Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Νοεμβρίου 13, 2017

Κίρκεγκαρντ: Ο Εαυτός Ανώτερος της Ομάδας



Σόρεν Κίρκεγκαρντ: Δανός φιλόσοφος, θεολόγος, θρησκευτικός συγγραφέας και ψυχολόγος Søren Aabye Kierkegaard θεωρείται ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος που με το έργο του επηρέασε σημαντικά το ρεύμα του υπαρξισμού και την προτεσταντική θεολογία του 19ου αιώνα. Άσκησε δριμεία κριτική στο λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του, κατηγορώντας το για διαστρέβλωση των σημαντικότερων αποστολών της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ουσία του έργου στηρίζεται στην απεριόριστη απαίτηση και επίμοχθη δυσκολία της θρησκευτικής ύπαρξης γενικότερα και της χριστιανικής πίστης ειδικότερα.

Γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1813–1841) σε μια ευκατάστατη οικογένεια της Κοπεγχάγης. Γιος ενός ιδιαίτερα θρησκευόμενου συνταξιούχου εμπόρου, ο οποίος πίστευε ότι επειδή τιμωρείτο από την οργή του Θεού, κανένα από τα παιδιά του δε θα κατάφερνε να επιζήσει πέρα από τα 33 χρόνια, την υποτιθέμενη ηλικία του Ιησού. Αυτή η αρχική εμφάνιση της έννοιας της αμαρτίας και της μετάδοσής της από πατέρα σε γιο έθεσε το θεμέλιο για πολλά από τα έργα του Κίρκεγγαρντ.

Ο πατέρας του Κίρκεγκαρντ πέθανε στις 9 Αυγούστου 1838 σε ηλικία 82 χρονών. Πριν από τον θάνατό του, ζήτησε από τον Σόρεν να γίνει πάστορας. Επηρεασμένος βαθιά από την θρησκευτική πείρα και ζωή του πατέρα του, ένιωθε υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Ο Κίρκεγκαρντρ φοίτησε στο Σχολείο της Πολιτικής Αρετής. Το 1830, σε ηλικία 17 ετών, προχώρησε στις σπουδές θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, αλλά, ενώ βρισκόταν εκεί, όπως ο Χέγκελ στο έργο του οποίου άσκησε αυστηρή κριτική, στράφηκε περισσότερο προς τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Η αγωνία του την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε ένα ημερολόγιό του το 1835: “Το ζήτημα είναι να βρω την αλήθεια που είναι αλήθεια για μένα, να βρω την ιδέα για την οποία μπορώ να ζω και να πεθάνω. Τι είναι αλήθεια παρά να ζεις για μια ιδέα;”

Τα ημερολόγια του Κίρκεγκαρντ δείχνουν ότι από τη ζωή του έλειπε ένας ανώτερος σκοπός.Περιέγραφε τον εαυτό του ως θεατή της ζωής, ως κάποιον που μαθαίνει για τις απόψεις και τις θεωρίες των άλλων, αλλά δεν συνεισφέρει τίποτα ο ίδιος στη γνώση.

Τον Σεπτέμβριο του 1940, ανακοινώνει τον αρραβώνα του με τη Ρεγκίνε Όλσεν, κόρη ενός δημόσιου υπαλλήλου από καλή οικογένεια. Με την καριέρα του να οδηγείται είτε προς την εκκλησία είτε στον ακαδημαϊκό χώρο, ένας σωστός γάμος θα καθιέρωνε τη θέση του στη δανική κοινωνία. Στα ημερολόγιά του, ωστόσο, γράφει ότι ο χρόνος που έμεινε αρραβωνιασμένος με τη Ρεγκίνε ήταν ο δυσκολότερος της ζωής του. Φαινόταν διχασμένος μεταξύ της ιδέας του γάμου και της ανάγκης του για μοναξιά.

Ένα χρόνο μετά, διαλύει τον αρραβώνα, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να παντρευτεί κάποιον άλλον. Θεωρείται πιθανό ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά άξιο, όπως επίσης και ότι δεν ήθελε να διαχειριστεί όλα εκείνα τα συναισθήματα που συνδέονται με τον έρωτα. Αρκετά αργότερα, αποκάλεσε τη διάλυση της σχέσης του με τη Ρεγκίνε ως «μια αυτοπροκαλούμενη πληγή» που του προκάλεσε μεγάλη μιζέρια. Ήθελε ωστόσο να είναι αποκομμένος από την κοινωνία και ένας γάμος δεν του το επέτρεπε αυτό.

Η Ρεγκίνε Όλσεν, ο έρωτας της ζωής του και η μούσα για το συγγραφικό του έργο



Κατά τη διάρκεια του αρραβώνα του, ο Κίρκεγκαρντ αρχίζει να εξευγενίζει το στιλ γραφής του. Σε λιγότερο από ένα χρόνο γράφει την «Έννοια της ειρωνείας», τη διατριβή του μάστερ του. Το ύφος του ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους καθηγητές του, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα. Η γραφή ήταν εξίσου περίπλοκη και ελικοειδής με τον συγγραφέα.

Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα που του παρείχε η περιουσία του πατέρα του, ο Κίρκεγκαρντ αποφασίζει ότι η καριέρα του θα είναι τελικά εκείνη ενός στοχαστή, ότι έπρεπε να καταλάβει τον τρόπο σκέψης της εποχής του. Το επίκεντρο της φιλοσοφίας το 19ο αιώνα ήταν η Γερμανία. Το 1841 ο Κίρκεγκαρντ μεταβαίνει στο Βερολίνο, με σκοπό να παρακολουθήσει σειρά διαλέξεων του Friedrich Wilhelm Josephvon Schelling, ο οποίος ήταν γνωστός για την αντίθεσή του στις θέσεις του Χέγκελ. Ο Schelling υποστήριζε ότι ο Χέγκελ είχε επιχειρήσει να περιορίσει το απτό σε μια ατελείωτη αλληλουχία αντιλήψεων. Συνεπώς, ο Χέγκελ είχε αποτύχει να διαχωρίσει μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Επηρεασμένος, ο Κίρκεγκαρντ άρχισε να αναπτύσσει τις δικές του ιδέες. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Κοπεγχάγη και να αναπτύξει τις δικές του ιδέες.

Η απάντηση στου Κίρκεγκαρντ στον Χέγκελ ήταν το «Είτε/Είτε», που θεωρείται ως το σπουδαιότερο έργο του. Το έργο εκδόθηκε σε 2 τόμους στις αρχές του 1843, καλύπτοντας ζητήματα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και ψυχολογίας. Λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύει την «Επανάληψη». Τον Ιούνιο του 1844 εκδίδει τα «Φιλοσοφικά Ψιχία» και «Νόημα της Αγωνίας». Η περίοδος παραγωγικότητας θα κρατήσει αρκετά χρόνια. Τα περισσότερα έργα του δημοσιεύονται με ψευδώνυμο.

Το Δεκέμβριο του 1845, ένας γνωστός του ο P. L. Møller εκδίδει ένα δοκίμιο-κριτική στο έργο του Κίρκεγκαρντ «Τα στάδια της Ύπαρξης» και την ίδια του τη προσωπική ζωή, αποκαλύπτοντας στοιχεία για τον αρραβώνα του και κατηγορώντας τον για σκληρότητα απέναντι στη Ρεγκίνε. Το άρθρο αυτό υποτιμούσε το έργο, αλλά ήταν φανερό ότι δεν στηριζόταν σε επαρκή κατανόηση του έργου. Ο Μέλερ ήταν επίσης συνεργάτης της σατιρικής δανικής εφημερίδας The Corsair (ο Κουρσάρος) η οποία διακωμωδούσε επιφανή άτομα. Ο Κίρκεγκωρ απάντησε γραπτώς ώστε να υπερασπίσει το έργο του, γελοιοποίησε τον Μέλερ και υποτίμησε την εφημερίδα, πράγμα που προκάλεσε την οργή της εφημερίδας και του εκδότη της, του Μέιρ Άαρον Γκόλντσμιντ (Meïr Aaron Goldschmidt). Ο Κίρκεγκαρντ μετατρέπεται στη συνέχεια σε έναν από τους αγαπημένους στόχους της εφημερίδας και διασύρεται δημοσίως. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη του για απομόνωση.

Ο Κίρκεγκωρ έγραψε τα δύο άρθρα “Δραστηριότητα ενός Περιπλανώμενου Αισθητικιστή” και “Διαλεκτικό Αποτέλεσμα μιας Πράξης Φιλολογικής Αστυνόμευση”ς. Το πρώτο επικεντρωνόταν στην ακεραιότητα του Μέλερ και αποτελούσε απάντηση στην κριτική του, το δε δεύτερο αποτελούσε επίθεση σε βάρος της εφημερίδας με την οποία ο Κίρκεγκωρ ζητούσε δημόσια τη διακωμώδησή του. Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, η εφημερίδα ο Κουρσάρος συνέχισε την επίθεση κατά του Κίρκεγκωρ αναφορικά με την εμφάνιση, τη φωνή και τις συνήθειές του. Για μήνες δεχόταν παρενοχλήσεις στους δρόμους. Αυτό τον έκανε να διακόψει την ανώνυμη συγγραφή άρθρων.

Προκαλώντας μια δημοφιλή εφημερίδα και την κοινή γνώμη κατ’ επέκταση, ο Κίρκεγκαρντ ανακαλύπτει τη δύναμη που έχει ο εαυτός του, πως ο «εαυτός» είναι ανώτερος της ομάδας. Με τον Νίτσε να είναι μόλις ενός έτους το 1845, θεωρείται ότι ο Κίρκεγκαρντ ήταν ο πρώτος υπαρξιστής, όταν εξέφρασε την άποψη ότι η ελεύθερη βούληση θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει αγωνία, ωστόσο, κάποιος πρέπει να αποδεχτεί τις συνέπειες αυτής της ελευθερίας.

Από το 1846 και έπειτα, ο Κίρκεγκαρντ επικεντρώνεται στην υποκρισία του χριστιανικού κόσμου, ειδικότερα στην Εκκλησία και τον τρόπο που εφαρμόστηκε η χριστιανική θρησκεία στην κοινωνία. Στο έργο «Δύο Εποχές: Μια Λογοτεχνική Ανασκόπηση», παρατηρεί τη φύση της παρούσας εποχής και την απάθεια που επιδεικνύει προς τη ζωή. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τον μοντερνισμό λόγω του ότι προωθεί μια απαθή άποψη για τον κόσμο.

«Στη σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει η λογική και ότι τα άτομα έχουν αδειάσει από κάθε πάθος. Η τάση σήμερα είναι προς την κατεύθυνση της μαθηματικής ισότητας, έτσι ώστε από όλα τα σχολεία να παράγονται ομοιόμορφα άτομα» γράφει γύρω στα 1830. Στρέφεται εναντίον του κομφορμισμού και της πολιτισμικής αφομοίωσης των όντων, στοιχεία τα οποία παράγουν ένα αδιάφορο κοινό, που το ονόμασε «όχλο».

Μέρος της ανάλυσης του όχλου αποτελεί η συνειδητοποίηση του Κίρκεγκαρντ ότι η χριστιανική εκκλησία, και πιο συγκεκριμένα η Εκκλησία της Δανίας, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής και απαθλίωσης. Ο Χριστιανικός κόσμος «έχει χάσει το δρόμο του» αναφορικά με την χριστιανική πίστη, ότι ο χριστιανικός κόσμος πλέον αγνοεί, διαστρεβλώνει ή υπηρετεί μόνο στα λόγια τις αρχικές χριστιανικές διδασκαλίες. Ο Κίρκεγκαρντ θεώρησε καθήκον του σε αυτή την περίοδο της ζωής του να ενημερώσει τους άλλους σχετικά με τη ρηχότητα του αποκαλούμενου «Χριστιανικού τρόπου ζωής». Έγραψε αρκετές κριτικές για τον σύγχρονο Χριστιανισμό σε έργα του, όπως η Χριστιανική Πραγματεία, τα Έργα Αγάπης και οι Πραγματείες Διάπλασης Ποικίλων Πνευμάτων.

Γύρω στο 1848, άρχισε μια έντυπη επίθεση ενάντια στην κρατική Εκκλησία της Δανίας με βιβλία όπως οι Πρακτικές του Χριστιανισμού, Περί Αυτοεξέτασης και Κρίνετε οι Ίδιοι, τα οποία αποτελούσαν μέρος της προσπάθειας να καταδειχθεί η αληθινή φύση της Χριστιανοσύνης, με τον Ιησού ως πρότυπη μορφή. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κίρκεγκωρ αναλώθηκε σε μια διαρκή και απερίφραστη επίθεση κατά της κρατικής Εκκλησίας της Δανίας.

Στις 2 Οκτωβρίου 1855 ο Κίρκεγκαρντ κατέρρευσε στο δρόμο υποφέροντας από παράλυση στα πόδια και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Φρέντερικς. Η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί εξαιτίας του εκτενούς και κοπιαστικού συγγραφικού έργου και της συμμετοχής του σε δημόσιες αντιπαραθέσεις. Στους ελάχιστους δικούς του ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, δήλωσε:«Επιθυμώ σφόδρα να πεθάνω· δεν έχω τη βεβαιότητα πως πέτυχα να εκπληρώσω την αποστολή μου.Οι άνθρωποι ακούν καλύτερα ό,τι λέγεται από έναν νεκρό παρά από έναν ζωντανό».

Στο διάστημα που παρέμεινε στο νοσοκομείο αρνήθηκε να μεταλάβει από ιερέα της εκκλησίας, καθώς θεωρούσε τους ιερείς, δημόσιους υπαλλήλους και όχι υπηρέτες του Θεού. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου στο Νοσοκομείο Φρέντερικς, πιθανόν λόγω κάποιας πάθησης στη σπονδυλική στήλη ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, από πνευμονική λοίμωξη. Αποφασίστηκε να γίνει η κηδεία του στον πιο σπουδαίο ναό της Κοπεγχάγης, στον Φρούε Κίρκε (Frue Kirke), την Κυριακή 18 Νοεμβρίου ώστε να διευκολυνθεί η προσέλευση του κόσμου. Ο αδελφός του Κίρκεγκωρ, ο Πίτερ, επρόκειτο να εκφωνήσει την ομιλία κηδείας. Η συμμετοχή του λαού στην κηδεία ήταν μαζική.

Ο ναός ήταν ήδη κατάμεστος, όταν ένα πλήθος εξαθλιωμένων ανθρώπων προσέγγισε τη σoρό. Δεν υπήρχε κανένας κληρικός στον ναό εκτός από τον Πίτερ Κίρκεγκωρ και τον Ντιν Τράιντ (Dean Tryde), ο οποίος θα τελούσε τη λειτουργία στο μνήμα. Έμοιαζε σαν να επρόκειτο να ξεσπάσει αναταραχή για τον τρόπο με τον οποίο η κατεστημένη εκκλησία είχε πάρει στην κατοχή της το σώμα του νεκρού. Εντούτοις, την τελευταία στιγμή, μια μεγάλη ομάδα φοιτητών προωθήθηκε γύρω από το νεκρικό κρεββάτι για να το περιφρουρήσει. Η ομιλία του Πίτερ εκφωνήθηκε με μεγάλη διακριτικότητα και αποσόβησε με ηρεμία την εκρηκτική διάθεση του χριστιανικού ελεγχόμενου πλήθους.

Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο Ασιστένς Κίρκεγκωρ (Assistens Kirkegård) στην περιοχή Νόρεμπρο της Κοπεγχάγης. Στα κοιμητήρια που επρόκειτο να κηδευτεί ο Κίρκεγκωρ, ο ανεψιός του Χένρικ Λουντ (Henrik Lund) προκάλεσε αναταραχή καθώς πήρε το λόγο και διαμαρτυρήθηκε έντονα για το γεγονός ότι ο Κίρκεγκωρ κηδευόταν από την επίσημη Εκκλησία παρόλο που σε όλη του την ζωή είχε απομακρυνθεί από αυτή και την είχε αποκηρύξει. Ο Τράιντ του υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το νόμο, σε μια κηδεία επιτρεπόταν να έχουν το λόγο μόνο οι διορισμένοι λειτουργοί. Το πλήθος στη συνέχεια διαλύθηκε σταδιακά καθώς το ψύχος ήταν έντονο. Ο Λουντ πλήρωσε πρόστιμο αργότερα για αυτό το περιστατικό. Ο Κίρκεγκωρ τάφηκε στον οικογενειακό τάφο αλλά χωρίς να γίνει γνωστό σε ποιο σημείο ακριβώς.

«Είναι πράγματι αλήθεια ότι η φιλοσοφία λέει: η Ζωή πρέπει να γίνεται αντιληπτή προς τα πίσω. Αλλά αυτό κάνει κάποιον να ξεχάσει το άλλο ρητό, ότι πρέπει να τη ζούμε προς τα εμπρός. Όσο περισσότερο το αναλογίζεται κανείς αυτό, τόσο περισσότερο αποδεικνύεται ότι η ζωή στην προσωρινή ύπαρξη ουδέποτε γίνεται αρκετά κατανοητή, ακριβώς διότι σε καμία στιγμή δεν μπορώ να βρω απόλυτη ησυχία για να υιοθετήσω την προς τα πίσω θεώρηση»

Ο Κίρκεγκωρ έχει χαρακτηριστεί χριστιανός υπαρξιστής, θεολόγος, Πατέρας του Υπαρξισμού, φιλολογικός κριτικός, ευθυμογράφος, ψυχολόγος, ποιητής και φιλόσοφος. Δύο από τις διασημότερες ιδέες του Κίρκεγκωρ ήταν η «υποκειμενικότητα» και το «άλμα προς την πίστη», που συνήθως αναφέρεται ως «άλμα πίστης»

Το άλμα πίστης είναι η άποψη που διακρατούσε ο Κίρκεγκωρ όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο πρέπει να πιστεύει στον Θεό ή να ενεργεί όταν αγαπά. Δεν αποτελεί τόσο συνειδητή απόφαση όσο υπερβατικότερη εκλογίκευση υπέρ της ανεξιχνίαστης πίστης. Θεωρούσε ότι το να πιστεύει κανείς σημαίνει ότι ταυτόχρονα αμφιβάλει. Έτσι, για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει πράγματι πίστη στον Θεό, θα πρέπει επίσης να αμφιβάλει για την ύπαρξη του Θεού· η αμφιβολίααποτελεί το έλλογο μέρος της σκέψης του ατόμου, χωρίς την οποία η πίστη δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα. Η αμφιβολία αποτελεί απαραίτητο και θεμελιώδες στοιχείο της πίστης. Με απλά λόγια, το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει ο Θεός, χωρίς να έχει αμφιβάλει ποτέ για την ύπαρξη ή την καλοσύνη του Θεού, δεν αποτελεί αξιόλογο είδος πίστης. Για παράδειγμα, δεν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι υπάρχει το μολύβι ή το τραπέζι εφόσον μπορεί να το δει και να το αγγίξει. Παρόμοια, το να πιστεύει κανείς στον Θεό σημαίνει να έχει την επίγνωση ότι ασκεί πίστη στον Θεό παρόλο που δεν μπορεί να Τον προσεγγίσει μέσω των αισθήσεών του.

Σόρεν Κίρκεγκαρντ. H ανακάλυψη του αληθινού ατόμου

Το ερώτημα: Το ανθρώπινο άτομο έχει μεγαλύτερη αξία ή το είδος; Η συγκεκριμένη εκάστοτε ατομική ύπαρξη τίθεται πάνω από τη γενικότητα, από την καθολικότητα ή το αντίστροφο; Με βάση τη δυναμική του ερωτήματος, από την αρχαία εποχή έως και σήμερα έχει αναπτυχθεί ένας πλούσιος, όχι σπάνια αντιθετικός, φιλοσοφικός προβληματισμός χωρίς αρχή και τέλος. Αυτό δείχνει ότι η ουσία του ατόμου δεν είναι κάτι το αυτονόητο και προφανές. Απασχολεί σοβαρά τη φιλοσοφία και κάθε αντίστοιχη θεώρηση αποτελεί έναν σχετικό, όχι απόλυτο οδοδείκτη. Το να καταλαβαίνουμε νωρίς τον προορισμό μας, το να βρίσκουμε την αλήθεια που προσιδιάζει σε μας, την ιδέα που μας «κατευθύνει προς ένα αστέρι» (Χάιντεγκερ), όλα αυτά είναι στοιχεία που δεν αντιπροσωπεύουν τα πράγματα, την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά τη μοναδικότητα της ατομικότητάς μας, την οντολογική μας συνθήκη και συνδέονται με μια καθορισμένη εκάστοτε μαρτυρία ζωής.

Μια τέτοια μαρτυρία ζωής είναι ο ίδιος ο Κίρκεγκαρντ (1813–1855). Τι μαρτυρεί η ζωή του; Πως είχε μαζέψει όλη την καταιγίδα, τη σχετική με τον αφανισμό της ανθρώπινης-ατομικής ύπαρξης. Η ανθρώπινη ύπαρξη κινδυνεύει καθημερινά να αφανιστεί μέσα στην ανεξέλεγκτη εξωτερικότητα. Η ζωή μας είναι παγιδευμένη στη διχαστική και πολωτική αντίθεση υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ο Χέγκελ επιχείρησε να υπερβεί αυτή την αντίθεση μέσα από τον διαλεκτικό Λόγο του πνεύματος, του απόλυτου: Η αλήθεια είναι το όλο.

Ο Κίρκεγκαρντ επιδίδεται σε έναν ενδοσκοπικό συλλογισμό γύρω από το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης: ο άνθρωπος δεν προορίζεται να είναι οικονομικό μέγεθος, εξάρτημα μηχανών και μηχανισμών, υπήκοος ενός σιδερόφρακτου συστήματος του κόσμου. Απεναντίας ανάγει την ουσία του στο Ατομο, μέσα από το οποίο πρέπει να περάσει η ιστορία, ο χρόνος, ο ανθρώπινος κόσμος ως ολότητα.

Ο Κίργκεγκαρντ τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην αγωνία, έτσι όπως τη βίωνε ως αγωνία έναντι στο μηδέν και έναντι στο υπάρχειν. Τον διαχώριζε από το Εγώ άλλων φιλοσόφων που ύψωναν/υψώνουν συστήματα για θέα και όχι για οίκηση. Όπως έλεγε, “δεν ωφελεί να κτίζει κανείς λαμπρά οικοδομήματα, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, και να μένει σε καλύβα”. Πρέπει να οικούμε την αλήθεια άμεσα, βιωματικά και όχι να ομιλούμε αφηρημένα για αυτή. Πρέπει να έχουμε κοινό πεπρωμένο με την αλήθεια, να γινόμαστε οι ίδιοι αλήθεια.

Αλλά ποια αλήθεια;

Εκείνη του ζην όχι ως μιας βιολογικής διαπόρευσης, αλλά ως υποστασιακής εγρήγορσης, ως υψηλής αυτοσυνειδησίας, ως υπόστασης που τείνει διαρκώς να υπερβαίνει τον εαυτό της ως προφάνεια, ως αντι-κειμενικότητα. Η αλήθεια επομένως, για τον φιλόσοφο, δεν αφορά σε κάποιο διανοητικό, ιδεολογικό ή κοσμοθεωρητικό σχήμα που καθιστά το άτομο αντι-κείμενο, πράγμα, αλλά στον εαυτό της ως εκείνον τον εαυτό που το ανθρώπινο άτομο καλείται κάθε φορά να προτάσσει ως αίτημα ζωής.

Προσωπογραφία του Σαίρεν Κίρκεγκωρ γύρω στο 1840



Τα ημερολόγια του

Τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ίδιου του Κίρκεγκωρ και του έργου του. Στα ημερολόγιά του περιλαμβάνονται πάνω από 7.000 χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες στις οποίες περιγράφονται σημαντικά γεγονότα, στοχασμοί, σκέψεις σχετικά με τα έργα του και σχόλια για καθημερινά ζητήματα. Η επιμέλεια και η έκδοση της πλήρους συλλογής των ημερολογίων στη δανική έγινε σε 13 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε 25 βιβλιοδετικές θήκες περιλαμβανομένων και των ευρετηρίων. Η πρώτη έκδοση των ημερολογίων στα αγγλικά έγινε από τον Αλεξάντερ Ντρου (Alexander Dru) το 1938.

Τα ημερολόγιά του αποκαλύπτουν πολλές και διαφορετικές πτυχές του Κίρκεγκωρ και του έργου του και συμβάλουν ώστε να αποσαφηνιστούν πολλές από τις ιδέες του. Το καλαίσθητο και ποιητικό ύφος των ημερολογίων του ξεχωρίζει ανάμεσα στα συγγράμματά του. Ο Κίρκεγκωρ έπαιρνε στα σοβαρά τη συγγραφή των ημερολογίων του και μάλιστα έγραψε κάποτε ότι αποτελούσαν τον «πιο αξιόπιστο έμπιστό» του:

«Δεν έχω εκμυστηρευθεί ποτέ σε κανέναν. Ως συγγραφέας, το κοινό είναι κατά μία έννοια ο έμπιστός μου. Αλλά για να τιμήσω τη σχέση μου με το κοινό θα πρέπει, και πάλι, να θεωρήσω ως έμπιστούς μου τις επερχόμενες γενιές. Οι ίδιοι άνθρωποι που γελάνε με κάποιον τη μια στιγμή δεν θα μπορούσαν να γίνουν ταυτόχρονα και έμπιστοί του» — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο (4 Νοεμβρίου 1847)

Πολλοί από τους αφορισμούς που αποδίδονται στον Κίρκεγκωρ προέρχονται από τα ημερολόγιά του. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί έναν από τους αφορισμούς που παρατίθενται περισσότερο, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη δήλωση για τις μελέτες του υπαρξισμού: «Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια αλήθεια η οποία είναι αληθινή για εμένα, να βρεθεί η ΙΔΕΑ για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». Αυτό το απόσπασμα γράφτηκε την 1η Αυγούστου 1835.

Αν και τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ φωτίζουν κάποιες πτυχές της ζωής και του έργου του, ο ίδιος προνόησε ώστε να μην αποκαλύψει πολλά πράγματα μέσω αυτών. Απότομες αλλαγές στη σκέψη του, επαναλαμβανόμενες φράσεις και ασυνήθιστες εναλλαγές, περιλαμβάνονται στις τακτικές του Κίρκεγκωρ που αποσκοπούν στην συσκότιση του αναγνώστη. Ως συνέπεια, υπάρχουν πολλές παραλλαγές και ερμηνείες των ημερολογίων του. Εντούτοις, ο Κίρκεγκωρ δεν αμφισβήτησε τη σπουδαιότητα που θα είχαν στο μέλλον τα ημερολόγιά του. Το 1849, ο Κίρκεγκωρ έγραψε:

«Μόνο ένας νεκρός μπορεί να τα καταφέρει με την κατάσταση της Δανίας. Η ακολασία, ο φθόνος, το κουτσομπολιό και η μετριότητα επικρατούν παντού. Αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα το αποτέλεσμα της ζωής μου θα ήταν εξαιρετικό, πολλά από αυτά που απλά προχειρόγραψα στα ημερολόγιά μου θα γινόταν σημαντικά και θα είχαν μεγάλη επίδραση, διότι τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί μου και να μου εκχωρήσουν αυτό που ήταν και είναι, δικαίωμά μου.» — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο (Δεκέμβριος 1849)

Ο χριστιανισμός γίνεται κενή θρησκεία: Συνεπώς, η πολιτική δομή της κρατικής εκκλησίας είναι προσβλητική και επιζήμια για το άτομο, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει «χριστιανός» χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει το να είναι κάποιος χριστιανός. Είναι επίσης επιζήμιο για την ίδια τη θρησκεία καθώς υποβιβάζει τη χριστιανοσύνη σε παράδοση του συρμού την οποία ενστερνίζονται άπιστοι «πιστοί», με τη «λογική της αγέλης».

«Αν η εκκλησία είναι «ανεξάρτητη» από το κράτος, είναι όλα εντάξει. Θα μπορούσα άμεσα να αποδεχθώ μια τέτοια κατάσταση. Αν όμως η εκκλησία πρόκειται να χειραφετηθεί, τότε θα πρέπει να ρωτήσω: Με τι μέσα, με ποιον τρόπο; Ένα θρησκευτικό κίνημα θα πρέπει να υπηρετείται θρησκευτικά, διαφορετικά αποτελεί μια φενάκη! Κατά συνέπεια, η χειραφέτηση θα πρέπει να συμβεί μέσω μαρτυρίου, αιματηρά ή αναίμακτα. Το κόστος αυτής της εξαγοράς είναι η πνευματική νοοτροπία. Αλλά εκείνοι που εύχονται να γίνει η χειραφέτηση της εκκλησίας με πολιτικά ή εγκόσμια μέσα (δηλ. χωρίς μαρτύριο), έχουν εισαγάγει μια αντίληψη της ανοχής τελείως σύμφωνη με εκείνη όλου του κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ανοχή ισοδυναμεί με την αδιαφορία, πράγμα που αποτελεί την πιο τρομερή προσβολή κατά της χριστιανοσύνης. […] Το δόγμα της κατεστημένης εκκλησίας, η οργάνωσή της, είναι και τα δύο πράγματι πολύ καλά. Ω, υπάρχουν όμως και οι ζωές μας: πιστέψτε με, είναι πράγματι αξιολύπητες.»— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο (Ιανουάριος 1851)

Με βολές κατά της ανεπάρκειας και της διαφθοράς των χριστιανικών εκκλησιών, ο Κίρκεγκωρ προλαβαίνει φιλοσόφους όπως ο Νίτσε οι οποίοι άσκηασαν κριτική στην χριστιανική θρησκεία.

«Ρωτάω: Τι νόημα έχει όταν συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν όλα όπως θα έπρεπε να είναι, αποκαλώντας τους εαυτούς μας χριστιανούς σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, όταν τα πρότυπα της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχουν στη ζωή μας; Την τρομακτική δυσαναλογία που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση πραγμάτων την έχουν αντιληφτεί πολλοί. Η μορφή που δίνουν στα πράγματα είναι η εξής: Η ανθρώπινη φυλή έχει ξεπεράσει τον χριστιανισμό.» – Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο (19 Ιουνίου 1852)

Ο Κίρκεγκωρ προέβλεψε την υστεροφημία του και προείδε ότι το έργο του θα γινόταν αντικείμενο έντονης μελέτης και έρευνας. Στα ημερολόγία του είχε γράψει:

«Η εποχή μας δε χρειάζεται κάποια μεγαλοφυία —έχει αρκετές μεγαλοφυίες, αλλά έναν μάρτυρα, ο οποίος για να διδάξει τους ανθρώπους να υπακούν θα γίνει ο ίδιος υπάκουος μέχρι θανάτου. Η εποχή μας χρειάζεται αφύπνιση. Έτσι, κάποια μέρα, όχι μόνο τα γραπτά μου αλλά όλη η ζωή μου, όλο το περίπλοκο μυστήριο του συστήματος [δηλ. το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Κίρκεγκωρ] θα μελετάται ξανά και ξανά. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που με βοηθάει ο Θεός και έτσι η τελευταία μου ευχή θα είναι όλα να είναι προς δόξαν Του.»

Στο ημερολόγιό του ο Κίρκεγκωρ έγραψε σχετικά με την αγάπη του για την Ρεγκίνε:

«Ω της καρδιάς μου δέσποινα, αποθησαυρισμένη στα πιο απρόσιτα κελιά του κάστρου της καρδιάς μου, ο νους μου όλος είν’ εκεί… ω άγνωστη θεά! Ναι, μπορώ να πιστέψω πράγματι στων ποιητών τους μύθους, πως, όταν πρωτοθωρεί κανείς τον έρωτά του, μοιάζει η όψη της να ‘ρχεται από παλιά, πως η αγάπη ολάκερη—σαν σύμπασα τη γνώση—είναι στη μνήμη ριζωμένη, πως κι η αγάπη είν’ κι αυτή προφήτισσα, του λόγου της […] Μου φαίνεται πως και να σώρευα όλων των νιων το κάλλος, μόλις που θα κατάφερνα ν’ αγγίξω το δικό σου· και πως, για νά βρω τον χαμένο μου τον τόπο, εκείνον που μου δαχτυλοδειχτεί το πιο βαθύ μυστήριο όλης της ύπαρξής μου, όλο τον κόσμο θα ’πρεπε να τονε περιπλεύσω· και την επόμενη στιγμή είσαι τόσο κοντά μου, πληρώνοντας το πνεύμα μου με τέτοια ισχύ και σθένος, που γίνομαι άλλος άνθρωπος και νιώθω τι όμορφα που ’ναι να ’μαι εδώ.» — Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο (2 Φεβρουαρίου 1839)

Ο Κίρκεγκωρ τόνισε επίσης τη σημασία της προσωπικότητας του ατόμου και τη σχέση που έχει η προσωπικότητα του ατόμου με τον κόσμο καθώς στηρίζεται στην αντανάκλαση του ίδιου του εαυτού της και στην ενδοσκόπηση. Στο έργο του Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία υποστηρίζει ότι «η υποκειμενικότητα είναι μια αλήθεια» και ότι «η αλήθεια είναι υποκειμενική».

Αυτή η άποψη αφορά τη διάκριση μεταξύ τού τι είναι αντικειμενικά αληθές και της υποκειμενικής σχέσης του ατόμου (όπως, για παράδειγμα, αδιαφορία ή αφοσίωση) με αυτή την αλήθεια. Άτομα που με οποιοδήποτε τρόπο πιστεύουν τα ίδια πράγματα μπορεί να σχετίζονται με αυτά τα πιστεύω με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Δύο άτομα μπορεί να πιστεύουν αμφότερα ότι πολλοί γύρω τους είναι φτωχοί και χρειάζονται βοήθεια, αλλά η επίγνωση αυτού του γεγονότος μπορεί να οδηγήσει μόνο τον ένα, να πάρει την απόφαση να βοηθήσει ενεργά τους φτωχούς.

Εντούτοις, ο Κίρκεγκωρ κατά κύριο λόγο εξετάζει την υποκειμενικότητα σε σχέση με τα θρησκευτικά ζητήματα. Όπως ήδη σημειώθηκε, υποστηρίζει ότι η αμφιβολία αποτελεί στοιχείο της πίστης και ότι είναι αδύνατο να αποκτηθεί οποιαδήποτε αντικειμενική βεβαιότητα σχετικά με τις θρησκευτικές διδασκαλίες, όπως είναι η ύπαρξη του Θεού και η ζωή του Ιησού. Το μέγιστο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αποβλέπει θα ήταν το συμπέρασμα ότι είναι πιθανό οι χριστιανικές διδασκαλίες να είναι αληθείς, αλλά αν ένα άτομο θα πίστευε αυτές τις διδασκαλίες μέχρι του σημείου που φαίνεται πιθανό ότι είναι αληθείς, τότε αυτό το άτομο δεν θα ήταν καθόλου γνήσια θρησκευόμενο. Η πίστη συνίσταται στην υποκειμενική σχέση της απόλυτης αφοσίωσης με αυτές τις διδασκαλίες.

Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ σε καφενείο. Ελαιογραφία από τον Κρίστιαν Ολάβιους, 1843



Οι τρεις σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης

Ο Κίρκεγκωρ παρουσιάζει στα έργα του τρεις κοσμοθεωρητικές κινήσεις: την αισθητική, την ηθική και τη θρησκευτική. Με αυτές δηλώνει τρεις αντίστοιχους τρόπους, σφαίρες ή στάδια ύπαρξης που μπορεί να βιώνει ο άνθρωπος. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο άνθρωπος ανήκει αποκλειστικά σε μία από αυτές τις «σφαίρες ύπαρξης» καθώς σε διάφορες φάσεις ή στάδια της ζωής του μπορεί να μετακινείται από τη μία στην άλλη. Ο αισθητικός τύπος έχει την τάση «να ζει για τη στιγμή», για οτιδήποτε διασκεδαστικό, ενθουσιώδες ή ενδιαφέρον του προκύπτει. Η ζωή του στερείται σταθερότητας και προσήλωσης σε έναν μόνιμο σκοπό και αλλάζει πορεία κατά τη διάθεση ή την περίσταση. Οι εξωτερικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή ενός τέτοιου ατόμου, που πολύ πιθανόν το οδηγούν στη μοιρολατρία.

Ο ηθικός τύπος παρουσιάζεται να επικεντρώνεται στην προσωπικότητά του και στην αυτογνωσιακή«επιλογή του εαυτού». Σε αντίθεση με τον αισθητικό τύπο ανθρώπου, η προσοχή του ηθικού τύπου είναι στραμμένη προς την ίδια του τη φύση, την ουσιώδη πραγματικότητά του ως ανθρώπινου όντος, το οποίο διαθέτει συγκεκριμένες ικανότητες, κλίσεις και πάθη. Έχει την τάση να αναλαμβάνει τις ευθύνες του ενσυνείδητα και οικειοθελώς. Θέτει μια «υψηλή μορφή» ως πρότυπο και εργάζεται ώστε να το μιμηθεί. Όσον αφορά τον θρησκευτικό τύπο, αυτός θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί «το υψηλότερο πάθος του ανθρώπου». Αυτό προϋποθέτει ότι το άτομο είναι πλέον ηθικά ευαίσθητο και ώριμο για να βιώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης.

Η διάσταση που υφίσταται μεταξύ του ηθικού και θρησκευτικού τύπου γίνεται φανερή στην περίπτωση της απόπειρας να θυσιάσει ο Αβραάμ το γιο του. Για να ανταποκριθεί στη θεϊκή επιταγή θα έπρεπε όχι μόνο να ξεπεράσει τα πατρικά αισθήματα αγάπης, αλλά και τη βαθιά ριζωμένη ηθική που απαγορεύει το φόνο ενός αθώου ανθρώπου. Ενώ ο Αγαμέμνων αποφασίζει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για το κοινό καλό και μπορεί να «ευφρανθεί στην ασφάλεια της καθολικότητας», ο «βασιλιάς της πίστης» Αβραάμ έχει υπερβεί το ηθικό στάδιο και την έλλογη σκέψη και συμπεριφορά και έθεσε τον εαυτό του σε «απόλυτη σχέση με το απόλυτο».

Σύμφωνα με αυτή την οπτική, τα ηθικά προστάγματα λαμβάνουν «εντελώς διαφορετική έκφραση». Αυτή η θρησκευτική πίστη βρίσκεται πέραν της αιγίδας των ανθρώπινων κριτηρίων περί της λογικής και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι συνέπειές της με αυτούς τους όρους.

Αναφορικά με τις θρησκευτικές απόψεις του Κίρκεγκωρ, ο Σαρτρ προβάλλει το σύνηθες επιχείρημα κατά της ύπαρξης του Θεού: Αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, τότε συνάγεται από τη σημασία του όρου αισθητικός, ότι ένα ον με αισθήσεις δεν μπορεί να είναι πλήρες ή τέλειο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν, ο Θεός θα ήταν pour-soi [ένα ον με αισθήσεις και συνειδητότητα] ο οποίος θα ήταν ταυτόχρονα και en-soi [ένα ον σε μη συνειδητή κατάσταση πληρότητας], το οποίο αποτελεί αντίφαση.

Ο Σαρτρ συμφωνεί με την ανάλυση του Κίρκεγκωρ ότι ο Αβραάμ ένιωσε έντονη ανησυχία (ο Σαρτρ την ονομάζει «αγωνία»), αλλά ο Σαρτρ δεν συμφωνεί με το ότι ο Θεός του είπε να το κάνει. Στη διάλεξή του, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός, αναφέρει: “Ο άνθρωπος που ψεύδεται αυτοδικαιούμενος, λέγοντας ότι «κανένας δεν θα το κάνει», θα πρέπει να έχει ανήσυχη τη συνείδησή του, διότι το ψεύδος υπονοεί ότι υφίσταται μια ευρύτερη αξία την οποία αρνείται. Η προσπάθεια απόκρυψής της αποκαλύπτει την αγωνία του. Αυτή την αγωνία αποκάλεσε ο Κίρκεγκωρ «αγωνία του Αβραάμ». Είναι γνωστό το ιστορικό: Ένας άγγελος διέταξε τον Αβραάμ να θυσιάσει το γιο του· η υπακοή ήταν υποχρεωτική, αν πραγματικά ήταν άγγελος αυτός που είχε εμφανιστεί και του είχε πει: «Αβραάμ, θυσίασε το γιο σου». Αλλά οποιοσδήποτε θα βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση θα αναρωτιόταν, πρώτον, αν ήταν εκείνος πράγματι ένας άγγελος και δεύτερον, αν το ίδιο το άτομο είναι ο Αβραάμ. Ποιες είναι οι αποδείξεις; Κάποια γυναίκα που πάσχει από παραισθήσεις λέει ότι την τηλεφωνούν και τις δίνουν εντολές. Ο γιατρός ρωτάει: «Ποιος είναι αυτός που σου μιλάει;» Εκείνη απαντάει: «Λέει ότι είναι ο Θεός». Τι θα αποδείκνυε, στην πραγματικότητα, σε αυτή τη γυναίκα ότι ήταν ο Θεός; Αν ένας άγγελος εμφανιζόταν σε εμένα, τι θα με έπειθε ότι είναι άγγελος; Ή, αν ακούω φωνές, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι προέρχονται από τον ουρανό και όχι από την κόλαση, ή από το δικό μου υποσυνείδητο ή από κάποια παθολογική κατάσταση; Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι φωνές πράγματι απευθύνονται σε εμένα;”

Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν εξέφρασε την άποψη ότι ο Κίρκεγκωρ ήταν «με διαφορά, ο πιο εξέχων διανοητής του δέκατου ένατου αιώνα». Αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα που επηρέασε τη σύγχρονη διανόηση.

Έμμεση δημοσίευση και συγγραφή με χρήση ψευδωνύμων

Ο Κίρκεγκωρ έγραψε τα μισά από τα έργα του με τη «μάσκα» διαφόρων ψευδώνυμων χαρακτήρων που δημιουργούσε ο ίδιος για να αναπαραστήσει διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Αυτή η μέθοδος ήταν μέρος των έμμεσων δημοσιεύσεών του. Σύμφωνα με διάφορα αποσπάσματα από τα έργα και τα ημερολόγιά του, όπως το έργο Η Άποψη για το Έργο μου ως Συγγραφέα, ο Κίρκεγκωρ έγραφε με αυτό τον τρόπο αποσκοπώντας να αποφύγει την αντιμετώπιση των έργων του ως ενιαίου φιλοσοφικού συστήματος με συγκεκριμένη συστηματική δομή. Στο έργο του Η Άποψη, ο Κίρκεγκωρ έγραψε: «Στα ψευδώνυμα έργα, δεν υπάρχει ούτε μία λέξη που να είναι δική μου. Δεν έχω καμία άποψη για αυτά τα έργα παρά μόνο ως τρίτος, καμία κατανόηση της έννοιάς τους παρά μόνο ως αναγνώστης, δεν έχω την παραμικρή προσωπική σχέση με αυτά».

Ο Κίρκεγκωρ χρησιμοποίησε την έμμεση δημοσίευση ώστε να καταστήσει δύσκολη την επιβεβαίωση τού αν ο ίδιος διακρατούσε ή όχι τις απόψεις που παρουσιάζονται στα έργα του. Ήλπιζε ότι οι αναγνώστες του απλά θα διάβαζαν το κάθε έργο με τη δική του αξία, χωρία να αποδίδουν στο έργο κάποια πτυχή της δικής του ζωής. Επίσης, ο Κίρκεγκωρ δεν ήθελε να αντιμετωπίσουν οι αναγνώστες το σύνολο του έργου του ως ένα εξουσιοδοτημένο σύστημα, αλλά μάλλον να αναζητήσουν στον εαυτό τους την ερμηνεία του.

Οι πρώιμοι μελετητές του έργου του Κίρκεγκωρ, όπως ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor Ludwig Wiesengrund Adorno), αγνόησαν τις προθέσεις του Κίρκεγκωρ και υποστήριξαν ότι ολόκληρο το συγγραφικό έργο του θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως προσωπικές και θρησκευτικές απόψεις του ίδιου του συγγραφέα. Αυτή, όμως, η άποψη οδηγεί σε σημαντική σύγχυση και πολλές αντιφάσεις οι οποίες καθιστούν το έργο του Κίρκεγκωρ ασυνάρτητο. Όμως, πολλοί μεταγενέστεροι μελετητές όπως οι μεταστρουκτουραλιστές, σεβάστηκαν τις προθέσεις του Κίρκεγκωρ και ερμήνευσαν το έργο του αποδίδοντας τα ψευδώνυμα κείμενα στους αντίστοιχους συγγραφείς.

Τα πιο σημαντικά ψευδώνυμα που χρησιμοποίησε ο Κίρκεγκωρ με χρονολογική σειρά είναι τα εξής:

Βίκτορ Ερημίτης (Victor Eremita), εκδότης του Είτε – Είτε
Α (A), συντάκτης πολλών άρθρων του Είτε – Είτε
Δικαστής Ουίλιαμ (Judge William), συγγραφέας των αντεπιχειρημάτων του Α στο Είτε – Είτε
Ιωάννης της Σιωπής (Johannes de Silentio), συγγραφέας του Φόβου και Τρόμου
Κωνσταντίνος Κωνστάντιος (Constantin Constantius), συγγραφέας του πρώτου μισού της Επανάληψης
Νεαρός, συγγραφέας του δεύτερου μισού της Επανάληψης
Βιτζίλιους Χαουφνιένσις (Vigilius Haufniensis), συγγραφέας της Έννοιας της Αγωνίας
Νικόλαος Νοταμπένε (Nicolaus Notabene), συγγραφέας των Προλόγων
Ιλάριος Βιβλιοδέτης (Hilarius Bookbinder), εκδότης των Σταδίων της Ύπαρξης
Ιωάννης της Κλίμακος (Johannes Climacus),[30] συγγραφέας των Φιλοσοφικών Ψιχίων και του Afsluttende uvidenskabelig Efterskrift
Ίντερ ετ Ίντερ (Inter et Inter), συγγραφέας της Κρίσης στη Ζωή μιας Ηθοποιού
Χ.Χ. (H.H.), συγγραφέας των Δύο Ηθικοθρησκευτικών Πραγματειών
Αντικλίμακος (Anti-Climacus), συγγραφέας της Ασθένειας Προς Θάνατον και των Πρακτικών του Χριστιανισμού

Αποφθέγματα του

*Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους

*Οι άνθρωποι απαιτούν ελευθερία λόγου σαν αντιστάθμισμα στην ελευθερία σκέψης που σπάνια χρησιμοποιούν.

*Το μίσος είναι η αγάπη που έχει ξεμεθύσει.

*Πέρα από το γεγονός ότι η αδράνεια είναι η ρίζα όλων των κακών, είναι μάλλον το μόνο πραγματικά καλό.

*Η κατάσταση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών: μία άμαξα όπου ο οδηγός είναι Εβραίος, ο επιβάτης Χριστιανός, ενώ στο πορτ παγκάζ είναι στοιβαγμένος ο Μουσουλμάνος.

*To πλήθος (όχλος) είναι το αντίθετο της αλήθειας

*H αλήθεια είναι πάντα με το μέρος της μειοψηφίας

@Κ.Ν. 2009




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου