Ένα εκπληκτικό πρωτοσέλιδο άρθρο, λαογραφικού περιεχομένου, δημοσιεύθηκε στις 09/06/1896 στην εφημερίδα “ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”.
Η ιστορία, λοιπόν, έχει ως εξής:
Στο χωριό Δραμαλού, υπήρχε ένας πύργος ολόχοντρος, ισοκατέβατος, με μαυρισμένα από την πολυκαιρία τείχη. Τα θεμέλιά του περιστοιχίζονταν από αγκαθωτά και θρεμμένα βάτα, σε τόση πυκνότητα και εύρος, ώστε η πύλη του πύργου να είναι αθώρητη και απροσπέλαστη.
Ολόγυρα απ’ τα άγρια βάτα, βλάστιζαν περιμετρικά του πύργου άπειρες συκιές, παραμελήμενες και ακλάδευτες για πολλά χρόνια. Ανθρώπινο πόδι δεν είχε πατήσει τον πυκνό τους ίσκιο κι ανθρώπινο στόμα δεν είχε γευτεί τη γλύκα τους. Τα σύκα μεγάλωναν στην εποχή τους και στην ωριμότητά τους γίνονταν ανθρώπινα κεφάλια, που κρέμονταν από τα κλαδιά τους! Μόνο το στοιχειό του πύργου κατέβαινε κι έτρωγε τους απαίσιους αυτούς καρπούς…
Κανείς δεν πλησίαζε τον πύργο. Πολλοί είχαν να αφηγηθούν σκοτεινές ιστορίες για τα αερικά που κυρίευαν τα ανήλιαγα υπόγειά του. Κάποιος κάτοικος του χωριού με το όνομα Λίακας, αποφάσισε να αποδείξει την αντρειοσύνη του. Πήγε δυο φορές μέχρι τον Πύργο της Δραμαλούς και γέμισε μια σακούλα με τα ανθρωποκέφαλα που φύτρωναν πάνω στις στοιχειωμένες συκιές.
Τα έφερε τότε στο καφενείο του χωριού και τα έδειξε στους συγχωριανούς του, οι οποίοι σταυροκοπιόνταν, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Από τότε άρχισε να καυχιέται διαρκώς για το κατόρθωμά του και υποστήριζε πως δεν υπήρχε πια τίποτα που να τον τρομάζει. Διαλαλούσε ότι είχε νικήσει ολότελα τον φόβο! Έτσι, αποδέχτηκε το στοίχημα που έβαλαν οι συγχωριανοί στον καυχησιάρη Λίακα, για να πάει στο Πύργο και να παλέψει με το στοιχειό που ζούσε εκεί. Έφαγε καλά, καρδάμωσε, ήπιε πολύ για να βρει το θάρρος, πήρε τα άρματά του και κίνησε για τρίτη φορά να πάει στις χολωμένες τις συκιές, να κόψει ανθρωποκέφαλα και να τα βάλει με τον στοιχειωμένο κύρη τους.
Δυο–τρεις χωριανοί τον συνόδεψαν ως τον Πύργο, από φόβο μην τυχόν και τους γελάσει ο αλαζόνας Λίακας. Πέρασαν όμως οι ώρες… Σουρούπωσε και ο Λίακας δε φαινόταν πουθενά. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα επέστρεψαν λαχανιασμένοι στο χωριό, όπου πήγαν ευθύς στο σπίτι του παπα-Ξυδέα. Ξέπνοοι, του ομολόγησαν όλα όσα είχαν προηγηθεί. Ο παπάς άρπαξε το θυμιατό και τον Εσταυρωμένο, πέρασε γύρω απ’ τον λαιμό του το πετραχήλι του και όλοι μαζί ξεκίνησαν για τον στοιχειωμένο πύργο.
Όταν έφτασαν εκεί, άρχισε ο παπάς να ψέλνει και να λέει λόγια της Παναγιάς. Ταυτοχρόνως, έκοβαν τα θεριεμένα βάτα, έψαχναν μέσα στις αιμοβόρες συκιές, ώσπου τον βρήκαν τον άμοιρο, τούμπανο, κάτω από μια βδελυρή συκιά, πρησμένο όσο δε βάνει ο νους…
Μόλις διαπίστωσαν πως ο Λίακας ήταν ακόμη ζεστός, ο παπα-Ξυδέας άρχισε τον εξορκισμό. Καθώς ο δύσμοιρος δεν συνερχόταν, αποφάσισαν να τον κουβαλήσουν μέχρι το χωριό. Εκεί ο παπάς είπε όλες τις ευχές που ήξερε κι όλες τις ψαλμωδίες. Αλλά μάταια… Τα αερικά και τα τελώνια δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν το πρησμένο του κουφάρι.
Ο παπα-Ξυδέας ανακοίνωσε στους συντοπίτες του πως το πιο συνετό που είχαν να κάνουν ήταν να τον θάψουν, παρόλο που ήταν ακόμη ζεστός, για να μην προλάβει να βρυκολακιάσει. Έφτασαν μεσάνυχτα στο κοιμητήρι, έσκαψαν κατάβαθο λαγούμι, τον πετροχώνιασαν κιόλας, για να μη μπορεί, βρυκολακιασμένος, να βγει στον απάνω κόσμο.
Στα εννιάμερα του νεκρού, η γυναίκα του πήγε στο μνήμα του μαζί με τον παπα-Ξυδέα. Τότε, είδαν πάνω στον τάφο του έναν τεράστιο σκύλο με κόκκινη τρίχα ολόρθη, με μάτια κάρβουνο, αγριεμένο, να δείχνει τα βρωμερά του δόντια. Σταυροκοπήθηκαν μεμιάς από την τρομάρα και ο σκύλος αμέσως σβήστηκε σαν θέαμα από μπρος τους. Από τότε, κάθε φορά που ο παπάς πήγαινε στο νεκροταφείο, έβλεπε πάντα τον ίδιο σκύλο με την τρίχα ορθή, πάνω στο μνήμα του Λίακα. Σιγά σιγά έπαψε να πηγαίνει στο κοιμητήρι μονάχος του κι όλο και πιο συχνά κλεινόταν στο σπίτι του διαβάζοντας τις Άγιες Γραφές του.
Το βράδυ πριν από τα Σαράντα του μακαρίτη, η χήρα του ετοιμαζόταν για τη μικρή τελετή στη μνήμη του νεκρού της. Άκουσε τότε την απόκοσμη φωνή του: “Γιατί με θάψατε ζωντανό; Γιατί;” Το διπλαμπαρωμένο μάνταλο εκσφενδονίστηκε μακριά και η δόλια γυναίκα αλαφιάστηκε. Μπροστά της παρουσιάστηκε ο άντρας της, τυλιγμένος στο λευκό του σάβανο κι από παντού πάνω του να κρέμονται σκουλήκια.
Έκατσε στο τραπέζι, στη συνηθισμένη του τη θέση κι άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε εμπρός του. Η γυναίκα του ούρλιαξε και ξαναούρλιαξε, ώσπου ξύπνησε όλο το χωριό και την είδαν για μια τελευταία φορά να τρέχει τρελή, ολότρελη, με βλέμμα χαμένο. Κανείς δεν την είδε ποτέ ξανά. Την ίδια βραδιά οι κάτοικοι του χωριού βρήκαν και τον παπα-Ξυδέα νεκρό, με μάτια γουρλωμένα, με πρόσωπο αγριεμένο και τη γλώσσα του να κρέμεται μια σπιθαμή έξω από το μαύρο στόμα του, έχοντας δυο μελανά σημάδια στο λαιμό του.
Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, ξεκληρίστηκε ολόκληρη η γενιά του βρυκόλακα της Δραμαλούς κι απόμεινε μονάχα ο αχός της θλιβερής του ιστορίας…
Στο χωριό Δραμαλού, υπήρχε ένας πύργος ολόχοντρος, ισοκατέβατος, με μαυρισμένα από την πολυκαιρία τείχη. Τα θεμέλιά του περιστοιχίζονταν από αγκαθωτά και θρεμμένα βάτα, σε τόση πυκνότητα και εύρος, ώστε η πύλη του πύργου να είναι αθώρητη και απροσπέλαστη.
Ολόγυρα απ’ τα άγρια βάτα, βλάστιζαν περιμετρικά του πύργου άπειρες συκιές, παραμελήμενες και ακλάδευτες για πολλά χρόνια. Ανθρώπινο πόδι δεν είχε πατήσει τον πυκνό τους ίσκιο κι ανθρώπινο στόμα δεν είχε γευτεί τη γλύκα τους. Τα σύκα μεγάλωναν στην εποχή τους και στην ωριμότητά τους γίνονταν ανθρώπινα κεφάλια, που κρέμονταν από τα κλαδιά τους! Μόνο το στοιχειό του πύργου κατέβαινε κι έτρωγε τους απαίσιους αυτούς καρπούς…
Κανείς δεν πλησίαζε τον πύργο. Πολλοί είχαν να αφηγηθούν σκοτεινές ιστορίες για τα αερικά που κυρίευαν τα ανήλιαγα υπόγειά του. Κάποιος κάτοικος του χωριού με το όνομα Λίακας, αποφάσισε να αποδείξει την αντρειοσύνη του. Πήγε δυο φορές μέχρι τον Πύργο της Δραμαλούς και γέμισε μια σακούλα με τα ανθρωποκέφαλα που φύτρωναν πάνω στις στοιχειωμένες συκιές.
Τα έφερε τότε στο καφενείο του χωριού και τα έδειξε στους συγχωριανούς του, οι οποίοι σταυροκοπιόνταν, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Από τότε άρχισε να καυχιέται διαρκώς για το κατόρθωμά του και υποστήριζε πως δεν υπήρχε πια τίποτα που να τον τρομάζει. Διαλαλούσε ότι είχε νικήσει ολότελα τον φόβο! Έτσι, αποδέχτηκε το στοίχημα που έβαλαν οι συγχωριανοί στον καυχησιάρη Λίακα, για να πάει στο Πύργο και να παλέψει με το στοιχειό που ζούσε εκεί. Έφαγε καλά, καρδάμωσε, ήπιε πολύ για να βρει το θάρρος, πήρε τα άρματά του και κίνησε για τρίτη φορά να πάει στις χολωμένες τις συκιές, να κόψει ανθρωποκέφαλα και να τα βάλει με τον στοιχειωμένο κύρη τους.
Δυο–τρεις χωριανοί τον συνόδεψαν ως τον Πύργο, από φόβο μην τυχόν και τους γελάσει ο αλαζόνας Λίακας. Πέρασαν όμως οι ώρες… Σουρούπωσε και ο Λίακας δε φαινόταν πουθενά. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα επέστρεψαν λαχανιασμένοι στο χωριό, όπου πήγαν ευθύς στο σπίτι του παπα-Ξυδέα. Ξέπνοοι, του ομολόγησαν όλα όσα είχαν προηγηθεί. Ο παπάς άρπαξε το θυμιατό και τον Εσταυρωμένο, πέρασε γύρω απ’ τον λαιμό του το πετραχήλι του και όλοι μαζί ξεκίνησαν για τον στοιχειωμένο πύργο.
Όταν έφτασαν εκεί, άρχισε ο παπάς να ψέλνει και να λέει λόγια της Παναγιάς. Ταυτοχρόνως, έκοβαν τα θεριεμένα βάτα, έψαχναν μέσα στις αιμοβόρες συκιές, ώσπου τον βρήκαν τον άμοιρο, τούμπανο, κάτω από μια βδελυρή συκιά, πρησμένο όσο δε βάνει ο νους…
Μόλις διαπίστωσαν πως ο Λίακας ήταν ακόμη ζεστός, ο παπα-Ξυδέας άρχισε τον εξορκισμό. Καθώς ο δύσμοιρος δεν συνερχόταν, αποφάσισαν να τον κουβαλήσουν μέχρι το χωριό. Εκεί ο παπάς είπε όλες τις ευχές που ήξερε κι όλες τις ψαλμωδίες. Αλλά μάταια… Τα αερικά και τα τελώνια δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν το πρησμένο του κουφάρι.
Ο παπα-Ξυδέας ανακοίνωσε στους συντοπίτες του πως το πιο συνετό που είχαν να κάνουν ήταν να τον θάψουν, παρόλο που ήταν ακόμη ζεστός, για να μην προλάβει να βρυκολακιάσει. Έφτασαν μεσάνυχτα στο κοιμητήρι, έσκαψαν κατάβαθο λαγούμι, τον πετροχώνιασαν κιόλας, για να μη μπορεί, βρυκολακιασμένος, να βγει στον απάνω κόσμο.
Στα εννιάμερα του νεκρού, η γυναίκα του πήγε στο μνήμα του μαζί με τον παπα-Ξυδέα. Τότε, είδαν πάνω στον τάφο του έναν τεράστιο σκύλο με κόκκινη τρίχα ολόρθη, με μάτια κάρβουνο, αγριεμένο, να δείχνει τα βρωμερά του δόντια. Σταυροκοπήθηκαν μεμιάς από την τρομάρα και ο σκύλος αμέσως σβήστηκε σαν θέαμα από μπρος τους. Από τότε, κάθε φορά που ο παπάς πήγαινε στο νεκροταφείο, έβλεπε πάντα τον ίδιο σκύλο με την τρίχα ορθή, πάνω στο μνήμα του Λίακα. Σιγά σιγά έπαψε να πηγαίνει στο κοιμητήρι μονάχος του κι όλο και πιο συχνά κλεινόταν στο σπίτι του διαβάζοντας τις Άγιες Γραφές του.
Το βράδυ πριν από τα Σαράντα του μακαρίτη, η χήρα του ετοιμαζόταν για τη μικρή τελετή στη μνήμη του νεκρού της. Άκουσε τότε την απόκοσμη φωνή του: “Γιατί με θάψατε ζωντανό; Γιατί;” Το διπλαμπαρωμένο μάνταλο εκσφενδονίστηκε μακριά και η δόλια γυναίκα αλαφιάστηκε. Μπροστά της παρουσιάστηκε ο άντρας της, τυλιγμένος στο λευκό του σάβανο κι από παντού πάνω του να κρέμονται σκουλήκια.
Έκατσε στο τραπέζι, στη συνηθισμένη του τη θέση κι άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε εμπρός του. Η γυναίκα του ούρλιαξε και ξαναούρλιαξε, ώσπου ξύπνησε όλο το χωριό και την είδαν για μια τελευταία φορά να τρέχει τρελή, ολότρελη, με βλέμμα χαμένο. Κανείς δεν την είδε ποτέ ξανά. Την ίδια βραδιά οι κάτοικοι του χωριού βρήκαν και τον παπα-Ξυδέα νεκρό, με μάτια γουρλωμένα, με πρόσωπο αγριεμένο και τη γλώσσα του να κρέμεται μια σπιθαμή έξω από το μαύρο στόμα του, έχοντας δυο μελανά σημάδια στο λαιμό του.
Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, ξεκληρίστηκε ολόκληρη η γενιά του βρυκόλακα της Δραμαλούς κι απόμεινε μονάχα ο αχός της θλιβερής του ιστορίας…
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”, στις 09/06/1896
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου