Γράφει ο Δημήτρης Δεληολάνης
Σύμφωνα με τη Σιμόν Βέιλ υπάρχει ένας μύθος που επί δύο συνεχείς αιώνες παίζει καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης. Είναι ο μύθος της επανάστασης, εννοούμενης ως ριζική ανατροπή του κόσμου όπως είναι: η αναδημιουργία εκ θεμελίων, επάνω στα ερείπια της διεφθαρμένης καπιταλιστικής αστικής κοινωνίας, ενός Νέου Κόσμου, βασίλειο του Νέου Ανθρώπου.
Το έτος γεννήσεως αυτού του ισχυρού και εκτυφλωτικού μύθου είναι το ίδιο με την πτώση της Βαστίλης. Από εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή της στο παγκόσμιο προσκήνιο «μια λέξη που περιείχε εντός της όλες τις πιθανές εκδοχές του μέλλοντος και ποτέ δεν ήταν τόσο πλούσια σε ελπίδα όσο κατά τις περιόδους απόγνωσης: η λέξη επανάσταση. Μια μαγική λέξη, σε θέση να απαλύνει κάθε πόνο, να καθησυχάσει κάθε φόβο, να εκδικηθεί το παρελθόν, να αντιμετωπίσει τις παρούσες δυστυχίες, να εκφράσει κάθε πιθανή ελπίδα.
»Μια μικρή δοκιμή του πώς εφαρμόζεται η ιδέα αυτή έγινε από το 1789 έως το 1793. Τα αποτελέσματα ήταν πολλά και σημαντικά, αλλά μάλλον όχι τόσο όσο αναμενόταν. Από τότε, κάθε γενιά επαναστατών αναλάμβανε το καθήκον να κάνει πραγματικότητα την αληθινή επανάσταση. Καθώς η κάθε γενιά γερνούσε και αποχωρούσε, η ελπιδοφόρα σκυτάλη περνούσε στους νεότερους επαναστάτες, ενώ, με τον θάνατό της, η παλαιότερη γενιά απέφευγε τον κίνδυνο να διαψευστεί.
»Η λέξη αυτή έχει προκαλέσει τόσο απέραντη και ανιδιοτελή αφοσίωση, έχει προκαλέσει τον θάνατο τόσων πολλών γενναίων που ακολουθούσαν, που για αναρίθμητους άλλους δυστυχείς αποτέλεσε το μόνο στήριγμα που τους κρατούσε στη ζωή. Τόσο που ήταν σχεδόν ιεροσυλία να τεθεί αυτή η λέξη υπό αίρεση. Βεβαίως, στην πραγματικότητα τίποτα δεν εμπόδιζε η λέξη να είναι πλέον άνευ περιεχομένου: οι μάρτυρες μαρτυρούν την αλήθεια της πίστης, αλλά μόνο για όσους θέλουν να πιστέψουν».
Οι σκέψεις αυτές γράφονταν την παραμονή του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο κατά Βέιλ επαναστατικός μύθος θα πάρει τεράστιες διαστάσεις με τη μορφή του αντιφασιστικού απελευθερωτικού αγώνα. Στη χώρα μας, η αντιφασιστική επαναστατική προοπτική είχε τεράστια επιτυχία: θα καταστήσει για πρώτη φορά πλειοψηφικό ένα κόμμα, το ΚΚΕ, το οποίο έως τότε δεν είχε ποτέ καταφέρει να επεκτείνει την επιρροή του στην ευρύτερη κοινωνία.
Η εθνική αντίσταση, με άλλα λόγια, κατέστησε την ελληνική Aριστερά για πρώτη φορά αυτό που ο Γκράμσι αποκαλεί «εθνικολαϊκή» δύναμη, που φιλοδοξεί να μιλήσει όχι μόνο στη «συνειδητή εργατική τάξη», αλλά σε όλη την κοινωνία. Παρ’ ότι η τότε Aριστερά δημιούργησε τον δικό της αντιφασιστικό επαναστατικό μύθο, εντούτοις σε ιδεολογικό επίπεδο ποτέ δεν έπαψε να αναφέρεται σε άλλη προηγούμενη επανάσταση, στον ρωσικό Οκτώβρη του 1917.
Μπορεί η εθνική αντίσταση να κέρδισε τον πόλεμο, αλλά έχασε την ειρήνη. Οι λόγοι αυτής της στρατηγικής ήττας αποτελούν ακόμη αντικείμενο συζήτησης. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η θρυλική «νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» σηματοδότησε βαθύτατα τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής Αριστεράς, τόσο όσο και η ρωσική. Όταν σήμερα κάποιος μιλά για ελληνική Αριστερά έχει κατά νου τον Άρη Βελουχιώτη, τον άνθρωπο που καλύτερα κατάφερε να ενσαρκώσει τον ελληνικό επαναστατικό μύθο. Και που υπήρξε μάρτυράς του, με τη διττή σημασία του όρου.
Αυτή η πρεσβυωπία της ελληνικής Αριστεράς αποτελεί το δυσβάσταχτο άχθος που βαραίνει ακόμη και σήμερα επάνω της. Ακόμη κι όταν έγιναν κάποια διστακτικά και αβέβαια βήματα αποστασιοποίησης από τη μπολσεβίκικη εμπειρία, η αντιφασιστική επανάσταση παρέμεινε ως -ενίοτε άρρητο- σημείο αναφοράς και μέτρο αριστεροσύνης. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και με τους ίδιους όρους, με τους οποίους βιώθηκε ο μύθος του ρωσικού Οκτώβρη.
ΣΥΡΙΖΑ και αριστερή μυθολογία
Γι΄ αυτό τον λόγο είδαμε στην περίοδο 2012-2015 το εκπληκτικό όσο και ανεξήγητο φαινόμενο το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, να οδεύει θριαμβευτικά προς την εκλογική νίκη, να γίνεται πλειοψηφικό στην κοινωνία κόμμα, χωρίς να αυξάνει κατά το ελάχιστο τα μέλη του, χωρίς να κερδίζει επαγγελματικές ενώσεις, εργατικά σωματεία και δήμους. Ένα κόμμα που ετοιμαζόταν να κυβερνήσει, με μεγάλη απήχηση στην κοινωνία αλλά από οργανωτική άποψη προσκολλημένο στον παλιό εαυτό του, όταν ήταν περιθωριακή δύναμη του 4%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, ένα παραδοσιακό αριστερό κόμμα, πλήρως εντεταγμένο στο σύμπαν της αριστερής μυθολογίας που προανέφερα. Η κρίση, όμως, εξανάγκασε την ηγετική ομάδα και κυρίως τον Αλέξη Τσίπρα να αλλάξουν. Προκειμένου να πιάσουν το νήμα της κοινωνικής διαμαρτυρίας έπρεπε να αναθεωρήσουν μεγάλο μέρος της παλιάς τους ταυτότητας. Να κάνουν, δηλαδή, εκείνο που τόσα χρόνια ο «συλλογικός διανοούμενος» δεν έκανε: να ερμηνεύσουν την ισχύ και την εναπομείνασα αξία του επαναστατικού μύθου στις νέες και δύσκολες συνθήκες, στις οποίες βρίσκεται η Ελλάδα.
Σε αυτή την πορεία συγκεκριμενοποίησης του προγράμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε ευθύς εξ αρχής πίσω, ένα περιττό εργαλείο, ικανό να αναπαράγει επ΄ άπειρον την επαναστατική μυθολογία, αλλά ανίκανο να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του, ο Ρούντι Ρινάλντι διατυπώνει ακριβώς την αντίθετη οπτική: κατά τον αρθρογράφο, οι αδυναμίες της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζονται στην ηγετική ομάδα, την οποία κατηγορεί συλλήβδην για «κυβερνητισμό».
Αγνοώ τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ και τα λίγα που γνωρίζω τα οφείλω στην ευγενική βοήθεια του Λουκά Αξελού και του Λαοκράτη Βάσση. Δεν μπορώ, λοιπόν, να κρίνω αν η αξιολόγηση συγκεκριμένων προσώπων που γίνεται στο άρθρο είναι σωστή ή όχι. Εκείνο που έχει σημασία είναι να αποφύγουμε την παραδοσιακή “μαρξιστική” προσέγγιση των σχέσεων μεταξύ του ηγέτη και του κόμματος.
Κατά την άποψή μου, μπροστά στην πρόκληση της αριστερής κυβέρνησης σε συνθήκες μειωμένης κυριαρχίας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να αναζητήσει πολιτικές λύσεις, ενώ το κόμμα ακόμη κολυμπούσε στον ωκεανό της Αριστεράς: τα ιδεολογήματα του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησαν στην ήττα του Ιουλίου 2015.
Κι αν ο Τσίπρας έχει ευθύνες, αυτές συνίστανται στο ότι παρέμεινε υπερβολικά πιστός στην παραδοσιακή ιδεολογία του κόμματός του. Έπρεπε ευθύς εξ αρχής να είχε αναλάβει την ευθύνη να κατασκευάσει τον δικό του επαναστατικό μύθο, συνδεδεμένο ιδεολογικά, αλλά πολιτικά αυτόνομο από τους προηγούμενους.
Η διπλή εντολή του Ιανουαρίου
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 βασιζόταν σε μια διπλή εντολή των ψηφοφόρων: να τελειώσει με την πολιτική λιτότητας, διατηρώντας την Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε αμέσως μετά τον Ιανουάριο αποδείχθηκε απλοϊκή στην εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων εντός Ευρωζώνης και ιδεοληπτική σε σχέση με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στηρίχθηκε στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι η απειλή και μόνο του Grexit θα αρκούσε για να νομιμοποιήσει την ελληνική ανυπακοή.
Αντιθέτως, όπως απέδειξε με διαύγεια ο Σταύρος Λυγερός, η ελληνική απειλή αντιστράφηκε από τον Σόιμπλε σε diktat να αποβάλει εκείνος την Ελλάδα. Οι θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ, οι αρχές των συνθηκών, η ίδια η βούληση του ελληνικού λαού όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, έγιναν όλες κομμάτια και δεν υπήρξε ούτε ένας (ούτε ένας!) Ευρωπαίος ηγέτης να αντιτάξει έστω και μία λέξη. Ο Τσίπρας βρέθηκε μόνος να προσπαθεί να συνδυάσει τις δύο λαϊκές εντολές: την παραμονή στην Ευρωζώνη και την καταπολέμηση της λιτότητας. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Η επιλογή του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν η μόνη που αποκτά κάποιο νόημα στις συγκεκριμένες συνθήκες και τη συγκεκριμένη στιγμή. Αποδέχθηκε να πριμοδοτήσει την παραμονή της χώρας στο φυσικό χώρο συμμαχιών, θυσιάζοντας το πολιτικό του πρόγραμμα μόλις αυτό αποδείχθηκε ανέφικτο. Τις κατηγορίες πως ο Τσίπρας μετατράπηκε σε «μνημονιακό», δηλαδή σε θιασώτη της λιτότητας, να μου επιτραπεί να μην τις σχολιάσω καθώς τις θεωρώ αστείες.
Εκείνο που συνέβη με την πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα είναι ότι η ηγεσία της ελληνικής Αριστεράς ανακάλυψε με μεγάλη καθυστέρηση πως τα ερμηνευτικά εργαλεία, με τα οποία καθόρισε το πολιτικό της πρόγραμμα, αποδείχθηκαν άχρηστα. Ανακάλυψε πως η Ευρωζώνη κυβερνάται από συνθήκες και συμφωνίες που ορίζονται σκανδαλωδώς από νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα.
Και επίσης ανακάλυψε πως η μάχη για μια διαφορετική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης είναι δύσκολη, μακροχρόνια και απαιτεί νέους δρόμους για την ελληνική Αριστερά (από τις ελάχιστες σε μια όλο και πιο δεξιά Ευρώπη). Με άλλα λόγια, η διακυβέρνηση απαιτεί να λερώσεις τα χέρια σου, να κάνεις επικίνδυνους ελιγμούς και δύσκολους συμβιβασμούς, όπως διαπίστωσε και ένας Ρώσος επαναστάτης πριν από έναν αιώνα.
Μια διαφορετική επιλογή, να πριμοδοτήσει δηλαδή το αντιμνημονιακό πρόγραμμα έναντι της παραμονής στην Ευρωζώνη, σίγουρα θα ήταν πιο συμβατή με την ελληνική αριστερή παράδοση. Αλλά θα χρέωνε στην αριστερή κυβέρνηση την επώδυνη επιλογή να αποκοπεί από τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ορατό κίνδυνο τη διαιώνιση της κρίσης και τον στρατηγικό απομονωτισμό.
Ήταν επιλογή, για την οποία η χώρα δεν ήταν καθόλου έτοιμη και που οι περισσότεροι Έλληνες δεν την επιθυμούσαν. Ακόμη και οι διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύτηκαν εκ των υστέρων να αναδείξουν μια πρόταση που να συνδυάζει τα δύο ζητούμενα. Είναι εμφανές πως tertium non datur.
Το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τη δεξιά αντιπολίτευση δεν εξηγείται μόνο με την ένδεια πολιτικής πρότασης. Η Δεξιά φαίνεται να κατάλαβε τον Τσίπρα πολύ καλύτερα από τους πρώην συντρόφους του στον ΣΥΡΙΖΑ. Κατάλαβε πως η αριστερή κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να ακολουθήσει τη λογική της δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία, εκείνη δηλαδή που οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στον σημιτικό όλεθρο. Κατάλαβε πως προτίθεται να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό με τη διαχείριση της κρίσης, όσο πιο δίκαια γίνεται.
Ο απώτερος στόχος δεν είναι η οικοδόμηση κάποιου σοσιαλισμού, ή έστω ενός στιβαρού Κοινωνικού Κράτους σκανδιναβικού τύπου. Αρκεί να ενισχυθεί ο ρόλος της Πολιτικής απέναντι στην Οικονομία και να τεθούν όροι και κανόνες στον ολιγαρχικό καπιταλισμό που μας καταδυναστεύει. Με άλλα λόγια: να μετατραπεί επιτέλους η Ελλάδα σε μια ουσιαστική και λειτουργική κοινοβουλευτική δημοκρατία με σοβαρή παραγωγική βάση και ισχυρό κράτος. Κι αυτό σε συνθήκες ουσιαστικής χρεωκοπίας και παντελούς κυριαρχίας του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Είναι αυτό Αριστερά; Όχι αν κρίνουμε από τις κρατούσες αντιλήψεις. Ναι αν θεωρήσουμε τις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων και ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μια επανάσταση που δεν θυμίζει σε τίποτα την πτώση της Βαστίλης, ούτε την έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα. Αλλά κάθε εποχή, μας επισημαίνει η Βέιλ, έχει τις δικές της επαναστάσεις.
Πηγή "Σταύρος Λυγερός"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου