του Στέφανου Μίλεση
Η πρόταση για κατάργηση της αργίας της Κυριακής, απασχόλησε τον τελευταίο καιρό έντυπα και ψηφιακά μέσα ενημέρωσης, αλλά και σημαντικό αριθμό αναρτήσεων στο διαδίκτυο.
Στο παρελθόν, οι αγώνες και οι προσπάθειες για την καθιέρωσή της «Κυριακής Αργίας» κράτησαν για πολλά χρόνια μέχρι να υλοποιηθούν σε διατάξεις νόμου και να αποτελέσουν μια πραγματικότητα. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, οι προσπάθειες εκ μέρους των επαγγελματιών γίνονταν μεμονωμένα, αφορούσαν κάποιους συγκεκριμένους κλάδους και φυσικά δεν είχαν ούτε πανελλήνια, ούτε πανεργατική εφαρμογή.
Όπως μας ενημερώνει σχετικά και ο Ελευθέριος Σκιαδάς στο άρθρο του η «Κυριακή αργία και τα μπακαλόπαιδα» στον ιστότοπο του Μικρού Ρωμιού (Μουσείου πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου Ευταξία), η «Κυριακή αργία» καθιερώθηκε επίσημα από την Κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που ψήφισε ειδικό νόμο (δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Α’ – 286 της 7ης Δεκεμβρίου του 1909), ο οποίος όριζε ότι από την πρώτη Κυριακή του έτους 1910, θα γινόταν εφαρμογή του μέτρου που εν συντομία περιγράφεται ως «Κυριακή Αργία».
Ο Πειραιάς βεβαίως, καθώς ήταν στο παρελθόν εργατούπολη και η κύρια οικονομική ατμομηχανή της χώρας, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το προσκήνιο των αγώνων για την καθιέρωση της Κυριακής ως ημέρα ανάπαυσης και σχόλης.
Και ο Πειραιάς ήταν που πρωτοστάτησε στην καθιέρωση της Κυριακής ως ημέρα αργίας, τόσο που όταν εκδόθηκε ο σχετικός νόμος το 1910, είχε γεννηθεί σε πολλούς εκτός της πόλης το ερώτημα, για ποιο λόγο έγινε τέτοιος νόμος αφού κανείς δεν το είχε ζητήσει!
Διαβάζουμε σε εφημερίδα αμέσως μετά τη ψήφιση του: «Αληθινά το Νόμο της Κυριακής Αργίας, ούτε εργατικά σωματεία τον ενέπνευσαν, ούτε διαδηλώσεις και ψηφίσματα τον επέβαλλαν, ούτε εκτιμήσεις κοινωνικών αναγκών τον υπαγόρευσαν, ούτε Χριστιανικού καθήκοντος συνείδηση τον ζήτησε. Τίποτε από όλα αυτά. Ο ειρωνικός δαίμονας, η τύχη, η μοίρα, ο σατανάς, κάποια τέλος πάντων υπερφυσική δύναμη τον ενέπνευσε και τον επέβαλε, δια να σαρκάσει!» (Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» 3/5/1910).
Η αλήθεια είναι ότι εκτός Πειραιά, λίγα αντιλαμβάνονταν οι εφημερίδες Πανελλήνιας εμβέλειας. Και η ιστορία που λέγεται «Κυριακή Αργία» έχει ξεκινήσει στον Πειραιά πολλά χρόνια νωρίτερα.
Μια τέτοια προσπάθεια συναντούμε μια Κυριακή 29 Ιουνίου 1890, όταν όλοι οι Εμποροϋπάλληλοι του Πειραιά είχαν συνεννοηθεί και είχαν σχηματίσει μια αντιπροσωπεία, η οποία τις πρωινές ώρες παρουσιάστηκε στον Διοικητή της Αστυνομίας του Πειραιά, τον Αστυνόμο Σωτήρχο και του ανακοίνωσε ότι επειδή ήταν Κυριακή τα εμπορικά καταστήματα του Πειραιά, θα παρέμεναν κλειστά.
Τον παρακάλεσαν λοιπόν ότι λόγω αυτού του γεγονότος, θα έπρεπε να μεριμνήσει ώστε να μην επιτρέψει την κάθοδο πλανόδιων εμπόρων και μικρεμπόρων από την Αθήνα, οι οποίοι θα έβρισκαν μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίσταση και να πωλήσουν τα δικά τους εμπορεύματα.
Προσέξτε τώρα την απάντηση που έδωσε ο Αστυνόμος Σωτήρχος. Τους υποσχέθηκε ότιαυτή την φορά θα λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να μην επαναληφθούν οι σκηνές που έλαβαν χώρα την προηγούμενη Κυριακή. Συνεπώς η πρώτη Κυριακή που τα εμπορικά καταστήματα του Πειραιά έμειναν κλειστά εφαρμόζοντας το μέτρο «Κυριακή Αργία» ήταν μια εβδομάδα νωρίτερα, δηλαδή για την Κυριακή 22 Ιουνίου 1890.
Αν και το μέτρο της «Κυριακής αργίας» φαίνεται ότι το αιτήθηκαν οι Εμποροϋπάλληλοι της πόλης, ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει διαφωνία εκ μέρους των ίδιων των Εμπόρων, των ιδιοκτητών δηλαδή των καταστημάτων, αφού συγκεντρώθηκαν όλοι (άγνωστο πού) και υπέγραψαν κοινή δήλωση σύμφωνα με την οποία επιδοκιμάζουν το μέτρο της «Κυριακής αργίας» όλοι ανεξαιρέτως (δεν βρέθηκε δηλαδή ούτε ένας να διαφωνεί), ενώ συμφώνησαν να βρεθούν εκ νέου με σκοπό να υπογράψουν επίσημο συμβόλαιο, στο οποίο θα προβλεπόταν ότι όποιος έμπορος καταπατούσε το μέτρο αυτό θα κατέβαλε ως «πρόστιμο» χίλιες δραχμές υπέρ του Δημοτικού Νοσοκομείου (δηλαδή υπέρ του Ζαννείου Νοσοκομείου που τότε ήταν Δημοτικό νοσοκομείο).
Οι απόψεις για τη μη εφαρμογή της «Κυριακής Αργίας» δεν είχαν να κάνουν με οικονομικά κίνητρα, κέρδος και άλλες συναφείς δικαιολογίες όπως συμβαίνει σήμερα. Επικρατούσε κυρίως ο φόβος ότι οι πολίτες παραμένοντας αργοί την Κυριακή, θα κατέφευγαν σε καπηλειά και σε άλλα κέντρα διαφθοράς, ενισχύοντας έτσι την παρακμή και την κατάπτωση, οικογένειες θα διαλύονταν, παιδιά θα έμεναν άπορα, περιφερόμενα στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ νέα πορνεία θα άνοιγαν για να προσφέρουν διασκέδαση στους ευρισκόμενους «εν αργία» και πιθανότατα σε κατάσταση μέθης άνδρες.
Έτσι οι Εμποροϋπάλληλοι του Πειραιά για να κάμψουν τις όποιες αντιρρήσεις και αντίθετες απόψεις υπήρχαν έκαναν το εξής. Πρότειναν τη δημιουργία Κυριακάτικου Σχολείου επιμόρφωσης Εμποροϋπαλλήλων!
Το συμβούλιο του Σωματείου Εμποροϋπαλλήλων Πειραιώς αποτελούμενο από τους Αθ. Κούμανη, Γ. Αποστολόπουλο, Ι. Πανίστα και Ν. Αργυράκη υπέβαλε αναφορά προς τον Μητροπολίτη Αθηνών (ο Πειραιάς δεν είχε ακόμα δική του Μητρόπολη), με την οποία ζητούσε να παραχωρηθεί μια αίθουσα στον Πειραιά, εκ μέρους της εκκλησίας, για την επιμόρφωση των υπαλλήλων. Ακόμα πιο παράξενο είναι το γεγονός, ότι στην επιστολή αυτή απευθύνονται προς τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Αθηνών, επικαλούμενοι την παράλληλη ιδιότητά του ως Προέδρου του Σωματείου με την επωνυμία «Ανάπλασις». Και ο Μητροπολίτης Αθηνών τους απαντά επίσης με αυτή την ιδιότητα, συγχαίροντας για την πρωτοβουλία της «Κυριακής Αργίας» και κάνοντας δεκτό το αίτημά τους ως προς τη διάθεση αίθουσας.
Οι συγκεντρώσεις των Εμποροϋπαλλήλων Πειραιώς για να ληφθούν όλες αυτές οι πρωτοβουλίες διενεργούνταν στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Πειραιώς.
Γενικά τον Ιούλιο του 1890 ο τύπος ενισχύει θα λέγαμε την πρωτοβουλία των Εμποροϋπαλλήλων Πειραιώς, και τους καλεί να συνεχίσουν το δίκαιο αίτημά τους, δημοσιεύοντας νέα για το ζήτημα της «Κυριακής Αργίας» από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πόλη στην οποία επίσης την ίδια εποχή οι Έλληνες εμποροϋπάλληλοι απαιτούσαν την εφαρμογή του μέτρου αυτού.
Μάλιστα η εφαρμογή της Κυριακάτικης αργίας των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας, δεν σημείωσε την ίδια επιτυχία που είχε στον Πειραιά, καθώς τέσσερα ελληνικά καταστήματα καταπάτησαν τη συμφωνία και άνοιξαν. Τότε οι Έλληνες Εμποροϋπάλληλοι της Αλεξάνδρειας συγκεντρώθηκαν στο γραφείο του Έλληνα Πρόξενου Αργυρόπουλου, ζητώντας του να μεταβεί στο Μέγαρο Ρας – Ελ –Τιν για να συναντήσει το Χαλίφη της πόλης ώστε να επιβάλει το κλείσιμο των τεσσάρων καταστημάτων που καταπάτησαν το μέτρο.
Η εφαρμογή του μέτρου «Κυριακή Αργία» στον Πειραιά προκάλεσε τόσο μεγάλη αίσθηση ώστε και στην Πάτρα οι έμποροι σκέφτηκαν να εφαρμόσουν το πειραϊκό μέτρο καταργώντας την Κυριακή από εργάσιμη ημέρα.
Βεβαίως όπως ήδη αναφέραμε η Κυριακάτικη αργία εφαρμόστηκε σε διαφορετικό χρόνο από κάθε ένα επαγγελματικό κλάδο, ενώ άργησε πολύ (1910) να υπάρξει μια ενιαία συμφωνία με πανελλήνιο χαρακτήρα και να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις.
Δεν γνωρίζουμε ωστόσο για πόσο χρόνο οι Εμποροϋπάλληλοι του Πειραιά πέτυχαν να κρατήσουν την «Κυριακή Αργία», αφού λίγο καιρό αργότερα τους συναντούμε εκ νέου να υπογράφουν ψηφίσματα για την εφαρμογή του μέτρου.
Μάλιστα στα δεκάδες Συνέδρια Κυριακής Αργίας όπως ονομάστηκαν από το λόγο σύστασής τους, οι εκπρόσωποι των διαφόρων Σωματείων και επαγγελματικών ενώσεων, προκειμένου να στηρίξουν τις θέσεις τους υπέρ της θέσπισης του ευεργετικού αυτού μέτρου, ανήγγειλαν την ίδρυση σχετικών "Κυριακών Σχολείων" όπου θα φοιτούσαν οι εργάτες και οι άνθρωποι του λαού προς διευκόλυνση εφαρμογής του μέτρου!
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι ο Πειραιάς για μια φορά ακόμα βρέθηκε πρώτος στη διεκδίκηση του μέτρου αυτού ως η κατεξοχήν πόλη της εργασίας και της προόδου αναφερόμενοι φυσικά στα χρόνια εκείνα.
Η πρόταση για κατάργηση της αργίας της Κυριακής, απασχόλησε τον τελευταίο καιρό έντυπα και ψηφιακά μέσα ενημέρωσης, αλλά και σημαντικό αριθμό αναρτήσεων στο διαδίκτυο.
Στο παρελθόν, οι αγώνες και οι προσπάθειες για την καθιέρωσή της «Κυριακής Αργίας» κράτησαν για πολλά χρόνια μέχρι να υλοποιηθούν σε διατάξεις νόμου και να αποτελέσουν μια πραγματικότητα. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, οι προσπάθειες εκ μέρους των επαγγελματιών γίνονταν μεμονωμένα, αφορούσαν κάποιους συγκεκριμένους κλάδους και φυσικά δεν είχαν ούτε πανελλήνια, ούτε πανεργατική εφαρμογή.
Όπως μας ενημερώνει σχετικά και ο Ελευθέριος Σκιαδάς στο άρθρο του η «Κυριακή αργία και τα μπακαλόπαιδα» στον ιστότοπο του Μικρού Ρωμιού (Μουσείου πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου Ευταξία), η «Κυριακή αργία» καθιερώθηκε επίσημα από την Κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που ψήφισε ειδικό νόμο (δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Α’ – 286 της 7ης Δεκεμβρίου του 1909), ο οποίος όριζε ότι από την πρώτη Κυριακή του έτους 1910, θα γινόταν εφαρμογή του μέτρου που εν συντομία περιγράφεται ως «Κυριακή Αργία».
Ο Πειραιάς βεβαίως, καθώς ήταν στο παρελθόν εργατούπολη και η κύρια οικονομική ατμομηχανή της χώρας, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το προσκήνιο των αγώνων για την καθιέρωση της Κυριακής ως ημέρα ανάπαυσης και σχόλης.
Και ο Πειραιάς ήταν που πρωτοστάτησε στην καθιέρωση της Κυριακής ως ημέρα αργίας, τόσο που όταν εκδόθηκε ο σχετικός νόμος το 1910, είχε γεννηθεί σε πολλούς εκτός της πόλης το ερώτημα, για ποιο λόγο έγινε τέτοιος νόμος αφού κανείς δεν το είχε ζητήσει!
Διαβάζουμε σε εφημερίδα αμέσως μετά τη ψήφιση του: «Αληθινά το Νόμο της Κυριακής Αργίας, ούτε εργατικά σωματεία τον ενέπνευσαν, ούτε διαδηλώσεις και ψηφίσματα τον επέβαλλαν, ούτε εκτιμήσεις κοινωνικών αναγκών τον υπαγόρευσαν, ούτε Χριστιανικού καθήκοντος συνείδηση τον ζήτησε. Τίποτε από όλα αυτά. Ο ειρωνικός δαίμονας, η τύχη, η μοίρα, ο σατανάς, κάποια τέλος πάντων υπερφυσική δύναμη τον ενέπνευσε και τον επέβαλε, δια να σαρκάσει!» (Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» 3/5/1910).
Η αλήθεια είναι ότι εκτός Πειραιά, λίγα αντιλαμβάνονταν οι εφημερίδες Πανελλήνιας εμβέλειας. Και η ιστορία που λέγεται «Κυριακή Αργία» έχει ξεκινήσει στον Πειραιά πολλά χρόνια νωρίτερα.
Μια τέτοια προσπάθεια συναντούμε μια Κυριακή 29 Ιουνίου 1890, όταν όλοι οι Εμποροϋπάλληλοι του Πειραιά είχαν συνεννοηθεί και είχαν σχηματίσει μια αντιπροσωπεία, η οποία τις πρωινές ώρες παρουσιάστηκε στον Διοικητή της Αστυνομίας του Πειραιά, τον Αστυνόμο Σωτήρχο και του ανακοίνωσε ότι επειδή ήταν Κυριακή τα εμπορικά καταστήματα του Πειραιά, θα παρέμεναν κλειστά.
Τον παρακάλεσαν λοιπόν ότι λόγω αυτού του γεγονότος, θα έπρεπε να μεριμνήσει ώστε να μην επιτρέψει την κάθοδο πλανόδιων εμπόρων και μικρεμπόρων από την Αθήνα, οι οποίοι θα έβρισκαν μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίσταση και να πωλήσουν τα δικά τους εμπορεύματα.
Προσέξτε τώρα την απάντηση που έδωσε ο Αστυνόμος Σωτήρχος. Τους υποσχέθηκε ότιαυτή την φορά θα λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να μην επαναληφθούν οι σκηνές που έλαβαν χώρα την προηγούμενη Κυριακή. Συνεπώς η πρώτη Κυριακή που τα εμπορικά καταστήματα του Πειραιά έμειναν κλειστά εφαρμόζοντας το μέτρο «Κυριακή Αργία» ήταν μια εβδομάδα νωρίτερα, δηλαδή για την Κυριακή 22 Ιουνίου 1890.
Αν και το μέτρο της «Κυριακής αργίας» φαίνεται ότι το αιτήθηκαν οι Εμποροϋπάλληλοι της πόλης, ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει διαφωνία εκ μέρους των ίδιων των Εμπόρων, των ιδιοκτητών δηλαδή των καταστημάτων, αφού συγκεντρώθηκαν όλοι (άγνωστο πού) και υπέγραψαν κοινή δήλωση σύμφωνα με την οποία επιδοκιμάζουν το μέτρο της «Κυριακής αργίας» όλοι ανεξαιρέτως (δεν βρέθηκε δηλαδή ούτε ένας να διαφωνεί), ενώ συμφώνησαν να βρεθούν εκ νέου με σκοπό να υπογράψουν επίσημο συμβόλαιο, στο οποίο θα προβλεπόταν ότι όποιος έμπορος καταπατούσε το μέτρο αυτό θα κατέβαλε ως «πρόστιμο» χίλιες δραχμές υπέρ του Δημοτικού Νοσοκομείου (δηλαδή υπέρ του Ζαννείου Νοσοκομείου που τότε ήταν Δημοτικό νοσοκομείο).
Οι απόψεις για τη μη εφαρμογή της «Κυριακής Αργίας» δεν είχαν να κάνουν με οικονομικά κίνητρα, κέρδος και άλλες συναφείς δικαιολογίες όπως συμβαίνει σήμερα. Επικρατούσε κυρίως ο φόβος ότι οι πολίτες παραμένοντας αργοί την Κυριακή, θα κατέφευγαν σε καπηλειά και σε άλλα κέντρα διαφθοράς, ενισχύοντας έτσι την παρακμή και την κατάπτωση, οικογένειες θα διαλύονταν, παιδιά θα έμεναν άπορα, περιφερόμενα στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ νέα πορνεία θα άνοιγαν για να προσφέρουν διασκέδαση στους ευρισκόμενους «εν αργία» και πιθανότατα σε κατάσταση μέθης άνδρες.
Έτσι οι Εμποροϋπάλληλοι του Πειραιά για να κάμψουν τις όποιες αντιρρήσεις και αντίθετες απόψεις υπήρχαν έκαναν το εξής. Πρότειναν τη δημιουργία Κυριακάτικου Σχολείου επιμόρφωσης Εμποροϋπαλλήλων!
Το συμβούλιο του Σωματείου Εμποροϋπαλλήλων Πειραιώς αποτελούμενο από τους Αθ. Κούμανη, Γ. Αποστολόπουλο, Ι. Πανίστα και Ν. Αργυράκη υπέβαλε αναφορά προς τον Μητροπολίτη Αθηνών (ο Πειραιάς δεν είχε ακόμα δική του Μητρόπολη), με την οποία ζητούσε να παραχωρηθεί μια αίθουσα στον Πειραιά, εκ μέρους της εκκλησίας, για την επιμόρφωση των υπαλλήλων. Ακόμα πιο παράξενο είναι το γεγονός, ότι στην επιστολή αυτή απευθύνονται προς τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Αθηνών, επικαλούμενοι την παράλληλη ιδιότητά του ως Προέδρου του Σωματείου με την επωνυμία «Ανάπλασις». Και ο Μητροπολίτης Αθηνών τους απαντά επίσης με αυτή την ιδιότητα, συγχαίροντας για την πρωτοβουλία της «Κυριακής Αργίας» και κάνοντας δεκτό το αίτημά τους ως προς τη διάθεση αίθουσας.
Οι συγκεντρώσεις των Εμποροϋπαλλήλων Πειραιώς για να ληφθούν όλες αυτές οι πρωτοβουλίες διενεργούνταν στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Πειραιώς.
Γενικά τον Ιούλιο του 1890 ο τύπος ενισχύει θα λέγαμε την πρωτοβουλία των Εμποροϋπαλλήλων Πειραιώς, και τους καλεί να συνεχίσουν το δίκαιο αίτημά τους, δημοσιεύοντας νέα για το ζήτημα της «Κυριακής Αργίας» από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πόλη στην οποία επίσης την ίδια εποχή οι Έλληνες εμποροϋπάλληλοι απαιτούσαν την εφαρμογή του μέτρου αυτού.
Μάλιστα η εφαρμογή της Κυριακάτικης αργίας των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας, δεν σημείωσε την ίδια επιτυχία που είχε στον Πειραιά, καθώς τέσσερα ελληνικά καταστήματα καταπάτησαν τη συμφωνία και άνοιξαν. Τότε οι Έλληνες Εμποροϋπάλληλοι της Αλεξάνδρειας συγκεντρώθηκαν στο γραφείο του Έλληνα Πρόξενου Αργυρόπουλου, ζητώντας του να μεταβεί στο Μέγαρο Ρας – Ελ –Τιν για να συναντήσει το Χαλίφη της πόλης ώστε να επιβάλει το κλείσιμο των τεσσάρων καταστημάτων που καταπάτησαν το μέτρο.
Η εφαρμογή του μέτρου «Κυριακή Αργία» στον Πειραιά προκάλεσε τόσο μεγάλη αίσθηση ώστε και στην Πάτρα οι έμποροι σκέφτηκαν να εφαρμόσουν το πειραϊκό μέτρο καταργώντας την Κυριακή από εργάσιμη ημέρα.
Βεβαίως όπως ήδη αναφέραμε η Κυριακάτικη αργία εφαρμόστηκε σε διαφορετικό χρόνο από κάθε ένα επαγγελματικό κλάδο, ενώ άργησε πολύ (1910) να υπάρξει μια ενιαία συμφωνία με πανελλήνιο χαρακτήρα και να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις.
Δεν γνωρίζουμε ωστόσο για πόσο χρόνο οι Εμποροϋπάλληλοι του Πειραιά πέτυχαν να κρατήσουν την «Κυριακή Αργία», αφού λίγο καιρό αργότερα τους συναντούμε εκ νέου να υπογράφουν ψηφίσματα για την εφαρμογή του μέτρου.
Μάλιστα στα δεκάδες Συνέδρια Κυριακής Αργίας όπως ονομάστηκαν από το λόγο σύστασής τους, οι εκπρόσωποι των διαφόρων Σωματείων και επαγγελματικών ενώσεων, προκειμένου να στηρίξουν τις θέσεις τους υπέρ της θέσπισης του ευεργετικού αυτού μέτρου, ανήγγειλαν την ίδρυση σχετικών "Κυριακών Σχολείων" όπου θα φοιτούσαν οι εργάτες και οι άνθρωποι του λαού προς διευκόλυνση εφαρμογής του μέτρου!
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι ο Πειραιάς για μια φορά ακόμα βρέθηκε πρώτος στη διεκδίκηση του μέτρου αυτού ως η κατεξοχήν πόλη της εργασίας και της προόδου αναφερόμενοι φυσικά στα χρόνια εκείνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου