Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Μαΐου 13, 2018

Ανέκδοτη πραγματεία του λαογράφου Νικόλαου Πολίτη για τους Βρυκόλακες στη Νεότερη Ελλάδα

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Στις 15 Μαρτίου 1870, ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, ο αρχαιότερος και ίσως ο σημαντικότερος πολιτιστικός σύλλογος της Αθήνας, ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα των βρυκολάκων.Το μέλος του Συλλόγου και αργότερα και Πρόεδρός του, ο σπουδαίος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, ανέγνωσε τα κάτωθι ενώπιον του Φιλολογικού Συλλόγου, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό “ΙΛΙΣΣΟΣ”. Η παρούσα πραγματεία αποτελεί απόσπασμα ανέκδοτου, μέχρι τότε, συγγράμματος για τα ήθη και τα έθιμα των νεότερων Ελλήνων.



Η πρόσοψη του κτιρίου όπου στεγαζόταν ο σύλλογος, σε φωτογραφία του 1896Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης “βρυκόλακας”, υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, με επικρατέστερη εκείνη του Λέοντα Αλλάτιου, που υποστήριζε ότι προερχόταν από το “βούρκος” και “λάκκος”. Δεν είναι απίθανο, όμως, να προέρχεται από το ρήμα “βρύκομαι”, δηλαδή τρώγω, καταναλώνω. Στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, ο νεκροζώντανος ονομάζεται “καταχανάς”, που αποδίδεται στον αιμοβόρο, στον σκληρό, στον άτεγκτο.


Λέων Αλλάτιος (1586 – 1669)Οι δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων για τη μετά θάνατον κατάσταση της ψυχής, οι φοβερές τιμωρίες στον Άδη, η ατέρμονη περιπλάνηση της ψυχής ενός άταφου σαρκίου και το μετέπειτα χριστιανικό τελετουργικό πρωτόκολλο, οδήγησαν τον λαό μας να πλάσει με ζωηρότατα χρώματα στη φαντασία του τους βρυκόλακες, όπου η ίδια η γη τούς εκδίωκε από το ησυχαστήριο του τάφου και ξερνούσε το αποτρόπαιο βδέλυγμά τους.
Βρυκόλακες θεωρούνταν ότι γίνονταν οι ασεβείς και οι κακούργοι, οι οποίοι είχαν διαπράξει εν ζωή τρομερά ανοσιουργήματα, τρεφόμενα από τα κακεντρεχή τους αισθήματα. Μάλιστα, ακόμα και μετά θάνατον, επεδίωκαν να ταράζουν και να βλάπτουν με κάθε μέσο τους ζωντανούς.


Νικόλαος Πολίτης (03/03/1852 – 12/01/1921)Επίσης, βρυκολάκιαζαν όσοι δε θάβονταν, μια πρόληψη που έχει αναμφίβολα τις ρίζες της στην αρχαία ιδέα ότι όσοι δεν τύγχαναν ταφής, περιπλανιόνταν γύρω από τα ύδατα της Στυγός και αποκλείονταν από το άβατο του Άδη. Βρυκολάκιαζαν, ακόμη, και όσοι έβρισκαν εξαιρετικά βίαιο θάνατο, όπως υποστήριζε ο Ηλιόδωρος ο Εμεσηνός.
Αλλά το κυριότερο αίτιο για να μεταστραφεί κάποιος σε βρυκόλακα ήταν ο αφορισμός. Όταν κάποιος εισέπραττε κατάρες, ώστε να αποκλειστεί από τη μεταθανάτια γαλήνη, υποπίπτοντας στη δυσμένεια επισκόπου και αφοριζόταν τελικώς, πιστευόταν ότι το κορμί του θα έμενε άλιωτο και θα διωκόταν από το κοιμητήριο τις νύχτες, τριγυρίζοντας άσκοπα στις πόλεις και στους αγρούς, σκορπίζοντας τον τρόμο και τον θάνατο.
Οι Σλάβοι του Μαυροβουνίου, κατά τον Jacques Louis Vialla de Sommieres, πίστευαν πως αν ο επίσκοπος έδινε άφεση αμαρτιών σ’ έναν αφορισμένο, πάνω από τον τάφο του, ημέρα Σαββάτου, τότε το τέως άλιωτο σώμα του βρυκόλακα θα μπορούσε επιτέλους να αποσυντεθεί κι επομένως, να γαληνέψει το πνεύμα του.


Jacques Louis Vialla (1764 – 1849)Ο Κασσιανός έγραφε ότι έγινε κάποτε, σε άγνωστο τόπο, μερική σύνοδος εκατό επισκόπων και αφού συζήτησαν για διάφορα θέματα, όλοι συμφωνούσαν μεταξύ τους, εκτός από έναν επίσκοπο, που εναντιώθηκε στις αποφάσεις τους. Τότε, οι υπόλοιποι επίσκοποι τον αναθεμάτισαν κι εκείνος πέθανε αφορισμένος.
Το σώμα του αφορισμένου επισκόπου δεν είχε αποσυντεθεί για έναν ολόκληρο αιώνα και παρέμεινε στο μνήμα του σαν ακέραιο κομμάτι από σίδερο βαρύ κι αλύγιστο. Μετά από εκατό χρόνια και πάλι, ξαναέγινε μερική σύνοδος εκατό επισκόπων στην ίδια περιοχή, οι οποίοι αποφάσισαν πως έπρεπε επιτέλους να συγχωρήσουν τον αναθεματισμένο επίσκοπο. Μετά τη δέουσα προσευχή, το άλυτο σώμα του μετατράπηκε αυτομάτως σε σκόνη και η ψυχή του ξεκίνησε για το ουράνιο ταξίδι της.


Άγιος Κασσιανός ο ΡωμαίοςΟ Ιταλός περιηγητής Scrofani, ο οποίος είχε επισκεφτεί την Ελλάδα κατά τα έτη 1794-1795, παρέθετε τα εξής: “Οι Έλληνες φρονούν ότι τα εκκλησιαστικά αναθέματα καθιστούν αδιάλυτο το σώμα του αφορισμένου και ότι η ψυχή του πλανιέται ανήμερη κι ανήσυχη, σκορπώντας τον θάνατο στους διαβάτες, ενώ τρέφεται αποκλειστικά με ανθρώπινο αίμα. Η παράλογη αυτή δεισιδαιμονία πολλαπλασίασε τους αφορισμούς και γέμισε τα νεκροταφεία με βρυκόλακες.
Έτσι, εάν οτιδήποτε ταράξει τις ζωές των Ελλήνων, για παράδειγμα αν ακουστεί ανεξήγητος θόρυβος μέσα στη νύχτα ή απροσδιόριστες κραυγές ή ζημιές, που δεν ξέρουν πού να της αποδώσουν, ξαφνικό κακό ή αναπάντεχος θάνατος, τότε για όλα κατηγορούν τους αφορισμένους βρυκόλακες, που έχουν κατακλύσει τα νεκροταφεία τους. Μόλις διαδοθεί η είδηση ότι τους καταδιώκει βρυκολακιασμένος, που είναι νεκρός μιας ή δυο ημερών το πολύ, άντρες, γυναίκες και παιδιά σπεύδουν αμέσως στα κοιμητήρια και ξεθάβουν το ύποπτο πτώμα. Αν το βρουν ατόφιο, απευθύνονται πάραυτα στον επίσκοπο, για να το εξορκίσει.
Ο εξορκισμός τελείται με τον ακόλουθο τρόπο: Στον τόπο που διέμενε ο βρυκόλακας, αφήνεται ένα χρηματικό ποσό για τον επίσκοπο, ώστε να τελέσει τον εξορκισμό. Οι συγγενείς του νεκρού, κατόπιν, είναι υποχρεωμένοι να παραθέσουν μεγαλοπρεπές συμπόσιο στο νεκροταφείο. Αν είναι φτωχοί, τα έξοδα βαρύνουν τον πλουσιότερο κάτοικο του χωριού. Ο επίσκοπος, ενδεδυμένος τα ιερά του άμφια, προστάζει, εν ονόματι του Θεού, τον νεκρό να φάει από τα παρατιθέμενα φαγητά. Αν δε συμβεί αυτό, βεβαιώνεται ότι είναι πράγματι βρυκόλακας.


Το βιβλίο του Ιταλού περιηγητή Scrofani, για την περιήγησή του στην Ελλάδα του 18ου αιώναΑκολούθως, ο επίσκοπος θέτει τη μίτρα του επί κεφαλής, σπάει σε μια λεκάνη τριάντα ένα αυγά και προσθέτει άνθη πορτοκαλιάς, αλεύρι, κρασί εξαιρετικό και τα ανακατεύει με κλωνιά από μυρτιά. Έπειτα, αλείφει το σώμα με το μείγμα επτά φορές και διατάσσει να το θάψουν εμπρός του, απειλώντας με τρομερό ανάθεμα εκείνον, που θα τολμήσει να το ξεθάψει.
Μετά το πέρας της τελετής, ο επίσκοπος μαζί με τους παπάδες πίνουν το υπόλοιπο μείγμα και τρώνε τα φαγητά, που αρνήθηκε να φάει ο βρυκολακιασμένος. Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας μιας τέτοιας τελετής”, υπογράμμιζε ο περιηγητής Scrofani.
Αν μετά από μια τέτοια τελετή, ο βρυκόλακας δεν ησύχαζε, αποφάσιζαν ή να κάψουν το πτώμα του ή να το μεταφέρουν σε κάποιο ερημονήσι, ώστε να διασχίσει θάλασσα, που ήταν το μόνο σίγουρο αντιφάρμακο.
Ενίοτε, όμως, κι άλλα περιστατικά εμπόδιζαν τον βρυκόλακα να ημερέψει, όπως φαίνεται από τις διηγήσεις του Γάλλου βοτανολόγου και περιηγητή Joseph Pitton de Tournefort, σχετικά με τον περίφημο Βρυκόλακα της Μυκόνου.
Όταν ο Tournefort βρισκόταν στη Μύκονο, ανάμεσα στο 1700 και 1702, διαδόθηκε πως κάποιος νεκρός είχε βρυκολακιάσει και κακοποιούσε ανθρώπους και ζώα. Αρχικά, το γεγονός δε θεωρήθηκε σπουδαίο, αλλά σταδιακά, τα φαινόμενα κλιμακώθηκαν επικίνδυνα. Έτσι, οι προεστοί και ο ιερέας του νησιού αποφάσισαν να εξορκίσουν τον δαίμονα εννέα ημέρες μετά την ταφή του. Τη δέκατη ημέρα τελέστηκε λειτουργία στο νεκροταφείο, όπου ξέθαψαν το άλιωτο πτώμα του βρυκόλακα, αφαίρεσαν την καρδιά του και την έκαψαν.
Παρόλα αυτά, το κακό βυσσοδομούσε. Τότε, κάποιος Αλβανός τούς συμβούλεψε να πάψουν να τρυπούν το κορμί του με το χριστιανικό ξίφος, που έφερε λαβή σχήματος σταυρού, αλλά με τουρκικό ξίφος, ώστε να τον εξολοθρεύσουν και μην ξαναεμφανιστεί ποτέ πια. Έτσι κι έγινε…


Joseph Pitton de Tournefort (05/06/1656 – 28/12/1708)Ενίοτε, αντί να προβαίνουν σε παρόμοιες τελετές, οι Έλληνες προτιμούσαν να καρφώνουν το σώμα του βρυκόλακα στη γη, ώστε να μη μπορεί να βγει από το μνήμα του, όπως ανέφερε ο Scrofani ότι είχε συμβεί στη Ζάκυνθο. Άλλοτε, για να αποφεύγουν τις τρομακτικές ενοχλήσεις από βρυκόλακες, τοποθετούσαν στην πόρτα του σπιτιού τους ένα καρφί, που το είχαν πάρει από νεκροκρέβατο.
Όταν κάποιος ασθενής υπέθετε ότι η αρρώστια του προερχόταν από επενέργεια βρυκόλακα, καλούσε ιερέα και πήγαινε μαζί του στον τάφο εκείνου, που υποπτευόταν ότι είχε βρυκολακιάσει και που επιζητούσε το κακό του. Έτσι, έσχιζαν το πτώμα και του αποσπούσαν την καρδιά, την οποία τρυπούσαν με βελόνες ή αγκάθια, βέβαιοι πως ο βρυκόλακας θα γαληνέψει και θα εγκαταλείψει τον κακόβουλο σκοπό του.
Οι προλήψεις αυτές προφανώς σχετίζονταν με τις μεσαιωνικές δεισιδαιμονίες. Όπως διηγούνταν ο Βρετανός διπλωμάτης και ιστορικός Sir Paul Rycaut, όταν κάποια γυναίκα δυσκολευόταν να γεννήσει και κατά τις ωδίνες του τοκετού πέθαινε μαζί με το παιδί της, τους έβαζαν στον ίδιο τάφο και τους παλούκωναν μαζί, ώστε να μη βρυκολακιάσουν.


Sir Paul Rycaut (23/12/1629 – 16/11/1700)Μια άλλη, λιγότερη γνωστή και συνηθισμένη πρόληψη ανέφερε ο Λέων Αλλάτιος σ’ ένα σύγγραμμά του. Στο παραμορφωμένο σώμα του βρυκόλακα εισέρχεται ένας δαίμονας, που αποζητά να φέρνει μονάχα τη δυστυχία και τον πόνο στους θνητούς.
Ο δαίμονας συχνά έβγαινε από το μνήμα του τις αφέγγαρες νύχτες και κατευθυνόταν σε κατοικημένα μέρη. Στο πρώτο σπίτι που συναντούσε στο διάβα του, άνοιγε την πόρτα και καλούσε, γεγωνυία τη φωνή, να δει αν κάποιος τον ακούει. Εάν κάποιος τύχαινε να αποκριθεί στο απόκοσμο κάλεσμά του, την επόμενη κιόλας ημέρα βρισκόταν νεκρός. Εάν, όμως, δεν αποκρινόταν, τότε διέφευγε τον κίνδυνο και γλίτωνε τη ζωή του.
Γι΄ αυτόν τον λόγο, οι Χιώτες ποτέ δεν απαντούν σε κάλεσμα με την πρώτη φορά, αλλά αντιθέτως, αν επαναληφθεί η πρόσκληση, βεβαιώνονται ότι δεν είναι βρυκόλακας και τότε μόνο αποκρίνονται.
Ενίοτε, οι βρυκόλακες ιστορούνται ως παντελώς αβλαβείς, που υποφέρουν οι ίδιοι, όμως, καθώς δεν ετάφησαν. Ο διακεκριμένος Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας, στη διήγησή του για τον βρυκόλακα Μαραβέλη, ανέφερε τα εξής στο “Χρονικό του Γαλαξειδίου” :


Κωνσταντίνος Σάθας (1842 – 1914)“Ο αρματωλός Νίκος Μαραβέλης, βαριά τραυματισμένος κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής με τους Τούρκους, απεσύρθη σ’ ένα σπήλαιο στα Σάλωνα, όπου, τελικά, ξεψύχησε από τις αγιάτρευτες πληγές του. Το σπήλαιο εκείνο ονομάστηκε “Σπηλιά του Μαραβέλη” και εν καιρώ, άρχισαν να το περιβάλλουν έντονες δεισιδαιμονικές παραδοξολογίες.
Πολλές φορές, που έτυχε να περνώ από εκεί, άκουσα τους νεαρούς αγωγιάτες να ανακράζουν:
“Νίκο Μαραβέλη
Μην τρως το μέλι!”
Ενώ στο σπήλαιο εκείνο τα σμήνη των μελισσών αποθήκευαν το ολόγλυκο μέλι τους, κανένας δεν αποκοτούσε να εισέλθει και να το πάρει, καθώς πιστευόταν ότι επιθετικά δαιμόνια φύλασσαν την είσοδο. Οι άνθρωποι υποστήριζαν πως ο ηρωικός Μαραβέλης, καθώς εξέπνεε, υπερφυσικά δαιμόνια κατέλαβαν την ψυχή του και συγχρόνως, μετατράπηκε σε απέθαντο, αφού παρέμεινε άταφος και αλειτούργητος”.


Σάλωνα, γκραβούρα εποχήςΕν γένει, οι βρυκόλακες θεωρούνταν σκληρότατοι, κακουργότατοι και αιμοδιψείς. Συχνά, τους περιέγραφαν με κατάμαυρο, σχεδόν καψαλισμένο σώμα και τρομακτικά αγριεμένο πρόσωπο, που προκαλούσε φρενήρη πανικό, αποστροφή και επαναλαμβανόμενους εφιάλτες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΙΛΙΣΣΟΣ”, στις 15/03/1870…



Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΙΛΙΣΣΟΣ”, στις 15/03/1870




strangepress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου