Πανηγυρίζουν ήδη κυβέρνηση, αστικά επιτελεία και επιχειρηματικοί όμιλοι στον κλάδο του τουρισμού για τη μεγάλη άνοδο σε αφίξεις τουριστών που αναμένεται αυτό το καλοκαίρι. Βέβαια, τα ρεκόρ κερδών της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας- της «βαριάς βιομηχανίας» της χώρας, όπως τη χαρακτηρίζουν- είναι γνωστό πως χτίζονται: Με την άγρια εκμετάλλευση, το...κυριολεκτικό ξεζούμισμα των εργαζομένων στον κλάδο, με εντατικοποίηση της εργασίας, απλήρωτη και ανασφάλιστη δουλειά ατελείωτα ωράρια, ρεπό με το σταγονόμετρο, ατομικές συμβάσεις και «ευέλικτες» μορφές εργασίας κλπ. Έτσι χτίζονται τα κέρδη των τουριστικών μονοπωλίων.
Ο τουρισμός αποτελεί χαρακτηριστικό πεδίο όπου φαίνεται ποιός πραγματικά ωφελείται από την περιβόητη «ανάπτυξη» που ευαγγελίζονται η συγκυβέρνηση και τα αστικά κόμματα. Πακτωλός εκατομμυρίων πηγαίνει στις τσέπες μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων του τουρισμού (εφοπλιστές, tour operators, μεγαλοξενοδόχοι κλπ.), την ώρα που το εισόδημα της λαϊκής οικογένειας πετσοκόβεται ολοένα και περισσότερο. Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η πεμπτουσία της «ανάπτυξης» τους. Κέρδη για το κεφάλαιο και φτωχοποίηση για το λαό.
Κάπως έτσι, το δικαίωμα στον τουρισμό, στις διακοπές, έχει καταστεί πολυτέλεια για την πλειοψηφία των εργαζομένων. Στη βάρβαρη πραγματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος, ο τουρισμός δεν θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ το να καταστεί ένα «πολυτελές εμπόρευμα» για λίγους. Αντιθέτως. Αποτελεί προνομιακό πεδίο κερδοφορίας για το μόνιμα αδηφάγο κεφαλαίο, ενώ καθίσταται «όνειρο θερινής νυχτός» για τον εργαζόμενο λαό και τα φτωχά λαϊκά στρώματα που παλεύουν να εξασφαλίσουν λίγα εικοσιτετράωρα καλοκαιρινής ξεκούρασης.
Αυτονόητο δικαίωμα οι διακοπές στον Σοσιαλισμό
Αυτά συμβαίνουν στην καπιταλιστική Ελλάδα του 2017- την Ελλάδα της Ε.Ε. – όπου οι διακοπές και η αναψυχή αποτελούν προνόμιο για λίγους. Ωστόσο, αυτό που σήμερα οι εργαζόμενοι βιώνουν ως προνόμιο, κάποτε ήταν αυτονόητο δικαίωμα. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση τον 20ο αιώνα απέδειξε στην πράξη ότι η ανάγκη- διότι περί ανάγκης πρόκειται- της εργατικής τάξης για διακοπές και αναψυχή μπορεί να ικανοποιηθεί.
Στην Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα, η ξεκούραση από την εργασία, οι διακοπές αναψυχής, δεν ήταν προνόμιο αλλά δικαίωμα. Το άρθρο 119 του Συντάγματος της ΕΣΣΔ διασφάλιζε το δικαίωμα αυτό, ενώ υπήρχε παροχή ετησίων πληρωμένων αδειών κι συνεχής φροντίδα του σοσιαλιστικού κράτους για τη διεύρυνση του δικτύου των πολιτιστικών-μορφωτικών ιδρυμάτων, την ανάπτυξη του μαζικού αθλητισμού, της φυσικής αγωγής και του τουρισμού. Το πρώτο αναπαυτήριο για τους εργαζόμενους ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ίδιου του Β.Ι.Λένιν το 1920 στην Πετρούπολη. Στις αρχές του 1940 υπήρχαν ήδη 3.600 σανατόρια που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν 470 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ τη δεκαετία του 1980 υπήρχαν περισσότερα από 14.000 κέντρα αναψυχής και διακοπών που εξυπηρετούσαν 45 εκατομμύρια αδειούχους.
Το δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου για ετήσιες διακοπές, η σοσιαλιστική εξουσία το επιβεβαιώνε στην πράξη. Κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80, υπολογίζεται ότι οι εργαζόμενοι ξόδευαν μόλις το 20 με 25% ενός μηνιάτικου κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, χωρίς τον κίνδυνο της «ακρίβειας» η της «αισχροκέρδειας», ενώ μια σειρά προϊόντα προσφέρονταν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές: Τρόφιμα, εισιτήρια για τον κινηματογράφο και το θέατρο, βενζίνη για την ατομική μετακίνηση ή τα μεταφορικά έξοδα με τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς.
Σήμερα, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ρώσικου λαού αναπολεί τα δικαιώματα που είχαν οι εργαζόμενοι επί Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό διότι στην σημερινή καπιταλιστική Ρωσία, η πλειοψηφία του λαού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να απολαύσει διακοπές σε κάποιο τουριστικό θέρετρο του εξωτερικού ή του εσωτερικού. Το άλλοτε καθολικό δικαίωμα για τον σοβιετικό λαό έχει πλέον καταστεί προνόμιο μόνο για επιχειρηματίες και ένα σχετικά περιορισμένο ποσοστό μεσαίων- ουσιαστικά μικροαστικών- κοινωνικών στρωμάτων.
Δημιουργική αξιοποίηση των διακοπών και όχι μαζική κουλτούρα εκτόνωσης.
Σε αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα, όπου οι διακοπές αποτελούν κομμάτι μιας μαζικής κουλτούρας εκτόνωσης και διαφυγής από τη δύσκολη καθημερινότητα, στον Σοσιαλισμό η αναψυχή περιείχε το στοιχείο της δημιουργικής αξιοποίησης. Για παράδειγμα, στην ΕΣΣΔ, η Κομσομόλ παρείχε μέριμνα για φοιτητικές κατασκηνώσεις, ενώ αρκετοί φοιτητές διάλεγαν να περάσουν μέρος των διακοπών τους εργαζομένοι ανά ομάδες, σε διάφορες περιοχές της χώρας, αναλαμβάνοντας την οικοδόμηση διάφορων έργων. Κάθε καλοκαίρι, περίπου 800 χιλιάδες φοιτητές συνδύαζαν με αυτόν τον τρόπο εργασία και γνωριμία με άλλους τόπους, αλλά και τη ζωή στις εργασιακές κολεκτίβες.
Στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, κάθε χρόνο περισσότερο από το 80% των μαθητών, δηλαδή περισσότερα από 2,6 εκατομμύρια παιδιά, περνούσαν τις διακοπές τους σε κατασκηνώσεις με πλούσιο πολιτιστικό και αθλητικό περιεχόμενο.
Στην Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, οι διακοπές δύο φορές το χρόνο ήταν κάτι το φυσιολογικό για τους εργαζόμενους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες βιομηχανίες ή συνεταιρισμοί είχαν δικά τους κέντρα αναψυχής, ή δωρεάν σπίτια, για τους εργαζόμενους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (π.χ. στις ακτές της Μαύρης θάλασσας).
Αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα του λαού.
Το δικαίωμα του εργαζόμενου λαού, της λαϊκής οικογένειας, των νέων στις διακοπές, τον τουρισμό, την αναψυχή είναι αδιαπραγμάτευτο. Αυτό ήταν σαφές στο σοσιαλιστικό σύστημα που γνωρίσαμε τον 20ο αιώνα καθώς, παρά τις όποιες επιμέρους αδυναμίες του, πυξίδα του σοσιαλισμού ήταν η εξασφάλιση της λαϊκής ευημερίας, τμήμα της οποίας αποτελεί η ανάπαυση και η αναψυχή. Στον καπιταλισμό, όπου οι διακοπές- όπως και κάθε τι άλλο- μετατρέπεται σε εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος, το αδιαπραγμάτευτο αυτό δικαίωμα των εργαζόμενων θα παραμένει “πολυτέλεια” και για πολλούς, άπιαστο όνειρο.
Ο τομέας των διακοπών και της αναψυχής αποτελεί άλλο ένα πεδίο όπου αναδεικνύεται η ανωτερότητα του Σοσιαλισμού στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Μόνο στα πλαίσια της εργατικής-λαϊκής εξουσίας, του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας και του εργατικού ελέγχου με κριτήριο την ικανοποίηση των ολοένα διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών μπορεί να βρει ανταπόκριση το καθολικό δικαίωμα στις διακοπές και την αναψυχή.
Τότε μόνο, ο εργαζόμενος λαός δεν θα ήταν μόνο αφέντης του πλούτου που παράγει, αλλά θα είχε τον απαιτούμενο χρόνο και τις αναγκαίες υποδομές για να τον απολαύσει, έτσι όπως του αξίζει και δικαιούται.
Ο τουρισμός αποτελεί χαρακτηριστικό πεδίο όπου φαίνεται ποιός πραγματικά ωφελείται από την περιβόητη «ανάπτυξη» που ευαγγελίζονται η συγκυβέρνηση και τα αστικά κόμματα. Πακτωλός εκατομμυρίων πηγαίνει στις τσέπες μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων του τουρισμού (εφοπλιστές, tour operators, μεγαλοξενοδόχοι κλπ.), την ώρα που το εισόδημα της λαϊκής οικογένειας πετσοκόβεται ολοένα και περισσότερο. Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η πεμπτουσία της «ανάπτυξης» τους. Κέρδη για το κεφάλαιο και φτωχοποίηση για το λαό.
Κάπως έτσι, το δικαίωμα στον τουρισμό, στις διακοπές, έχει καταστεί πολυτέλεια για την πλειοψηφία των εργαζομένων. Στη βάρβαρη πραγματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος, ο τουρισμός δεν θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ το να καταστεί ένα «πολυτελές εμπόρευμα» για λίγους. Αντιθέτως. Αποτελεί προνομιακό πεδίο κερδοφορίας για το μόνιμα αδηφάγο κεφαλαίο, ενώ καθίσταται «όνειρο θερινής νυχτός» για τον εργαζόμενο λαό και τα φτωχά λαϊκά στρώματα που παλεύουν να εξασφαλίσουν λίγα εικοσιτετράωρα καλοκαιρινής ξεκούρασης.
Αυτονόητο δικαίωμα οι διακοπές στον Σοσιαλισμό
Αυτά συμβαίνουν στην καπιταλιστική Ελλάδα του 2017- την Ελλάδα της Ε.Ε. – όπου οι διακοπές και η αναψυχή αποτελούν προνόμιο για λίγους. Ωστόσο, αυτό που σήμερα οι εργαζόμενοι βιώνουν ως προνόμιο, κάποτε ήταν αυτονόητο δικαίωμα. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση τον 20ο αιώνα απέδειξε στην πράξη ότι η ανάγκη- διότι περί ανάγκης πρόκειται- της εργατικής τάξης για διακοπές και αναψυχή μπορεί να ικανοποιηθεί.
Στην Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα, η ξεκούραση από την εργασία, οι διακοπές αναψυχής, δεν ήταν προνόμιο αλλά δικαίωμα. Το άρθρο 119 του Συντάγματος της ΕΣΣΔ διασφάλιζε το δικαίωμα αυτό, ενώ υπήρχε παροχή ετησίων πληρωμένων αδειών κι συνεχής φροντίδα του σοσιαλιστικού κράτους για τη διεύρυνση του δικτύου των πολιτιστικών-μορφωτικών ιδρυμάτων, την ανάπτυξη του μαζικού αθλητισμού, της φυσικής αγωγής και του τουρισμού. Το πρώτο αναπαυτήριο για τους εργαζόμενους ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ίδιου του Β.Ι.Λένιν το 1920 στην Πετρούπολη. Στις αρχές του 1940 υπήρχαν ήδη 3.600 σανατόρια που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν 470 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ τη δεκαετία του 1980 υπήρχαν περισσότερα από 14.000 κέντρα αναψυχής και διακοπών που εξυπηρετούσαν 45 εκατομμύρια αδειούχους.
Το δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου για ετήσιες διακοπές, η σοσιαλιστική εξουσία το επιβεβαιώνε στην πράξη. Κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80, υπολογίζεται ότι οι εργαζόμενοι ξόδευαν μόλις το 20 με 25% ενός μηνιάτικου κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, χωρίς τον κίνδυνο της «ακρίβειας» η της «αισχροκέρδειας», ενώ μια σειρά προϊόντα προσφέρονταν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές: Τρόφιμα, εισιτήρια για τον κινηματογράφο και το θέατρο, βενζίνη για την ατομική μετακίνηση ή τα μεταφορικά έξοδα με τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς.
Σήμερα, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ρώσικου λαού αναπολεί τα δικαιώματα που είχαν οι εργαζόμενοι επί Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό διότι στην σημερινή καπιταλιστική Ρωσία, η πλειοψηφία του λαού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να απολαύσει διακοπές σε κάποιο τουριστικό θέρετρο του εξωτερικού ή του εσωτερικού. Το άλλοτε καθολικό δικαίωμα για τον σοβιετικό λαό έχει πλέον καταστεί προνόμιο μόνο για επιχειρηματίες και ένα σχετικά περιορισμένο ποσοστό μεσαίων- ουσιαστικά μικροαστικών- κοινωνικών στρωμάτων.
Δημιουργική αξιοποίηση των διακοπών και όχι μαζική κουλτούρα εκτόνωσης.
Σε αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα, όπου οι διακοπές αποτελούν κομμάτι μιας μαζικής κουλτούρας εκτόνωσης και διαφυγής από τη δύσκολη καθημερινότητα, στον Σοσιαλισμό η αναψυχή περιείχε το στοιχείο της δημιουργικής αξιοποίησης. Για παράδειγμα, στην ΕΣΣΔ, η Κομσομόλ παρείχε μέριμνα για φοιτητικές κατασκηνώσεις, ενώ αρκετοί φοιτητές διάλεγαν να περάσουν μέρος των διακοπών τους εργαζομένοι ανά ομάδες, σε διάφορες περιοχές της χώρας, αναλαμβάνοντας την οικοδόμηση διάφορων έργων. Κάθε καλοκαίρι, περίπου 800 χιλιάδες φοιτητές συνδύαζαν με αυτόν τον τρόπο εργασία και γνωριμία με άλλους τόπους, αλλά και τη ζωή στις εργασιακές κολεκτίβες.
Στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, κάθε χρόνο περισσότερο από το 80% των μαθητών, δηλαδή περισσότερα από 2,6 εκατομμύρια παιδιά, περνούσαν τις διακοπές τους σε κατασκηνώσεις με πλούσιο πολιτιστικό και αθλητικό περιεχόμενο.
Στην Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, οι διακοπές δύο φορές το χρόνο ήταν κάτι το φυσιολογικό για τους εργαζόμενους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες βιομηχανίες ή συνεταιρισμοί είχαν δικά τους κέντρα αναψυχής, ή δωρεάν σπίτια, για τους εργαζόμενους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (π.χ. στις ακτές της Μαύρης θάλασσας).
Αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα του λαού.
Το δικαίωμα του εργαζόμενου λαού, της λαϊκής οικογένειας, των νέων στις διακοπές, τον τουρισμό, την αναψυχή είναι αδιαπραγμάτευτο. Αυτό ήταν σαφές στο σοσιαλιστικό σύστημα που γνωρίσαμε τον 20ο αιώνα καθώς, παρά τις όποιες επιμέρους αδυναμίες του, πυξίδα του σοσιαλισμού ήταν η εξασφάλιση της λαϊκής ευημερίας, τμήμα της οποίας αποτελεί η ανάπαυση και η αναψυχή. Στον καπιταλισμό, όπου οι διακοπές- όπως και κάθε τι άλλο- μετατρέπεται σε εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος, το αδιαπραγμάτευτο αυτό δικαίωμα των εργαζόμενων θα παραμένει “πολυτέλεια” και για πολλούς, άπιαστο όνειρο.
Ο τομέας των διακοπών και της αναψυχής αποτελεί άλλο ένα πεδίο όπου αναδεικνύεται η ανωτερότητα του Σοσιαλισμού στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Μόνο στα πλαίσια της εργατικής-λαϊκής εξουσίας, του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας και του εργατικού ελέγχου με κριτήριο την ικανοποίηση των ολοένα διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών μπορεί να βρει ανταπόκριση το καθολικό δικαίωμα στις διακοπές και την αναψυχή.
Τότε μόνο, ο εργαζόμενος λαός δεν θα ήταν μόνο αφέντης του πλούτου που παράγει, αλλά θα είχε τον απαιτούμενο χρόνο και τις αναγκαίες υποδομές για να τον απολαύσει, έτσι όπως του αξίζει και δικαιούται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου