Η αποτελεσματικότητα στο πεδίο των μαχών και οι ειδικές μονάδες επιχειρήσεων κατάφεραν να καθορίσουν τις εκβάσεις των πολέμων στην ιστορία μέχρι σήμερα.
Αεροπορία, πεζικό, ναυτικό, όλα έχουν παίξει τον ρόλο τους. Ωστόσο υπάρχουν κάποιοι επίλεκτοι που έδρασαν στο παρασκήνιο και προκάλεσαν αλλαγές στην εξέλιξη των μαχών.
Oι 10 πιο αποτελεσματικές:
The Ghost Army
Φουσκωτά όπλα από καουτσούκ, ψεύτικα τανκς, ηθοποιοί στρατιώτες στο πεδίο της μάχης. Είναι η στρατιά των συμμάχων που αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει αίσθηση υπεροχής. Η απίστευτη ιστορία γυρίστηκε σε ντοκιμαντέρ με τίτλο «The Ghost Army» από τον Ρικ Μπάγιερ με μαρτυρίες βετεράνων.
Το όνομα της ομάδας: «Στρατός – Φάντασμα».
Πάθος τους: η τέχνη. Τα μέλη της: 1.100 νεαροί από σχολές Καλών Τεχνών της Αμερικής.
Τα όπλα τους: φουσκωτά από καουτσούκ.
Οι επιτυχημένες επιχειρήσεις τους: είκοσι μία.
O σκοπός τους: η εξαπάτηση των γερμανικών στρατευμάτων.
Η αποστολή τους ήταν απόρρητη από τους ίδιους αλλά και το Πεντάγωνο μέχρι το 1996.
Τον Ιούνιο του 1944, μια μυστική μονάδα του στρατού των ΗΠΑ αποβιβάζεται στο θρυλικό Ομάχα Μπιτς της Νορμανδίας. «Ήταν όλα πολύ ήσυχα», θυμάται ένας βετεράνος. «Αλλά εγώ φοβόμουν. Ήμασταν στη μέση του πολέμου, με ομοιώματα όπλων, και η δουλειά μας ήταν να εστιάσει ο εχθρός πάνω μας».
Ο εξοπλισμός τους περιείχε τα πάντα, σχεδόν όλα ήταν φουσκωτά. Οβιδοβόλα, τζιπ, φορτηγά μέχρι αεροπλάνα και τανκς που ζύγιζαν μετά βίας 40 κιλά το καθένα. Ανάμεσά στα τεχνάσματά τους βρέθηκαν και ξύλινα άλογα, περίτεχνα κοστούμια, κρυφοί κώδικες ραδιοφώνου αλλά και μία μοναδική συλλογή από ηχητικά εφέ. Σκοπός τους ήταν να ξεγελάσουν τους Γερμανούς, δίνοντας την εντύπωση ότι οι Σύμμαχοι υπερτερούσαν σωματικά αλλά και αριθμητικά.
Οι Αμερικανοί ήξεραν από νωρίς να γυρίζουν αληθοφανείς πολεμικές σκηνές, σαν να τραβήχτηκαν σε στούντιο από επαγγελματίες ηθοποιούς. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούσαν οι ψεύτικοι ομιλητές που ούρλιαζαν, προεγγραφημένα μηνύματα και πολεμικά συνθήματα στα δάση της Γαλλίας.
Την αλλόκοτη ιστορία που θυμίζει χολιγουντιανό σενάριο επιστημονικής φαντασίας έρχονται να επιβεβαιώσουν άνθρωποι της τέχνης, μερικοί εκ των οποίων ξεκίνησαν την καλλιτεχνική τους πορεία αμέσως μετά τον πόλεμο. Ανάμεσά τους οι διάσημοι ζωγράφοι Έλσγουορθ Κέλι και Άρθουρ Σίνγκερ, ο σχεδιαστής μόδας Μπιλ Μπλας, ο φωτογράφος μόδας και μουσικής Αρτ Κέιν αλλά και ο σχεδιαστής μουσείων Τζακ Μασέι.
«Ήταν εντολή. Να μην σηκώσουμε ποτέ το φουσκωτό άρμα στα χέρια μας και να περάσουμε στην άλλη πλευρά του δρόμου. Αυτό θα μας πρόδιδε», θυμάται ο Μασέι. Και συνεχίζει: «Σε κάθε μετακίνησή μας θα έπρεπε να τα ξεφουσκώνουμε, να τα συσκευάζουμε μέσα σε κιβώτια, μετά να τα μετακινούμε στη νέα τοποθεσία και να τα φουσκώνουμε και πάλι από την αρχή».
Μερικές φορές, μάλιστα, οι στρατιώτες έπρεπε να τα φουσκώσουν με τρόμπα ποδηλάτου ή και με το στόμα. Μια χρονοβόρα διαδικασία που έβαζε σε κίνδυνο ακόμα περισσότερο τη ζωή τους.
Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Ρικ Μπάγιερ αμφιβάλλει για την ύπαρξη παρόμοιας ιστορίας κατά την περίοδο του πολέμου. Πράγματι, ο «Στρατός – Φάντασμα» από στρατιώτες – ηθοποιούς ξεφεύγει κατά πολύ από τις συνηθισμένες ιστορίες πολέμου.
61st Cavalry Unit
Είναι 1971 και βρισκόμαστε στον πόλεμο Ινδίας-Πακιστάν. Η 61η μεραρχία των Ινδών αποτελείτο από αναβάτες εθελοντές που το ένα τρίτο τους είχε «κοπεί» από την τελική διαλογή λόγω μειωμένων ικανοτήτων στην ιππασία. Όσοι τελικά επιλέχθηκαν δημιούργησαν τη μεγαλύτερη μεραρχία έφιππων μαχητών που έχει λάβει μέρος ποτέ σε πολεμικές συρράξεις.
Η εν λόγω μεραρχία καθόρισε τελικά την έκβαση του πολέμου. Η πρώτη της εμφάνιση έγινε το 1947. Οι τότε ιππείς ήταν η προσωπική φρουρά του προέδρου της χώρας. Η μεραρχία υπάρχει ακόμη και σήμερα και η συμμετοχή σε αυτή, θεωρείται τιμητική.
Ο Ινδο-Πακιστανικός Πόλεμος του 1965 ήταν μια σειρά από μάχες μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων Ινδίας και Πακιστάν, από τον Αύγουστο του 1965 έως τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Η πολεμική αυτή σύγκρουση έγινε γνωστή ως Β” Πόλεμος του Κασμίρ, διότι οι μάχες έλαβαν χώρα στη διεκδικούμενη και από τους δύο εδαφική αυτή περιοχή, και αποτέλεσαν συνέχεια των μαχών που διεξήχθησαν εκεί το 1947.
Ο πόλεμος ξεκίνησε με την επιχείρηση Γιβραλτάρ των πακιστανικών δυνάμεων, η οποία αποσκοπούσε στη διείσδυση στην περιοχή Γιαμμού και Κασμίρ ώστε να καταστείλουν ανταρσία εναντίον της κυβέρνησης, υποκινούμενη από την Ινδία.
Ο πόλεμος, διάρκειας 5 εβδομάδων, προκάλεσε βαρείς απώλειες και στις δυο πλευρές. Τερματίστηκε μετά από παρέμβαση του Ο.Η.Ε και τη συνακόλουθη Διακήρυξη της Τασκένδης.
Οι συγκρούσεις έλαβαν χώρα στο μεγαλύτερο μέρος τους εντός του Κασμίρ και κατά μήκος των συνόρων Ινδίας-Πακιστάν. Κατά τη διάρκειά τους, σημειώθηκε η μεγαλύτερη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφος του Κασμίρ από το διαμελισμό της Βρετανικής Ινδίας το 1947, συγκέντρωση που επισκιάστηκε σε αριθμούς μόλις το 2001-2002 κατά τη διάρκεια της πρόσφατης έντασης, υπό μορφή ψυχρού πολέμου, στις σχέσεις των δύο χωρών.
Οι περισσότερες μάχες διεξήχθησαν μεταξύ δυνάμεων πεζικού και τεθωρακισμένων, με ικανή υποστήριξη εναέριων μέσων και συνδρομή ναυτικών δυνάμεων. Πολλές λεπτομέρειες του πολέμου παραμένουν ωστόσο, ακόμα και σήμερα, ασαφείς, όπως σε όλους τους ινδο-πακιστανικούς πολέμους.
The Filthy Thirteen
Ήταν μια ομάδα παρανόμων χωρίς καμία πειθαρχία. Ο επικεφαλής τους, Jake McNiece, αναφέρει πως δεν κατάφερε ποτέ να τους επιβληθεί.
Επισήμως, οι «βρώμικοι 13″ συμμετείχαν στην 506η μεραρχία αλεξιπτωτιστών των ΗΠΑ (506th Parachute Infantry Regiment, 101st Airborne Division) κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στόχος τους ήταν να ανατινάζουν γέφυρες.
Έλαβαν μέρος στη Μάχη των Αρδεννών γνωστή και ως Επιχείρηση Σκοπιά στο Ρήνο (γερμανικά Unternehmen: Wacht am Rhein). Ήταν η τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση του Γ΄ Ράϊχ στον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1944 και 25 Ιανουαρίου 1945, κατά μήκος των συνόρων του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, με σκοπό την κατάληψη του ποταμού Μεύση (Meuse) και του λιμανιού της Αμβέρσας.
Η επιχείρηση στόχευε αφενός στην διακοπή του εφοδιασμού των Συμμάχων και αφετέρου στον πιθανό διαχωρισμό των Αμερικανικών και Αγγλικών δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο.Την σχεδίαση της επιχείρησης επιμελήθηκε ο ίδιος ο Χίτλερ αλλά η αισιοδοξία του, ενώ αγωνιζόταν να αποδείξει ότι δεν είχε ακόμα υποκύψει, ήταν ιδιαίτερα υπερβολική και είχε ελάχιστες πιθανότητες να επιτύχει.
Εντούτοις, μερικές συγκυρίες της τότε κατάστασης των Συμμάχων στο Δυτικό Μέτωπο επέτρεψαν την αρχική της επιτυχία. Σε συνδυασμό, πάντως με την κατασκευή νέων όπλων από την Γερμανία, όπως αεριωθουμένων αεροπλάνων και πυραύλων (βλήματα V1, V2 και V3) και, μάλιστα, επιπλέον και πυρηνικού όπλου, τυχόν επιτυχία της επιχείρησης αυτής είχε τις πιθανότητες να ανατρέψει την τελική έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η τελική, ωστόσο, κατάληξή της ήταν η απώλεια κάπου 100.000 Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών και η υποχώρηση τους στα ενδότερα των συνόρων τους, αφήνοντας πλέον τη δυνατότητα εκτέλεσης αμυντικών μόνον επιχειρήσεων ως τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Η απόφαση για την επίθεση στις Aρδένες ανακοινώθηκε από τον Χίτλερ στις 16 Σεπτεμβρίου του 1944, στην αίθουσα επιχειρήσεων του στρατηγείου του, όταν διέκοψε σε μια στιγμή τον αξιωματικό που έκανε την ενημέρωση, πήρε το δείκτη στα χέρια του, έδειξε τις Aρδένες στο χάρτη και είπε: «Aποφάσισα να επιτεθώ στις Aρδένες, με τελικό σκοπό την Αντβέρπ».
Στη μάχη των Αρδεννών οι «13» κατάφεραν να ανατινάξουν τη γέφυρα και να ανακόψουν τον στρατό των Γερμανών, ενώ έχασαν μόλις έναν άνδρα.
Lovat Scouts
Οι Lovat Scouts ήταν επίλεκτοι μαχητές της Σκωτίας που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις της Βορείου Αφρικής στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Διοικούνταν από τον Αμερικανό Frederick Russell Burnham. Αρχικά δημιουργήθηκαν από τον Simon Joseph Fraser το 1900 και έλαβαν μέρος στον πρώτο πόλεμο των Μπόερς.
Οι ολλανδικές (ή Μπόερ) δημοκρατίες του ελεύθερου κράτους της Οράγγης και του Τράνσβααλ, καθώς και οι βρετανικές αποικίες Νατάλ και Ακρωτηρίου, που ανήκαν στη βασίλισσα Βικτωρία, αποτέλεσαν πεδίο μάχης για τους αποίκους, που αλληλοεξοντώνονταν σε απόσταση μεγαλύτερη των 10.000 χιλιομέτρων μακριά από την πατρίδα τους. Οι Μπόερς ήταν αγρότες οι οποίοι στο πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα μετανάστευσαν στην Νότια Αφρική για να αναζητήσουν την τύχη τους. Είχαν αποικήσει ένα μεγάλο τμήμα αυτών των τεράστιων περιοχών, δημιουργώντας αγροκτήματα και εκτρέφοντας βοοειδή. Πάνω από όλα, όμως άρχισαν να εκμεταλλεύονται τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού και διαμαντιών.
Το 1914, αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο γερμανικό Καμερούν (Αύγουστος) και μέχρι το τέλος του χρόνου κατέλαβαν όλη την παράκτια περιοχή. Η Ιαπωνία επιτέθηκε κατά της γερμανικής αποικίας Τσιγκ – Τάο στις κινέζικες ακτές και την κατέλαβε (Νοέμβριος). Οι σύμμαχοι της Αντάντ κατέλαβαν τη Νέα Γουινέα και τη Σαμόα. Ο στρατηγός φον Λέτοβ Βόρμπεκ απέκρουσε, τέλος, τον αγγλικό στρατό στη Γερμανική Ανατολική Αφρική.
Οι Σκωτσέζοι Lovat ήταν οι καλύτεροι ιχνηλάτες της εποχής τους και μετά το 1914 έγιναν και ελεύθεροι σκοπευτές, οι πρώτοι στην ιστορία του στρατού της Βρετανίας.
Είναι οι πρώτοι που εφηύραν το περίφημο Ghillie suit για καμουφλάζ στο πεδίο της μάχης.
Ritchie Boys
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ σχημάτισαν μια ελίτ μονάδα πληροφοριών – κυρίως Γερμανοί και Εβραίοι ακαδημαϊκοί – στο στρατόπεδο Ritchie του Μέριλαντ. Επιφορτισμένοι με την επινόηση τρόπων για να σπάσει το ηθικό των SS, θεωρούνται οι άνδρες που καθόρισαν τον πόλεμο.
Είναι η ιστορία τριών εφήβων που απέδρασαν από τη ναζιστική Γερμανία και επέστρεψαν στην Ευρώπη ως στρατιώτες του αμερικανικού στρατού.
Όταν ο πόλεμος τελείωσε, η γερμανική προφορά τους και η ασυνήθιστη ιστορία τους δεν τους έκαναν δημοφιλείς σε κύκλους βετεράνων. Οι Ritchie Boys άφησαν πίσω τους τον πόλεμο και προχώρησαν να φτιάξουν τη ζωή και την καριέρα τους. Ποτέ δεν ξέχασαν τον πόλεμο, απλώς δεν ήθελαν να μιλούν γι” αυτόν.
Όσοι επέζησαν δεν συναντήθηκαν ποτέ ούτε έγιναν μέλη των συλλόγων βετεράνων του πολέμου.
Αποτέλεσαν επί της ουσίας τους πιο αποτελεσματικούς κατασκόπους των ΗΠΑ και συγκέντρωσαν πληροφορίες που κατάφεραν να φέρουν τους Συμμάχους ένα βήμα μπροστά την ώρα που ο Χίτλερ έχανε έδαφος στη Ρωσία.
Jessie Scouts
Πάμε τώρα στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Οι Jessie Scouts ήταν μια μικρή μονάδα κατασκόπων που απαρτιζόταν από μόλις 60 άτομα.
Έδρασαν για λογαριασμό των Βορείων και ο ρόλος τους ήταν να συγκεντρώνουν πληροφορίες στις πολιτείες του Νότου κινδυνεύοντας να δεχθούν επιθέσεις και από τα δύο αντιμαχόμενα στρατεύματα μιας και φυσικά, δεν έφεραν διακριτικά.
Αρχηγός τους ήταν ο Charles Carpenter. Έναν μήνα μετά την εκλογή του Λίνκολν, η πιο αδιάλλακτη από τις Nότιες πολιτείες, η Nότια Kαρολίνα, ανακοίνωσε επίσημα την απόσχισή της από την Eνωση. Mέχρι τον Iανουάριο του 1861 την είχαν ακολουθήσει άλλες έξι, συγκροτώντας το ανεξάρτητο κράτος των Oμόσπονδων Πολιτειών της Aμερικής (Confederate States of America), με δική τους σημαία και πρόεδρο τον Tζέφερσον Nταίηβις (Jefferson Davis), έναν διακεκριμένο απόστρατο συνταγματάρχη και πρώην γερουσιαστή των HΠA.
Σε αυτή την περιοχή έδρασε η ομάδα των Jessie. Είχαν καταφέρει να παρεισφρήσουν στις πολιτικές ηγεσίες του Νότου και να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τις κόντρες και τις έριδες ανάμεσα στους μεγάλους άντρες των νοτίων Πολιτειών, ενημερώνοντας τον Λίνκολν.
«A» Force
1940. Ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Dudley Clarke ανακοινώνει μια πρωτοποριακή ιδέα στον Winston Churchill, η οποία γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό. Δεδομένης της ασύγκριτης στρατιωτικής υπεροχής του Χίτλερ, κάθε στρατιωτική σύγκρουση είναι σχεδόν καταδικασμένη σε αποτυχία. Προτείνει, λοιπόν, τη δημιουργία μιας μικρής ομάδας επίλεκτων στρατιωτών, «θανάσιμα» εκπαιδευμένων, οι οποίοι να μπορούν να διεισδύσουν στο στρατόπεδο του εχθρού με απόλυτη μυστικότητα και να σαμποτάρουν τη δράση του ή να δολοφονήσουν επιδέξια και διακριτικά κάποιον ισχυρό αντίπαλο.
Η ιδέα αυτή ήταν εμπνευσμένη από τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσαν οι Μπόερς, οι Ολλανδοί άποικοι της Νότιας Αφρικής, στον δεύτερο πόλεμο εναντίον των Άγγλων για την εξασφάλιση της κυριαρχίας τους στην ευρύτερη περιοχή στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι Μπόερς αντάρτες ονομάζονταν Κομάντος. Μετά την έγκριση του Churchill ιδρύεται στο Αχνάκαρυ της Σκωτίας η πρώτη μονάδα εκπαίδευσης Βρετανών Commandos και αμέσως σπεύδουν πολλοί εθελοντές, που ήδη υπηρετούσαν στο Βρετανικό Στρατό, να δηλώσουν συμμετοχή. Όταν ο Χίτλερ έμαθε για την ύπαρξη αυτής της μονάδας, έδωσε διαταγή, σε περίπτωση που συλλαμβάνονται, να εκτελούνται πάντοτε και να μην κρατούνται ποτέ ως αιχμάλωτοι.
Ο πράκτορας Dudley Clarke συνελήφθη το 1941 στην Μαδρίτη ντυμένος γυναίκα από την κορφή μέχρι τα εσώρουχα. Ισχυρίσθηκε ότι είναι «συγγραφέας που ντύθηκε γυναίκα για να μελετήσει τις αντιδράσεις των αντρών» και ανταποκριτής του περιοδικού «Time» και αφέθηκε ελεύθερος.
Merrill’s Marauders
Μία ειδική αμερικανική μονάδα αποτελούμενη από έμπειρους βετεράνους των μαχών του Ειρηνικού, σχηματίστηκε το 1943, για να εκτελεί καταδρομικές αποστολές σε βάθος στα μετόπισθεν του εχθρού, δηλαδή των Ιαπώνων, στα θέατρο επιχειρήσεων Κίνας-Μπούρμα-Ινδιών.
Οργανώθηκε με την επίσημη ονομασία 5307 Σύνθετη Μονάδα και αναφερόταν με το κωδικό ονομα «Galahad». Έγινε όμως γνωστή με το όνομα του πρώτου της διοικητή, του Φράνκ Μέριλ και αναφερόταν σαν «Οι καταδρομείς του Μέριλ» (Merill’s Marauders).
Ήταν μια ομάδα δράσης αποτελούμενη αποκλειστικά από εθελοντές με συνολική δύναμη γύρω στις 3.000 άνδρες που συγκεντρώθηκαν στην Ινδία, τότε βρετανική αποικία. Εκπαιδεύτηκαν από Βρετανούς, Ινδούς αλλά και Κινέζους, στον αγώνα σε ζούγκλα, στην τακτική και τεχνική περιπόλων, στον ανταρτοπόλεμο, στην τεχνική της επιβίωσης και ειδικότερα στην διέλευση ποταμών καθώς και στον ανεφοδιασμό από αέρα. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην εκτέλεση βολής με φορητό οπλισμό σε περιβάλλον ζούγκλας, εναντίον στόχων που εμφανίζονταν ξαφνικά. Η μεταφορά ομαδικού οπλισμού (όλμων 60χιλ) πυρομαχικών και εφοδίων γινόταν με την ευρεία χρήση αλόγων και μουλαριών.
Τον Φεβρουάριο του 1944, έξι συγκροτήματα διείσδυσαν μέσα στην Μπούρμα μετά από συνεχή κίνηση-πορεία 1000 μιλίων, μέσα από την περιοχή Πατκάι των Ιμαλαΐων, καθοδηγούμενοι από ντόπιους οδηγούς Καχίν, μία φυλή της βόρειας Μπούρμα και άρχισαν τις επιχειρήσεις τους.
Ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας δύσκολες αποστολές και προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στους Ιάπωνες, συνεργαζόμενοι στενά και με τους Κινέζους. Μία από τις πιο δύσκολες αλλά επιτυχημένες αποστολές, ήταν η κατάληψη του αεροδρομίου της Μαιτκάινα (Myitkyina). Η φοβερή τους εμπειρία σε αγώνα στη ζούγκλα, έγινε αντικείμενο αναθεώρησης της εκπαίδευσης του αμερικανικού στρατού.
Ήταν κατά κάποιο τρόπο οι προπάτορες των σύγχρονων Ρέιντζερς, αφού μετά τον πόλεμο μετασχηματίστηκαν στο «75ο Σύνταγμα Πεζικού» που τώρα είναι το «Σύνταγμα των Ρέιντζερς».
Mormon Battalion
Το μοναδικό «θρησκευτικό» τάγμα μαχητών στην ιστορία των ΗΠΑ. Σχηματίστηκαν το 1846 κατά τη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό και απαρτιζόταν από εθελοντές Μορμόνους. Πολέμησαν για την ανεξαρτησία της Καλιφόρνια.
Η μονάδα κανονικά θα απαρτιζόταν από άνδρες ηλικίας 18 έως 45 ετών. Ωστόσο έλαβαν μέρος άνδρες και γυναίκες ηλικιών 14 μέχρι 67 χρόνων. Στις μάχες συμμετείχαν τελικά 33 γυναίκες αλλά και 51 παιδιά.
Αναπτύχθηκαν 600 Μορμόνοι μαχητές στο San Diego. Η συμβολή τους στις μάχες κόντρα στην αντεπίθεση των Μεξικανών, θεωρείται καταλυτική.
Η σύγκρουση των δύο χωρών (1846-1849) ξεκίνησε όταν οι ΗΠΑ προσάρτησαν το Τέξας το 1845 και κατόπιν καταπάτησαν το Νέο Μεξικό και την Καλιφόρνια, πριν λεηλατήσουν τελικά την Πόλη του Μεξικού.
Οι εχθροπραξίες έληξαν με σύμφωνο ειρήνης το 1849, το οποίο έδινε στις ΗΠΑ μια σειρά από εδάφη του Μεξικού (Καλιφόρνια, Νέο Μεξικό, Αριζόνα, Νεβάδα κ.ά.), με την Αμερική να τα εξαγοράζει πληρώνοντας κάπου 15 εκατομμύρια δολάρια και άλλα 3 εκατ. για την αποπληρωμή παλιότερου χρέους των ΗΠΑ.
Γνωστοί και σαν Auxiliary Units ή GHQ Auxiliary Units. Δημιουργήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάκρεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου όταν ο Χίτλερ είχε κυριαρχήσει στη δυτική Ευρώπη.
Ειδικεύονταν στον ανταρτοπόλεμο και πολεμούσαν σε μικρές ομάδες των επτά ατόμων. Στόχος τους, να προκαλέσουν πλήγματα στους Ναζί.
Συνολικά αριθμούσαν 6.000 μέλη. Η μεγάλη τους ικανότητα ήταν ότι μπορούσαν να χτυπούν τη νύχτα. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως κανένας δεν γνώριζε τίποτα για τους υπόλοιπους Scallywags, πέραν των μελών της δικής του μικρής ομάδας, και έτσι δεν ήταν σε θέση να μαρτυρήσει καμία πληροφορία σε περίπτωση σύλληψης του.
Το 1940 οι Βρετανοί ζήτησαν εθελοντές μέσα από τους ήδη υπηρετούντες στις τάξεις του στρατού τους. Έτσι συγκροτήθηκαν 4 νέες μονάδες επιπέδου τάγματος, που οργανώθηκαν στα πλαίσια της Ταξιαρχίας Ειδικών Αποστολών, δυνάμεως 2000 ανδρών για να λάβουν μέρος στην επιχείρηση «Claymore».
Η επιχείρηση «Claymore» ήταν μια διακλαδική αμφίβια καταδρομική ενέργεια, στην οποί συμμετείχαν μονάδες του βρετανικού βασιλικού ναυτικού και κομάντος της Ταξιαρχίας Ειδικών Αποστολών. Διοκητής της Δύναμης Επιχειρήσεων ορίσθηκε ο Υποναύαρχος Χάμιλτον.
Ο αντικειμενικός σκοπός της καταδρομικής δύναμης ήταν να καταστρέψει ταυτόχρονα τα εργοστάσια παραγωγής ιχθυελαίου στα λιμάνια Stamsund, Henningsvær, Svolvæ και Brettesnes, να προσβάλουν την γερμανική φρουρά και να επιδιώξουν τη σύλληψη αιχμαλώτων.
Το πιο σημαντικό ίσως κέρδος της καταδρομικής επιχείρισης ήταν η ανεύρεση και η παραλαβή μιας κρυπτογραφικής γερμανικής συσκευής τύπου «Enigma».
Οι Βρετανοί μπόρεσαν για αρκετό χρονικό διάστημα να υποκλέπτουν και ν” αποκρυπτογραφούν τα γερμανικά σήματα, με αποτέλεσμα ν” αποφεύγουν περιοχές όπου δρούσαν τα γερμανικά υποβρύχια, κατά τις θαλάσσιες μεταφορές τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου