Με το τέλος ουσιαστικά της θερινής συναυλιακής σεζόν - αν και τυπικά συνεχίζεται για περίπου μιαν εβδομάδα ακόμα - θα ήθελα να
καταγράψω ένα φαινόμενο όχι τόσο παράδοξο όσο ενοχλητικό, ακόμα και ανησυχητικό, που παρατήρησα κατά την διάρκεια της και ελπίζω να μην αποτελέσει κακό προηγούμενο το οποίο θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που παρατηρείται, συμβαίνει εδώ και αρκετά χρόνια, κυρίως στις καλοκαιρινές συναυλίες, αυτές δηλαδή που πραγματοποιούνται σε ανοιχτούς χώρους. Στους κλειστούς χειμερινού χώρους, ακριβώς λόγω της φύσης τους, είναι πολύ πιο περιορισμένο, το έχω δει μόλις μια - δυο φορές στο Μέγαρο Μουσικής και ελάχιστες στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Ενας επιπλέον λόγος για αυτή την διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα στους ανοικτούς χώρος και γενικότερα το καλοκαίρι τα όποια «πρωτόκολλα» επισημότητας ή έστω απλής τυπικότητας χαλαρώνουν κατά πολύ ως και παύουν να ισχύουν.
Το φαινόμενο στο οποίο αναφέρομαι είναι η αποχώρηση μεμονωμένων θεατών ή ακόμα και ενός τμήματος του ακροατηρίου πριν το τέλος μιας συναυλίας. Και αν αρχικά αυτό φαίνεται αυτονόητο δικαίωμα οποιουδήποτε - γιατί να συνεχίσεις να παρακολουθείς κάτι το οποίο δεν σε ικανοποιεί ή τελικά δεν έχει ενδιαφέρον για εσένα και ποιος μπορεί να σε υποχρεώσει να το κάνεις; - στην πράξη, αν δεν ασκηθεί σωστά, όχι μόνο δεν είναι καθόλου ευχάριστο για τους υπόλοιπους θεατές της συναυλίας αλλά και μπορεί να τους προκαλέσει τουλάχιστον μεγάλη ενόχληση. Το «σωστά» πριν από όλα έχει να κάνει με την συναίσθηση του χώρου στον οποίο βρίσκεσαι και του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει η συναυλία που παρακολουθείς. Το να φύγουν για παράδειγμα όσοι και όσες θέλουν από μια συναυλία σε ένα rock club ή σε ένα ανάλογο φεστιβάλ όπου ο κόσμος είναι στην συντριπτική πλειοψηφία του όρθιος και κινείται, λιγότερο ή περισσότερο έντονα, στον ρυθμό της μουσικής όχι μόνο δεν θα ενοχλήσει κανέναν αλλά δεν θα γίνει καν αντιληπτό.
Τα πράγματα όμως είναι πολύ διαφορετικά σε μια συναυλία κλασικής ή και σύγχρονης ακόμα μουσικής στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Πριν από όλα έχουμε ένα αμφιθέατρο της ρωμαϊκής εποχής στο οποίο η μετακίνηση ακόμα και κατά την είσοδο και την έξοδο παρουσιάζει κάποιες δυσχέρειες και χρειάζεται προσοχή, ειδικά αν η θέση κάποιου/ας είναι στα υψηλότερα διαζώματα. Πόσο δυσκολότερη λοιπόν γίνεται σε ώρα παράστασης, με το θέατρο γεμάτο και με φωτισμό μόνο στη σκηνή; Και όμως, είναι ακριβώς στο Ηρώδειο που εφέτος παρατηρήθηκε αυτό το φαινόμενο περισσότερο από οπουδήποτε αλλού!
Υπήρξαν συναυλίες - και μάλιστα με αρκετά υψηλή τιμή εισιτηρίου - στις οποίες είδα αρκετούς θεατές να μην φεύγουν στο διάλειμμα, αν φυσικά αυτό υπήρχε, αλλά στη διάρκεια της παράστασης, σε ορισμένες περιπτώσεις πριν καν συμπληρωθεί μισή ώρα από την έναρξη της. Για τα διεθνή συναυλιακά δεδομένα αυτό είναι απλά εξωφρενικό. Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου που το μουσικό γίγνεσθαι αντιμετωπίζεται με την σοβαρότητα η οποία του αρμόζει η αποχώρηση του κοινού πριν το τέλος μιας συναυλίας γίνεται μόνο στο διάλειμμα, αν υπάρχει. Το να φύγει ένας ή το πολύ δύο μεμονωμένοι θεατές στην διάρκεια της είναι εξαιρετικά σπάνιο και όταν συμβαίνει κανείς δεν αμφιβάλλει ότι αιτία ήταν μια πολύ επείγουσα ανάγκη, για να μην πω ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Γιατί το απανταχού μουσικόφιλο κοινό τηρεί απαρέγκλιτα αυτόν τον άγραφο αλλά απαράβατο κανόνα; Γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η αποχώρηση στη διάρκεια μιας συναυλίας καθημένων θεατών συνιστά διπλή όχληση, για το υπόλοιπο ακροατήριο αλλά και τους μουσικούς που βρίσκονται στη σκηνή. Συνειδητοποιεί επίσης ότι η πράξη αυτή δείχνει παντελή έλλειψη σεβασμού για το έργο που παίζεται, παλαιό και ξανακουσμένο ή νέο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά, δεν έχει καμία σημασία αυτό. Αυτή η έλλειψη σεβασμού προφανώς προεκτείνεται τόσο στον συνθέτη του έργου, είτε αυτός είναι εν ζωή είτε , αλλά και στους εκτελεστές του, όσοι και όποιοι και αν είναι αυτοί. Και το να μη σέβεσαι μια ζωντανή μουσική πράξη και τους συντελεστές της, είτε αυτή σε ικανοποιεί είτε όχι - και την οποία μάλιστα έχεις πληρώσει για να παρακολουθήσεις, την επέλεξες δηλαδή συνειδητά και δίχως να στο επιβάλλει κανείς - αποκαλύπτει ότι δεν σέβεσαι και εκτιμάς, τελικά δεν αγαπάς καν την ίδια την μουσική.
Θα τολμούσα να πω λοιπόν ότι οι οδηγίες που έχουν δοθεί στους ταξιθέτες και τις ταξιθέτριες να παρεμβαίνουν, ακόμα και διαμέσου σωματικής επαφής, όταν κάποιος/α φωτογραφίζει, μαγνητοσκοπεί ή και απλά ηχογραφεί ένα τμήμα μιας συναυλίας (κάτι που κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν είναι και τόσο επιλήψιμο ή και ενοχλητικό, συμβαίνει άλλωστε παντού στον κόσμο από τότε που άρχισαν να υπάρχουν τα smartphones) θα έπρεπε να αντικατασταθούν με μιαν άλλη, το να εμποδίζουν ή και να απαγορεύουν αν χρειάζεται την αποχώρηση οποιουδήποτε κατά την διάρκεια της συναυλίας, ήδη από την στιγμή που θα τον/την βλέπουν να σηκώνεται από την θέση του/της. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό, το αποκλειστικά ελληνικό όπως και τόσα άλλα, φαινόμενο στις συναυλίες στο Ηρώδειο;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα κατά την άποψη μου βρίσκεται σε κάτι άλλο και εντελώς διαφορετικό το οποίο επίσης παρατήρησα σε εφετινή συναυλία στο Ηρώδειο και, για τα διεθνή όχι απλά συναυλιακά αλλά γενικότερα μουσικά δεδομένα, αγγίζει τα όρια του απίστευτου, αν όχι του εξωπραγματικού. Στην καταληκτική παράσταση του «Ερωτόκριτου» του Δημήτρη Μαραμή πάρα πολλοί θεατές χειροκροτούσαν, συχνά και φωνασκώντας ταυτόχρονα, κάθε φορά που ένας/μία ερμηνευτής/ια ολοκλήρωνε κάποιοι μέρος του ρόλου του, σαν να παρακολουθούσαν μια συναυλία με διαδοχή τραγουδιών και όχι ένα ενιαίο σκηνικό έργο του ιδιώματος που λέγεται musical!
Το γεγονός αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι καθόλου ευχάριστο. Από τις αρχές της δεκαετίας του '00 άρχισε να δημιουργείται, αργά μα σταθερά, μια νέα γενεά - ανάμεσα στις ηλικίες των τριάντα και των σαράντα δηλαδή σήμερα - ακροατηρίου, πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες. Μια γενεά που συχνά πηγαίνει να ακούσει ιδιώματα, δημιουργούς ή και συγκεκριμένα παλαιότερα έργα για τα οποία δεν γνωρίζει τίποτα, σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις δεν τα έχει ακούσει καν πριν την συναυλία.
Αιτία της δημιουργίας αυτής της γενεάς είναι οι επιλογές και, κατά προέκταση, οι πρακτικές των περισσοτέρων δυστυχώς ταγών της μουσικής και γενικότερα του πολιτισμού στην χώρα μας σε όλο αυτό το διάστημα, από την εκάστοτε ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου μέχρι εκείνες φορέων όπως του Φεστιβάλ Αθηνών. Για να αυξήσουν την προσέλευση, άρα και τα έσοδα των χώρων που διαχειρίζονται, οι ταγοί αυτοί άρχισαν να καλλιεργούν την νοοτροπία ότι είναι «high» να παρακολουθεί κανείς συναυλίες στο Ηρώδειο, ανεξαρτήτως του ποιος και τι παίζει, ωθώντας έτσι πάρα πολλούς και πολλές να αρχίσουν να το κάνουν ενώ μέχρι τότε δεν τους είχε καν περάσει από το μυαλό. Αναπόφευκτα λοιπόν το κριτήριο για τις επιλογές τους δεν μπορούσε παρά να είναι η αναγνωρισιμότητα ή και διασημότητα κάποιων έστω από τους συντελεστές μιας συναυλίας. Πηγαίνουν δηλαδή να ακούσουν τις «φίρμες» που παίζουν στο Ηρώδειο όπως πάνε να ακούσουν τις «φίρμες» της σημερινής εκδοχής του πάλαι ποτέ «σκυλάδικου», αρκετές φορές μάλιστα οι ίδιοι/ες πάνε και στις μεν και στις δε.
Ο μοναδικός τρόπος λοιπόν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της πρόωρης, άκαιρης και ενοχλητικής αποχώρησης από τις συναυλίες που υποτιμά και υποβαθμίζει την ίδια την διαδικασία - αν όχι μυσταγωγία, στις κορυφαίες περιπτώσεις της - της ζωντανής μουσικής πράξης είναι ο ίδιος με αυτόν της αντιμετώπισης και τόσων πολλών άλλων στην Ελλάδα. Παιδεία, παιδεία και ακόμα περισσότερη παιδεία, μουσική στην συγκεκριμένη περίπτωση. Παιδεία που θα δημιουργήσει συνειδητούς και καταρτισμένους ακροατές, τόσο ώστε τουλάχιστον να γνωρίζουν - ή έστω να μπορούν να κατανοήσουν - τι είναι κάθε συναυλία και ποιο το περιεχόμενο της για να αποφύγουν να βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Να μην βρεθούν δηλαδή καθηλωμένοι στα, όπως και να το κάνουμε, όχι και εξαιρετικά αναπαυτικά, διαζώματα του Ηρωδείου ακούγοντας κάτι που αντί να τους τέρπει αισθητικά τους δυσαρεστεί, τους κουράζει ή και τους προκαλεί πλήξη, υποχρεώνοντας τους έτσι να φεύγουν στην διάρκεια της συναυλίας, ενοχλώντας μουσικούς και υπόλοιπο κοινό ενώ παράλληλα...κλαίνε τα χρήματα τα οποία κατέβαλλαν άδικα για το εισιτήριο του «βασανιστηρίου» τους!
Περισσότερα στο Twitter: Θάνος Μαντζάνας:www.twitter.com/WordsForReality
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου