Βρισκόμαστε στο τέλος Απριλίου του 1945. Δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή η αυτοκτονία του Χίτλερ. Ο γερμανικός στρατός δίνει τις τελευταίες οδομαχίες μέσα στην καρδιά του, το Βερολίνο, απέναντι στους Σοβιετικούς. Εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά ο Στάλιν, γνώστης όσο λίγοι της δύναμης που έχει μία φωτογραφία, αναζητά την εικόνα αυτή που θα δείχνει σε όλο τον κόσμο ότι οι Σοβιετικοί είναι αυτοί που συνέτριψαν τον ναζισμό.
Ο φωτογράφος που επιλέχτηκε για να φέρει εις πέρας αυτό το έργο δεν ήταν άλλος από τον Γιεβγκένι Χαλντέι έναν νεαρό, εβραϊκής καταγωγής από την πόλη Γιουζόβκα, το σημερινό Ντόνετσκ, που είχε πάθος με την φωτογραφία από παιδί. Τότε είχε φτιάξει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή με τον φακό από τα γυαλιά της γιαγιάς του.
Σήμερα, στα 28 τα χρόνια του, ο φωτοειδησιογράφος του πρακτορείου Tass, με όπλο του μία Leica ήταν έτοιμος για την φωτογραφία της ζωής του, η όπως θα έλεγε ο ίδιος αργότερα «την φωτογραφία που περίμενα να βγάλω για πάνω από 1.400 ημέρες» (σ.σ. η διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου).
Η Σοβιετική ηγεσία του είχε ζητήσει μία φωτογραφία - απάντηση στην αντίστοιχη αμερικανική όπου μία ομάδα στρατιωτών, δύο μήνες νωρίτερα, ορθώνουν την αστερόεσσα στο Ίβο Τζίμα στην διάσημη αποτύπωση από τον Τζο Ρόζενθαϊ. Το σκηνικό για τον Χαλντέι θα ήταν το Ράιχστανγκ, στο κέντρο του Βερολίνου.
Στο κτήριο σύμβολο η σημαία με το σφυροδρέπανο είχε υψωθεί ήδη από τις 30 Απριλίου, και συγκεκριμένα από στις 11 παρά 20 το βράδυ από τον αξιωματικό Ρακχιμζχάν Κουοσχκαρμπάεβ. Μάλιστα ο Κοζάκος με το δύσκολο επίθετο περάσει την κόκκινη σημαία στο άγαλμα «Germania» στην γυναικεία φιγούρα που συμβόλιζε την Γερμανία.
Για το ανδραγάθημα του αυτό ο Κουοσχκαρμπάεβ δεν έλαβε ποτέ το Χρυσό Αστέρι μιας και ο πατέρας του είχε πέσει σε δυσμένεια από τους Σοβιετικούς. Μέχρι την 2α Μαϊού που στο Ράιχστανγκ πλησίαζε ο Χαλντέι η σημαία του 23χρόνου Κοζάκου είχε κατέβει από τους Γερμανούς μια και το κτήριο άλλαζε συνεχώς χέρια.
Ο Χαλντέι είχε μαζί του μία τεράστια σημαία ραμμένη από τρία τραπεζομάντιλα ειδικά για τον σκοπό αυτό από τον θείο του. Ζήτησε από έναν στρατιώτη να κρατήσει την σημαία από και ένας δεύτερος προσέτρεξε – με βάση την σκηνοθεσία να τον βοηθήσει. Και κάπου εδώ μπαίνει μπροστά η σοβιετική μονταζιέρα.
Σύμφωνα με τον φωτογράφο ο στρατιώτης που κράτησε την σημαία ήταν ο 18χρόνος Αλεξέι Κοβάλιον από το Κίεβο ενώ οι άλλοι που βρέθηκαν στην οροφή ήταν ο Αμπντουκλαχιμ Ισμαΐλοβ από την Κασπία και ο Λεονίντ Γκορίτσεβ από το Μινσκ. Κοινώς κανένας Ρώσος. Έτσι τα ονόματα και οι εθνικότητες που δόθηκαν επίσημα από την ΕΣΣΔ ήταν ότι στρατιώτης που ανέμισε το σφυροδρέπανο ήταν ο Μελίτον Καντάρια από την Γεωργία υποστηριζόμενος από τον Ρώσο Μίχαελ Γιεγκόροβ.
Την υπόλοιπη «βρόμικη δουλειά» την ανέλαβε ο ίδιος ο Χαλντέι. Ξύνοντας με μία βελόνα το αρνητικό φιλμ, έσβησε το ένα από τα δύο ρολόγια που φορούσε ο στρατιώτης – όποιος και αν ήταν αυτός - που στήριζε τον σημαιοφόρο προκειμένου να μη φανεί ότι επρόκειτο για λάφυρα πολέμου. Σύμφωνα με κάποιους άλλους το δεύτερο δεν ήταν ρολόι αλλά πυξίδα που φορούσαν αρκετοί ένστολοι Ρώσοι κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, θέλοντας να κάνει τη σκηνή πιο δραματική ο Χαλντέι αντέγραψε τον καπνό που φαίνεται στο φόντο από μια άλλη φωτογραφία.
Το στιγμιότυπο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ογκόνιοκ στις 13 Μαΐου και πέρασε στο πάνθεον των ιστορικών φωτογραφιών του 20ου αιώνα παρόλο που και άλλοι φωτογράφοι – ακόμη και νωρίτερα από τον Χαλντέι – είχαν απαθανατήσει το ίδιο κάδρο. Σαν να μην έφθαναν οι υπόλοιπες «κοπτοραπτικές» στην τελική φωτογραφία αντικαταστάθηκε και η σημαία από μία που κυμάτιζε πιο εντυπωσιακά.
Όταν μετά από χρόνια ο φωτογράφος ρωτήθηκε για όλη αυτή την επεξεργασία αρκέστηκε να απαντήσει: «είναι μια καλή φωτογραφία και σημαντική ιστορικά. Επόμενη ερώτηση». Ο Χαλντέι στον φακό του οποίου είχαν στηθεί για πορτρέτα όλοι οι ηγέτες της Ρωσίας από τον Στάλιν μέχρι τους νεότερους Γκορμπατσόφ και Γιέλτσιν έπεσε αρκετά χρόνια και αυτός σε δυσμένεια. Επίσημη δικαιολογία η χαμηλή του εκπαίδευση ενώ σύμφωνα με τον ίδιο ο λόγος ήταν η εβραϊκή του καταγωγή. Εξαιτίας της καταγωγή του στο πόλεμο δολοφονήθηκαν από τους Γερμανούς ο πατέρας του και τρεις από τις τέσσερις αδελφές του. Μερικά χρόνια πριν πεθάνει – έφυγε από την ζωή τον Οκτώβριο του 1997 – είχε δηλώσει ότι «συγχωρεί τους Γερμανούς αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει».
Ο ίδιος έζησε φτωχικά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Όλο του το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο το οποίο μετατρέπονταν σε σκοτεινό θάλαμο όποτε έπρεπε να εμφανίσει τις φωτογραφίες του. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι δουλείες του άρχισαν να ταξιδεύουν στην Δύση. Έμεινε πάντα πιστός στην τέχνη του και όταν στις αρχές της δεκαετία του '90 οι Γερμανοί του έδωσαν 10.000 μάρκα για μία έκθεση και ένα βιβλίο αυτός τα ξόδεψε για μια Rolleiflex. «Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα μία τέτοια κάμερα».
Από τον ίδιο υπάρχουν ελάχιστες φωτογραφίες ως νέου. Η πλέον χαρακτηριστική είναι αυτή που ζήτησε να του τραβήξει ο Ρόμπερ Κάπα – γνωστός από την φωτογραφία ο Στρατιώτης που πέφτει – όταν τους είπαν να αποχωρήσουν από την αίθουσα που διεξάγονταν η δίκη της Νυρεμβέργης. Στην φωτογραφία – ο Ρώσος Κάπα, όπως χαρακτήριζαν στο επάγγελμα το Χαλντέι (σ.σ. θέλουμε να πιστεύουμε για την μαχητικότητα και όχι για την σκηνοθετημένες φωτογραφίες που με τα χρόνια αποδείχθηκε ότι επιδίδονταν ο Ρόμπερτ Κάπα) – στέκεται δίπλα στον Χέρμαν Γκόρινγ – τον άνθρωπο έφθασε να βρίσκεται στο τέλος του πολέμου πίσω από τον Χίτλερ – ο οποίος προσπαθεί να αποφύγει την φωτογραφία σκεπάζοντας το πρόσωπο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου