Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουνίου 16, 2018

Το πρώτο πλωτό ξενοδοχείο



Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ένας άνθρωπος από το Τάουνσβιλ του Κουίνσλαντ οραματίστηκε τη δημιουργία ενός πρωτοποριακού εγχειρήματος: ενός ξενοδοχείου πάνω σε ύφαλο. Συγκεκριμένα, ο Νταγκ Τάρκα ήταν αυτός που είχε την ιδέα καθώς μαγεύτηκε από την ομορφιά των υδάτων, όπως αναφέρει ο γιος του Πίτερ Τάρκα, ο οποίος συμμετείχε, επίσης, στην επιχείρηση.

«Να βρίσκεσαι κάτω από το νερό ή ακόμα και να επιπλέεις πάνω σε αυτό, ήταν πραγματικά κάτι που ήθελε να μοιραστεί με όλο τον κόσμο» λέει ο Τάρκα, για να εξηγήσει το κίνητρο του πατέρα του. Αρχικά, επρόκειτο να δημιουργηθεί ένα μικρό λιμάνι που να χωράει μέχρι τρία κρουαζιερόπλοια, ωστόσο, μετά από συμβουλές των εταιριών που βρίσκονταν πίσω από το εγχείρημα, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφαρμόσιμο, οπότε και προχώρησαν στη δημιουργία ενός πολυτελούς ξενοδοχείου επάνω στον ύφαλο.

Ωστόσο, η δημιουργία του ξενοδοχείου δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς έπρεπε το 1986 να δοθούν τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη Σιγκαπούρη, όπου και έδρευε η κατασκευαστική εταιρεία, προκειμένου να κτιστεί. Δύο χρόνια αργότερα και μετά από κάποια προβλήματα, τόσο οικονομικής όσο και κατασκευαστικής φύσης, το ξενοδοχείο μεταφέρθηκε 5.000 μακριά από τη Σιγκαπούρη στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο, όπου και ξεκίνησε τη λειτουργία του. Το κόστος δημιουργίας του ήταν γύρω στα $40 εκατ.

Το Μάρτιο του 1988 το πλωτό ξενοδοχείο άνοιξε τις πύλες του και σύμφωνα με μαρτυρίες ορισμένων πρώην υπαλλήλων, η εργασία εκεί μόνο ως τέτοια δεν φαινόταν. «Θυμάμαι τόσες πολλές καταπληκτικές ημέρες, τόσα ταξίδια για ψάρεμα, τόσα πάρτι με το πλήρωμα, βουτιές κάτω από το ξενοδοχείο και πίτσες να έρχονται με το ελικόπτερο» λέει η οδηγός πλωτού ταξί Μπελίντα Ο’Κόννορ, ενώ ο Λουκ Στάιν, που επίσης εργάστηκε εκεί, συμπληρώνει: «Ήταν και εξακολουθεί να είναι, η καλύτερη δουλειά που έχω κάνει στη ζωή μου. Πληρωνόμουν για να περπατάω, να κολυμπάω και να είμαι στον ήλιο. Θυμάμαι τώρα αυτές τις μέρες κι αναρωτιέμαι ‘Συνέβη στ’ αλήθεια αυτό; Μήπως ονειρευόμουν;’».

Ωστόσο, όπως λέει και η παροιμία, όλα τα καλά έχουν ένα τέλος και το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση του πλωτού ξενοδοχείου. Λόγω δυσκολίας στην οικονομική διαχείριση, μιας και ένα τέτοιο εγχείρημα φαινόταν να είναι πολύ μπροστά από την εποχή του, η εταιρεία αναγκάστηκε να το πουλήσει σε επιχειρηματίες από το Βιετνάμ. Η χώρα εκείνη την περίοδο έβγαινε από την εποχή του πολέμου και έκανε κινήσεις για την τουριστική της ανάπτυξη. Έτσι, το 1989, το πλωτό ξενοδοχείο μετά από διοίκηση άλλαξε και ονομασία (μετονομάστηκε σε ξενοδοχείο Σαϊγκόν) και μεταφέρθηκε στον ποταμό Σαϊγκόν, όπου και έμεινε για τα υπόλοιπα οκτώ χρόνια.

Απέκτησε καλή φήμη για τα νυχτερινά του κέντρα, τα μπαρ και τα εστιατόρια, καθώς και για τις πολυτελέστατες εγκαταστάσεις του. Όμως το 1997, αναγκάστηκε να «ξενιτευτεί» και πάλι, καθώς πουλήθηκε σε άλλον αγοραστή, αυτή τη φορά από την Κορέα. Μεταφέρθηκε στη Βόρειο Κορέα κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης διπλωματικής περιόδου για τη χώρα, με σκοπό να προσελκύσει όσο γίνεται περισσότερους τουρίστες, χωρίς όμως να καταφέρει ποτέ να εκπληρώσει τον συγκεκριμένο στόχο. Μέχρι και σήμερα παραμένει στο λιμάνι της Κουμκάνγκ, όπου και βρίσκεται με την ονομασία «Χαεκουμκάνγκ», χωρίς ωστόσο να λειτουργεί.

Τα χρόνια της λειτουργίας του στο Τάουνσβιλ τα θυμούνται ακόμα με νοσταλγία οι κάτοικοι της περιοχής. Όπως εξηγεί και ο Ρόμπερτ Ντε Γιονγκ, από το Μουσείο του Τάουνσβιλ, «Από απόσταση (το ξενοδοχείο) φαινόταν απλώς σαν ένα άλλο πλοίο. Αλλά καθώς πλησίαζες, καταλάβαινες ότι επρόκειτο για διαφορετικού είδους κτίσμα.

Πραγματικά έβαλε το Τάουνσβιλ στον χάρτη, γιατί ήταν κάτι πολύ μοναδικό, τόσο στην περιοχή όσο και σε όλο τον κόσμο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου