Γράφει ο Νίκος Μπελαβίλας*
Το Λαύριο πλέον, ως το σημαντικότερο βιομηχανικό μνημείο της χώρας, με μορφή ανοιχτού μουσείου που...
περιλαμβάνει την πόλη, τους εργατικούς οικισμούς, το λιμάνι, τα εργοστάσια και τα ορυχεία, συγκροτεί ένα μοναδικό πεδίο για τη διερεύνηση της ιστορίας του, αλλά και της ευρύτερης κοινωνικής, οικονομικής και τεχνικής ιστορίας.
Οσοι μεγαλώσαμε στην Αθήνα και στον Πειραιά τη δεκαετία του ’60, θυμόμαστε τα ηλιοβασιλέματα και τα μπάνια στο Σούνιο, αλλά και κάτι ακόμη: την εικόνα μιας σκουριασμένης, καπνισμένης πόλης πίσω από τους καταπράσινους λόφους, με καμινάδες δίπλα στη θάλασσα, σκοτεινά χάσματα στα δάση, στοές ορυχείων και σιδηροτροχιές στις ερημιές.
Ολος ο κοσμοπολιτισμός και ο τουριστικός μοντερνισμός της νέας τότε παραλιακής λεωφόρου τελείωνε λίγο πιο πέρα από τις Καβοκολόνες, για να δώσει τη θέση του στην εργατούπολη που λες κι ερχόταν από άλλη εποχή.
Ναι, ερχόταν από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ακέραιη αλλά γερασμένη, με τα νεοκλασικά της, τα τεράστια λιθόκτιστα εργοστάσια, τις σκάλες φόρτωσης στις ακτές, τα μεταλλευτικά φρέατα και τις γαλαρίες στα βουνά.
Ξαναθυμηθήκαμε το Λαύριο τη στιγμή της κατάρρευσής του, όταν οι κάτοικοι και ο δήμαρχός του, τα συνδικάτα των μεταλλωρύχων, αλλά και κινήσεις αλληλεγγύης από την Αθήνα προσπαθούσαν με διαδηλώσεις, με μπλόκα στους δρόμους και με τα πρώτα συσσίτια της μεταπολεμικής Ελλάδας να σώσουν έναν πληθυσμό ανέργων στην άκρη της Αττικής.
Τότε ακριβώς μια ευφυής σύλληψη, μια συνέργεια και μια ιδιόμορφα τολμηρή πολιτική απόφαση οδήγησε στην εξαγορά του μεγάλου εργοστασιακού συγκροτήματος της πρώην Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου, της κύριας βιομηχανίας, και την απόδοσή του στο Πολυτεχνείο, για να δημιουργήσει εκεί ένα Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο.
Ταυτόχρονα δρομολογήθηκε το έργο της ανάπτυξης του τοπικού λιμανιού -που προχώρησε- αλλά και το έργο της επέκτασης του τρένου, που όμως η διαχρονική παθολογία των διοικήσεων του ΟΣΕ δεν κατόρθωσε ώς σήμερα να κάνει πράξη.
Το Πολυτεχνείο και ο Δήμος Λαυρεωτικής, χάρη στη γνώση ή και στο ένστικτο, έβλεπαν νωρίς, το 1990-1992, τις μεγάλες αλλαγές που έρχονταν με το νέο αεροδρόμιο των Σπάτων και επένδυσαν στην υπόθεση αυτή. Η πρόβλεψη ήταν εύστοχη.
Η πόλη σταθερά βγήκε από τη μεγάλη κρίση, άλλαξε προσανατολισμό, το Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο, ο ενεργειακός σταθμός της ΔΕΗ, το νέο λιμάνι και ο θαλάσσιος κυρίως τουρισμός έστησαν μια νέα βιώσιμη βάση.
Σε αντίθεση με τις διαδεδομένες πρακτικές, το Λαύριο εισήλθε στη φάση της ανάκαμψης ακολουθώντας έναν ασυνήθιστο δρόμο.
Ο ιστορικός κτιριακός πλούτος της πόλης, αντί να θεωρηθεί εμπόδιο, θεωρήθηκε ευλογία. Ετσι, μέσα στα πρώτα χρόνια, δεκάδες κτίρια, νεοκλασικά, βιομηχανικά, οι εγκαταστάσεις στο λιμάνι, η αγορά, οι παλαιοί σιδηροδρομικοί σταθμοί και οι γραμμές, σχεδόν όλο το κέντρο της πόλης και όλος ο εργατικός οικισμός Κυπριανού κηρύχθηκαν διατηρητέα μνημεία.
Το δασωμένο μεταλλευτικό σύμπλεγμα της ημιορεινής Λαυρεωτικής, με τα αρχαία και νεότερα μεταλλεία, κηρύχθηκε επίσης προστατευμένος δρυμός και αρχαιολογική περιοχή.
Το εγχείρημα του Τεχνολογικού-Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου προχώρησε. Αποτελεί σήμερα μια σημαντική νησίδα τεχνολογίας, ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, πολιτισμού, σε ένα περιβάλλον όπου σχηματικά μπορεί να ειπωθεί ότι δεν καταστράφηκε ούτε μια παλιά βίδα, ούτε ένα τούβλο του 19ου αιώνα, προκειμένου να γεννηθεί το νέο.
Αντίθετα, το ιστορικό τοπίο, στην αχανή έκταση των 250 στρεμμάτων και των 41 κτιρίων της πρώην βιομηχανίας όπου στεγάζεται το σύγχρονο πάρκο του Πολυτεχνείου, αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα πλεονεκτήματα για την ελκυστικότητα του χώρου.
Το ίδιο πρότυπο ακολουθήθηκε και στην υπόλοιπη πόλη. Η πόλη ζει, αναπτύσσεται και έλκει μέσα στα μνημειακά της κελύφη, διατηρώντας και αναδεικνύοντας την ταυτότητά της, αυτή που την κατέστησε μοναδική∙ την πρώτη company town στην Ελλάδα.
Μέσα σε αυτή τη διαδρομή, ένα άλλο κεφάλαιο, εξίσου σπουδαίο, βρήκε τόπο να ξεδιπλωθεί. Είναι η επιστημονική ιστορική έρευνα.
Το Λαύριο πλέον, ως το σημαντικότερο βιομηχανικό μνημείο της χώρας, με μορφή ανοιχτού μουσείου που περιλαμβάνει την πόλη, τους εργατικούς οικισμούς, το λιμάνι, τα εργοστάσια και τα ορυχεία, συγκροτεί ένα μοναδικό πεδίο για τη διερεύνηση της ιστορίας του, αλλά και της ευρύτερης κοινωνικής, οικονομικής και τεχνικής ιστορίας.
Η συστηματική δουλειά όσων έσωσαν την πόλη από την αφάνεια, των τοπικών επιστημόνων της Εταιρείας Μελετών Λαυρεωτικής και των ερευνητών που εγκαταστάθηκαν εκεί από τη στιγμή της ίδρυσης της πολυτεχνειακής «επιστημονικής αποικίας», οδήγησε στη διάσωση γιγαντιαίων αρχείων, θησαυρών ιστορικής πληροφορίας.
Τα αρχεία μαζί με τη ζώσα και την καταγεγραμμένη μνήμη των ανθρώπων, τις μαρτυρίες του κόσμου της βιομηχανίας, αναβιώνουν δίπλα στα υλικά ίχνη.
Χάρη σε αυτά το Λαύριο λειτούργησε τα τελευταία χρόνια ως διαρκές εργαστήριο έρευνας και γνώσης.
Η εικοσιπεντάχρονη εμπειρία της αναβίωσης της πόλης των μεταλλείων είναι ένα επιτυχημένο πείραμα.
Σε μια πόλη που αντιμετώπισε τη δραματική τοπική κρίση και βγήκε από αυτήν με εφόδια την ταυτότητά της και τα μνημεία της, το τοπικό επιστημονικό δυναμικό και την τεχνική της κληρονομιά.
Χρησιμοποιώντας τα ίδια τα υλικά από τα οποία ήταν φτιαγμένες η ίδια και η κοινωνία της. Στο Λαύριο, με λίγα λόγια, αντί να μεταφερθούν δανεικά, διαμορφώθηκαν νέα δυναμικά πρότυπα, με σεβασμό στις μνήμες και την παράδοση της πόλης.
Είναι ένα εντυπωσιακό αντι-παράδειγμα για όσους ισχυρίζονται ότι η αρχαιολογία και το περιβάλλον αποτελούν εμπόδια στην ανάπτυξη.
*Ο Νίκος Μπελαβίλας είναι αναπλ. καθηγητής ΕΜΠ, διευθυντής Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου