Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, ας ορίσουμε τι εννοούμε παγκόσμια μαζική εξαφάνιση. Έχουμε ήδη μάθει ότι τα είδη...
εμφανίζονται, παραμένουν για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και μετά εξαφανίζονται. Έρχονται, βλέπουν και απέρχονται.
Η εμφάνιση, η έλευση στο προσκήνιο, η «ειδογένεση», αν χρησιμοποιήσουμε τεχνικούς όρους, είναι καταρχάς θέμα τύχης. Μια γενετική αλλαγή, που ενδέχεται να προσδώσει σε έναν οργανισμό κάποιους καινοτόμους χαρακτήρες και ίσως νέα μορφή. Αποκαθίσταται έτσι στον πληθυσμό ποικιλομορφία. Ακολουθεί η διαδικασία της φυσικής επιλογής, όπου οι νέοι χαρακτήρες συγκρίνονται με τους παλιούς, με βάση την προσαρμοστική τους αξία στο περιβάλλον, που συνέχεια αλλάζει. Αν κριθούν επιτυχείς, οι νέοι χαρακτήρες αυξάνουν τη συχνότητά τους, εκτοπίζουν τους παλιούς, και ένα νέο είδος αναδύεται στη θέση του προηγούμενου.
Η αριθμητική σχέση του παλιού με το νέο είδος δεν είναι πάντα ένα προς ένα. Στο δέντρο της ζωής μπορεί ένας παλαιός κλάδος να δώσει πολλούς νέους, αν τα επιτυχή εξελικτικά πειράματα πλειοψηφήσουν. Πολλές φορές ωστόσο τα πειράματα αποτυγχάνουν εντελώς και το είδος υποκύπτει, καθώς η προσαρμοστική αξία ενός σταθερού γονότυπου σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον εκφυλίζεται. Η βιοποικιλότητα, ο συνολικός δηλαδή αριθμός των διαφορετικών ειδών, μπορεί να αυξάνει, να παραμένει σταθερός ή να μειώνεται.
Μακρές περίοδοι περιβαλλοντικής σταθερότητας οδηγούν σε βιολογική στασιμότητα και σχετικά σταθερό ή ελαφρώς αυξανόμενο αριθμό ειδών. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν περιβαλλοντικές πιέσεις, δηλαδή λόγος εξαφάνισης, οι κανόνες επιβίωσης είναι σταθεροί, και τα πειράματα ανούσια. Από την άλλη, ήπιες και σταδιακές περιβαλλοντικές αλλαγές δίνουν άπλετο χρόνο στη βιολογική εξέλιξη να αναπτυχθεί και στη φυσική επιλογή να ελέγξει με άνεση τη βιωσιμότητα των καινοτομιών. Είναι οι περίοδοι κατά τις οποίες η βιοποικιλότητα αυξάνεται γοργά.
Αν μέσα σε αυτό το ήπιο και βαθμιαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον εμφανιστεί μια ιδιαίτερα σημαντική καινοτομία, ένας νεωτερισμός με πολλαπλές χρήσεις, τότε η αύξηση στη βιοποικιλότητα μπορεί να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Τότε η εξέλιξη προχωράει με άλματα. Τέλος, αν οι περιβαλλοντικές αλλαγές πάρουν χαρακτήρα βίαιο, αν οι μεταβολές είναι σφοδρές και χρονικά συμπυκνωμένες, αν ξεπερνούν το βιολογικό μέτρο, οι εξαφανίσεις υπερτερούν των εμφανίσεων και το δέντρο της ζωής αποψιλώνεται.
Η ιστορία της ζωής μας διδάσκει ότι, παρά τα σκαμπανεβάσματα, η βιοποικιλότητα μακροπρόθεσμα αυξάνεται. Συνήθως σταδιακά και με αργό ρυθμό, σπανίως με άλματα. Πολλές φορές το εφαλτήριο για ένα άλμα είναι μια προηγηθείσα καταστροφή.
Οι 5 μεγάλες παγκόσμιες καταστροφές που συνέβησαν τα τελευταία 500 εκατομμύρια χρόνια, για τα οποία διαθέτουμε ένα καλό παλαιοντολογικό αρχείο, ήταν επεισόδια ταχείας εξαφάνισης σημαντικού αριθμού ειδών, συνήθως πάνω από 40% του συνόλου, μέσα σε χρονικά διαστήματα μερικών χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ή ελάχιστων εκατομμυρίων ετών.
Επιπρόσθετες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ένα τέτοιο γεγονός ως μαζική εξαφάνιση είναι να αφορά όλο τον πλανήτη και όλες τις μορφές ζωής. Προφανώς, εξαφανίσεις μικρότερης κλίμακας, που αφορούν ειδικές ομάδες οργανισμών και είναι γεωγραφικά εντοπισμένες (π.χ. τα ψάρια μιας λίμνης), δεν συμπεριλαμβάνονται. Οι παγκόσμιες εξαφανίσεις σχετίζονται με παγκόσμιες και όχι τοπικές περιβαλλοντικές αναταράξεις.
Εκείνο που επίσης πρέπει να τονίσουμε είναι ότι στις παρελθούσες παγκόσμιες εξαφανίσεις, η μεν δραστική μείωση της βιοποικιλότητας συνέβαινε μέσα σε χιλιάδες ή το πολύ σε 1-2 εκατομμύρια χρόνια, ωστόσο η επανάκαμψη στα παλιά επίπεδα βιοποικιλότητας (ενδεχομένως και σε ανώτερα) απαιτούσε τουλάχιστον 10 εκατομμύρια χρόνια, και συνήθως πολύ περισσότερα.
Και ας μην ξεχνάμε ότι εκείνοι που την πληρώνουν ακριβά είναι οι πιο εξειδικευμένοι, αυτοί που καταναλώνουν δυσανάλογα πολλούς πόρους.
Μετά από αυτές τις απαραίτητες διευκρινίσεις, ας δούμε αν είναι εύλογο το ερώτημα του τίτλου. Είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόσα είδη εξαφανίζονται ετησίως. Οι πιο μέτριες εκτιμήσεις μιλούν για 3.000, ενώ οι πιο δυσμενείς τα ανεβάζουν στις 30.000. Αν ο ρυθμός εξαφάνισης διατηρηθεί και στο μέλλον σε αυτά τα επίπεδα, μέσα στον επόμενο αιώνα θα χαθούν τελεσίδικα έως και 3 εκατομμύρια είδη.
Είναι επίσης δύσκολο να υπολογιστεί πόσα, συνολικά, είδη υπάρχουν αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Πολλά δεν τα έχουμε ακόμη ανακαλύψει, και είναι σίγουρο ότι ένα σημαντικό ποσοστό ειδών θα εξαφανιστούν πριν ανακαλυφθούν. Οι απόψεις συγκλίνουν σε έναν τρέχοντα αριθμό που ίσως ξεπερνά τα 20 εκατομμύρια, εξαιρουμένων των βακτηρίων. Είναι ακόμη δυσκολότερο να υπολογιστεί πόσα νέα είδη εμφανίζονται. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι ο τρέχων ρυθμός της εξαφάνισης είναι μεγαλύτερος από αυτόν της εμφάνισης νέων ειδών κατά 50- 500 φορές.
Αν οι υπολογισμοί είναι στοιχειωδώς σωστοί, μέσα σε τρεις χιλιετίες ο πλανήτης θα βρεθεί με τα μισά από τα είδη που υπάρχουν σήμερα και το δέντρο της ζωής κουτσουρεμένο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι θα ήταν σωστότερο να αναρωτιόμαστε όχι ποια είδη θα εξαφανιστούν, αλλά ποια τελικώς θα επιβιώσουν. Πρόκειται όντως για εκατόμβη. Υπό μία έννοια, όλα τα σημερινά είδη είναι μελλοθάνατα και το ερωτηματικό στον τίτλο του κεφαλαίου εντελώς ρητορικό.
Ποια είναι τα αίτια της έκτης μαζικής εξαφάνισης; Σχετίζονται μήπως με τη συντελούμενη ανθρωπογενή παγκόσμια κλιματική αλλαγή; Με την υπερθέρμανση του πλανήτη;
Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς καταφατικά, αλλά είναι λάθος να απαντήσει αρνητικά. Οι σημερινοί οργανισμοί έχουν εξελιχθεί σε ένα περιβάλλον που τα τελευταία 5 εκατομμύρια χρόνια ήταν αρκετά ψυχρότερο από το τωρινό. Θα ήταν λογικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι η υπερθέρμανση θα τους ενοχλήσει. Ωστόσο, η υπερθέρμανση αυτή είναι θέμα των τελευταίων μόλις δεκαετιών και είναι ακόμη ήπια. Αντίθετα, οι εξαφανίσεις έχουν αρχίσει εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια, ιδιαίτερα αν μιλήσουμε για τα μεγάλα θηλαστικά και τα πτηνά. Συνέβαιναν κατά την τελευταία παγετώδη και εξακολουθούν να συμβαίνουν μέχρι σήμερα.
Τα αίτια λοιπόν δεν φαίνεται να είναι κλιματικά, δεν φταίει το κρύο ή η ζέστη. Η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των εξελικτικών βιολόγων και των οικολόγων είναι ότι η εξαφάνιση των μεγάλων θηλαστικών (και ως τέτοια ας θεωρήσουμε αυτά που έχουν βάρος πάνω από 40 κιλά), σχετίζεται με την επέκταση του ανθρώπου και των δραστηριοτήτων του πέρα από την Αφρική. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα εξαφανίστηκε το 30% των μεγάλων θηλαστικών στην Ευρασία, το 95% στην Αυστραλία και το 80% στην Αμερική.
Ωστόσο, μόλις το 5% εξαφανίστηκε στην κοιτίδα του ανθρώπου, την υποσαχάρια Αφρική, εκεί όπου ο άνθρωπος και τα θηρία συνυπήρξαν και συνεξελίχθηκαν τα τελευταία 3-4 εκατομμύρια χρόνια. Γιατί όμως η έξοδος του ανθρώπου από την Αφρική σήμανε τη θανατική καταδίκη για θηρία όπως ο μαστόδοντας, το μαμούθ, ο τριχωτός ρινόκερος, ο γιγάντιος ιπποπόταμος, το χαλικοθήριο, το δεινοθήριο και τόσα άλλα θαυμαστά πλάσματα; Και γιατί δόθηκε χάρη στους Αφρικανούς συγγενείς τους;
Όταν ο Homo sapiens αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του πέρα από την Αφρική ήταν ήδη ένας ευφυής κυνηγός. Χρησιμοποιούσε οστέινα, ξύλινα και λίθινα εργαλεία ως φονικά όπλα, κυνηγούσε ομαδικά και με σχέδιο, και τα μέλη της ομάδας είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους. Είναι ακόμη άγνωστο πότε επινοήθηκε η γλώσσα, ενδεχομένως όμως να διέθεταν και αυτό το πλεονέκτημα.
Τουλάχιστον, διέθεταν τις ανατομικές και εγκεφαλικές προϋποθέσεις: κατάλληλη διαμόρφωση της στοματικής κοιλότητας και διεύρυνση της αντίστοιχης φαρυγγικής, τροποποίηση του υοειδούς οστού, ανάπτυξη της περιοχής του εγκεφάλου που συνδέεται με την ομιλία. Συνάμα έκαναν χρήση της φωτιάς όχι μόνο για να ζεσταίνονται αλλά και για να ξετρυπώνουν τα θηράματα. Ήταν ανίκητοι.
Ο ανταγωνισμός με τους υπόλοιπους κυνηγούς, δηλαδή τα μεγάλα αιλουροειδή και άλλα ογκώδη σαρκοφάγα, κατέληξε προς όφελος του νέου εισβολέα. Τα μεγάλα σαρκοφάγα, όχι μόνο λιμοκτονούσαν, καθώς οι πληθυσμοί των φυτοφάγων μειώνονταν από τη δραστηριότητα του ανθρώπου, αλλά έπεφταν και άμεσα θύματα της φονικής του δεινότητας. Δεν τα προτιμούσε ως τροφή, ωστόσο είχε κάθε λόγο να τα εξολοθρεύσει: άνθρωπος και αιλουροειδή κυνηγούσαν τα ίδια θηράματα. Τηρουμένων των αναλογιών, ο πρωτόγονος άνθρωπος έκανε ό,τι και ο σύγχρονος, που καταπολεμά τους εχθρούς των καλλιεργειών με εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα.
Πολλές φορές στη φύση παρατηρούμε μηχανισμούς αρμονικής ισορροπίας μεταξύ των πληθυσμών και αποφυγής εξάντλησης των αποθεμάτων. Δεν συμφέρει τον κυνηγό να εξαφανίσει με την υπερκατανάλωση τη λεία του, γιατί μετά θα πεινάσει. Όπως δεν συμφέρει και το παράσιτο να εξοντώσει τον ξενιστή, γιατί θα εξοντωθεί και το ίδιο. Θύτες και θύματα αναπτύσσουν με την εξέλιξη τα πολεμοφόδιά τους, επιθετικά οι μεν και αμυντικά οι δε, με τέτοιον τρόπο, όμως, ώστε κανείς να μην αφανίζεται αλλά και κανείς να μην λιμοκτονεί.
Γιατί η αρχή αυτή δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση του ανθρώπου και των θηραμάτων του; Φαίνεται ότι μερικοί οργανισμοί έχουν τα βιολογικά εφόδια να είναι περισσότερο άπληστοι. Σε αντίθεση με τους εξειδικευτές, οι οποίοι έχουν μονότονες και στενά εκλεκτικές τροφικές προτιμήσεις (το κινέζικο πάντα θα εξαφανιστεί, αν εξαφανιστεί και το δάσος μπαμπού), οι λεγόμενοι γενικευτές δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα, μια και η πεπτική τους φυσιολογία ανέχεται πολλά και ποικίλα πιάτα. Ο άνθρωπος και τα υπόλοιπα παμφάγα δεν διστάζουν να εξαντλήσουν το μενού εδώ, μια και μπορούν να βρουν κάτι φαγώσιμο παραπέρα. Ακόμη και αν τα θηράματα εκλείψουν εντελώς, μπορεί να το γυρίσουν στη χορτοφαγία.
Μια μερίδα επιστημόνων αμφιβάλλει για τη συμβολή της ανθρώπινης προέλασης στην εξαφάνιση των μεγάλων ζώων. Αντιπροτείνουν κλιματικές αιτίες ή φοβερές επιδημίες, ενδεχομένως και σε συνδυασμό με την ανθρώπινη πίεση. Ισχυρός συνήγορος, όμως, στην άποψη που ενοχοποιεί τις ανθρώπινες δραστηριότητες είναι η χρονική αλληλουχία των γεγονότων. Όταν η αρχαιολογία και η παλαιοντολογία συναντήθηκαν με τις σύγχρονες μεθόδους ραδιοχρονολόγησης, βρέθηκε ότι τα πρώτα ίχνη της παρουσίας του ανθρώπου (συνήθως τα εργαλεία του), στις περισσότερες (εκτός Αφρικής) περιοχές του κόσμου, ακολουθούνται πάντοτε από τη μαζική εξαφάνιση των μεγάλων θηλαστικών, μέσα σε μία χιλιετία το πολύ. Στην Αυστραλία πριν από 40.000 χρόνια, στην Αμερική πριν από 20.000 και στη Μαδαγασκάρη, όπου ο άνθρωπος αποβιβάστηκε μόλις πρόσφατα, πριν από 2.000 χρόνια.
Κάπως έτσι, ο υπέρτατος και ευφυέστατος κυνηγός, ο μοναδικός κάτοχος του προνομίου ανεπτυγμένης ομιλίας και συμβολικής γλώσσας, ο δαμαστής της φωτιάς και επινοητής πολύπλοκων εργαλείων, περιόρισε τους πληθυσμούς και τον ζωτικό χώρο των μεγάλων θηλαστικών και πτηνών τόσο πολύ, ώστε να τα οδηγήσει σε εξαφάνιση. Γιατί όμως δεν συνέβη το ίδιο και στην Αφρική;
Ήταν οι Αφρικανοί κυνηγοί λιγότερο επιδέξιοι ή μήπως τα μεγάλα ιθαγενή θηλαστικά περισσότερο προσεκτικά και καχύποπτα; Τίποτα δεν μας κάνει να πιστέψουμε την πρώτη εκδοχή. Η δεύτερη όμως είναι προφανής. Οι φωτογράφοι της άγριας φύσης γνωρίζουν ότι για να απαθανατίσουν μια στρουθοκάμηλο της αφρικανικής σαβάνας χρειάζονται ισχυρό τηλεφακό και γρήγορα αντανακλαστικά. Μπορούν όμως να σουλατσάρουν με την ησυχία τους ανάμεσα στους πιγκουίνους της Ανταρκτικής, ψάχνοντας για ένα γκρο πλαν του πιο χαριτωμένου.
Φαίνεται πως στην Αφρική, η μακρά συνύπαρξη στον ίδιο χώρο, και για αρκετό χρόνο, του ανθρώπου, των θηραμάτων του και των ανταγωνιστών του, συνέβαλε ώστε να εξελιχθούν με τρόπο αμοιβαίο οι αντίστοιχες στρατηγικές της συμπεριφοράς τους. Στη στρατηγική της άμυνας εμπεριέχεται η υποχώρηση, η απόκρυψη, η αποφυγή, απέναντι σε ένα είδος που έχει καταγραφεί ως απειλητικό. Κατά την έξοδό του όμως από την Αφρική, ο άνθρωπος αντιμετώπισε ζώα μάλλον αφελή, με άγνοια κινδύνου. Υποψήφια θηράματα που δεν τον είχαν ποτέ συναντήσει, και στα οποία η καχυποψία υποχωρούσε μπροστά στην περιέργεια. Ο φωτογράφος της Ανταρκτικής, στη θέση της ακίνδυνης κάμερας, θα μπορούσε κάλλιστα να κρατά πιστόλι ή να κραδαίνει τσεκούρι. Να χτυπήσει εξ επαφής.
Ο άνθρωπος δεν κυνηγά πια για να ζήσει. Εδώ και 12.000 χιλιάδες χρόνια, η γεωργία και η κτηνοτροφία επικράτησαν ως τρόποι παραγωγής τροφής, και έτσι σταμάτησε η κυνηγετική πίεση στα άγρια ζώα. Ωστόσο, ο ρυθμός της εξαφάνισής τους δεν ανακόπηκε. Αντίθετα, το πρόβλημα συνεχώς οξύνεται. Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά τα υπόλοιπα αίτια και τις συνέπειες της έκτης μεγάλης μαζικής εξαφάνισης.
Πριν από την αυγή της γεωργίας, ο παγκόσμιος ανθρώπινος πληθυσμός υπολογίζεται ότι έφτανε τα 5 εκατομμύρια. Μέχρι την εποχή του Χριστού είχε αγγίξει τα 200 εκατομμύρια, δηλαδή αυξήθηκε κατά 40 φορές. Σήμερα ξεπέρασε τα 7 δισεκατομμύρια, δηλαδή αυξήθηκε κατά 35 φορές από την εποχή του Χριστού.
Όπως θα δούμε με λεπτομέρειες αργότερα, η αύξηση αυτή δεν είναι συνεχής. Μεγάλα πληθυσμιακά άλματα παρατηρήθηκαν μετά την υιοθέτηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, και μετά τη βιομηχανική και τεχνολογική επανάσταση. Ο αυξανόμενος πληθυσμός απαιτεί χώρο. Για την ανάπτυξη των πόλεων, τη γεωργία, τη διατροφή των εξημερωμένων ζώων, τη βιομηχανία, την εξόρυξη πρώτων υλών κ.λπ.
Σήμερα, το 11% της χέρσου είναι καλλιεργούμενες εκτάσεις και το 26% βοσκότοποι. Άμεσα ή έμμεσα λοιπόν, το 37% χρησιμοποιείται για να θρέψει και να ντύσει ένα και μόνο είδος. Στις υπόλοιπες ανθρώπινες χρήσεις, αστικές, βιομηχανικές κ.λπ. αφιερώνεται το 31%. Απομένει ένα 32% για τη λεγόμενη άγρια ζωή, παρότι ούτε κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί εντελώς αδιατάρακτο. Τα μοντέλα προβλέπουν ότι, αν ληφθούν κάποια μέτρα ελέγχου των γεννήσεων, ενδεχομένως ο παγκόσμιος πληθυσμός του ανθρώπου να σταθεροποιηθεί προς το τέλος του τρέχοντος αιώνος στα 15 δισεκατομμύρια ψυχές.
Αν σήμερα ένα και μόνο είδος εκμεταλλεύεται το 68% της γης, τι θα συμβεί όταν ο πληθυσμός του διπλασιαστεί; Αν οι επόμενες γενεές διεκδικήσουν σθεναρά και δικαιολογημένα το δικαίωμα να ζήσουν τόσο άνετα όσο και εμείς; Με την ίδια, έστω, κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφής και ενέργειας;
Δεν είναι όμως μόνο η μείωση του ζωτικού χώρου που μετρά. Ό,τι έχει αφεθεί στην άγρια ζωή είναι ισχυρά κατακερματισμένο. Διασχίζεται από δρόμους και διακόπτεται από πυρήνες ανθρώπινης δραστηριότητας που παρακωλύουν τις φυσικές μετακινήσεις
"Η ζωή σήμερα, άλλοτε, αλλού και στο μέλλον - Η λογική των βιολογικών συστημάτων"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου