Εδώ και 35 ολόκληρα χρόνια, ο Λάμπρος Γιώτης περιφέρεται με το βανάκι του στην ορεινή ελληνική επαρχία και πουλάει παπούτσια στα πιο απομακρυσμένα μέρη
υριακή πρωί και ο καιρός στα ορεινά χωριά της Αιτωλοακαρνανίας είναι ηλιόλουστος. Στην ατμόσφαιρα επικρατεί ησυχία. Οι περισσότεροι κοιμούνται, εκτός από τους αγρότες της περιοχής που ξυπνούν νωρίτερα για να κάνουν τις δουλειές τους. Τη σιωπή αυτή σπάει ένα αυτοκίνητο που φτάνει και κορνάρει. Είναι ο Λάμπρος Γιώτης, ένας πλανόδιος πωλητής παπουτσιών, ο οποίος κάθε Κυριακή παίρνει το βαν του και την πραμάτεια του που γυρνά κάθε απομακρυσμένο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας για να τα πουλήσει. «Ευτυχώς σήμερα δεν έχω μαζί μου τόσα πολλά κουτιά παπούτσια και μένει χώρος για να κάτσεις στη θέση του συνοδηγού» μου λέει γελώντας και ξεκινάμε για να περιπλανηθούμε σε περισσότερα από δέκα ορεινά χωριά της περιοχής.
Τη συγκεκριμένη δουλειά ο Λάμπρος Γιώτης την κάνει εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Ξυπνά κάθε Κυριακή, μια μέρα που οι περισσότεροι ξεκουράζονται, και από το Αγρίνιο όπου και διαμένει, περιφέρεται στα βουνά του ορεινού Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, ελπίζοντας πως θα πουλήσει παπούτσια στους κατοίκους των χωριών που τον περιμένουν.
Ο ίδιος έχει μάθει σπιθαμή προς σπιθαμή τους δρόμους της περιοχής. Ξεκίνησε να δουλεύει ως πλανόδιος το 1983. Στα παπούτσια όμως είχε μπει πιο μικρός. Από τα δώδεκα κιόλας είχε αρχίσει να δουλεύει σε παπουτσάδικα. Ο ίδιος έχει μάθει σπιθαμή προς σπιθαμή τους δρόμους του νομού. Ξεκίνησε να δουλεύει ως πλανόδιος το 1983. Στην πώληση υποδημάτων, όμως, είχε μπει ακόμη πιο μικρός. Από τα δώδεκα κιόλας.
«Τότε ήταν καλές εποχές. Υπήρχε κόσμος στα χωριά και είχα δουλειά» αφηγείται ενώ κάνουμε τα πρώτα χιλιόμετρα σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Τα πρώτα χρόνια με το βανάκι του είχε γυρίσει όλη την Αιτωλοακαρνανία. Μερικές φορές περνούσε τα σύνορα του νομού και έφτανε μέχρι την Ήπειρο. Έχει κάνει συνεχόμενα μέχρι και πεντακόσια χιλιόμετρα με το βανάκι φορτωμένο παπούτσια. \
Πολλά από τα δρομολόγιά του διαρκούσαν ακόμη και μέρες ολόκληρες. Γυρνούσε από περιοχή σε περιοχή, κοιμόταν το βράδυ στο αυτοκίνητο και ξυπνούσε πάλι την επόμενη μέρα για να συνεχίσει με τα εναπομείναντα χωριά. «Πολλά βράδια φοβόμουν μη με κλέψουν όταν σταματούσα να κοιμηθώ μέσα στη μέση του πουθενά. Γιατί ήταν καλές οι εποχές και πέρα από τα παπούτσια είχα και αρκετά λεφτά μαζί μου» παραδέχεται. Έχει κάνει συνεχόμενα μέχρι και πεντακόσια χιλιόμετρα με το βανάκι φορτωμένο παπούτσια.
Τώρα πια οι περισσότεροι δρόμοι στην περιφέρεια είναι στρωμένοι με άσφαλτο. Εκείνη την εποχή, όμως, υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι. Ο ίδιος θυμάται πως έκανε μέχρι και τριάντα χιλιόμετρα στο χώμα με το αυτοκίνητο για να πάει από χωριό σε χωριό.
Τώρα πια οι περισσότεροι δρόμοι στην περιφέρεια είναι στρωμένοι με άσφαλτο. Εκείνη την εποχή, όμως, υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι. Ο ίδιος θυμάται πως έκανε μέχρι και τριάντα χιλιόμετρα στο χώμα με το αυτοκίνητο για να πάει από χωριό σε χωριό. Κι αν ο καιρός ήταν καλός δεν διέτρεχε μεγάλα προβλήματα, αν όμως ήταν άσχημος, έπρεπε να βγει να σπρώξει ώστε να ξεκολλήσει η κλούβα από τις λάσπες και τα χιόνια. «Ξεκινούσες και δεν ήξερες απαραίτητα τι καιρό θα κάνει. Ειδικά σε περιοχές που βρίσκονταν εκατό χιλιόμετρα μακριά. Ευτυχώς υπήρχαν άνθρωποι που με έβλεπαν και με βοηθούσαν» συνεχίζει ο Λάμπρος Γιώτης. Όλα αυτά τα τριάντα πέντε χρόνια που κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά στην περιοχή, έχει γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους. «Όταν ξεκινούσα οι περισσότεροι σημερινοί σαραντάρηδες ήταν μικρά παιδιά» λέει γελώντας. Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι δεν τον ξέρουν καν με το επώνυμό του. Τον αποκαλούν απλώς «Ο Λάμπρος με τα παπούτσια». Η σχέση που έχει αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια με τον κόσμο φαίνεται από τα σπίτια που σταματάμε για να πουλήσει παπούτσια. Μας χαιρετούν εγκάρδια, μας προσφέρουν να πιούμε καφέ ή να φάμε και συζητάν μαζί μας για όσα τους απασχολούν.
Ο ίδιος, όμως, βίωσε και δύσκολες περιόδους στην ελληνική επαρχία. Ειδικά τη δεκαετία του '80, οι πιο πολλοί χωρικοί ήταν φτωχοί. Δεν υπήρχαν περισσότερα από δύο, τρία αυτοκίνητα σε κάθε χωριόπ, με αποτέλεσμα η μοναδική τους επαφή με καταστήματα και παπουτσάδικα να ήταν το βανάκι του Λάμπρου. Σ' αυτόν ψώνιζαν τα παπούτσια τους ολόκληρες οικογένειες. Από το παιδί που ήθελε καινούργιο ζευγάρι επειδή χαλούσε τα παλιά του παίζοντας μπάλα μέχρι τον ηλικιωμένο που ήθελε να διαλέξει αυτός τα παπούτσια για την κηδεία του.
Ο ίδιος θυμάται ένα περιστατικό, το οποίο του έχει μείνει στη μνήμη καθώς ήταν μια από τις πρώτες του πωλήσεις. «Ένα πρωί έρχεται μία γιαγιά και μου λέει πως θέλει να αγοράσει παπούτσια για την κηδεία της γιατί πίστευε πως θα πεθάνει. Τελικά "έφυγε" πολλά χρόνια μετά. Θυμάμαι, όμως, ότι μετά περνούσα κάθε Κυριακή και την πείραζα ρωτώντας την: ''ακόμα να πεθάνεις εσύ;''» Μέχρι και ο κομματικός παροξυσμός των 80s φαίνεται πως επηρέαζε τις πωλήσεις των υποδημάτων του Λάμπρου, καθώς υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που δεν ήθελαν μπλε ή πράσινες παντόφλες για να μη τους θυμίζουν το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ.
Τότε, ωστόσο, ζούσε αρκετός κόσμος στα χωριά θυμάμαι ο Λάμπρος. «Βλέπεις όλα αυτά τα άδεια σπίτια; Κάποτε εδώ ζούσαν άνθρωποι που ήταν και πελάτες μου κιόλας» λέει γελώντας ενώ πηγαίνει πιο σιγά για να δούμε μερικά τα οποία έχουν αρχίσει να πέφτουν από την αχρηστία.
Παλιότερα, η Κυριακή των Βαΐων ήταν μια από τις καλύτερες μέρες του χρόνου για τον ίδιο. Ψώνιζαν παπούτσια όλες οι οικογένειες γιατί ήθελαν να φορέσουν τα καλά τους στην εκκλησία. Σήμερα είναι μια από όλες τις άλλες.
Η πτώση στο τζίρο της δουλειάς του ξεκίνησε ήδη από την δεκαετία του 1990. Ήταν η περίοδος της μεγάλης φυγής των ντόπιων προς τα αστικά κέντρα, με την πλειοψηφία όσων παρέμεναν πίσ, να αγοράζουν δικά τους αυτοκίνητα και να κατεβαίνουν στην πόλη να ψωνίσουν.
Είχε φτάσει στο σημείο, στις καλές του μέρες, να δίνει μέχρι και 25 ζευγάρια παπούτσια τη φορά. Σε πολλούς ακόμη και με πίστωση. «Μου έλεγαν δεν έχω χρήματα αυτή τη βδομάδα αλλά είναι ανάγκη γιατί μου χάλασαν τα παπούτσια και δεν μπορώ να πάω στη δουλειά μου. Τους τα έδινα, πέρναγα σε επτά μέρες για τα χρήματα. Κάποιοι δεν μου τα έδωσαν ποτέ βέβαια» προσθέτει γελώντας ενώ κάνουμε μια σύντομη στάση σ' έναν παράδρομο. Σ' αυτό το σπίτι δεν πρόκειται να πουλήσει παπούτσια. Τον είχε πάρει τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα κάποιος ηλικιωμένος κάτοικος της περιοχής και του είχε ζητήσει να του πάρει μια εφημερίδα από το Αγρίνιο. Όλα αυτά τα χρόνια έχει χρειαστεί πολλές φορές να διευκολύνει τους κατοίκους των ορεινών χωριών επειδή ακριβώς ζει σε πόλη. Έχει μεταφέρει λάστιχα για παιδικά ποδήλατα, γλυκά για γιορτές και γενέθλια ακόμη και επισκευασμένες τηλεοράσεις.
Ο κ. Γιώργος είναι χρόνια πελάτης του. Ο Λάμπρος Γιώτης τον έχει βοηθήσει μάλιστα να φτιάξουν ακόμη τις λάμπες που είχαν χαλάσει στο σπίτι του.
«Πλέον οι περισσότεροι πελάτες μου είναι ηλικιωμένοι και τα περισσότερα παπούτσια είναι γι' αυτούς» μου λέει ενώ ξεκινάμε πάλι για να βρούμε τον κεντρικό δρόμο της περιοχής. Έχει αποφασίσει τόσα χρόνια που δουλεύει να μην πουλά ακριβά παπούτσια-φίρμες. «Δεν υπήρχε περίπτωση να δώσω τέτοια παπούτσια σε μια τόσο φτωχή περιοχή.
Απλά θα τα πήγαινα και θα τα έφερνα όπως ήταν πίσω» εξηγεί. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν περάσει από τα χέρια του δύο βανάκια. «Το πρώτο δεν άντεξε άλλο. Έφτασε το 1 εκατ. διακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα» λέει ενώ ανηφορίζουμε σ' έναν παλιό δρόμο για να συναντήσουμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων το οποίο ζει εδώ και πολλά χρόνια έξω από ένα χωριό και τους θεωρεί πια δικούς του ανθρώπους.
Μόλις τον βλέπουν, τρέχουν να τον χαιρετήσουν. Ενώ ξέρω αρκετούς ντόπιους, τους συγκεκριμένους δεν τους γνωρίζω. Δε θέλει όμως πολύ για να να τους συμπαθήσεις. Μπαίνουμε στο σπίτι τους που είναι φτωχικό αλλά ταυτόχρονα αποπνέει και μία ατμόσφαιρα αρχοντιάς.. Η γιαγιά του σπιτιού μας κερνάει γλυκό καρύδι του κουταλιού.
Πιάνουμε την κουβέντα και ο παππούς μας λέει ιστορίες από την Κατοχή. Φεύγοντας, η γιαγιά μου δίνει μερικά κουλούρια. Δε δέχεται να μη τα πάρω. Μας χαιρετάνε, μου δίνουν τις ευχές τους και παίρνουμε ξανά το δρόμο για να βγουν στην κύρια οδό του ορεινού Βάλτου Αιτωλοακαρνίας.
Σε λίγο αρχίζει να βρέχει. Ο πρωινός ήλιος έδωσε τη θέση του σε έναν μουντό, σχεδόν σκοτεινό ουρανό. Έχει ήδη αρχίσει να μπαίνει το απόγευμα και η δουλειά να φτάνει σιγά σιγά προς το τέλος.
Ο Λάμπρος έχει πάρει μαζί του σουβλάκια. Θα τα ψήσει μ' ένα φίλο του στο σπίτι ενός χωριού που πλέον θεωρεί ιδιαίτερη πατρίδα του. «Οι γονείς μου δεν ήταν από χωριό. Ποτέ δεν είχα δικό μου. Τώρα πια με τόσους που γνωρίζω στην περιοχή πιστεύω πως απέκτησα» λέει ενώ φτάνουμε στον φίλο του. Τα σουβλάκια δεν αργούν πολύ να ψηθούν. Τρώμε μπροστά από το τζάκι ενώ η βροχή έξω συνεχίζει αμείωτη.
Το κρέας είναι πεντανόστιμο ή ίσως μου φαίνεται έτσι γιατί έχω να φάω από το πρωί.
Η δουλειά πια έχει τελειώσει. «Από αύριο πάλι στο δρόμο με τα παπούτσια» μου λέει και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Εγώ για το δικό μου χωριό και αυτός για την πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου