Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Αυγούστου 11, 2023

Οι δυο μέρες που σημάδεψαν την πιο διαβόητη φυλακή του κόσμου


H «Μάχη του Αλκατράζ» ανέτρεψε τα πρωτόκολλα ασφαλείας του καλύτερα φυλασσόμενου σωφρονιστικού καταστήματος των ΗΠΑ

Υπήρχε κάποτε μια φυλακή αλλιώτικη από τις άλλες. Χτισμένη πάνω σε ένα νησάκι ως ναυτική αμυντική οχύρωση, μετατράπηκε το 1861 σε στρατοδικείο και στρατιωτικές φυλακές αργότερα, βλέποντας πολλά τρελά και παράξενα.

Από τους πρώτους της ενοίκους ήταν εξάλλου 19 Ινδιάνοι Χόπι από την Αριζόνα που το μόνο που έκαναν ήταν να αντιδρούν παθητικά στις κυβερνητικές απόπειρες για την αφομοίωσή τους. Αλλά και μερικοί αμερικανοί στρατιώτες από τον Φιλιππινο-Αμερικανικό Πόλεμο (1899-1902) που συμμάχησαν με τον εχθρό και πολέμησαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.

Το νησάκι πήρε προαγωγή το 1907 και περιλήφθηκε στο επίσημο δίκτυο των στρατιωτικών φυλακών των ΗΠΑ, όταν άρχισαν να χτίζονται οι νέες πτέρυγες και τα καινούρια βοηθητικά κτίρια, τα οποία αποπερατώθηκαν 4 χρόνια αργότερα. Ο στρατός πέρασε τον έλεγχο της φυλακής σε πολιτικά χέρια το 1933 και την αμέσως επόμενη χρονιά το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωνε ότι είχε έναν νέο χώρο υψίστης ασφαλείας για τους πιο επικίνδυνους κακοποιούς του τοπικού σωφρονιστικού συστήματος.

Αν πρέπει να το πούμε, το Αλκατράζ λειτούργησε από το 1934-1963 ως το καμάρι του ποινικού συστήματος της Αμερικής, φιλοξενώντας εντός του κάθε παραβατικό «λουλούδι» της χώρας, μεταξύ των οποίων και τον ίδιο τον Αλ Καπόνε.



Παρά το γεγονός ότι ο «Βράχος» μπορούσε να στεγάσει με άνεση 450 εγκλείστους σε κελιά διαστάσεων 3x1,5 μέτρων, ποτέ δεν φιλοξένησε περισσότερους από 250 κρατουμένους ταυτοχρόνως. Κανείς δεν μπορεί να το σκάσει από τον Βράχο, υπόσχονταν οι δεσμοφύλακες και κάπως έπρεπε να το εξασφαλίσουν.

Και πράγματι ακόμα και οι απόπειρες απόδρασης ήταν σπάνιες και όταν λάμβαναν σποραδικά χώρα, βασίζονταν σε περίτεχνα πλάνα και δαιμόνια τεχνάσματα εξαπάτησης, μπας και καταφέρουν οι τρόφιμοι να πηδήξουν στα νερά του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο και κολυμπήσουν τα λιγοστά χιλιόμετρα ως τη στεριά.

Μόνο που από τις 2-4 Μαΐου 1946 οι επίδοξοι δραπέτες δεν θα κατέφευγαν σε λαγούμια και ανήλιαγα υπόγεια, αλλά θα έπαιρναν τα όπλα θέλοντας να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό. Κάτι που θα βύθιζε το Αλκατράζ στο αίμα.

Καλωσορίσατε στη «Μάχη του Αλκατράζ», την πλέον περιβόητη εξέγερση σε μια φυλακή που κάτι τέτοιο ήταν το λιγότερο αδιανόητο...
Μια μάχη αλλιώτικη από τις άλλες



Ακόμα και σήμερα, οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν όσα έλαβαν χώρα αυτό το 48ωρο ως το σημαντικότερο γεγονός στην 29χρονη ιστορία του «Βράχου», αλλά και ένα από τα πιο αιματοβαμμένα γεγονότα του αμερικανικού σωφρονιστικού συστήματος. Μιλάμε για μια εξέγερση που θα άφηνε δυο δεσμοφύλακες και τρεις τροφίμους νεκρούς, την ίδια ώρα που ο καταιγισμός των σφαιρών θα τραυμάτιζε άλλους 14 σωφρονιστικούς υπαλλήλους και έναν κρατούμενο.

Όλα ξεκίνησαν από τον τρόφιμο Bernard Paul Coy, έναν ληστή τραπεζών από το Κεντάκι που ήταν να περάσει 26 χρόνια στο Αλκατράζ για μια ληστεία που μετατράπηκε σε ομηρεία και δεν έληξε καθόλου καλά. Αυτός και οι πέντε συνεργοί του παρατηρούσαν τους δεσμοφύλακες εδώ και μήνες, καταγράφοντας και αναλύοντας τις καθημερινές τους συνήθειες στη φυλακή και τα πόστα τους.

Και στις 2 Μαΐου 1946 ήταν έτοιμοι. Με τη βοήθεια του συνεργού του Joseph Cretzer, ο Coy πασαλείφτηκε με γράσο και κατάφερε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του δωματίου με τον οπλισμό. Στο στόμα του είχε μια μικρή πάνινη σακούλα με την αυτοσχέδια μέγγενη που είχαν φτιάξει στο εργαστήριο της φυλακής, με την οποία κατάφερε να ανοίξει ένα άνοιγμα ανάμεσα στα κάγκελα. Για να δουλέψει όλο αυτό, ο αποφασισμένος τρόφιμος έκανε δίαιτα εδώ και καιρό και είχε μείνει πετσί και κόκαλο.



Πήρε λοιπόν ένα από τα κλομπ και κρύφτηκε, περιμένοντας τον φρουρό της βάρδιας. Ο συνεργός του κατάφερε να τον αναγκάσει να σηκωθεί από το πόστο του και με μια επιδέξια κίνηση, ο Coy που καραδοκούσε τον έριξε αναίσθητο. Χωρίς αντίσταση πια, ο Coy έβγαλε αρκετά πιστόλια και κλομπ από το δωμάτιο, αλλά και κείνη την αρμαθιά με τα κλειδιά της πτέρυγας.

Οι δύο πάνοπλοι τρόφιμοι κατάφεραν εύκολα να αιχμαλωτίσουν 9 δεσμοφύλακες και να τους κλειδώσουν στα κελιά 403 και 404, τα πράγματα άρχισαν ωστόσο να περιπλέκονται όταν δεν βρήκαν πουθενά το κλειδί της πόρτας που θα τους έδινε πρόσβαση στο προαύλιο. Το κλειδί κατάφερε να κρύψει μέσα στη λεκάνη του κελιού που τους κλείδωσαν ένας γενναίος δεσμοφύλακας, ο οποίος παρέδωσε μεν αμαχητί την αρμαθιά με τα κλειδιά στους κρατουμένους, όχι όμως και το πιο σημαντικό.

Οι Coy και Cretzer απελευθέρωσαν τους τέσσερις εναπομείναντες συνεργούς τους, τους Sam Shockley, Miran Thompson, Marvin Hubbard και Clarence Carnes, τον νεότερο τρόφιμο που σύρθηκε ποτέ στο Αλκατράζ, και έψαχναν τώρα εναλλακτικό σχέδιο. Και τότε ακούστηκε αυτή η μανιασμένη σειρήνα της φυλακής, που όταν λυσσούσε την άκουγαν ακόμα και στις ακτές του Σαν Φρανσίσκο.

Σύντομα ακτοφυλακή και πεζοναύτες, δεσμοφύλακες εκτός βάρδιας, εμπειρογνώμονες και ένα τσούρμο ακόμα αστυνομικών και στρατιωτικών ειδικοτήτων θα βρίσκονταν πάνω στον «Βράχο» θέλοντας να ανακαταλάβουν την πτέρυγα από τους ένοπλους και απελπισμένους φυγάδες.
Το Αλκατράζ φλέγεται



Καθώς η όλη επιχείρηση έγινε αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα, η πλειονότητα των τροφίμων και των δεσμοφυλάκων ήταν στα εργαστήρια και τις άλλες αγγαρείες, κι έτσι η πτέρυγα των κελιών ήταν σχεδόν άδεια. Με τη βοήθεια των πεζοναυτών, οι δεσμοφύλακες κατάφεραν να μαντρώσουν όλους τους άλλους στο προαύλιο, εξασφαλίζοντάς τους πανωφόρια και κουβέρτες, μιας και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στα κελιά τους.

Έκρυθμη ήταν και η κατάσταση στο εσωτερικό της Πτέρυγας Δ, καθώς οι φυγάδες συνειδητοποιούσαν ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής και έχαναν κάθε ρανίδα ελπίδας. Κάτω από τις επευφημίες των Shockley και Thompson, ο αρρωστημένα βίαιος Joseph Cretzer πήρε το ρεβόλβερ του, πλησίασε ατάραχος τα κάγκελα του κελιού 403 και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως στο εσωτερικό του. Οι έγκλειστοι δεσμοφύλακες προσπαθούσαν να προστατευτούν από τα πυρά, αρκετοί τραυματίστηκαν πάντως και κάποιοι σοβαρά.

Την ίδια ώρα, ο διευθυντής του Αλκατράζ και οι στρατιωτικοί επιτελείς συμφωνούσαν επιτέλους πως το «ντου» ήταν μονόδρομος. Αυτό που τους έκαιγε ήταν να βγάζουν ζωντανούς τους άντρες τους από τα κελιά και οι πυροβολισμοί που ακούγονταν δεν ήταν καλός σύμβουλος.

O υπολοχαγός Phil Bergen επιφορτίστηκε να οδηγήσει την πρώτη ομάδα κρούσης μέσα στην κατεχόμενη πτέρυγα. Η έφοδος πήγε καλά ως ένα σημείο, όταν σκόνταψαν πάνω στους ταμπουρωμένους φυγάδες δηλαδή και το πιστολίδι πήρε φωτιά. Μέσα σε όλα, ο Bergen προσπαθούσε να φτάσει στα δυο κελιά με τους αιχμάλωτους δεσμοφύλακες, οι σφαίρες έπεφταν ωστόσο βροχή από κάθε κατεύθυνση.



Ο Harold Stites, ένας δεσμοφύλακας που είχε πάρει μέρος και στην αιματοβαμμένη απόπειρα απόδρασης των τριών του 1938, πυροβολώντας μάλιστα τον έναν στο δόξα πατρί, έφαγε άλλη μια σφαίρα, όπως θα έκαναν τρεις ακόμα από την ομάδα του Bergen. Σύντομα ο Stites θα ήταν η πρώτη απώλεια της Μάχης του Αλκατράζ. Οι τρεις τραυματισμένοι δεσμοφύλακες μεταφέρθηκαν εσπευσμένα σε νοσοκομείο του Σαν Φρανσίσκο και τη γλίτωσαν.

Ο Bergen και οι τέσσερις άντρες που του απέμειναν επέστρεψαν στην πτέρυγα των κελιών, περιμένοντας ένα λάθος από τους φυγάδες, οι οποίοι μια στο τόσο έριχναν μερικές αδέσποτες σφαίρες εδώ κι εκεί, κάνοντας προφανώς επίδειξη ισχύος. Λίγο μετά τις 10:00 το βράδυ, ο αναπληρωτής διευθυντής με μια ομάδα 14 αστυνομικών εισέβαλαν από άλλο σημείο στην πτέρυγα, ελπίζοντας να αιφνιδιάσουν τους κρατουμένους και να σώσουν τους συναδέλφους τους.

Κι αυτοί έπεσαν όμως στην ενέδρα που είχαν στήσει οι διαβασμένοι τρόφιμοι και τους υποδέχτηκαν με σφαίρες. Άλλος ένας τραυματίστηκε και τα πράγματα είχαν περιέλθει σε ευδιάκριτο αδιέξοδο. Αδιέξοδο για όλους, καθώς μέσα στην ομοβροντία των πυρών οι Shockley και Thompson επέστρεψαν οικειοθελώς στα κελιά τους, προσπαθώντας να καταλήξουν σε μια πειστική εξήγηση πώς στο καλό είχαν εμπλακεί σε όλο αυτό!



Οι πεζοναύτες έχασαν την υπομονή τους και άρχισαν να κατεδαφίζουν με εκρηκτικά πόρτες και περάσματα, γεμίζοντας με πυκνούς καπνούς την πτέρυγα των κελιών. Απτόητοι οι εξεγερμένοι, οπισθοχωρούσαν όσο οι εκρήξεις τους πλησίαζαν, μόνο που οι πεζοναύτες φαίνονταν αποφασισμένοι. Τώρα άνοιγαν τρύπες στα ταβάνια και έριχναν χειροβομβίδες και δακρυγόνα και ήταν πραγματικά ασταμάτητοι. Η Πτέρυγα Δ γέμιζε ταυτοχρόνως και με νερά, καθώς οι σπασμένες σωληνώσεις ξερνούσαν συνεχώς το περιεχόμενό τους μέσα στα κελιά.

Μεγάλη συμβολή είχε σε αυτό το σημείο ο Robert Stroud, ο «άνθρωπος-πουλί του Αλκατράζ», που είχε μαζέψει μερικά πουλιά στο κελί του και έφτασε να γίνει ένας από τους πιο αξιοσέβαστους ορνιθολόγους του καιρού του! Δεν του επέτρεψαν φυσικά να φέρει τα πουλιά του στο Αλκατράζ, όταν τον μετέφεραν εδώ το 1942, κι έτσι ο ασίγαστος 56χρονος έπρεπε κάπως να απασχοληθεί. Εισέβαλε έτσι στην Πτέρυγα Δ και άρχισε να κλείνει τις μεταλλικές πόρτες των έξι κελιών της απομόνωσης, προσπαθώντας να σώσει τους απελπισμένους φυγάδες αλλά και τους εξίσου τραγικούς δεσμοφύλακες, απομονώνοντάς τους από τους κακοποιούς.

Κι έτσι, αφού πέρασαν 48 ώρες ανελέητου πιστολιδιού, οι σφαίρες κόπασαν μαγικά. Για λίγο όμως, καθώς κανείς δεν φαινόταν διατεθειμένος να διαπραγματευτεί. Η βία θα επέστρεφε σύντομα και στο νέο πιστολίδι οι Cretzer, Coy και Hubbard θα έπεφταν νεκροί στον διάδρομο, άλλος από σφαίρες, άλλος από θραύσματα χειροβομβίδας. Ο «εγκέφαλος» Coy βρέθηκε νεκρός μέσα σε στολή δεσμοφύλακα, την ίδια ώρα που ένας ακόμα φρουρός (William Miller) έπεσε νεκρός από τη μανιασμένη ανταλλαγή πυρών.






Όσο για τους μετανοημένους Thompson και Shockley, δεν γλίτωσαν τις συνέπειες: τους εκτέλεσαν στον θάλαμο αερίων των φυλακών του Σαν Κουέντιν λίγο αργότερα για την εμπλοκή τους στον φόνο του Miller. Ο Carnes ήταν ο μόνος που γλίτωσε τη ζωή του, τρώγοντας άλλα 99 χρόνια πίσω από τα κάγκελα.

Θα περνούσαν μήνες βέβαια μέχρι να επιστρέψει η κανονικότητα στο Αλκατράζ και να ξανανοίξει η Πτέρυγα Δ. Τα σημάδια στους τοίχους και οι ρωγμές στα ταβάνια δεν θα έκλειναν ποτέ και όλοι θα ανακαλούσαν εκείνες τις δυο μέρες του 1946 μέχρι να κλείσει οριστικά τις πύλες του ο «Βράχος».

Και έκλεισε λόγω του υψηλού κόστους της λειτουργίας του και ειδικά για την καθημερινή και πολυδάπανη μεταφορά πόσιμου νερού. Στις 21 Μαρτίου 1963, το Αλκατράζ θα ήταν πια παρελθόν. Οι πλέον διαβόητες φυλακές υψίστης ασφαλείας των ΗΠΑ σημαδεύτηκαν όμως από κείνο το περιστατικό, καθώς απέδειξε περίτρανα πως το ανθρώπινο δαιμόνιο θα βρίσκει πάντα τη λύση και τίποτα δεν είναι στην πράξη τόσο ασφαλές όσο στα χαρτιά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου