Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Απριλίου 07, 2018

Αναζήτησε την ευτυχία στα βάθη των ωκεανών και επιφύλαξε για τον εαυτό του το πιο μοναχικό τέλος



Η ιστορία του εμβληματικού δύτη που έγινε ένα με τη θάλασσα, ρέκορντμαν της εποχής του και έμπνευση για τις επόμενες γενιές

Ο ήλιος αντανακλά στη θάλασσα και κάνει το νερό να χρυσίζει. Η βάρκα σκίζει τα κύματα και στο βάθος εμφανίζονται τα απόκρημνα και αυστηρά βράχια της Αμοργού και η λευκή πινελιά της Χοζοβιώτισσας. Ένα μικρό αγόρι πηδά επιδέξια και με άνεση από βράχο σε βράχο, παίρνει τον «εξοπλισμό» του, κρυμμένος κι αυτός δίπλα στη θάλασσα, και βουτά. Απολαμβάνει ανέμελο το συναρπαστικό σύμπαν του βυθού, αγνοώντας ακόμα την τραγική απώλεια που του μέλλει σύντομα να ζήσει.

Κάπως έτσι ξεκινά μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες του κινηματογράφου, που μάγεψε με τις εικόνες και τη μουσική της, με την τρυφερή και ταυτόχρονα άγρια κατάληξη της ιστορίας. Και αποθέωσε μια για πάντα τα ατμοσφαιρικά, «αθόρυβα» και θρυλικά τοπία της Αμοργού.



Η ταινία «Απέραντο γαλάζιο» (Le Grand Bleu ήταν ο τίτλος της) του 1988, με την υπογραφή του Λικ Μπεσόν στη σκηνοθεσία και τη μουσική του Ερίκ Σερά, αποτέλεσε έναν ύμνο στο μεγαλείο της θάλασσας και των πλασμάτων της, έναν ύμνο στην προσπάθεια του ανθρώπου να αναμετρηθεί με τα όρια τα δικά του και του κόσμου. Κι επέτρεψε στους θεατές να ρίξουν μια ματιά – αν και τροποποιημένη και δραματοποιημένη, σαφώς δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ- στη ζωή ή τέλος πάντων την προσωπικότητα του Ζακ Μαγιόλ.



Του Γάλλου θρύλου της ελεύθερης κατάδυσης που αγάπησε τη θάλασσα κι ένιωθε στα βάθη της μάλλον πιο άνετα απ’ ό,τι στον κόσμο της στεριάς και είχε τη δική του φιλοσοφία σχετικά με τις υδάτινες καταβολές του ανθρώπου. Ήταν ο άνθρωπος που έγινε ένα με τον ωκεανό. Μάλιστα ο Μαγιόλ συμμετείχε στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας, η οποία βασίζεται στον ίδιο και στη σχέση του με τον επίσης δύτη Ένζο Μαγιόρκα (στην ταινία εμφανίζεται ως Μολινάρι).


Στην ταινία, τον Μαγιόλ ενσάρκωσε ο Ζαν Μαρκ Μπαρ, ενώ ο ξεχωριστός Ζαν Ρενό υποδύθηκε αριστοτεχνικά τον Σισιλιάνο Ένζο Μολινάρι με το ιδιαίτερο ταμπεραμέντο. Η Ροζάνα Αρκέτ είναι η γυναίκα που ερωτεύεται τον Μαγιόλ και καλείται να συμμετάσχει, με τον πιο δραματικό τρόπο, στο καθηλωτικό τέλος του. Ασφαλώς το «Le Grand Bleu» δεν είναι η βιογραφία του Μαγιόλ. Γνώρισε όμως στο ευρύ κοινό τον άνθρωπο που «χόρευε» στο νερό με τα δελφίνια, είχε τη θάλασσα για σπίτι του και κατέβασε από το ελίτ βάθρο, στο οποίο ήταν τότε τοποθετημένο, το άθλημα της ελεύθερης κατάδυσης. Και κατάφερε να καταδυθεί πρώτος στα 100 μέτρα, σε ηλικία 49 ετών, και στα 105 μέτρα σε ηλικία 56 ετών.
Ο άνθρωπος-δελφίνι

Γεννημένος στη Σαγκάι, Γάλλος υπήκοος, την 1η Απριλίου του 1927, ο Ζακ Μαγιόλ περνούσε κάθε χρόνο τις καλοκαιρινές διακοπές του στο Καράτσου της Ιαπωνίας. Σε ηλικία 7 ετών βουτούσε χωρίς εξοπλισμό με τον μεγαλύτερο αδελφό του στις ιαπωνικές θάλασσες, όπου και είδε για πρώτη φορά δελφίνι. Η συνάντηση αυτή έμελλε σε μεγάλο βαθμό να καθορίσει και το μέλλον του μικρού αγοριού, και, ενήλικος πια, την περιγράφει στο βιβλίο του «Homo Delphinus: The Dolphin Within Man», το 1983.



Στο πόνημα αυτό, ο συγγραφέας μοιράζεται τις θεωρίες του για τη σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα, υπογραμμίζοντας πως τα μωρά των ανθρώπων περνούν τους πρώτους μήνες της ζωής τους στο υγρό περιβάλλον της μήτρας και καλώντας τους ανθρώπους να συμφιλιωθούν με το υδάτινο ξεκίνημά τους στη ζωή. Για εκείνον, ο «Homo Delphinus» είναι ένας άνθρωπος που αγαπά τον ωκεανό και αναγνωρίζει τη σημασία της προστασίας του. Πίστευε πως οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν ποτέ πραγματικά να κατοικήσουν τους ωκεανούς, αλλά προέβλεψε πως, λίγες γενιές μετά, κάποιοι άνθρωποι θα μπορέσουν να βουτήξουν σε βάθη άνω των 200 μέτρων και να κρατήσουν την ανάσα τους έως δέκα λεπτά. Έπεσε μέσα και στα δύο.


Η αγάπη του για το υδάτινο στοιχείο και η κλίση του προς τη νομαδική ζωή του γεννήθηκε στα ταξίδια του από και προς τη Γαλλία, με ατμόπλοια, εκείνη την εποχή. Το πάθος του για τον υποβρύχιο κόσμο δεν κλονίστηκε ούτε από τον θάνατο του πατέρα του, σε καταδυτικό δυστύχημα, ενώ ο Μαγιόλ ήταν ακόμα πολύ νέος. Το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του το πέρασε περιπλανώμενος στην υφήλιο, κάνοντας διάφορες ετερόκλητες δουλειές: συγγραφέας, ανθρακωρύχος, πιανίστας και δύτης. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως διερμηνέας.

Η γνωριμία του με τα δελφίνια- ίσως η πιο καθοριστική στη ζωή του!- έγινε κατά τη διάρκεια κατάδυσής του σε ενυδρείο στο Μαϊάμι, όπου εργαζόταν. Εκεί ανέπτυξε πολύ ισχυρό δεσμό με ένα θηλυκό δελφίνι ονόματι Clown και, αψηφώντας τους κανονισμούς του ενυδρείου, βουτούσε στο νερό και κολυμπούσε με την Clown στα διαλείμματά του. Μιμούμενος εκείνη, άλλωστε, έμαθε να κρατά την ανάσα του και να κινείται με άνεση μέσα στο νερό. Ήταν η καλύτερη εκπαίδευση που θα μπορούσε ποτέ να έχει στην ελεύθερη κατάδυση, και τα πρώτα βήματα για να γίνει τελικά ο πιο εμβληματικός δύτης της εποχής του - και όχι μόνο.






Ο Μαγιόλ δεν ήταν προικισμένος με το τυπικό αθλητικό σώμα των πρωταθλητών ελεύθερης κατάδυσης ή κολύμβησης. Για να το ισορροπήσει, ενσωμάτωσε στην τεχνική του τεχνικές γιόγκα που είχε μάθει στην παιδική του ηλικία στην Κίνα, επιχειρώντας και επιτυγχάνοντας μια πνευματική ένωση με το θαλάσσιο περιβάλλον. «Για να κρατάς αποτελεσματικά την ανάσα σου, ακόμα κι αν μοιάζει παράδοξο, είναι καλύτερα να μη σκέφτεσαι πώς να την κρατήσεις» είχε πει κάποτε. «Πρέπει να γίνεις μέρος της ίδια της πράξης της μη αναπνοής».



Ήταν ήδη φτασμένος όταν ο Σισιλιάνος Ένζο Μαγιόρκα εμφανίστηκε στο προσκήνιο, διεκδικώντας το παγκόσμιο ρεκόρ με βουτιά στα 49 μέτρα το 1960 και ανεβάζοντας τον πήχη στα 54 μέτρα το 1965. Λέγεται πως ο Μαγιόλ δεν ήταν εκ φύσεως ανταγωνιστικός, όμως με τον Ένζο αναπτύχθηκε μια φιλική και εποικοδομητική «αντιπαλότητα», που έφερε πολλές φορές τον έναν απέναντι στον άλλο. Το 1966 ο Μαγιόλ έβαλε το δικό του όριο στα 60 μέτρα, βουτώντας στις Μπαχάμες. Και ακολούθησε, στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο διαρκής συναγωνισμός των δύο.



Τα πιο φημισμένα ρεκόρ τους τα πέτυχαν στην κατηγορία «χωρίς όρια», στην οποία οι δύτες έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ειδικά βαρίδια για να κατέβουν πιο βαθιά και συσκευές με αέρα για εξίσου γρήγορη άνοδο. Ο Μαγιόλ έγινε οκτώ φορές πρωταθλητής στην κατηγορία αυτή μεταξύ 1966 και 1983, ενώ το 1981 κέρδισε το παγκόσμιο ρεκόρ με κατάδυση στα 61 μέτρα σε άλλη κατηγορία, στην οποία οι δύτες κατεβαίνουν και ανεβαίνουν χωρίς καμία βοήθεια.

Το 1976 ήταν αναμφίβολα η χρονιά που «σφράγισε» τον θρύλο του, καθώς έσπασε το όριο των 100 μέτρων με κατάδυση στα 101 μέτρα, ανοιχτά του νησιού Έλβα, στην Ιταλία. Οι εξετάσεις και οι μετρήσεις των ζωτικών του ενδείξεων, τότε, έδειξαν πως οι σφυγμοί του είχαν πέσει στους 27 το λεπτό, παραπέμποντας στον μηχανισμό κατάδυσης θαλάσσιων ζώων όπως οι φώκιες και τα δελφίνια.


«Η θάλασσα είναι η ερωμένη μου» έλεγε συχνά στις συνεντεύξεις του. «Της κάνω έρωτα όταν βουτάω».

Όταν ο Μαγιόρκα αποσύρθηκε από τους διαγωνισμούς, δεν υπήρξε άλλος ικανός να αμφισβητήσει την παντοκρατορία του Μαγιόλ και τις σχεδόν υπερφυσικές επιδόσεις του. Την τελική σφραγίδα με το όνομά του στο άθλημα, την έβαλε με την κατάδυσή του το 1983, σε ηλικία 56 ετών, όταν έφτασε τα 105 μέτρα.



Το 1988 βρέθηκε ξανά στα φώτα της δημοσιότητας, με την προβολή της ταινίας «Le Grand Bleu». Στην εποχή της, ήταν η πιο επιτυχημένη γαλλική παραγωγή στην ιστορία και ενέπνευσε μια νέα γενιά καταδυτών. Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα, καθώς και οι δύο πρωταγωνιστές ενοχλήθηκαν με πτυχές της ταινίας. Ο Μαγιόλ ενοχλούνταν που το κοινό έδειχνε να μην μπορεί να δει τις διαφορές ανάμεσα στον ίδιο και τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε ο Ζαν Μαρκ Μπαρ- κάτι που είχε σχολιάσει και ο ίδιος ο ηθοποιός, σημειώνοντας πως πολλοί τον αντιμετώπιζαν σαν να είναι ο ίδιος ο Μαγιόλ και όχι ο ρόλος του. Με την ταινία δυσφόρησε αρχικά και ο Ένζο Μαγιόρκα, αν και τελικά την αποδέχθηκε μετά τον θάνατο του Μαγιόλ, ως φόρο τιμής στη μνήμη του φίλου του.



Υπήρξε και διάστημα στο οποίο ο Μαγιόλ γύρισε την πλάτη του στην ελεύθερη κατάδυση, ως ανταγωνιστικό άθλημα, και ασχολήθηκε με την προώθησή του ως μέσο αλληλεπίδρασης με τον θαλάσσιο κόσμο. Στη διάρκεια των ερευνητικών αναζητήσεών του, επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα εάν ο άνθρωπος είχε κάποια κρυμμένη δυναμική μέσα στο νερό, η οποία θα μπορούσε να εκδηλωθεί μέσω εντατικής σωματικής και ψυχολογικής εκπαίδευσης. Έκανε συχνές εμφανίσεις σε καταδυτικά σόου και άλλες εκδηλώσεις αλλά δεν σταμάτησε να επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί από την ταινία που τον ανέβασε στο βάθρο της αιώνιας αναγνωρισιμότητας.

Ο Μαγιόλ δεν σταμάτησε να βουτά ακόμα και στην 8η δεκαετία της ζωής του. Έχοντας ως βάση την Έλβα αλλά και τα νησιά Κάικος, στον Ατλαντικό, φτάνοντας σε βάθη γύρω στα 40 και 50 μέτρα.

Κι αν το νερό είχε γίνει το φυσικό του περιβάλλον, ο χρόνος δεν τον προστάτεψε από τα σημάδια του ενώ η κατάθλιψη έκανε την εμφάνισή της. Δύο μήνες πριν τον θάνατό του, είχε μιλήσει για τη μοναξιά του στον Ιταλό δύτη Ουμπέρτο Πελιτσάρι.



Και στις 22 Δεκεμβρίου του 2001, σε ηλικία 74 ετών και με την κατάθλιψη να έχει πια καταλάβει το αδάμαστο πνεύμα του, ο Μαγιόλ επιφύλαξε για τον εαυτό του το πιο μοναχικό τέλος: Κρεμάστηκε μέσα στο σπίτι του στην Έλβα. Στο σημείωμα που άφησε πίσω του, ζητούσε να αποτεφρωθεί και η στάχτη του να σκορπιστεί, πού αλλού, στη θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου