Γόνος αστικής οικογένειας από την Καβάλα. Σπούδασε Χημεία στη Λωζάνη, ενώ η φωτογραφία από νωρίς τράβηξε το ενδιαφέρον του.
Αφετηρία της φωτογραφικής του πορείας αποτέλεσε το αλβανικό μέτωπο (1940), όταν ο Χαρισιάδης ως έφεδρος αξιωματικός και επίσημος φωτογράφος του στρατού, απαθανάτισε τη ζωή των στρατιωτών και την επέλαση της ελληνικής στρατιάς στη Βόρεια Ήπειρο. Μετακληθείς λόγω της γλωσσομάθειάς του, στην Αθήνα, κατέγραψε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ως ανταποκριτής του ευρωπαϊκού τύπου φωτογράφησε τα «Δεκεμβριανά» και τον Εμφύλιο. Μετά την Απελευθέρωση και για λογαριασμό των ξένων αποστολών βοήθειας, τεκμηρίωσε φωτογραφικά την άφιξη και τη διανομή της αμερικανικής βοήθειας προς τη χώρα. Αργότερα, με εντολή του Υπουργείου Ανασυγκρότησης κατέγραψε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας και τα μεγάλα έργα.
Ως φωτογράφος του Εθνικού Θεάτρου εντρύφησε και στη θεατρική φωτογραφία, καταθέτοντας πολυτιμότατο υλικό για την ιστορία του.
Παράλληλα με την επαγγελματική φωτογράφηση, το προσωπικό του ενδιαφέρον στράφηκε προς το ελληνικό τοπίο, τους οικισμούς, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου και των πόλεων, και τέλος προς τον ίδιο τον άνθρωπο, «το πλέον ενδιαφέρον θέμα που υπάρχει εις τον Κόσμον»
. Στην επαφή του με τα ξένα φωτογραφικά πρακτορεία και στην ενημέρωσή του γύρω από τη διεθνή φωτογραφική κίνηση μπορούν να αποδοθούν οι φωτογραφικές επιρροές αμερικανικής, κυρίως, προέλευσης που διακρίνονται στο έργο του. Η διεθνής αναγνώριση της καλλιτεχνικής αξίας του έργου του ήρθε από νωρίς. Ήταν ο μόνος έλληνας που συμμετείχε στη μεγάλη έκθεση «The Family of Man» στη Νέα Υόρκη το 1955. Επίσης πήρε μέρος στις εκθέσεις: «Greece seen by eleven Greek photographers» στο Σικάγο το 1957, «The Pace of the European» στο Μόναχο το 1959 και πολλές άλλες. Η ισορροπημένη, συχνά αφαιρετική σύνθεση, η άψογη τεχνική, το χιούμορ και η αισιοδοξία χαρακτηρίζουν τη γραφή του Χαρισιάδη, ο οποίος συνδύασε τις ξένες επιδράσεις με την ελληνική αισθητική σε ένα καθαρά προσωπικό ύφος.
Την Ελλάδα της Κατοχής, την Ελλάδα της αρχιτεκτονικής, της υπαίθρου, του θεάτρου, του πολέμου, κλείνουν μέσα τους τα φωτογραφικά στιγμιότυπα του Φωτογραφικού Πρακτορείου «Δ. Α. Χαρισιάδη».
Το αρχείο του Δημητρίου Χαρισιάδη περιήλθε στο Μουσείο Μπενάκη τον Ιανουάριο του 1997. Αποτελείται από 120.000 αρνητικά (ασπρόμαυρα, έγχρωμα και έγχρωμες διαφάνειες), 75 ντοσιέ με τυπώματα εξ επαφής (contacts) και 4.500 φωτογραφίες σε μεγέθυνση (18 x 24 εκ.) επικολλημένες σε χαρτόνια, οι οποίες είναι επιλεγμένες από τον ίδιο, ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της φωτογραφικής του γραφής. Το υλικό είναι άψογα ταξινομημένο και η αναζήτηση των φωτογραφιών μπορεί να γίνει θεματικά και χρονολογικά…
Στις περιοδείες του με κυβερνητικά στελέχη, αποτύπωσε στιγμές από τον Εμφύλιο, ακολουθούσε τη βασίλισσα Φρειδερίκη στις επισκέψεις της στις παιδουπόλεις, ενώ παράλληλα κατέγραφε με το φακό του την ανασυγκρότηση της χώρας μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ», αναφέρει η επιμελήτρια της έκθεσης, Γεωργία Ιμσιρίδου. «Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας, με ενεργό και πολυδιάστατη συμμετοχή στις δραστηριότητες του σωματείου.
Παράλληλα, ο Χαρισιάδης φωτογράφιζε για προσωπική του ευχαρίστηση, συμμετέχοντας με τις εικόνες αυτές σε εκθέσεις στην Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό.
Η σπουδαιότερη στιγμή στην καλλιτεχνική του πορεία υπήρξε η επιλογή μιας φωτογραφίας του από το γνωστό φωτογράφο Edward Steichen, επιμελητή της μεγαλύτερης παγκόσμιας μεταπολεμικής έκθεσης με τίτλο “Η Οικογένεια του Ανθρώπου”, που παρουσιάστηκε το 1955 στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Από το 1956 το Φωτογραφικό Πρακτορείο Δ. Α. Χαρισιάδης απέκτησε ιδιόκτητη στέγη στην οδό Πανεπιστημίου 16 και αυξήθηκε σε ανθρώπινο δυναμικό. Η εξαιρετική ποιότητα της δουλειάς του ίδιου και των κατά καιρούς συνεργατών του συνέβαλε ώστε δημόσιοι οργανισμοί, τράπεζες, τα Ελληνικά Ναυπηγεία, το Αλουμίνιο της Ελλάδος, η ΕΤΒΑ, ο ΕΟΤ, διαφημιστικές εταιρείες, καθώς και πολλοί ιδιοκτήτες μικρών ή μεγαλύτερων επιχειρήσεων να προτιμούν τις υπηρεσίες του πρακτορείου. Την ίδια εποχή, το πρακτορείο υπήρξε ανταποκριτής του τηλεοπτικού δικτύου των Ηνωμένων Πολιτειών CBS».
Το 1974 ο Διονύσης Ταμαρέσης αποχώρησε από το πρακτορείο και ο Χαρισιάδης επέλεξε για συνέταιρο τον Στέργιο Σβάρνα. Ένα χρόνο αργότερα αποχώρησε και ο ίδιος τυπικά, διατηρώντας ωστόσο πάντα στη φίρμα το όνομά του, ενώ συμμετείχε σε πολλές από τις φωτογραφήσεις. Ο Σβάρνας εργάστηκε μόνος του από το 1984 έως το 1999, έτος κατά το οποίο η επιχείρηση με την επωνυμία Φωτογραφικόν Πρακτορείον «Δ. Α. Χαρισιάδης» έκλεισε οριστικά. Έξι χρόνια νωρίτερα, στις 2 Απριλίου 1993, είχε φύγει από τη ζωή και ο δημιουργός του.
Δ. Χαρισιάδης, ματιές στη μακρινή Ελλάδα
Του Δημητρη Ρηγοπουλου
Αν σωζόταν μέχρι σήμερα η μεσοπολεμική έπαυλη όπου μεγάλωσε ο Δημήτρης Χαρισιάδης (1911–1993), στη συμβολή της Βασιλίσσης Σοφίας με την οδό Κερασούντος, θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε παιδί ακόμα να πειραματίζεται στο σκοτεινό καμαράκι του δώματος με μια καλολουστραρισμένη Kodak Box Brownie. Σκεφτείτε το λιγάκι, στην Αθήνα της δεκαετίας του ’20, ένας έφηβος, συνεπαρμένος από τις όλο και μεγαλύτερες δυνατότητες του νέου μέσου, να ταυτίζει τη ζωή του, τη δαιμονισμένη εποχή του, το ίδιο του το μέλλον του με μια φωτογραφική μηχανή. Με τις ασχημάτιστες φωτογραφίες ενός αιώνα που υποσχόταν τόσα πολλά και έμελλε να τον κληροδοτήσει στους επόμενους, σε μας, με τις δικές του εικόνες.
Κι αν δεν σώθηκε το μεγαλοαστικό σπίτι της οικογένειας Χαρισιάδη, έχουμε στα χέρια μας το μεγαλύτερο αρχείο Ελληνα φωτογράφου και από την Τρίτη 17 Φεβρουαρίου τη μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, «Φωτογραφικόν Πρακτορείον Δ. Α. Χαρισιάδης». Με 208 φωτογραφίες, θεματικά οργανωμένες, το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη μάς προσφέρει τη μεγαλύτερη έκθεση που έχει γίνει στην Αθήνα για μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής φωτογραφίας του 20ού αιώνα.
Η φωτογραφική ματιά του Δημήτρη Χαρισιάδη, σημαντικά διαφοροποιημένη από το επικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δουλειά άλλων μεγάλων της γενιάς του, διατρέχει τη μεταπολεμική Ελλάδα με μια συνειδητή αποστασιοποίηση. Ο καθαρός, γεωμετρικός, τακτικός, αισιόδοξος κόσμος του Χαρισιάδη δεν αναδίδει ίσως την ένταση των κάδρων του Μελετζή ή της Παπαϊωάννου. «Είναι ο φωτογράφος της ήρεμης καθημερινότητας», επισημαίνει εύστοχα η κ. Φανή Κωνσταντίνου, σύμβουλος σήμερα του Φωτογραφικού Αρχείου και επί σειρά ετών διευθύντριά του. Μια καθημερινότητα, που παρά τις δυσκολίες της αφήνει χώρο στο μεγαλείο των πιο μικρών πραγμάτων.
Η προσέγγιση του Χαρισιάδη ήταν προέκταση του εαυτού του. Κατ’ αρχάς, ήταν αστός. Η Βούλα Παπαϊωάννου ήταν επίσης αστή και ίσως οι κοινές καταβολές και η συνύπαρξή τους σε ομοειδείς δραστηριότητες δικαιολογούν έναν μικρό ανταγωνισμό που φημολογείται ότι υπήρχε μεταξύ τους.
Το ξεκίνημα
Ο πατέρας του Δημήτρη Χαρισιάδη, Αθανάσιος Χαρισιάδης (1859–1950), υπήρξε δυναμικός επιχειρηματίας στον χώρο της καπνοπαραγωγής με εμπορική δραστηριότητα στις Ινδίες (όπου σε ένα οίκημα στη Βομβάη στέγαζε κατοικία και εργαστήριο κατασκευής σιγαρέττων και πούρων), αλλά και στο Κάιρο. Ο Δημήτρης Χαρισιάδης μεγάλωσε ουσιαστικά στην Αθήνα, αφού σε ηλικία 9 ετών μετακόμισαν οικογενειακά στην πρωτεύουσα. Το μεγαλοαστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε αποτυπώνεται γρήγορα στα ενδιαφέροντα και στις δραστηριότητες του νεαρού Δημήτρη Χαρισιάδη. Το 1927 και σε ηλικία μόλις 16 ετών κερδίζει το δεύτερο βραβείο σε φωτογραφικό διαγωνισμό στη Σκωτία. Διαβάζει ξένα φωτογραφικά περιοδικά και βιβλία απ’ όπου ενημερώνεται για τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις και τις τεχνολογικές εξελίξεις στον χώρο της φωτογραφίας. Εκτός από τη φωτογραφία αγαπούσε πολύ την ιστιοπλοΐα και το τένις. Μέλος του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών από το 1935, εντάχθηκε κάποια στιγμή στην εθνική ομάδα του τένις.
Η καταγωγή, οι δύο ξένες γλώσσες που μιλούσε έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην επαγγελματική διαδρομή του Δημήτρη Χαρισιάδη μετά τον πόλεμο. Αρχικά διερμηνέας για λογαριασμό της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Αθήνα, ανέλαβε σύντομα τη διεύθυνση του φωτογραφικού τομέα της Ελληνοαγγλικής Υπηρεσίας Ενημέρωσης.
Οταν αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Διονύση Ταμαρέση και να στήσουν μαζί ένα από τα μεγαλύτερα φωτογραφικά πρακτορεία της εποχής, οι Βρετανοί δεν τους παρείχαν μόνο δωρεάν στέγη στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού αλλά και φωτογραφικές μηχανές, φιλμ, εξοπλισμό σκοτεινού θαλάμου, χαρτιά και χημικά. Η πλειονότητα των πρώτων φωτογραφήσεων ήταν αναθέσεις σχετικές με τις δραστηριότητες ξένων οργανώσεων στην Ελλάδα. «Η εμφύλια αναμέτρηση είχε ξεκινήσει και το επίσημο κράτος χρησιμοποιούσε μεταξύ άλλων και τη φωτογραφία, ως αδιάψευστο μάρτυρα για τις προσπάθειές του να επαναφέρει τη χώρα στην ομαλότητα», σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης, Γεωργία Ιμσιρίδου.
Ο Δημήτρης Χαρισιάδης φωτογράφιζε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των «ανταρτόπληκτων», που είχαν μετακινηθεί μακριά από τους τόπους τους, καθώς επίσης τη διανομή στους καταυλισμούς ρούχων, φαρμάκων και τροφίμων. «Εκτός από μέλη της κυβέρνησης», συμπληρώνει η κ. Ιμσιρίδου, «ακολουθούσε συχνά τη βασίλισσα Φρειδερίκη κατά τις περιοδείες της στις παιδοπόλεις που η ίδια είχε ιδρύσει, αποδίδοντας με άψογο τρόπο την οργάνωση και τη λειτουργία τους, τη σωματική ευρωστία των παιδιών και τη φαινομενική ευτυχία τους».
120.000 αρνητικά
Ενα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του Χαρισιάδη είναι το εύρος του αρχείου του. Με 120.000 αρνητικά είναι το μεγαλύτερο αρχείο που βρίσκεται σήμερα στις συλλογές του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη. Η κ. Φανή Κωνσταντίνου μάς μιλάει για έναν μανιώδη της τάξης, στον οποίο οφείλουμε το πλέον τεκμηριωμένο αρχείο στον χώρο της ελληνικής φωτογραφίας. Ο Χαρισιάδης δεν άφησε ούτε μισή φωτογραφία ατεκμηρίωτη, και θεματικά και χρονολογικά. Σε ειδικές περιπτώσεις και για θέματα που ο ίδιος πίστευε ότι άξιζε ο κόπος, αφιέρωνε μεγαλύτερα κείμενα στα οποία σχολίαζε εκτενώς το θέμα της φωτογραφίας.
Παραδόξως, η σχολαστικότητα του Δημήτρη Χαρισιάδη δεν συμβάδιζε με το άγχος της υστεροφημίας. Οσο ήταν στη ζωή, αδιαφόρησε για την οργάνωση εκθέσεων ή εκδόσεων με το έργο του. Μάλλον στο βάθος διαισθανόταν το μέγεθος και τη σημασία του υλικού που άφηνε πίσω του.
«Σωστός δάσκαλος»
Ο φωτορεπόρτερ Βασίλης Καραμανώλης εργάστηκε στο Πρακτορείο του Δημήτρη Χαρισιάδη και του Διονύση Ταμαρέση από το 1950 έως το 1955, στα πρώτα βήματα μιας μεγάλης επαγγελματικής διαδρομής. «Οταν έδειξα στον Χαρισιάδη μερικές δικές μου φωτογραφίες, τις πήρε και τις έσκισε. “Θα αρχίσουμε από το μηδέν, από το πώς πλένεται μια φωτογραφία”». Ναι, ο Δημήτρης Χαρισιάδης ήταν ιδιαίτερα λεπτολόγος στα της δουλειάς, αυτό είναι σίγουρο, θυμάται ο Β. Καραμανώλης. Αλλά η αυστηρότητα απέδωσε καρπούς. «Ηταν σωστός δάσκαλος, μάθαμε τέχνη δίπλα του». Και σαν άνθρωπος, «εξαίρετος».
http://nikoschilaris.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου