H προοπτική ενός φαραωνικού σχεδίου θαμπώνει κάπως την αδυναμία που υπάρχει και κλείνει το μάτι στην αμηχανία που εκ των πραγμάτων δημιουργείται.
Το σχέδιο για πλωτή διασύνδεση της Θεσσαλονίκης και του Αιγαίου με τον Δούναβη μέσω της διαπλάτυνσης και εμβάθυνσης του Αξιού ποταμού χρονολογείται από τη δεκαετία του 1960, τότε που η γενική αντίληψη ήταν πως όλα είναι δυνατά. Ιδιαίτερα τα μεγάλα. Έκτοτε επανέρχεται από καιρού εις καιρόν, αν και η αλήθεια είναι ότι μετά τη μεταπολίτευση η σχετική φιλολογία ατόνισε και επί δεκαετίες το θέμα σκέπασε η σιωπή. Η ιστορία του πλωτού διαδρόμου προς το Δούναβη εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο τα χρόνια της κρίσης. Σε μια περίοδο που στην Ελλάδα δεν μπορούμε ούτε να πούμε ούτε να κάνουμε και πολλά για να βελτιώσουμε την καθημερινότητα στην κοινωνία, τη λειτουργικότητα στο κράτος και την ανταγωνιστικότητα στην οικονομία, η προοπτική ενός φαραωνικού σχεδίου θαμπώνει κάπως την αδυναμία που υπάρχει και κλείνει το μάτι στην αμηχανία που εκ των πραγμάτων δημιουργείται.
Στην οικονομία σίγουρα έχει λόγο η πολιτική. Όπως η οικονομία και οι επιχειρήσεις έχουν λόγο στην πολιτική. Αλλά ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση η λογική καταργείται. Ιδιαίτερα στις υποδομές υπάρχει μια σειρά η οποία εν προκειμένω κωδικοποιείται ως ακολούθως:
Πρώτον, το οικονομικό κόστος του έργου, που κανείς δεν έχει υπολογίσει μέχρι στιγμής με ακρίβεια, ανέρχεται –σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις- στα 40 με 50 δισ. ευρώ. Ποσό μικρό για τα τρισεκατομμύρια των κεφαλαίων που καθημερινά «κυκλώνουν» τον πλανήτη, αλλά ασύλληπτο για την Ελλάδα και τις φτωχές χώρες της περιοχής. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι, επίσης, κανείς δεν έχει υπολογίσει το δυνητικό όφελος που θα προκύψει σε βάθος χρόνου από ένα τέτοιο έργο, η προοπτική της συγκεκριμένης επένδυσης απομακρύνεται εντελώς, τουλάχιστον με οικονομικούς και αναπτυξιακούς όρους.
Δεύτερον, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός τέτοιου έργου, τις οποίες μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει υπολογίσει. Η Ελλάδα ταλαιπωρήθηκε επί δεκαετίες με το σχέδιο για την εκτροπή που Αχελώου, το οποίο μπροστά στη διασύνδεση της Θεσσαλονίκης με το Δούναβη μοιάζει παιδικό παιχνίδι. Βρισκόμαστε ήδη στη 2η δεκαετία του 21ου αιώνα και σε αντίθεη με ότι ίσχυε 50 ή 60 χρόνια πριν οι περιβαλλοντικές παράμετροι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων της Ευρώπης και του υπόλοιπου ανεπτυγμένου κόσμου, ακόμη και σε σχέση με τις χρηματοδοτήσεις.
Τρίτον, οι πολιτικές δυσκολίες ενός τέτοιου μεγέθους διακρατικού έργου στη συγκεκριμένη περιοχή είναι τεράστιες, σχεδόν αξεπέραστες και σίγουρα ικανές να υπονομεύσουν την απαιτούμενη εμπιστοσύνη. Διότι στην υπόθεση εμπλέκονται χώρες με παρελθόν στις ευαισθησίες. Κατ’ αρχήν η Ελλάδα, που επί 30 χρόνια προσπαθεί να καθορίσει τη βαλκανική της πολιτική, χωρίς να τα καταφέρνει, αφού δεν πείθει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό. Από την άλλη η ΠΓΔΜ που επί 30 περίπου χρόνια αδυνατεί να διαχειριστεί τα θέματα της με την Ελλάδα με βάση την απλή λογική και την ιστορική αλήθεια. Από την ονομασία της μέχρι τα αγάλματα και από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και την υποψηφιότητά της για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρίτη εμπλεκόμενη χώρα είναι η Σερβία, που βρισκόταν στον πυρήνα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και στις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά τη διάλυση του πολυεθνικού κράτους οι σχέσεις της με τις υπόλοιπες «νεογέννητες» δημοκρατίες έχουν εντάσεις. Επιπροσθέτως, η Σερβία έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια διάπλατα τις πόρτες της στους Κινέζους, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τους Ρώσους. Όλα αυτά –πέρα από τις εκάστοτε συγκυρίες- εξακολουθούν να δημιουργούν αρνητικά αντανακλαστικά με μεγάλο τμήμα των Ευρωπαίων και της Δύσης γενικότερα.
Για την Ελλάδα η ανακίνηση ενός θέματος διασύνδεσης του Αιγαίου με το Δούναβη μέσω του Αξίου συνδέεται ευθέως με το ρόλο της χώρας στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Πιθανώς η σημερινή κυβέρνηση, που αποθεώνει την πολιτική που γίνεται στο ανώτερο επίπεδο και πίσω από κλειστές πόρτες, να αναζητά τρόπους να επιστρέψει η Ελλάδα στην περιοχή. Μια φιλοδοξία θεμιτή, μόνο που η πραγματική ευκαιρία να αναδειχθεί η χώρα μας μέσω της Βόρειας Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης σε προνομιακό εταίρο των βαλκανικών χωρών –και ως ένα βαθμό ρυθμιστή των οικονομικών εξελίξεων- χάθηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Τότε που η περιοχή ήταν απολύτως ζαλισμένη από τις στροφές και τις περιστροφές της ιστορίας και ο εγχώριος επιχειρηματικός κόσμος διάθετε ιδιαίτερο δυναμισμό, αλλά το «κράτος των Αθηνών» ενδιαφερόταν περισσότερο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και για την τόνωση του Χρηματιστηρίου. Τότε που η Ευρώπη, αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις, ενδεχομένως θα στήριζε τις ελληνικές πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα στα πολιτικώς και οικονομικώς «ευαίσθητα κι αδύναμα» Δυτικά Βαλκάνια, αλλά το μοναδικό ελληνικό ενδιαφέρον ήταν η ένταξη στην Ευρωζώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου