Ο σκηνοθέτης των μεγάλων επιτυχιών, πέθανε μια ημέρα σαν κι αυτή, 16 Οκτωβρίου 2010. Είχε το ταλέντο να αναδεικνύει τόσο την πολύχρωμη και ανάλαφρη πλευρά της ζωής, όσο και τη ζοφερή ασπρόμαυρη, εστιάζοντας σε ταμπού, όπως οι εκτρώσεις, ο τεντιμποϊσμός και το αναμορφωτήριο..
«Ο Δαλιανίδης ήταν άνθρωπος της επαφής, πώς να το πω, της ζωής. Δεν έκανε ταινίες διανοουμενίστικες. Οι ταινίες του αφορούσαν τον λαό, τον πολύ κόσμο. Όλοι είχαμε κάνει ταινίες πριν από τον Γιάννη που δεν πήγαν καλά. Οταν ξεκίνησε ο Γιάννης, η αιτία ήταν ο Φίνος βέβαια, το Α και το Ω του κινηματογράφου. Ήμασταν όμως κι εμείς ωραίοι ηθοποιοί! Για καθέναν από εμάς ο Γιάννης έβρισκε τον ρόλο που του πήγαινε, τον χαρακτήρα του, κατάλαβες; Ο Ηλιόπουλος, η Βλαχοπούλου, ο Βουλγαρίδης, η Λάσκαρη, η Καραγιάννη, όλοι…»: αυτά είχε πει κάποτε για τον Γιάννη Δαλιανίδη ο Κώστας Βουτσάς, ένας από τους ηθοποιούς που αναδείχτηκαν σε μεγάλους αστέρες δίπλα του.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης καθισμένος στην καρέκλα του σκηνοθέτη και ο Κώστας Βουτσάς συζητούν λεπτομέρειες για μία σκηνή του φιλμ «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες» (1967). Κι όλα αυτά με θέα την Ακρόπολη |Finos Film
Finos Film
Finos Film - Το απωθημένο της δεκαετίας του '60 η Ζωή Λάσκαρη
«Στην πραγματικότητα, όταν επρόκειτο να βγάλω ρούχο ηθοποιού, πάθαινα τρομερό τρακ, βρισκόμουν σε φοβερή αμηχανία. Δεν ήξερα πού να στήσω την κάμερα. Με αποτέλεσμα να μην μου βγαίνουν καθόλου χυδαίες. Γιατί ακριβώς δεν κοιτούσα να ερεθίσω τον θεατή με το γυμνό» είχε εξομολογηθεί πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του.
σως γιατί, ο Νόμος 4000 μπορεί να έχει καταργηθεί εδώ και πολλά χρόνια, όμως η κάθε είδους διαπόμπευση ανθρώπων που δεν χωρούν στις νόρμες, εξακολουθεί να είναι κάτι παραπάνω από ενεργή σε μία ελληνική κοινωνία που τελικά, δεν απέχει και πολύ από εκείνη του ’60.
Με την αγαπημένη του Λάσκαρη, μεταξύ πολλών άλλων, γύρισε το 1963 την ταινία «Ιλιγγος» και το 1966 τη «Στεφανία». Στην πρώτη η Λάσκαρη υποδυόταν μία όμορφη νεαρή γυναίκα που αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι όταν ο πατριός της (Αλέκος Αλεξανδράκης) αρχίζει να την βλέπει ερωτικά. Και στη δεύτερη, καταγράφεται η ζοφερή πραγματικότητα ενός αναμορφωτηρίου.
Στον αντίποδα αυτών των έντονων ασπρόμαυρων δραμάτων, έρχονταν τα πολύχρωμα, χαρούμενα μιούζικαλ – άλλωστε η προϋπηρεσία του Δαλιανίδη στον χορό, τον καθιστούσε ειδικό, φέρνοντας κάτι από τη λάμψη του Χόλιγουντ στις εγχώριες παραγωγές. Εδώ έχουμε το μπρίο της Ρένας Βλαχοπούλου και το ταλέντο του Ντίνου Ηλιόπουλου να συναντούν τις καυτές αναλογίες της Μάρθας Καραγιάννη, της Ελένης Προκοπίου και φυσικά της Ζωής Λάσκαρη, που καλύπτονται από πολύχρωμα φτερά και φαντεζί κοστούμια και προσφέρουν στο κοινό κάτι που εκείνη την εποχή ισοδυναμούσε με υπερθέαμα.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν παραγωγικότατος από την αρχή της καριέρας του, ως το τέλος της ζωής του. Στη χρυσή δεκαετία του ’60, μπορούσαν να βγουν ακόμη και τρεις ταινίες με την υπογραφή του μέσα στην ίδια χρονιά.
Όπως ήταν φυσικό, ένας άνθρωπος που αγαπούσε να βρίσκεται κοντά στις ανησυχίες του λαού, δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός τηλεόρασης. Το «Λούνα Παρκ» (1974) εισέβαλε στα ελληνικά σπίτια μαζί με την τηλεόραση, με πρωταγωνιστή τον γκρινιάρη κυρ Γιώργη (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος). Και ύστερα ήρθαν «Τα καθημερινά», «Τα λιονταράκια», η «Οδός Ανθέων» στην ΕΡΤ, αλλά και το «Ρετιρέ» του Mega, που μας στοιχειώνει μέσω των επαναλήψεων μέχρι σήμερα, κι ας πρωτοπροβλήθηκε το 1990.
Πολυγραφότατος και πολυσχιδής, ο Γιάννης Δαλιανίδης ήθελε να δοκιμάζει και να πειραματίζεται. Και όπως συνήθιζε να λέει: «Είναι σαν να έχω κάμερες αντί για μάτια. Δεν μπορώ να δω τον κόσμο αλλιώς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου