχεται από τη λατινική έκφραση: carne vale, που σημαίνει «κρέας αντίο» Η Encyclopaedia Britannica κάτω από τον τίτλο «Καρναβάλι» αναφέρει: «Η προέλευση της λέξης είναι αβέβαιη, παρ’ ότι πιθανόν να προέρχεται από το Μεσαιωνικό Λατινικό carnem levare ή carnelevarium, που σημαίνει να παίρνεις ή να αφαιρείς κρέας.
Σύμφωνα με το «Standard Dictionary of Folklore, Mythology and Legend» των Funk και Wagnalls: «Το καρναβάλι προέρχεται από τη φράση: «carrus navalis» που σημαίνει: κάρο της θάλασσας, ένα τροχοφόρο όχημα με μορφή πλοίου το οποίο χρησιμοποιούσαν στις πομπές του Διόνυσου και από το οποίο έψαλλαν όλα τα είδη των σατυρικών τραγουδιών». Η λέξη επίσης σχετίζεται με τα Κάρνεια και τον Θεό Κάρνειο Απόλλωνα, αλλά τα Κάρνεια γιορτάζονταν τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο και δεν είχαν τα έθιμα των μασκαράδων, ανάμνηση νεκρών κτλ. Επίσης σχετίζεται με τον χοροπηδηχτό χορό των Σατύρων που είναι μεταμφιεσμένοι ως τράγοι. Έτσι το καρναβάλι μπορεί να σημαίνει βαλλισμός των κάρνων. Κάρνος κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο είναι κάρνος· φθείρ. βόσκημα, πρόβατον. Έτσι οι τράγοι που είναι τα βοσκήματα, βαλλίζουν δηλ. χοροπηδάνε. Ίσως αυτή η ετυμολογία είναι πιο σωστή από τις άλλες και να συμβαδίζει και με τα αρχαία έθιμα.
Όσα στοιχεία ενσωμάτωσε το καρναβάλι τις αρχαίες γιορτές, τα διαιωνίζει μέχρι σήμερα. Δεν νοείται παρέλαση καρναβαλιού δίχως άρματα. Με πρώτο και καλύτερο αυτό του Βασιλιά Καρνάβαλου. Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Γαλλία, το Καρναβάλι έχει για πρωταγωνιστή του, μια κωμική μορφή η οποία έπειτα από μια σύντομη σταδιοδρομία γεμάτη δόξα και παραλυσία, καίεται δημόσια. Αυτός ο περίεργος τύπος, ο Ευρωπαίος Καρνάβαλος δεν είναι άλλος από τον διάδοχο του αρχαίου Βασιλιά των οργίων, των Σατουρναλίων.
Το Καρναβάλι είναι μια περίοδος ευθυμίας και χαρούμενης ελευθερίας, όπου οι κανόνες του κόσμιου βίου [ειδικά του θρησκευτικού δογματισμού] αναστέλλονται προσωρινά και βασιλεύει η λησμονιά της καθημερινότητας. Τα ταμπού και οι απαγορεύσεις παραμερίζονται και όλες οι εκτροπές επιτρέπονται. Εκδηλώσεις, γλέντια και πλουσιοπάροχα συμπόσια, όπου κυριαρχούν η έξαρση του αισθησιασμού, η μέθη, η αθυροστομία, οι ξέφρενοι χοροί, οι μεταμφιέσεις και οι πομπές προσωπιδοφόρων, συνθέτουν την όλη εικόνα. «Αγριάνθρωποι» που φορούν δέρματα ζώων, φυλλώματα δέντρων, άχυρα και κουδούνια και κρατούν ρόπαλα ή μαγκούρες, άνθρωποι ντυμένοι αρκούδες και άλλα ζώα αναστατώνουν τα πάντα.
Αποτελούσε την κορύφωση των μιμητικών πράξεων που σκοπό είχαν να καλοπιάσουν τη γη και να την πείσουν να προσφέρει πλούσια τα ελέη της την εποχή του θερισμού και της συγκομιδής.
Προκαλούν με πειράγματα τους περαστικούς, παράγουν εκκωφαντικούς θορύβους, πετούν αντικείμενα, μπαίνουν μέσα στα σπίτια και ξεφαντώνουν. Ποικίλα είναι τα έθιμα και τα τελετουργικά δρώμενα του Καρναβαλιού, μεταξύ των οποίων καθαρμοί, απομάκρυνση των δαιμόνων, άναμμα και σβήσιμο των φώτων ή της πυράς, αγώνες μεταξύ αντίπαλων ομάδων, στέψη και καθαίρεση ενός πλασματικού βασιλιά, κάψιμο ή ενταφιασμός ενός ανδρεικέλου, αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, του θανάτου και της νεκρανάστασης, παρωδίες του γάμου και της κηδείας.
Όμως, τα καρναβαλικά δρώμενα διακρίνονται γενικότερα από την τάση τους να αντιστρέφουν επίμονα και συστηματικά την τάξη του κόσμου και τις ιεραρχικές δομές της κοινωνίας. Ολόκληρος ο κόσμος ξεπροβάλει μέσα από ένα καθολικό αναποδογύρισμα, οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα και τα ξαναφορούν ανάποδα, οι άντρες ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες. Καθετί «ανώτερο» υποβιβάζεται, τη στιγμή που οτιδήποτε «κατώτερο» αναβιβάζεται και εξυμνείται.
Ο ζητιάνος ενθρονίζεται βασιλιάς και ο καντηλανάφτης παπάς, ο τρελός ανακηρύσσεται σοφός, ο διάβολος δοξολογείται, η θεία λειτουργία τρέπεται σε βωμολοχία. Σύμβολα, θεσμοί, τίτλοι και αξιώματα, ιερά και όσια διακωμωδούνται και εκθρονίζονται, ενώ στη θέση τους ενθρονίζεται η τρέλα και το αλλόκοτο. Κάθε υψηλή ιδέα γελοιοποιείται και στη θέση της δοξάζεται μεταξύ άλλων η ανδρική και γυναικεία «φύση».
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα συνθέτουν ένα οργιώδες ανατρεπτικό κλίμα, μέσα από το οποίο αναδύεται το αρχέτυπο του «τρελού», που ξεσκεπάζει με τις κουβέντες του κάθε ψέμα ή υποκρισία και ανακοινώνει δημόσια δυσάρεστες αλήθειες, που συγκαλύπτονται στην καθημερινή μας ζωή. Και επειδή στο καρναβάλι όλοι γίνονται «τρελοί», τούτο σημαίνει πως ακόμα και ο λαός κατορθώνει τότε να πει στην εξουσία, χάρη στην ασυλία της γιορτής, τη δική του αλήθεια· να κρίνει και να επικρίνει, να ελέγξει τους δυνατούς, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, να επισημάνει τα στραβά, να καταγγείλει το άδικο, να σατιρίσει την εξουσία, διορθώνοντας ή βελτιώνοντας την κοινωνία.
Το Καρναβάλι στην Αρχαιότητα
Όταν, λοιπόν, λέμε Καρναβάλι εννοούμε κάθε εκδήλωση μεταμφιέσεων, που έχει ως κεντρικό θέμα τον περιοδικό εορτασμό της ανακύκλωσης των εποχών και της αναγέννησης του κόσμου, με το τέλος του παλιού, την αρχή του καινούργιου και την ανατροπή όλων των πραγμάτων. Τα δρώμενα του Καρναβαλιού τελούνται όχι μόνο κατά την περίοδο των Αποκριών του χριστιανικού κόσμου, αλλά και κατά το Δωδεκαήμερο ή ακόμα και σε άλλες περιόδους του έτους. Αυτά τα έθιμα είναι πολύ παλιά και η σύνδεσή τους με το χριστιανικό εορτολόγιο αιώνες μεταγενέστερη.
Γιορτές Καρναβαλιού διαπιστώνονται ήδη από το 2000 π.κ.ε. στην Ασία, και συγκεκριμένα στη Μεσοποταμία και τη Βαβυλώνα, όπου υπήρχε το έθιμο οι υπηρέτες να ντύνονται αφέντες και οι δούλες κυράδες. Ανάλογα έθιμα υπήρχαν στην Ινδία, κατά την ανοιξιάτικη γιορτή της αγάπης, Ηοli, όταν οι νέοι υποδύονταν τους γέρους προεστούς, οι υπηρέτες τους αφέντες και οι γυναίκες τον αυταρχικό σύζυγό τους. Σε γιορτές της αρχαίας Κίνας, οι άντρες πάλευαν με τις γυναίκες, για την αρπαγή των ρούχων ο ένας του άλλου. Καρναβαλικά δρώμενα περιλαμβάνονταν και στα πανάρχαια Σάκαινα των Βαβυλωνίων, στο Πουρίμ των Ιουδαίων και στο Κουρμπάνι των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, αλλά και σε ακόμα περισσότερες γιορτές.
Οι βαθύτερες όμως ρίζες των καρναβαλικών εθίμων βρίσκονται στα αρχαία μαγικοθρησκευτικά δρώμενα των ποιμενοαγροτικών κοινωνιών, στα οποία συναντάμε τη φωτιά, ως μέσο καθαρμού και αποτροπής του κακού, τη μεταμφίεση (μάσκα, κεφαλοκάλυμμα, κοστούμι), το εικονικό όργωμα, τη σπορά, την πάλη, το θάνατο και την ανάσταση, το χορό και τη μουσική.
Οι φυλές των Οτεντότων της Νότιας και των Μπαντού της Ανατολικής Αφρικής δεν γνώριζαν το Καρναβάλι αλλά την κατάλληλη εποχή τελούσαν λατρευτικές γιορτές που μπορούσαν και άγιο να σκανδαλίσουν. Στη στροφή του ΙΘ’ προς τον εικοστό αιώνα, ο αιδεσιμότατος H. Rowley βρέθηκε σε μια τέτοια τελετή των Μπαντού κι έγραψε ότι επρόκειτο για «αληθινά βακχικά όργια»: «Είναι αδύνατο να παρευρεθεί κάποιος (λέει) και να μην αισθανθεί ντροπή. Όχι μόνο επιτρέπεται στον επισκέπτη η πλήρης σεξουαλική ελευθερία αλλά συχνά του επιβάλλεται υποχρεωτική συμμετοχή. Η πορνεία είναι ελεύθερη και η μοιχεία κανέναν δεν ενοχλεί. Το μόνο που απαγορεύεται στους άνδρες, είναι να κάνουν σεξ με τις νόμιμες γυναίκες τους».
Ανάλογες γιορτές στην Αγγλία συνδέονται με την Πρωτομαγιά. Στον μεσαίωνα ήταν παντού διάσημες στην «γιορτή των Τρελών». Στην αρχαία Ρώμη, συνέπιπταν με τα Σατουρνάλια. Στην Ελλάδα, με τις γιορτές της Διονυσιακής λατρείας. Στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, γιόρταζαν τα Τριετηρικά, κάθε τρία χρόνια. Μόνο γυναίκες συμμετείχαν: Νύχτα, στο φως των πυρσών, φορώντας προβιές ελαφιών, με ξέπλεκα μαλλιά, στεφανωμένες με κισσούς και κρατώντας ιερούς θύρσους (ραβδιά τυλιγμένα με φύλλα κισσού) το έριχναν σε ξέφρενο χορό κι αχαλίνωτο τρέξιμο, καλώντας τον Διόνυσο με ουρλιαχτά. [αναζήτησε το άρθρο: Μαινάδα η Ενθεη Τρελή Γυναίκα]
Το Καρναβάλι ως Διονυσιακή Λατρεία
Ανάλογα δρώμενα υπήρχαν και στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο και συγκεκριμένα στα Διονύσια, τα Ανθεστήρια, τα Λήναια, τα Θεσμοφόρια, τα Κρόνια, τα Θεσσαλικά Πελώρια, τις γιορτές του Ερμή στην Κρήτη και διάφορες άλλες μικρότερες, με έντονο πάντα το Διονυσιακό στοιχείο, όπου οι άνθρωποι διατηρούσαν μια πίστη σε μαγικές γονιμικές πράξεις.
Σύμφωνα με τον πανάρχαιο μύθο, ο Διόνυσος ή Βάκχος λατρευόταν φανατικά στον Ορχομενό της Βοιωτίας αλλά οι κόρες του μυθικού βασιλιά Μινύα (Λευκίππη, Αλικιθόη και Αρσίππη) περιφρονούσαν τις τελετές. Ο Θεός θύμωσε με την ασέβειά τους και τις τρέλανε. Γεμάτες μανία, ρίχτηκαν στον Ίππασο, τον γιο της Λευκίππης, τον κατασπάραξαν κι έπειτα φύγανε στα βουνά. Από τότε, οι γυναίκες απόγονοι του Μινύα ονομάζονταν «ολείαι», ολέθριες.
Και υποχρεώνονταν σε βαρύ τίμημα: Στο βουνό της Γρανίτσας, το αρχαίο Λαφύστιο, οι κάτοικοι του Ορχομενού, επί τέσσερις συνεχείς νύχτες, τελούσαν τα Αγριώνια, προς τιμήν του Αγριώνιου Διονύσου. Τις τρεις πρώτες νύχτες, γυναίκες του Ορχομενού, με παρθένες του οίκου του Μινύα ανάμεσά τους, περιφέρονταν εκστασιασμένες στο βουνό ψάχνοντας να βρουν τον Διόνυσο, καλώντας τον να παρουσιαστεί. Αποκαμωμένες, την τέταρτη νύχτα ετοίμαζαν συμπόσιο και το έριχναν στο φαγοπότι.
Τη γιορτή παρακολουθούσαν υποχρεωτικά οι άνδρες της οικογένειας του μυθικού Μινύα, ντυμένοι με κουρέλια, βρόμικοι και τελείως αμέτοχοι στα δρώμενα. Πάνω στην έξαψη, εμφανιζόταν ο ιερέας του Διονύσου, μεταμφιεσμένος σε δαίμονα εχθρό του Θεού και με γυμνό ξίφος έστρωνε τις γυναίκες στο κυνήγι, χωρίς οι άνδρες να έχουν το δικαίωμα να επέμβουν. Οι γυναίκες έφευγαν πανικόβλητες αλλά ο ιερέας κυνηγούσε κυρίως τις παρθένες από την οικογένεια του Μινύα. Όποια προλάβαινε πρώτη, την σκότωνε θυσιάζοντάς την στον Βάκχο.
Αργότερα, όταν πια δεν υπήρχαν απόγονοι του Μινύα, ο ιερέας θυσίαζε την όποια παρθένα έπιανε πρώτη. Μετά, το έθιμο ατόνησε. Στους ιστορικούς χρόνους, η σφαγή της παρθένας είχε αντικατασταθεί από συμβολική θυσία. Μια μόνο φορά, πολύ αργότερα, στα χρόνια του Πλουτάρχου (Β’ μ.κ.ε. αι.), ο ιερέας Ζωίλος θέλησε να τηρήσει το έθιμο κι έσφαξε μια παρθένα. Αποτέλεσμα ήταν οι Ρωμαίοι κατακτητές να απαγορεύσουν τις τελετές, ο Ορχομενός να πληρώσει βαρύ πρόστιμο και η οικογένεια του Ζωίλου να αποκλειστεί από το ιερατικό επάγγελμα.
Ήταν τα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού, που προσπαθούσε να εξαλείψει το φαινόμενο των ανθρωποθυσιών από τη ρωμαϊκή λατρεία, καθώς ανάλογα κρούσματα δεν έλειπαν ούτε στην ίδια τη Ρώμη. Η ανθρωποθυσία είχε βαθιές ακόμα ρίζες, καθώς ερχόταν από τους εβραίους (θυσία του Αβραάμ), τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικες, που θυσίαζαν στον Μολώχ.
Διόνυσος Ζαγρέας και Ορφέας, με περίπου κοινή μοίρα, αποτέλεσαν τον μοχλό της πίστης των ορφικών που τελούσαν τα ορφικά μυστήρια, ανοιχτά μόνο στους μυημένους. Ο Ορφισμός λατρευόταν με όργια και αναπτύχθηκε με κέντρο λατρείας τον Διόνυσο Ζαγρέα, τον Θεό που δίνει ψυχή στα πάντα. Ο άνθρωπος που εκπλήρωνε τις επιταγές της ορφικής διδασκαλίας, μπορούσε να ελπίζει στη λυτρωτική χάρη του Διονύσου και να απαλλαγεί από τη μεταθανάτια κόλαση του Άδη. Αλλιώς, η ψυχή του κινδύνευε να υποστεί τα μύρια όσα, ώσπου να φθάσει στον καθαρμό.
Ξεκινώντας από τη Θράκη, ο Ορφισμός εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και γύρω στον Στ’ π.κ.ε. αιώνα, είχε καταντήσει αληθινή μάστιγα, καθώς διάφοροι απατεώνες οι «ορφεοτελεστές» περιφέρονταν από τόπο σε τόπο και έναντι αμοιβής, αναλάμβαναν να απαλλάξουν από τις αμαρτίες τους, όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους πεθαμένους. Στην πραγματικότητα, ήταν οι εφευρέτες της επιχείρησης που μετά από 2000 χρόνια, ο πάπας Λέων Ι’ (1513 – 1521) ξεκίνησε με τα συγχωροχάρτια, προκαλώντας το σχίσμα της δυτικής Εκκλησίας σε καθολικούς και διαμαρτυρόμενους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα στις χριστιανικές κυρίως εκκλησίες. Κάτι ανάλογο έγινε και στην αρχαία Αθήνα του Στ’ π.κ.ε. αιώνα. Ήταν γύρω στα 535 π.κ.ε. όταν ο τύραννος Πεισίστρατος, άνθρωπος ξύπνιος και βαθιά μορφωμένος, καθιέρωσε τα Μεγάλα Διονύσια. Η λαμπρότητα του θεάματος αντιμέτωπη με τη θρησκοληψία και τη δεισιδαιμονία.
Οι γιορτές προς τιμήν του Θεού Διονύσου ήταν ξεχωριστές και περιλάμβαναν εύθυμες λατρευτικές πομπές, στις οποίες συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες χορευτές, τραγουδιστές, προσωπιδοφόροι, μεταμφιεσμένοι σε σατύρους και κενταύρους, ενώ αργότερα στις γιορτές της κλασικής εποχής συμμετείχαν ιδιαίτερες φαλλικές μορφές, πέρα από τους μασκοφορεμένους χορευτές. Η μεταμφίεση, και ιδιαίτερα η μάσκα είναι χαρακτηριστικό των εορτών του Διονύσου, που ενίοτε αποκαλείται Θεός – προσωπείο, καθώς το προσωπείο αποτελούσε την λατρευτική εικόνα του. Η μάσκα συμβόλιζε επίσης τη νέα μορφή του αναγεννημένου ανθρώπου, ενώ υπήρξε και σύμβολο μετουσίωσης, αλλά και επικοινωνίας με τους αόρατους κόσμους. Σύμφωνα μάλιστα με τον Γ. Φ. Όττο ο μασκοφόρος βιώνει την ιερή τρέλα, το πνεύμα του μαινόμενου Θεού, που εμποτίζει το προσωπείο του.
Για παράδειγμα, σε τελετουργίες του Διονύσου στη Θράκη, που θεωρείται η πλέον πιθανή πατρίδα του, υπήρχαν «ταυρόφθογγοι μίμοι» που μούγκριζαν προς τον Θεό, ενώ οι γυναίκες που τον λάτρευαν ως Διόνυσο Λαφύστιο έφεραν οι ίδιες κέρατα, μιμούμενες τον Θεό, γιατί τον φαντάζονταν ως ταυροκέφαλο. Αργότερα, μέσα από τις γιορτές του Διονύσου, γεννήθηκε το Ιερό Θέατρο, που σε πολλές παραστάσεις, όπως εκείνες του Αριστοφάνη, ο χορός μεταμφιεζόταν σε όρνιθες, νεφέλες, βατράχους, σφήκες κ.λ.π.
Ο Διόνυσος παρουσιάζεται πάντοτε ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό. Οι Μαινάδες, που ονομάζονταν επίσης και Βάκχες, ήταν Νύμφες. Οι Νύμφες είχαν αναθρέψει τον Διόνυσο στο βουνό Νύσα. Έγιναν οι πιστές ακόλουθες και συντρόφισσες του θεού του αμπελιού και τις βλέπουμε να καταγίνονται πρόθυμα με τον τρύγο, μαζί με τους Σειληνούς συχνά. Εμψυχωμένες από τον Διόνυσο, από το πνεύμα του θεού, ρίχνονταν αναμαλλιασμένες σε τρελές ορμητικές και ακανόνιστες διαδρομές, σαν με πηδήματα ελαφίνας, που προσπαθεί να ξεφύγει από την καταδίωξη του κυνηγού. Βγάζουν δυνατές κραυγές, χτυπώντας κρόταλα σαν μανιασμένες.
Ο Πλάτωνας ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω Μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη: «νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης». Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η Μανία είναι «Θείο δώρο» και αναφέρει 4 τύπους Μανίας: α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα): «Τῆς δὲ θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικὴν, Μουσῶν δ’ αὖ ποιητικὴν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν».
Η Θεία Διονυσιακή Μανία είναι ομαδική και μεταδοτική
«Θιασεύεται ψυχάν, ἐν ὄρεσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν» (Βάκχες, 75). Οι δυο τεχνικές του Διονύσου είναι το κρασί κι ο χορός` σκοπός του δε η «κάθαρσις» με την ψυχολογική σημασία. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην κάθαρσιν, δηλαδή: στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Ο Θεός Διόνυσος είναι ο Ελευθέριος, ο Λύσιος Θεός, δηλαδή ο Απελευθερωτής Θεός, που κάνει τον άνθρωπο να πάψει να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί. Του δείχνει τον δρόμο της Ελευθερίας.
Ο οργιαστικός απελευθερωτικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Η ύπαρξή του για τους ανθρώπους του είναι μια αδιάκοπη συνέχεια από θορυβώδικα γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου προπάντων έπαιρναν μέρος οι γυναίκες. Από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ανάβλυζαν κι από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα. Όμως ο ρόλος του Διονύσου δεν περιορίζεται στο να διώχνει θλίψεις και καημούς από τους ανθρώπους και να τους κάνει να ξεχνούν τις καθημερινές έγνοιες με τα χαρούμενα μεθύσια.
Ο Διόνυσος τιμωρούσε τους εχθρούς της λατρείας του, μεταδίδοντάς τους την ίδια φρενίτιδα που έπιανε τις Μαινάδες και σπρώχνοντάς τους σε πράξεις αλλόφρονες κι εξωφρενικές. Μάλιστα η μανία των Μαινάδων δεν γνώριζε όρια. Ξεσκίζανε ζώα και έτρωγαν ωμές τις σάρκες τους. Δεν γλίτωναν μήτε οι άνθρωποι από τη φονική τους παράκρουση όπως στον μύθο του Ορφέα που τον κατασπάραξαν οι Βάκχες, οι μαινόμενες.
Ο Διόνυσος ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ’ αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των δικών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία. Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια. Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό θέατρο, πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε το γιο του Διός και της Σεμέλης Θεό της ποίησης και της μουσικής.
Ανθεστήρια
Η κλασική αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν του Θεού Διόνυσου ήταν τα Ανθεστήρια, τριήμερη και γεμάτη γλέντια και κρασί, καθώς τότε άνοιγαν τους πίθους με το γιοματάρι. Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω) που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές.
Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος – πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία. Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής «τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος» έλεγε ο Α. Σικελιανός – με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους «τα εξ αμάξης»
Τέλειωνε με την τελετή της χύτρας που περιφερόταν μουτζουρωμένη, γεμάτη σπόρους για προσφορά στον Διόνυσο, ενώ την ημέρα αυτή έζωναν τους ναούς με μια κορδέλα, απαγορεύοντας την είσοδο σ’ αυτούς. Οι εκδηλώσεις έκλειναν με θυσία σε δεκατέσσερις βωμούς, για τους επτά Τιτάνες και τις επτά Τιτανίδες, που είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο όταν ήταν μωρό. Την ίδια ημέρα, οι ψυχές των νεκρών ξαναγύριζαν στον Άδη και οι νοικοκυραίοι ξόρκιζαν αυτές που αρνιόνταν να φύγουν φωνάζοντας: «Έξω από το σπίτι, ψυχές! Τα Ανθεστήρια τέλειωσαν».
Το Καρναβάλι στην Αιώνια Πόλη
Γιορτές καρναβαλικού περιεχομένου υπήρξαν και στους Ρωμαίους, όπως τα Βακχανάλια, τα Σατουρνάλια, τα Λιμπεράλια, τα Λουπερκάλια, τα Φεράλια [ή Φε-(β)ρουάλια], τα Παρεντάλια· στο Βυζάντιο ήταν οι Καλένδες (ή Καλάνδες) και στη μεσαιωνική Δύση η Γιορτή των Τρελών, ένα παραεκκλησιαστικό Καρναβάλι, που τελούνταν κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Στη Γιορτή των Τρελών κατώτεροι κληρικοί, διάκοι και παπαδοπαίδια, εξέλεγαν τον ψευδοκαρδινάλιο ή τον πάπα των τρελών και τον χειροτονούσαν μέσα στην εκκλησία.
Εκεί χόρευαν μασκαρεμένοι, έψελναν φάλτσα αθυρόστομες παρωδίες εκκλησιαστικών ύμνων, έπιναν, έτρωγαν και έπαιζαν ζάρια. Μετά έβγαιναν στους δρόμους, χοροπηδούσαν διαβολεμένα, έριχναν μαγαρισιές στον κόσμο, και πήγαιναν στις ταβέρνες, συνεχίζοντας το πιόμα και τα ανόσια τραγούδια. Η παντοδύναμη Εκκλησία ήξερε πως εάν δεν έδινε στον καταπιεσμένο, φοβισμένο λαό έστω και μα ημέρα για να εκτονωθεί, δεν θα συνέχιζε να «πουλά τον Χριστό με το ζύγι», καταπώς έλεγε κι ο Καζαντζάκης, κρατώντας τον υποταγμένο υπό την απειλή της Κόλασης.
Παρόμοιες καταστάσεις συνέβαιναν στις Καλένδες, τις πλέον επίσημες και λαμπρές εορτές των βυζαντινών χρόνων με μεταμφιέσεις, στις οποίες αν και συμμετείχαν κληρικοί, κρίνονταν μη αποδεκτές και απαγορευμένες από την Εκκλησία. Στις Καλένδες οι βυζαντινοί έψελναν χορεύοντας, μεταμφιεσμένοι σε ζώα, τράγους, καμήλες, ελάφια, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζαν ευθυμία για όλο το έτος. Τέτοια έθιμα υπήρξαν και σε νεότερους χρόνους, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, ακόμα και στην Ελλάδα.
Τα έθιμα του Καρναβαλιού πέρασαν με τον καιρό από την ύπαιθρο στις αναπτυσσόμενες πόλεις, όπου τα περιεχόμενά τους διαμορφώθηκαν ανάλογα και απέκτησαν καινούργια σημασία, αντανακλώντας νέους κοινωνικούς συσχετισμούς. Η μαγική αγροτική τελετουργία μετατράπηκε βαθμιαία σε πάνδημο αστικό θέαμα και ψυχαγωγία, με το λαό θεατή και πρωταγωνιστή. Στους νεώτερους χρόνους τα σύγχρονα Καρναβάλια έλαμψαν στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία, με τις γιορτές και τις πομπές των μασκοφόρων.
Στην Ιταλία τα Καρναβάλια απέκτησαν μεγάλη φήμη
Η Φλωρεντία του 15ου-16ου αιώνα γιόρταζε με τραγούδια, που είχαν αρχικά μυθολογικό περιεχόμενο, αλλά στη συνέχεια έγιναν επίκαιρα, αποκτώντας μεγαλύτερη απήχηση στο λαό. Την εποχή του ρομαντισμού είχε γίνει ξακουστό και το Καρναβάλι της Ρώμης· μια εικόνα του μας δίνει ο Γκαίτε, όταν μιλάει για ποικιλία κοστουμιών, που παρίσταναν φασουλήδες, δικηγόρους, ζητιάνους και γυναίκες του λαού, με κομφετί, εκκεντρικές κομμώσεις, αλλά και αλλόκοτα δρώμενα, όπως εκείνο της τελευταίας βραδιάς, που περιφέρονταν με κεριά τα οποία προσπαθούσαν μεταξύ τους να σβήσουν. Εκείνο όμως που ξεχώριζε πάντοτε για τη μεγαλοπρέπειά του ήταν το Καρναβάλι της Βενετίας, με εντυπωσιακές μάσκες και μεταμφιέσεις, πυροτεχνήματα, ακροβατικές επιδείξεις, παρελάσεις και ψευτομάχες.
Στη Γαλλία, από το 15ο αιώνα υπήρχαν οι «χοροί των μεταμφιεσμένων», γνωστοί ως μπαλ-μασκέ, ενώ κατά το 16ο αιώνα ήταν στη δόξα τους τα «momons», οχλαγωγίες από μασκαράδες και μουσικούς, που εισέβαλλαν απρόσκλητοι στα σπίτια και έπαιρναν μέρος στους χορούς και τις διασκεδάσεις· το 18ο αιώνα καθιερώθηκαν και τα μπαλ-μασκέ της Όπερας του Παρισιού. Στη Βόρεια Γαλλία χαρακτηριστικές ήταν οι παρελάσεις γιγάντων, στο Νότια Γαλλία οι πομπές των ζώων, στην Κεντρική Γαλλία οι «κερατάδες» του Σωγκζιλάνζ, και στα ανατολικά της χώρας οι «χοντροί» του Σαιν-Κλωντ.
Οι αποικισμοί και οι μεταναστεύσεις των λαών συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάμιξη των καρναβαλικών παραδόσεων που προέρχονταν από διαφορετικούς πολιτισμούς και στη διαμόρφωση της σύγχρονη μορφής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Αμερική, με την ανάμιξη ευρωπαϊκών, αφρικανικών, ασιατικών και αυτοχθόνων εθίμων, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων καρναβαλικών εορτών, όπως στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα και στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, στη Λουϊζιάνα και στη Νέα Ορλεάνη της Κεντρικής ...
Διαβάστε όλο το άρθρο: https://arxaia-ellinika.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου